ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεωργιάδου Kατερίνα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2480
Tέκλος Nίκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Eπιτροπή Δημόσιας Yπηρεσίας) (1993) 4 ΑΑΔ 493
Κελεπενιώτης Αντώνης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Αρ. 1) (1994) 4 ΑΑΔ 1795
Χατζηγιάννη Ευανθία Σταυρή ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1815
Αγοθαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 903
Σολωμού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1904
Λούη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 1309
"Χ""Γεωργίου" ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2997
Γενεθλίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 75
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1997) 4 ΑΑΔ 3315
22 Δεκεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΑΜΒΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 761/96)
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Προαγωγές — Σύσταση του Προϊσταμένου — Υπηρεσιακές εκθέσεις — Έκδηλη υπεροχή —Αιτιολογία της επιλογής — Περιστάσεις νομιμότητας της επίδικης προαγωγής.
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε Ειδικό Ιατρό, Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Υπάρχει νομολογία που υποστηρίζει την άποψη ότι και με βάση το Ν. 1/90 η απαίτηση για καταγραφή της αιτιολογίας της σύστασης δεν καλύπτει και τις διαβουλεύσεις με άλλους λειτουργούς.
Είναι επίσης η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι όταν τέθηκαν οι φάκελοι στη διάθεση του Διευθυντή, ο τελευταίος τους μελέτησε "στιγμιαία" χωρίς να έχει τον απαιτούμενο χρόνο για να μορφώσει απόψεις. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα απερρίφθη και στην απόφαση του Δικαστηρίου, στη Γ. Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 83. στην οποία γίνεται παραπομπή. Ανέφερε επίσης ότι ο Διευθυντής ανήγαγε την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων στο ενδιαφερόμενο μέρος σε πλεονέκτημα. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός είναι παντελώς ανεδαφικός. Ο Διευθυντής απλώς εκφράζει την άποψη ότι μπορούσε να εμπιστευθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος.
Περαιτέρω δεν κατίσχυσε άλλο επιχείρημα, που προβάλλει ξανά ο κ. Αγγελίδης, για την επίκληση από το Διευθυντή των τριών κριτηρίων του νόμου ή φράσεις-χαρακτηρισμούς επιμέρους αξιολογικών στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί και με την εισήγηση πως οι εκθέσεις των τελευταίων ετών πάσχουν από έλλειψη αντικειμενικότητας. Είναι ισχυρισμός που παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Για το πώς θεμελιώνεται ένας τέτοιος λόγος ακύρωσης παραπέμπω στη Ν. Τέκλος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 A.A.Δ. 493. Στο ευρύτερο θέμα σαφώς δεν έχει αποδειχθεί υπεροχή του αιτητή. Η κατάσταση των στοιχείων που προκύπτουν από τους φακέλους δεν θεμελιώνει, κατά μείζονα λόγο, έκδηλη υπεροχή του, που θα ήταν κριτήριο επιτυχίας της προσφυγής.
Τέλος, ούτε οι ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας είναι βάσιμοι. Όλα τα σχετικά ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και δεν υπήρχε οτιδήποτε που έχρηζε περαιτέρω έρευνας. Από την άλλη, η αιτιολογία ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις της νομολογίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηγιάννη ν. Ε.Δ.Υ. (1994) 4 A.A.Δ. 1815,
Κελεπενιώτης ν. Α.Η.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1795,
Αγαθαγγέλου ν. Ε.Δ. Υ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 903,
Λούης ν. Ε.Δ. Υ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1309,
Λάρκος ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1432,
Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480,
Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2997,
Γενεθλίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 75,
Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 83,
Σολωμού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1904,
Τέκλος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 493.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης με την οποία προήχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ειδικού Ιατρού στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας αντί του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Α. Δικηγορόπουλος, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Αντικείμενο της κρινόμενης προσφυγής είναι η νομιμότητα απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) ημερ. 28/6/96. Με αυτή έχει προαχθεί το ενδιαφερόμενο μέρος Ευάγγελος Αναστασίου στη θέση Ειδικού Ιατρού στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Συγκαταλέγεται στην κατηγορία θέσεων προαγωγής. Η διαδικασία πλήρωσης διέπεται από το άρθρ. 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 1/90). Στην κρίσιμη συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ. (28/6/96) παρέστη και ο Διευθυντής του παραπάνω Τμήματος, που σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού έλαβε υπόψη τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, που του διέθεσε η Ε.Δ.Υ. Η σύσταση εκτίθεται στη σελ. 12 του Παραρτήματος 3, ενώ η αιτιολογία της απόφασης από την Ε.Δ.Υ. στις σελ. 12 και 13. Μπορεί από τώρα να λεχθεί ότι ήταν το επίκεντρο των επικρίσεων του αιτητή.
