ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 4 ΑΑΔ 3345

22 Δεκεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΩΣ ΠΑΘΟΝΤΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 843/96)

Δεδικασμένο.— Όροι δημιουργίας — Δεν παρήχθη δεδικασμένο από την απορριπτική προσφυγής απόφαση στην κριθείσα περίπτωση σε σχέση με το αντικείμενο νέας προσφυγής από τον αυτό αιτητή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Παράβαση αρχών της χρηστής διοίκησης, έλλειψη δέουσας έρευνας — Περιστάσεις βασιμότητάς τους στην κριθείσα περίπτωση.

Ανακούφιση Παθόντων — Αίτημα για χορήγηση σύνταξης αναπηρίας — Περιστάσεις παράνομης απόρριψής του.

Ο αιτητής είχε κατ' επανάληψη αποταθεί για χορήγηση συντάξεως αναπηρίας που οφειλόταν στον τραυματισμό του υπό την ιδιότητά του ως εθνοφρουρού την 15/7/1974. Η επίδικη πράξη ήταν η τελευταία στη σειρά των απορρίψεων του αιτήματος του αιτητή, οι οποίες απετέλεσαν το αντικείμενο και δικαστικών αγώνων, η οποία όμως εξεδόθη μετά από προσκόμιση νέων κρίσιμων στοιχείων εκ μέρους του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το Δικαστήριο διαφωνεί ότι ο αιτητής κωλύεται από την ύπαρξη δεδικασμένου. Το μόνο δεδικασμένο που προκύπτει από την υπόθεση 76/89 είναι ότι με το ποσοστό ανικανότητας που είχε τότε ο αιτητής (10%), εδικαιολογείτο η απόρριψη του αιτήματός του. Δεν υπάρχει δεδικασμένο αναφορικά με την ορθότητα του ευρήματος της Επιτροπής ότι η ανικανότητά του δεν είχε σχέση με την ενεργό υπηρεσία του στην Εθνική Φρουρά. Συνεπώς, και ως θέμα χρηστής διοίκησης, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το αίτημα του αιτητή εξ υπαρχής. Και εφόσον ο αιτητής υπέβαλε στοιχεία που δείκνυαν την πιθανότητα επιδείνωσης της κατάστασής του, η Επιτροπή όφειλε να τον παραπέμψει σε ιατροσυμβούλιο για νέα διαπίστωση του ποσοστού ανικανότητάς του. Το γεγονός ότι ο αιτητής ζήτησε και προηγουμένως να παραπεμφθεί σε ιατροσυμβούλιο, δεν καθιστά την προσφυγή του εκπρόθεσμη, αφού με την επιστολή του ημερ. 23.6.96 υπέβαλε για πρώτη φορά στοιχεία με βάση τα οποία εδικαιολογείτο η παραπομπή του. Ως εκ τούτου, η απόφαση της Επιτροπής να μην παραπέμψει τον αιτητή σε ιατροσυμβούλιο για το λόγο ότι είχε ήδη αποφασίσει ότι η ανικανότητά του δεν οφειλόταν στην ενεργό υπηρεσία του, πάσχει και πρέπει να ακυρωθεί.

Δεν θεωρείται σκόπιμο στο παρόν στάδιο να εξεταστεί κατά πόσο η απόφαση της Επιτροπής ότι η ανικανότητα του αιτητή δεν οφειλόταν στην ενεργό υπηρεσία του ήταν νόμιμη ή όχι. Εναπόκειται στην Επιτροπή όταν και εφόσον βρεθεί ότι το ποσοστό ανικανότητας του είναι τέτοιο που να εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου να προβεί στη δέουσα έρευνα και να καταλήξει στα συμπεράσματά της. Σημειώνεται μόνο ότι η έρευνα που διεξήχθη κατ' αρχήν δεν ήταν επαρκής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Christodoulou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1377,

Χριστοδούλου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1221.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Ανακουφίσεως Παθόντων με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για παραπομπή του στο Ιατροσυμβούλιο για σκοπούς επανεξέτασης της αναπηρίας του.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Α.: Ο αιτητής ζητά με την προσφυγή του αυτή την πιο κάτω θεραπεία:

"(Α) Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή της ημερομηνίας 19/9/1996 (αντίγραφο επισυνάπτεται) με την οποία απερρίφθη το αίτημα του Αιτητή για παραπομπή του στο Ιατροσυμβούλιο για σκοπούς επανεξέτασης της αναπηρίας του και καταβολής σ' αυτόν σχετικού χορηγήματος με το αιτιολογικό ότι η αναπηρία του δεν οφείλεται στην "ενεργόν υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά" αλλά στο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο συμμετείχε σε πραξικοπηματικές επιχειρήσεις είναι άκυρη, παράνομη και εστερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."

