ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 3298
19 Δεκεμβρίου, 1997
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΗΡΑΚΛΗΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 453/96)
Δεδικασμένο — Όροι δημιουργίας — Δεδικασμένο ακυρωτικής αποφάσεως —Δεν παρήχθη στην κριθείσα περίπτωση ακύρωση προαγωγής ως προς το κύρος της σύστασης η οποία δεν ήταν επίδικο θέμα — Η διαπίστωση της ελαττωματικότητας της σύστασης κατά την επανεξέταση από το διορίζον όργανο ήταν επιτρεπτή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι—Προαγωγές — Σύσταση του Προϊσταμένου — Όροι νομιμότητας —Διαπίστωση παράβασής τους κατά την επανεξέταση προαγωγής από την Ε.Δ.Υ. και λήψη νέας σύστασης από νέο Διευθυντή που είχε στο μεταξύ αναλάβει.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Επανεξέταση προαγωγής μετά από δικαστική ακύρωσή της — Περιστάσεις νομιμότητας της πορείας που ακολούθησε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Προαγωγές — Κριτήρια —Σύσταση του Προϊσταμένου και προσόντα πρόσθετα και μη προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας — Νόμιμη αξιολόγηση των κριτηρίων από την Ε.Δ.Υ. — Εύλογα επιτρεπτή απόφαση περί προαγωγής.
Ο αιτητής προσέβαλε εκ νέου την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εισπράξεως Φόρων η οποία λήφθη μετά από επανεξέταση ακυρωθείσης προαγωγής του αυτού προσώπου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ερμηνεύουσα το Άρθρο 50(5) του Νόμου 3713/28, το δεδικασμένο καταλαμβάνει το "κριθέν ζήτημα" και σαν τέτοιο "θεωρείται εκείνον το οποίον ευρίσκεται εν συναρτήσει προς το γενόμενο δεκτόν υπό της αποφάσεως συμπέρασμα και αποτελεί αναγκαίον τούτου στήριγμα, όχι όμως άλλα περιστατικά ιστορικώς αναφερόμενα, τα οποία δεν είναι αναγκαία προς συναγωγήν του διατυπωμένου συμπεράσματος εις το διατακτικόν της αποφάσεως ... Δηλαδή εκ του σκεπτικού μόνον ότι συνιστά αναγκαίαν αιτιολογίαν του διατακτικού και ότι θεμελιώνει λογικώς το συμπέρασμα του διατακτικού και το οποίο είναι, πολλάκις, σπουδαιότερον του διατακτικού, συνιστά δεδικασμένον. ... Η έννοια τη ομοίας ακριβώς πράξεως προς την ακυρωθείσαν .. δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθή από την "αιτίαν" της ακυρώσεως, ήτοι από τον λόγον της ακυρώσεως της πράξεως, ο οποίος συνιστά το αναγκαίον στήριγμα του διατακτικού της ακυρωτικής αποφάσεως." Πάνω στις ίδιες γραμμές κινείται και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία, λαμβάνουσα υπόψη και τις αγγλικές αρχές επί του θέματος, δέχεται ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ' αρχήν τη "δικαστική κρίση πάνω σε επίδικο θέμα" θεωρώντας ότι αυτή δεν περιορίζεται μόνον στο διατακτικό αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του δικαστηρίου στο βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό. Με άλλα λόγια, το ακυρωτικό δεδικασμένο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταλαμβάνει το αιτιολογικό ή σκεπτικό που οδηγεί στο διατακτικό της απόφασης ("ratio decidendi"), ήτοι το λόγο ή τους λόγους ακυρώσεως που ήσαν επίδικοι και που, τελικά, τους αποδέκτηκε το Δικαστήριο ως το στήριγμά του για να ανατρέψει την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση.