Προτού επεκταθούμε στις πλημμέλειες που προσάφθηκαν κατά της σύστασης θα μπορούσαμε να κατατοπισθούμε, από μια συνολική ματιά, για την εικόνα που παρουσιάζουν οι δύο υποψήφιοι, όπως την καθορίζουν τα στοιχεία, που αφορούν τα τρία νομοθετημένα κριτήρια. Οι εκθέσεις δείχνουν υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους για τα έτη 1987 και 1988. Είναι ισοδύναμοι κατά το 1989 και 1990. Όμως από το 1991 μέχρι και το 1995 υπερέχει σταθερά το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο αιτητής προηγείται σε αρχαιότητα κατά 1 1/2 χρόνο περίπου στην προηγούμενη θέση του Επιμελητή. Στον τομέα των προσόντων υπάρχει, ουσιαστικά, ισοδυναμία. Πληρούν και οι δύο το σχέδιο υπηρεσίας και κατέχουν πρόσθετα προσόντα, τα οποία όμως δε συνιστούν πλεονέκτημα κατά το σχέδιο υπηρεσίας.
Ως πρώτο λόγο ακυρότητας ο δικηγόρος του αιτητή προβάλλει την ελλειπή, κατά την άποψη του, διεξαγωγή έρευνας από την Ε.Δ.Υ., που είχε ως αποτέλεσμα το όργανο αυτό να υποπέσει σε πλάνη. Συγκεκριμένα διερωτάται ο συνήγορος πώς διαπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, που πήρε διετή υποτροφία από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας το 1981, αλλά απέτυχε να αποκτήσει ειδικότητα, έχει δείξει "έφεση για ανάπτυξη". Το στοιχείο αυτό το απέκρυψε ο Διευθυντής από την Ε.Δ.Υ. με επακόλουθο να πληγεί η αντικειμενικότητα της σύστασης. Και δεν αναφέρθηκε στα στοιχεία των φακέλων διότι "προφανώς περιείχαν στοιχεία τα οποία να ήθελε να αποκρύψει με τη σύσταση του, παρασύροντας και την Ε.Δ.Υ. στην τελική λανθασμένη της απόφαση". Επισημαίνω ωστόσο πως στοιχεία για την αποτυχία του ενδιαφερόμενου μέρους στις τελικές εξετάσεις είναι καταχωρημένα στο φάκελο (ερ. 34 στον προσωπικό φάκελο), που είχε εξετάσει η Ε.Δ.Υ. Έτσι δεν εγείρεται ζήτημα πλάνης ούτε απόκρυψης. Η κατηγορία αυτή είναι ανυπόστατη και άδικη.
Ήταν επίσης εστία παραπόνου η καταφυγή του Διευθυντή στην προσωπική γνώση των υποψηφίων καθώς και η συλλογή πληροφοριών από άλλους υπαλλήλους. Για ενίσχυση των θέσεων του ο κ. Αγγελίδης παρέπεμψε στις αποφάσεις μου στις Ευάνθη Χ"Γιάννη ν. Ε.Δ.Υ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1815, Αντώνης Κελεπενιώτης ν. Α.Η.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1795, Αλέκος Αγαθαγγέλον ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 903 και Ρόλης Λούης ν. Ε.Δ.Υ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1309. Παρόμοιοι ισχυρισμοί και η ίδια νομολογία αναφέρθηκαν στην Ξενής Λάρκος ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1432. Οι λόγοι απόρριψης τους στην υπόθεση εκείνη ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση. Δεν υπάρχουν οι εγγενείς ομοιότητες που καθιστούν επιτακτική την εφαρμογή των παραπάνω δικαστικών προηγούμενων.