Ο αιτητής εκτελούσε το 1974 τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά, στην οποία κατετάγη τον Ιανουάριο του 1973. Στις 8.9.74 απελύθη από τις τάξεις της Εθνικής Φρουράς λόγω ανικανότητας, η οποία οφείλετο σε τραύματα από πυροβόλο όπλο, συνεπεία των οποίων του απεκόπησαν τα δάκτυλα του δεξιού ποδιού του.

Στις 27.10.87, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για σύνταξη αναπηρίας, ισχυριζόμενος ότι τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του στην Εθνική Φρουρά και κατέστη ανάπηρος. Παραπέμφθηκε σε ιατροσυμβούλιο σύμφωνα με την έκθεση του οποίου η αναπηρία του αιτητή ανήρχετο στο ποσοστό 10%. Η Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων (η Επιτροπή), αφού έλαβε υπόψη έκθεση του Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού, κατάθεσή του αιτητή στον υπεύθυνο του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Ιωάννη Λεμεσού αναφορικά με τις συνθήκες τραυματισμού του, σχετική έκθεση της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), όπως και γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με την οποία "ενέργειες προς ανατροπήν της νομίμου τάξεως δεν λογίζονται ότι έγιναν εν τη ενεργώ υπηρεσία μέλους της Εθνικής Φρουράς", απέρριψε το αίτημα του για το λόγο ότι η ανικανότητά του δεν οφείλετο "στην 'ενεργόν υπηρεσίαν αυτού εν τη Δυνάμει' αλλά στη συμμετοχή του σε πραξικοπηματικές επιχειρήσεις για ανατροπή της συνταγματικής τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας".

Ο αιτητής καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης την προσφυγή αρ. 76/89. Με την απόφαση του που εξέδωσε στις 18.5.90 ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α. Λοΐζου, δεν ασχολήθηκε με την κρίση της Επιτροπής ότι η ανικανότητα του αιτητή δεν οφείλετο στην ενεργό υπηρεσία του στην Εθνική Φρουρά, γιατί η αίτηση του έπρεπε ν' απορριφθεί, εν πάση περιπτώσει, αφού η ανικανότητα του ήταν μόνο 10% ενώ το άρθρο 20 των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων, όπως και ο περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμος, απαιτούσαν βαθμό αναπηρίας άνω του 15% για την καταβολή οποιουδήποτε επιδόματος.

Στο στάδιο αυτό θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ συνοπτικά στις συνθήκες τραυματισμού του αιτητή.

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου Τεκμήριο 1, ο αιτητής υπηρετούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στο Λόχο Διοίκησης της 4ης Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης Λεμεσού (Λ.Δ./IV.Α.Π.Δ.), που βρίσκεται σε απόσταση μερικών μόνο μέτρων από τον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού. Νωρίς το πρωί της 15.7.74, ημερομηνία κατά την οποία εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ο αιτητής διατάχθηκε, μαζί με άλλους, να μεταβούν στο στρατόπεδο Πολεμιδιών για να ξηλώσουν αριθμό παράγκων. Ενώ βρίσκονταν στο στρατόπεδο αυτό εκτελώντας την εργασία που τους ανατέθηκε, διατάχθηκαν από το Διοικητή του στρατοπέδου να επιστρέψουν στη μονάδα τους. Κατά τη μετάβασή τους στο στρατόπεδο τους και ενώ βρίσκονταν στην περιοχή του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Λεμεσού, δέχθηκαν τα πυρά της Αστυνομίας, από τα οποία τραυματίστηκε ο αιτητής, ενώ άλλος συνάδελφός του, ο οποίος βρισκόταν στο ίδιο φορτηγό όχημα φονεύθηκε.