2. Στην προκείμενη περίπτωση, η εγκυρότητα της σύστασης του Διευθυντή δεν ήταν "επίδικο θέμα υπό κρίση" αφού αυτή ήταν θετική για τον αιτητή η δε άλλη πλευρά δεν την αμφισβήτησε ούτε και μπορούσε να την αμφισβητήσει, επικαλούμενη το αναιτιολόγητο, εφ' όσον, κάτι τέτοιο, θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη προσπάθεια υποκατάστασης της Επιτροπής στο καθήκο να αιτιολογήσει η ίδια τη διαφωνία της. Το υπό κρίση επίδικο θέμα ήταν μόνο η εγκυρότητα τη διαφωνίας της Επιτροπής με τη σύσταση. Τούτο σημαίνει, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι η απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 580/94 δημιούργησε δεδικασμένο μόνο αναφορικά με την εγκυρότητα της διαφωνίας αυτής και όχι αναφορικά με την εγκυρότητα αυτής ταύτης της σύστασης. Επομένως, η Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, δεν εκωλύετο να διερευνήσει την εγκυρότητα της σύστασης. Το έκαμε με αποτέλεσμα να διαπιστώσει, ορθά, ότι ήταν αναιτιολόγητη, κατά παράβαση του Άρθρου 35(4) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων, αφού, ουσιαστικά, περιοριζόταν σε απλή αναφορά στα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων χωρίς να εμπεριέχει τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν το Διευθυντή στη διαμόρφωση της άποψης ως προς την υπεροχή του συστηνόμενου - αιτητή.
3. Θεωρείται ότι, η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή για να αγνοήσει τη σύσταση του νέου Διευθυντή υπέρ του αιτητή είναι απόλυτα δικαιολογημένη για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της 14/2/1996. Ταυτόχρονα, η απόφαση της Επιτροπής να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή, είναι επαρκώς αιτιολογημένη, και επίσης, συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Συγκεκριμένα, από τα πρακτικά της Επιτροπής προκύπτει, πλέον ή σαφώς, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προτιμήθηκε γιατί υπερτερούσε σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από τις ετήσιες υπηρεσιακές του εκθέσεις, γεγονός που ενισχύθηκε και από τις δηλώσεις του νέου Διευθυντή ότι ήταν ο καταλληλότερος για να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της θέσης. Στο σύνολο των κριτηρίων, αυτή ειδικά η υπεροχή στο κριτήριο "αξία" έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του παρά το γεγονός ότι ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα (κατά 16 1/2 μήνες) και παρά το γεγονός ότι κατείχε το προσόν της Ανώτερης Λογιστικής της εξέτασης του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, προσόν, όμως, που ήταν οριακής σημασίας αφού δεν απαιτείτο από τα Σχέδια Υπηρεσίας, έστω και αν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,
Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1853,
Τρυφωνίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2501,
Λουκά ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1040.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία προήχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων αντί του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η Αίτηση.
ΑΧ. Ταλιαδώρος, για το Ενδαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Α.: Στις 13/8/1993, λήφθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας πρόταση της αρμόδιας αρχής για την πλήρωση δύο θέσεων Ανώτερου Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, που είναι θέση προαγωγής.
Η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος κατά τη συνεδρία της, ημερομηνίας 10/2/1994. Στη συνεδρία αυτή παρευρίσκετο και ο τότε Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, ο οποίος σύστησε για προαγωγή τον αιτητή και ακόμα ένα υποψήφιο. Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή η Επιτροπή, κατά την ίδια συνεδρία της, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία, επέλεξε για προαγωγή για τη μία από τις δύο θέσεις, τον άλλο υποψήφιο που συστήθηκε από το Διευθυντή. Για τη δεύτερη όμως θέση, η Επιτροπή επέλεξε, αντί του αιτητή που συστήθηκε, το ενδιαφερόμενο μέρος, ο οποίος κρίθηκε ότι υπερτερούσε στο κριτήριο της αξίας.
Το σχετικό μέρος της σύστασης του Διευθυντή είχε ως εξής:-
"Όσον αφορά τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι βρίσκονται στα ίδια επίπεδα, εκτός από το Θρασυβούλου Ηρακλή, ο οποίος έχει πετύχει στην Ανώτερη εξέταση στη Λογιστική του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, προσόν όμως το οποίο δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Όσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Εμπιστευτικές /Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων, και με βάση την προσωπική μου εκτίμηση, όπως πηγάζει από την άμεση επαφή και γνώση της εργασίας όλων των υποψηφίων, θεωρώ ότι ο Παναγιώτου Γιαννάκης υπερέχει όλων των άλλων και είναι ο καλύτερος. Εν τούτοις οι υποψήφιοι Τουμασή Κυριάκος και Θρασυβούλου Ηρακλής υπερέχουν σε αρχαιότητα έναντι των άλλων δύο και σε μια γενική θεώρηση όλων των κριτηρίων θεωρώ ότι αυτοί υπερέχουν και τους συστήνω για προαγωγή."
Η Επιτροπή , αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία, ανέφερε τα ακόλουθα, όσον αφορά τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος:-
"Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή σ' ό,τι αφορά τον Θρασυβούλου Ηρακλή και αντ' αυτού επέλεξε για τη δεύτερη θέση τον Παναγιώτου Γιαννάκη. Η Επιτροπή σημείωσε ότι, τόσο μέσα από τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις όσο και μέσα από τις σαφείς δηλώσεις του Διευθυντή, φαίνεται καθαρά ότι ο καλύτερος από τους τρεις υποψηφίους που παραμένουν, τουλάχιστο σ' ότι αφορά την αξία, είναι ο Παναγιώτου Γιαννάκης. Παρ' όλ' αυτά, ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον Θρασυβούλου Ηρακλή, ο οποίος υπερέχει έναντι του Παναγιώτου μόνο στο στοιχείο της αρχαιότητας. Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η αρχαιότητα αυτή των 15 μηνών είναι οριακή και δεν μπορεί από μόνη της να υπερνικήσει την υπεροχή του Παναγιώτου σε αξία, υπό το φως μάλιστα και της σχετικής δήλωσης του Διευθυντή.
Η Επιτροπή σημείωσε περαιτέρω το γεγονός ότι ο Θρασυβούλου έχει πετύχει στην Ανώτερη εξέταση στη Λογιστική του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, προσόν όμως που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και εν πάση περιπτώσει αυτό δε φαίνεται να έχει επηρεάσει θετικά την απόδοσή του.".
Ως ημερομηνία ισχύος των προαγωγών ορίσθηκε η 1/4/1993. Οι προαγωγές δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 15/4/1994 και ακολούθησε η Προσφυγή Αρ. 580/94, Ηρακλής Θρασυβούλου ν Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 26/10/1995 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του. Ηρακλής Θρασυβούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2263. Μετά που συμπέρανε ότι δεν δόθηκε καμμιά απολύτως βαρύτητα στο γεγονός ότι ο αιτητής είχε πετύχει στην Ανώτερη εξέταση στη Λογιστική του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου (προσόν που δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας), δέκτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με το αιτιολογικό ότι έπασχε η αιτιολογία που δόθηκε για την παραγνώριση της σύστασης Διευθυντή υπέρ του αιτητή.
Αφού συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση και επανέφερε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση που κατείχε προηγουμένως, η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 13/2/1996, προχώρησε στην επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της κενής θέσης Ανώτερου Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, με βάσει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. Εξετάζοντας την προαναφερθείσα σύσταση του τότε Διευθυντή έκρινε ότι αυτή ήταν "αναιτιολόγητη καθ' ότι σε αντίθεση με την πρόσφατη νομολογία ο Διευθυντής ουσιαστικά περιορίστηκε σε απλή αναφορά στα στοιχεία που περιείχοντο στους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων."
Ύστερα από τη διαπίστωση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, η εν λόγω σύσταση δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης και απεφάσισε να την αγνοήσει. Περαιτέρω, η Επιτροπή απεφάσισε να καλέσει ενώπιόν της το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (που εν τω μεταξύ άλλαξε) για να υποβάλει νέα αιτιολογημένη σύσταση, με βάσει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στη συνεδρία της ημερομηνίας 14/2/1996 η Επιτροπή δέκτηκε το νέο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ο οποίος, πάντοτε με βάσει τα στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, ανέφερε τα εξής:-
"Όσον αφορά την αξία των υποψηφίων, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, και, παρόλο που δεν είχα προσωπική επαφή και γνώση της εργασίας τους, κρίνω ότι ο Παναγιώτου Γιαννάκης υπερέχει έναντι των άλλων υποψηφίων, με οριακή όμως διαφορά έναντι του υποψήφιου Θρασυβούλου Ηρακλή. Την εκτίμησή μου αυτή θα την επεξηγήσω πιο κάτω. Ο Θρασυβούλου τοποθετήθηκε από το 1990 στον Κλάδο Εσωτερικού Ελέγχου και μέχρι τον ουσιώδη χρόνο ασχολείτο με τον έλεγχο των λογαριασμών των Επαρχιακών Γραφείων Είσπραξης Φόρων. Για την ίδια περίοδο τα καθήκοντα του Παναγιώτου στο Επαρχιακό Γραφείο Είσπραξης Φόρων Λευκωσίας ήταν η επίβλεψη ομάδας λειτουργών είσπραξης φόρων, η επιθεώρηση τερματικών μηχανών και ο έλεγχος των ταμείων. Ο άμεσα προϊστάμενος του Κλάδου Εσωτερικού Ελέγχου, που ήταν και διοικητικά υπεύθυνος για το Γραφείο Είσπραξης Φόρων, στο οποίο εντάσονται και οι δύο, κρίνει ότι ο Θρασυβούλου Ηρακλής, ως εκ των καθηκό ντων που εκτελούσε στον Κλάδο Εσωτερικού Ελέγχου, απέκτησε ευρεία γνώση των εργασιών και διαδικασιών του Κλάδου Είσπραξης Φόρων και κατά την άποψη του υπερέχει του Παναγιώτου Γιαννάκη. Ο Επαρχιακός του Γραφείου Είσπραξης Φόρων Λευκωσίας, ο οποίος επίσης γνωρίζει και τους δύο υποψηφίους και ήταν και ο άμεσα προϊστάμενος του Παναγιώτου, κρίνει ότι ο Παναγιώτου είναι πιο δραστήριος και με ευρύτερες εμπειρίες και ως εκ τούτου κατά την άποψή του υπερέχει του Θρασυβούλου. Μέσα από τις πιο πάνω αναφορές των άμεσα προϊσταμένων των υποψηφίων, καθώς και από τις πληροφορίες που πήρα από άλλους λειτουργούς που είχαν άμεση σχέση με την εργασία τόσο των δύο αυτών υποψηφίων όσο και του τρίτου υποψήφιου, Φικάρδου Δημοσθένη, την αποδοτικότητά τους, την εργατικότητά τους, καθώς και άλλα στοιχεία σχετικά με την αξία τους, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, κατέληξα στην εκτίμηση ότι ο Παναγιώτου υπερέχει ουσιαστικά έναντι του Φικάρδου και οριακά έναντι του Θρασυβούλου, ιδιαίτερα σε θέματα χειρισμού του κοινού, εργατικότητας και διοικητικής ικανότητας.
Ωστόσο, συστήνω τον Θρασυβούλου Ηρακλή λόγω του ότι υπερέχει σε αρχαιότητα και κατέχει το προσόν της Ανωτέρας Λογιστικής του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, παρόλο που αυτό δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Κατά τη σύστασή μου έλαβα επίσης υπόψη ότι σε αξία ο Θρασυβούλου υστερεί οριακά έναντι του Παναγιώτου."
Αφού αποχώρησε ο Διευθυντής, η Επιτροπή προχώρησε στη δική της αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.
Αναφορικά με τις κρίσεις του νέου Διευθυντή παρατήρησε τα ακόλουθα - παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της Επιτροπής:-
"Η Επιτροπή ασχολήθηκε επίσης με το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή και παρατήρησε ότι αυτή στηρίχθηκε στην κατοχή από μέρους του συστηθέντος του προσόντος της Ανωτέρας Λογιστικής του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, καθώς και της υπεροχής του σε αρχαιότητα. Περαιτέρω η Επιτροπή παρατήρησε ότι, παράλληλα, ο Διευθυντής δήλωσε σαφώς ότι μέσα από τις πληροφορίες που μπόρεσε να συλλέξει αναφορικά με τους υποψηφίους αποκόμισε την αντίληψη ότι ο Παναγιώτου Γιαννάκης υπερέχει έναντι των άλλων δύο υποψηφίων και αναφέρθηκε ιδιαίτερα σε κάποια στοιχεία, στα οποία ο ίδιος προφανώς στήριξε την κρίση του, θεωρώντας τα ως άμεσα σχετικά με την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης και ως εκ τούτου τους απέδωσε καθοριστικό ρόλο.
Η Επιτροπή, αξιολογώντας τις πιο πάνω δηλώσεις του Διευθυντή, σε συνδυασμό με τα ενώπιόν της στοιχεία, σημείωσε ότι ο Θρασυβούλου υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι των άλλων δύο υποψηφίων (κατά 16 1/2 μήνες) και κατέχει το προσόν της Ανωτέρας Λογιστικής, προσόν που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα. Παράλληλα η Επιτροπή σημείωσε ότι ο εκ των υποψηφίων Παναγιώτου Γιαννάκης υπερτερεί έναντι των άλλων δύο υποψηφίων σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα στις Ετήσιες Υπηρεσιακές του Εκθέσεις, γεγονός που ενισχύεται και από τις δηλώσεις του Διευθυντή, μέσα από τις οποίες φαίνεται ότι μεταξύ των τριών υποψηφίων αυτός είναι ο καλύτερος και ο καταλληλότερος για να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της ανώτερης θέσης, δεδομένου ότι, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Διευθυντής, διαθέτει εκείνες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που θα του επιτρέψουν να αποδώσει στη νέα θέση στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Η Επιτροπή, έχοντας ως γνώμονα την υποχρέωσή της να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο με βάση τις αρχές που καθορίζονται από την ισχύουσα Νομοθεσία, σημείωσε ότι, σύμφωνα και με την πρόσφατη Νομολογία, η σύσταση του Διευθυντή και η αιτιολόγησή της σκοπεύουν στην αποκάλυψη εκείνων των ιδιοτήτων και των αρετών του υποψηφίου, οι οποίες βρίσκονται σε συνάρτηση με τις ανάγκες της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί και τις οποίες μόνο ο ίδιος ο Διευθυντής μπορεί να γνωρίζει και να εκτιμήσει, (βλέπε C.L.R. 839, 845 και απόφαση στην Προσφυγή αρ. 1006/94).