Αναφορικά με τη συλλογή πληροφοριών η κα Πολυχρονίδου παρέπεμψε στη Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480. Αντιτάχθηκε ότι η υπόθεση αφορούσε την προϊσχύσασα για τους δημόσιους υπαλλήλους νομοθεσία (Ν. 33/67), η οποία δεν περιείχε ρητή πρόνοια για αιτιολογημένες συστάσεις. Υπάρχει ωστόσο νομολογία που υποστηρίζει την άποψη ότι και με βάση το Ν. 1/90 η απαίτηση για καταγραφή δεν καλύπτει και τις διαβουλεύσεις με άλλους λειτουργούς: Μάρω Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2997 (Καλλής, Δ.) και Στέλιος Γενεθλίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 75 (Κρονίδης, Δ.).
Είναι επίσης η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι όταν τέθηκαν οι φάκελοι στη διάθεση του Διευθυντή, ο τελευταίος τους μελέτησε "στιγμιαία" χωρίς να έχει τον απαιτούμενο χρόνο για να μορφώσει απόψεις. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα απέρριψα και στην απόφαση μου στη Γ. Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 83, στην οποία παραπέμπω. Ανέφερε επίσης ότι ο Διευθυντής ανήγαγε την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων στο ενδιαφερόμενο μέρος σε πλεονέκτημα. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός είναι παντελώς ανεδαφικός. Ο Διευθυντής απλώς εκφράζει την άποψη ότι μπορούσε να εμπιστευθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος.
Περαιτέρω δεν κατίσχυσε άλλο επιχείρημα, που προβάλλει ξανά ο κ. Αγγελίδης, για την επίκληση από το Διευθυντή των τριών κριτηρίων του νόμου ή φράσεις-χαρακτηρισμούς επιμέρους αξιολογικών στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων: Μαυρομμάτη, ανωτέρω και απόφαση του Χρυσοστομή, Δ., στις Μικαίου- Σολωμού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1904. Όπως μπορεί κανείς δίκαια να παρατηρήσει, όλα τα επιχειρήματα που πρόβαλε ο αιτητής τα έχει ήδη απαντήσει η νομολογία και δεν ήταν δυνατό να επιτύχουν μόνο και μόνο επειδή επαναλαμβάνονται.
Αναπτύχθηκε πρόσθετα η εισήγηση πως ο αιτητής, με βάση τα τρία κριτήρια, έχει την υπεροχή. Ο κ. Αγγελίδης έδωσε έμφαση στα προσόντα με την έννοια ότι στηρίχθηκε στην αποτυχία του ενδιαφερόμενου μέρους, στην οποία ήδη αναφέρθηκα. Δε συμφωνώ πως το γεγονός προσδίδει υπεροχή στον αιτητή. Για το λόγο ότι μεταγενέστερα το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως και ο αιτητής ενωρίτερα, είχε εγγραφεί από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου ως Ειδικός Ιατρός στη Ψυχιατρική. Όπως δε συμφωνώ και με την εισήγηση πως οι εκθέσεις των τελευταίων ετών πάσχουν από έλλειψη αντικειμενικότητας. Είναι ισχυρισμός που παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Για το πώς θεμελιώνεται ένας τέτοιος λόγος ακύρωσης παραπέμπω στη Ν. Τέκλου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 493. Στο ευρύτερο θέμα σαφώς δεν έχει αποδειχθεί υπεροχή του αιτητή. Η κατάσταση των στοιχείων που προκύπτουν από τους φακέλους δε θεμελιώνει, κατά μείζονα λόγο, έκδηλη υπεροχή του, που θα ήταν κριτήριο επιτυχίας της προσφυγής.
Τέλος έχω τη γνώμη ότι ούτε οι ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας είναι βάσιμοι. Όλα τα σχετικά ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και δεν υπήρχε οτιδήποτε που έχρηζε περαιτέρω έρευνας. Από την άλλη, η αιτιολογία ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις της νομολογίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(α) του Συντάγματος. Ο αιτητής θα επωμισθεί τα έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.