Οι εξαρτώμενοι του φονευθέντος στρατιώτη, των οποίων το αίτημα για χορήγηση σύνταξης απερρίφθη από την ίδια Επιτροπή για τους ίδιους λόγους, καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 195/76. Το Δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση για έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες φονεύθηκε ο στρατιώτης και πιθανότητα πλάνης περί τα πράγματα, (βλ. Christodoulou & Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1377).

Νέο αίτημα των εξαρτωμένων του πιο πάνω στρατιώτη έτυχε αρνητικής απάντησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενώπιον του οποίου τέθηκε. Και η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με προσφυγή, η οποία απερρίφθη για το λόγο ότι η προσβληθείσα απόφαση δεν ήταν εκτελεστή και προήλθε από αναρμόδιο όργανο. Οι εξαρτώμενοι του φονευθέντος στρατιώτη επανέφεραν το θέμα ενώπιον της Επιτροπής, η οποία το επανεξέτασε με βάση τα ίδια στοιχεία και το απέρριψε και πάλιν για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Εναντίον της νέας αυτής απόφασης κατεχωρήθη η προσφυγή 229/92. Με τη νέα απόφαση του Δικαστηρίου ακυρώθηκε και πάλι η προσβληθείσα απόφαση για παράβαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου στην προηγούμενη προσφυγή των αιτητών (βλ. Κυριάκος Χριστοδούλου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1221). Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση 1802, η οποία αργότερα απεσύρθη και προφανώς το αίτημα των αιτητών ικανοποιήθηκε.

Ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση επανέθεσε το θέμα του ενώπιον του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας με επιστολή του ημερ. 26.1.93, η οποία παραπέμφθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (όπως ήταν τότε). Το εν λόγω Υπουργείο απάντησε στον αιτητή ότι το αίτημα του απορρίφθηκε τόσο από την Επιτροπή όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο. Μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση 229/92, ο αιτητής απηύθυνε στον Υπουργό Δικαιοσύνης νέα επιστολή ημερ. 3.6.93, ζητώντας δικαίωση, επισυνάπτοντας και την απόφαση. Η επιστολή του διαβιβάστηκε στην Επιτροπή, η οποία ζήτησε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, ως προς το κατά πόσο είχε υποχρέωση να επανεξετάσει την περίπτωση του αιτητή, που, όπως αναφέρει στην επιστολή, είχε τραυματισθεί κάτω από τις ίδιες συνθήκες με το φονευθέντα εθνοφρουρό. Ο αιτητής υπέβαλε ξανά το αίτημά του ενώπιον της Επιτροπής με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 31.8.95, ζητώντας ίση μεταχείριση με τους εξαρτώμενους του φονευθέντος στρατιώτη και παραπομπή του αιτητή σε νέο ιατροσυμβούλιο για διαπίστωση του σημερινού βαθμού ανικανότητάς του. Η Επιτροπή πληροφόρησε με επιστολή ημερ. 2.11.95 ο δικηγόρο του αιτητή ότι το αίτημα του αιτητή απερρίφθη από την Επιτροπή στις 24.11.88 και από το Δικαστήριο στην υπόθεση αρ. 76/89.

Με νέα επιστολή του ημερ. 8.11.95 ο δικηγόρος του αιτητή εξήγησε γιατί έπρεπε να παραπεμφθεί και πάλι ο αιτητής σε ιατροσυμβούλιο. Η Επιτροπή, με επιστολή ημερ. 9.1.96, αρνήθηκε να επανεξετάσει το θέμα.

Στις 23.6.96 ο αιτητής απευθύνθηκε και πάλι στην Επιτροπή ζητώντας παραπομπή του σε ιατροσυμβούλιο για το λόγο ότι η κατάσταση του επιδεινώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Την επιστολή του συνόδευσε με βεβαίωση του Διευθυντή του Ορθοπεδικού Τμήματος του Νοσοκομείου Λεμεσού, ο οποίος σύστηνε την παραπομπή του σε ιατροσυμβούλιο. Στις 11.9.96 η Επιτροπή πήρε την πιο κάτω απόφαση:

"Η Επιτροπή αφού μελέτησε αίτηση του πιο πάνω πρώην μέλους της Εθνικής Φρουράς, για παραπομπή του στο Ιατροσυμβούλιο για σκοπούς επανεξέτασης της αναπηρίας του, αποφάσισε ότι εμμένει στην προηγούμενη της απόφαση, σύμφωνα με την οποία η ανικανότητα του δεν οφείλεται στην "ενεργόν υπηρεσίαν του εν τη Δυνάμει", αλλά στη συμμετοχή του σε πραξικοπηματικές επιχειρήσεις για ανατροπή της συνταγματικής τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας."

Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 19.9.96 και εναντίον της καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η απόφαση της Επιτροπής πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα στα περιστατικά της υπόθεσης, ότι η απόφαση ότι η αναπηρία του αιτητή δεν οφείλετο στην ενεργό υπηρεσία του στην Εθνική Φρουρά είναι αναιτιολόγητη και δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της (ιατρικό πιστοποιητικό αναφορικά με την επιδείνωση της κατάστασης του αιτητή και απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 229/92) και ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Ο δικηγόρος της Επιτροπής υποστήριξε ότι ο αιτητής κωλύεται να εγείρει την παρούσα διαδικασία λόγω δεδικασμένου που πηγάζει από την απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή του 76/89 και ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, αφού απαντήσεις για την επανεξέταση του θέματος πήρε στις 2.11.95 και 9.1.96. Πέραν τούτου, ισχυρίστηκε ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην παραπέμψει τον αιτητή σε ιατροσυμβούλιο για επανεξέταση του βαθμού ανικανότητάς του όπως και το συμπέρασμά της ότι η ανικανότητά του δεν οφειλόταν στην ενεργό υπηρεσία του στην Εθνική Φρουρά, ήταν ορθά.

Διαφωνώ ότι ο αιτητής κωλύεται από την ύπαρξη δεδικασμένου. Το μόνο δεδικασμένο που προκύπτει από την υπόθεση 76/89 είναι ότι με το ποσοστό ανικανότητας που είχε τότε ο αιτητής (10%), εδικαιολογείτο η απόρριψη του αιτήματος του. Δεν υπάρχει δεδικασμένο αναφορικά με την ορθότητα του ευρήματος της Επιτροπής ότι η ανικανότητα του δεν είχε σχέση με την ενεργό υπηρεσία του στην Εθνική Φρουρά. Συνεπώς, και ως θέμα χρηστής διοίκησης, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το αίτημα του αιτητή εξ υπαρχής. Και εφόσον ο αιτητής υπέβαλε στοιχεία που δείκνυαν την πιθανότητα επιδείνωσης της κατάστασής του, η Επιτροπή όφειλε να τον παραπέμψει σε ιατροσυμβούλιο για νέα διαπίστωση του ποσοστού ανικανότητάς του. Το γεγονός ότι ο αιτητής ζήτησε και προηγουμένως να παραπεμφθεί σε ιατροσυμβούλιο, δεν καθιστά την προσφυγή του εκπρόθεσμη, αφού με την επιστολή του ημερ. 23.6.96 υπέβαλε για πρώτη φορά στοιχεία με βάση τα οποία εδικαιολογείτο η παραπομπή του. Ως εκ τούτου, βρίσκω ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην παραπέμψει τον αιτητή σε ιατροσυμβούλιο για το λόγο ότι είχε ήδη αποφασίσει ότι η ανικανότητά του δεν οφειλόταν στην ενεργό υπηρεσία του, πάσχει και πρέπει να ακυρωθεί.

Δεν θεωρώ σκόπιμο στο παρόν στάδιο να εξετάσω κατά πόσο η απόφαση της Επιτροπής ότι η ανικανότητα του αιτητή δεν οφειλόταν στην ενεργό υπηρεσία του ήταν νόμιμη ή όχι. Εναπόκειται στην Επιτροπή όταν και εφόσον βρεθεί ότι το ποσοστό ανικανότητας του είναι τέτοιο που να εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου να προβεί στη δέουσα έρευνα και να καταλήξει στα συμπεράσματά της. Σημειώνω μόνο ότι η έρευνα που διεξήχθη κατ' αρχήν δεν ήταν επαρκής.

Για τους λόγους που εξέθεσα πιο πάνω, καταλήγω ότι η επίδικη απόφαση πρέπει ν' ακυρωθεί. Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν θα εξετάσω τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτητή.

Σαν αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα εις βάρος των καθ' ων η αίτηση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο