ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 24/94
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χαράλαμπου Ταλιαδώρου από τη Λεμεσό,
Αιτητή ,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημ. Τάξεως και/ή
2. Αρχηγού Αστυνομίας,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
27.2.98ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Μ. Ευαγγέλου
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη: Ουδεμία εμφάνιση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κατόπιν διαχωρισμού του δικογράφου η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης προαγωγής οκτώ Υπαστυνόμων στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, από 31.10.93, η οποία δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της 1.11.93.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης 96 προσοντούχων υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως, σύμφωνα με τους Κανονισμούς 4-8 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, ΚΔΠ 52/89, το Συμβούλιο Κρίσεως κατάρτισε πίνακα, κατ΄αλφαβητική σειρά με τα ονόματα 26 συστηνομένων για προαγωγή υποψηφίων, διπλάσιου αριθμού των υπολογιζόμενων κενών θέσεων για το 1993, στον οποίο περιλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως και ο αιτητής.
Όπως προκύπτει από τις επιστολές του Αρχηγού προς τον Υπουργό ημερ. 1.11.93 και 2.11.93, διαφάνηκε στη συνέχεια ότι ήταν δυνατόν να πληρωθούν επιπρόσθετα άλλες τέσσερις θέσεις στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου από 15.11.93 και άλλες δύο από 1.1.94 για την πλήρωση των οποίων έγινε χρήση του αρχικά καταρτισθέντος πίνακα με τα ονόματα των 26 συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως υποψηφίων, χωρίς να αυξηθεί ο αριθμός τους.
Το Συμβούλιο Κρίσεως υπέβαλε τον πίνακα με τα ονόματα των συστηνομένων υποψηφίων μαζί με όλα τα σχετιζόμενα με αυτούς έγγραφα στον Αρχηγό, σύμφωνα με τονΚαν.8(4) και (6) και ο Αρχηγός, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία αναφορικά με τους υποψηφίους, έκρινε ότι έντεκα από αυτούς, μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα μέρη, υπερείχαν των υπολοίπων και αποφάσισε την προαγωγή τους, από 31.10.93, κατόπιν έγκρισης του Υπουργού, σύμφωνα με τον Καν.8(6).
Οι ισχυρισμοί του αιτητή για μη αντικειμενική και αμερόληπτη αξιολόγηση από τα αρμόδια όργανα λόγω της αναγραφής της φράσης, "τελεί σε διαθεσιμότητα" , στην έκθεση αξιολόγησής του από την Επιτροπή Αξιολόγησης δεν στοιχειοθετήθηκαν.
Από τον προσωπικό του φάκελο προκύπτει πράγματι ως αληθές το γεγονός ότι, κατά την 17.6.93, ημερομηνία αξιολόγησής του από την Επιτροπή Αξιολόγησης, ο αιτητής τελούσε υπό διαθεσιμότητα, η οποία όμως είχε αρθεί ήδη κατά την 29.9.93, ημερομηνία αξιολόγησής του από το Συμβούλιο Κρίσεως.
Όπως έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί, ισχυρισμοί για έλλειψη αντικειμενικότητας και ύπαρξη προκατάληψης από τα όργανα τα οποία μετέχουν στις διοικητικές διαδικασίες, θα πρέπει να είναι εξειδικευμένοι και όχι αόριστοι και να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από την ίδια την πράξη ή από τα στοιχεία του φακέλου.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Ματθαίος Μούστρα κ.α. ν. Δημοκρατίας Α.Ε. Αρ. 1546, ημερ. 28.1.98, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το ίδιο ζήτημα:
"Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα 1 ότι σκόπιμα ο διευθυντής τον αξιολόγησε ως "καλό" στη συνέντευξη με σκοπό να τον αποκλείσει το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν τεκμηριωμένος και ότι οι ισχυρισμοί για μεροληψία και προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα. (Βλ. Christou v. Republic (1980) 3 CLR 437, Kontemeniotis v. CBC (1982) 3 CLR 1027 και Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 CLR 921. Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε που να δικαιολογεί συμπέρασμα αντίθετο με εκείνο του πρωτόδικου δικαστηρίου."
Δεν προκύπτει, σε βαθμό ώστε να καταλείπεται αμφιβολία, ότι τα όργανα τα οποία μετείχαν στην αξιολόγηση του αιτητή δεν λειτούργησαν αμερόληπτα ή ότι λειτούργησαν υπό πλάνη αναφορικά με τα προσόντα και την αξία του.
Η αξιολόγηση του αιτητή, όπως και των υπολοίπων υποψηφίων, ενεργείται από τις αρμόδιες Επιτροπές βάσει συγκεκριμένων, προκαθορισμένων κριτηρίων τα οποία απαριθμούνται στους Κανονισμούς και αποτυπώνονται στα έντυπα αξιολόγησης και δεν προκύπτει οποιοσδήποτε συσχετισμός μεταξύ του διοικητικού μέτρου της διαθεσιμότητας και των κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφίων για προαγωγή.
Ο ισχυρισμός του αιτητή για παραβίαση των εχεγγύων ορθής και αμερόληπτης κρίσης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ο ισχυρισμός του αιτητή για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας λόγω της σύστασης από το Συμβούλιο Κρίσεως μικρότερου αριθμού υποψηφίων από το διπλάσιο των υφισταμένων κενών θέσεων, επίσης δεν ευσταθεί.
Ο Κανονισμός 8(5), προνοεί ότι, "Ο αριθμός των προσώπων που συνιστώνται από το Συμβούλιο Κρίσεως για προαγωγή δε θα υπερβαίνει το διπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων" Η πρόνοια θέτει ανώτατο όριο αριθμού συστηνομένων και όχι επιτακτική σύσταση του αριθμού αυτού.
Η ολική βαθμολογία την οποία εξασφάλισε ο αιτητής από την Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως ήταν 87 μονάδες και δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των συστηθένων.
Η ολική βαθμολογία την οποία εξασφάλισαν οι τελευταίοι έξι περιληφθέντες στον κατάλογο ήταν 88 μονάδες.
Τα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτουν ότι ο λόγος της μη συμπερίληψης του αιτητή στον κατάλογο ήταν η χαμηλότερη βαθμολογία του σε σχέση με τους συστηθέντες ανθυποψηφίους του.
Ο ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε, ότι τα αρμόδια όργανα, αντίθετα προς τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης αγνόησαν την αρχαιότητά του αιτητή καθώς και τον αναπληρωματικό διορισμό του στην επίδικη θέση κατά το χρόνο προ των προαγωγών, δεν ευσταθεί.
Ο αναπληρωματικός διορισμός ο οποίος διέπεται από τον Καν.14 της ΚΔΠ 51/89 δεν εξομοιώνεται με την προαγωγή, με την έννοια του Καν.3(1) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, ΚΔΠ 52/89, και δεν προϋποθέτει αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ των προσοντούχων υποψηφίων αλλά γίνεται προς κάλυψη συγκεκριμένων υπηρεσιακών αναγκών για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Όλα τα στοιχεία αναφορικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των υποψηφίων, περιλαμβανομένης και της αρχαιότητας, βρίσκονταν ενώπιον των αρμοδίων οργάνων κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και καταγράφτηκαν στα σχετικά έντυπα αξιολόγησης.
Σύμφωνα με τον Καν.3(2) η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη αλλά δεν αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή
. μεγαλύτερη βαρύτητα δίδεται σε στοιχεία άλλα όπως η αξία, τα προσόντα, η προσήλωση στο καθήκον, η ακεραιότητα του χαρακτήρα κ.λπ. (Βλ. σχετικά, Χριστάκης Παπαστυλιανού και Γιώργος Σούπερμαν ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α, Υπ. Αρ. 138/95 κ.α., ημερ. 18.2.97).Ο αιτητής πράγματι υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι ορισμένων ενδιαφερομένων μερών.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση, Λοϊζος Χατζηχριστοφόρου ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 902/96, ημερ. 21.10.97 ". . . . τα στοιχεία του φακέλου είναι καλός δείκτης κρίσεως της ορθότητας η μη της αιτιολογίας, η οποία από μόνη της δυνατό να ικανοποιεί φραστικά τις διατάξεις του Κανονισμού. Ελέγχεται όμως και η αλήθεια του περιεχομένου της".
Από μελέτη των προσωπικών φακέλων τους οποίους διεξήλθα δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπεροχή του αιτητή σε αξία έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Αντίθετα, στις ετήσιες προσωπικές αναφορές για τα τρία αμέσως προηγούμενα των επίδικων προαγωγών έτη, ο αιτητής υστερούσε ελαφρά σε αξία έναντι των ενδιαφερομένων μερών ενώ καθ΄ολα τα προηγούμενα έτη μέχρι και το 1986 τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν, γενικά, σε αξία έναντι του αιτητή.
Ο αιτητής έχει ευμενή σχόλια για την υπηρεσιακή του επίδοση, αλλά και στα ενδιαφερόμενα μέρη, αποδίδονται, κατά περίπτωση, ιδιότητες όπως, υπηρεσιακή ποιότητα, ικανότητες, ζήλος και αφοσίωση, ακεραιότητα χαρακτήρα, υπευθυνότητα και νομιμοφροσύνη.
Επιπλέον, τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν εξασφαλίσει εμφανώς υψηλότερη γενική βαθμολογία από τις αξιολογήσεις των δύο σωμάτων.
Εφόσον οι ισχυρισμοί για ύπαρξη πλάνης δεν στοιχειοθετήθηκαν, η αξιολόγηση του αιτητή από τα αρμόδια όργανα έγινε κατόπιν μελέτης και στάθμισης των υπηρεσιακών του στοιχείων, περιλαμβανομένης και της αρχαιότητας στο βαθμό ο οποίος προβλέπεται από τον Καν.3(2).
Είναι εμφανές ότι οι συστάσεις για προαγωγή στηρίχθηκαν στη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων και ο λόγος της μη συμπερίληψης του αιτητή στον σχετικό πίνακα ήταν η χαμηλότερη αξιολόγησή του σε σύγκριση με τους περιληφθέντες.
Ενόψει όλων όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.