Αξιολογώντας τη σύσταση του Διευθυντή, η Επιτροπή έκρινε ότι η υπεροχή ενός υποψηφίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βάση την αρχαιότητα και μάλιστα όταν αυτή είναι περιορισμένης διάρκειας, όπως στην παρούσα περίπτωση, ούτε με βάση προσόντα που δεν προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας όχι μόνο ως απαιτούμενα αλλά ούτε και ως πλεονέκτημα.
Η Επιτροπή, υπό το φως των πιο πάνω, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν μπορεί να γίνει δεκτή γιατί είναι αντιφατική αφού, ενώ ο ίδιος, ως εκ της θέσεως του, μπόρεσε να διαμορφώσει την άποψη ότι ο Παναγιώτου είναι ο καλύτερος υποψήφιος, εντούτοις σύστησε τον Θρασυβούλου στηριζόμενος στην οριακή, κατά την κρίση της Επιτροπής, υπεροχή του σε αρχαιότητα και στην κατοχή ενός προσόντος, που παρόλον ότι είναι σχετικό με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, εντούτοις δεν είναι απαιτούμενο προσόν ούτε και προσδίδει οποιοδήποτε πλεονέκτημα στον κάτοχό του."
Τελικά η Επιτροπή, αφού δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων στο σύνολο των κριτηρίων - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και απεφάσισε να τον προαγάγει ως τον πιο κατάλληλο αναδρομικά από τις 1/4/1994.
Η πιο πάνω προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τις 26/4/1996, είναι το αντικείμενο της παρούσας νέας προσφυγής.
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει ο αιτητής είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής (α) να αγνοήσει τη σύσταση του πρώην Διευθυντή και (β) να καλέσει το νέο Διευθυντή για να δώσει σύσταση αποτελεί αυθαιρεσία και, ταυτόχρονα, παραβίαση δεδικασμένου αφού, με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 580/94, η σύσταση του πρώην Διευθυντή δεν κρίθηκε δικαστικά ως πάσχουσα αλλά, αντίθετα, δικαστικά κρίθηκε ως πάσχουσα η παραγνώριση της νόμιμης αυτής σύστασης, χωρίς ειδική αιτιολογία, με αποτέλεσμα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής από το Δικαστήριο. Επομένως, προχωρεί ο αιτητής, η Επιτροπή δεν μπορούσε, κατά την επανεξέταση, να κρίνει ως δήθεν αναιτιολόγητη (πάσχουσα) τη σύσταση που το Δικαστήριο δεν ακύρωσε ούτε μπορούσε να καλέσει το νέο Διευθυντή για να δώσει σύσταση.
Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ερμηνεύουσα το άρθρο 50(5) του Νόμου 3713/28, το δεδικασμένο καταλαμβάνει το "κριθέν ζήτημα" και σαν τέτοιο "θεωρείται εκείνον το οποίον ευρίσκεται εν συναρτήσει προς το γενόμενο δεκτόν υπό της αποφάσεως συμπέρασμα και αποτελεί αναγκαίον τούτου στήριγμα, όχι όμως άλλα περιστατικά ιστορικώς αναφερόμενα, τα οποία δεν είναι αναγκαία προς συναγωγήν του διατυπωμένου συμπεράσματος εις το διατακτικόν της αποφάσεως ... Δηλαδή εκ του σκεπτικού μόνον ότι συνιστά αναγκαίαν αιτιολογίαν του διατακτικού και ότι θεμελιώνει λογικώς το συμπέρασμα του διατακτικού και το οποίο είναι, πολλάκις, σπουδαιότερον του διατακτικού, συνιστά δεδικασμένον.... Η έννοια της ομοίας ακριβώς πράξεως προς την ακυρωθείσαν .. δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθή από την "αιτίαν" της ακυρώσεως, ήτοι από τον λόγον της ακυρώσεως της πράξεως, ο οποίος συνιστά το αναγκαίον στήριγμα του διατακτικού της ακυρωτικής αποφάσεως." (βλ. Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοίκησης", σελ. 38-40, και, επίσης, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959), σελ. 281, Ι. Σαρμά "Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας" σελ. 637, Π. Δαγτόγλου "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" (1994) σελ. 536-537 και 569). Πάνω στις ίδιες γραμμές κινείται και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία, λαμβάνουσα υπόψη και τις αγγλικές αρχές επί του θέματος, δέχεται ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ' αρχήν τη "δικαστική κρίση πάνω σε επίδικο θέμα" θεωρώντας ότι αυτή δεν περιορίζεται μόνον στο διατακτικό αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του δικαστηρίου στο βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό. (Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 A.A.Δ. 598, σελ. 607-608, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 349 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μάριου Ιερωνυμίδη - Χαράλαμπου Καψού ν. Μάριου Ιερωνυμίδη και Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 286.) Με άλλα λόγια, το ακυρωτικό δεδικασμένο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταλαμβάνει το αιτιολογικό ή σκεπτικό που οδηγεί στο διατακτικό της απόφασης ("ratio decidendi"), ήτοι το λόγο ή τους λόγους ακυρώσεως που ήσαν επίδικοι και που, τελικά, τους αποδέκτηκε το Δικαστήριο ως το στήριγμά του για να ανατρέψει την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση.
Στην προκείμενη περίπτωση, η εγκυρότητα της σύστασης του Διευθυντή δεν ήταν "επίδικο θέμα υπό κρίση" αφού αυτή ήταν θετική για τον αιτητή η δε άλλη πλευρά δεν την αμφισβήτησε ούτε και μπορούσε να την αμφισβητήσει, επικαλούμενη το αναιτιολόγητο, εφ' όσον, κάτι τέτοιο, θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη προσπάθεια υποκατάστασης της Επιτροπής στο καθήκο να αιτιολογήσει η ίδια τη διαφωνία της. Το υπό κρίση επίδικο θέμα ήταν μόνο η εγκυρότητα τη διαφωνίας της Επιτροπής με τη σύσταση. Τούτο σημαίνει, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι η απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 580/94 δημιούργησε δεδικασμένο μόνο αναφορικά με την εγκυρότητα της διαφωνίας αυτής και όχι αναφορικά με την εγκυρότητα αυτής ταύτης της σύστασης. Επομένως, η Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, δεν εκωλύετο να διερευνήσει την εγκυρότητα της σύστασης. Το έκαμε με αποτέλεσμα να διαπιστώσει, ορθά, ότι ήταν αναιτιολόγητη, κατά παράβαση του άρθρου 35(4) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων, αφού, ουσιαστικά, περιοριζόταν σε απλή αναφορά στα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων χωρίς να εμπεριέχει τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν το Διευθυντή στη διαμόρφωση της άποψης ως προς την υπεροχή του συστηνόμενου - αιτητή. (Βλ. Ανδρέας Θεοδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 A.A.Δ. 1853).
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει, διαζευκτικά, ο αιτητής είναι ότι η αιτιολογία που επικαλέσθηκε η Επιτροπή, ισχυριζόμενη ότι η σύσταση που της δόθηκε από το νέο Διευθυντή, στις 14/2/1996, και πάλιν υπέρ του αιτητή, ήταν αντιφατική, και, επομένως, έπρεπε να αγνοηθεί, όπως και αγνοήθηκε, δεν είναι ορθή, ενώ, παράλληλα, δεν είναι επαρκής ούτε η αιτιολογία που δίδει για την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, αντί του αιτητή.
Θεωρώ ότι, η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή για να αγνοήσει τη σύσταση του νέου Διευθυντή υπέρ του αιτητή είναι απόλυτα δικαιολογημένη για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της 14/2/1996 το οποίο έχω ήδη παραθέσει αυτολεξεί. Ταυτόχρονα, ευρίσκω ότι η απόφαση της Επιτροπής να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή, είναι επαρκώς αιτιολογημένη, και επίσης, συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Συγκεκριμένα, από τα πρακτικά της Επιτροπής προκύπτει, πλέον ή σαφώς, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προτιμήθηκε γιατί υπερτερούσε σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από τις ετήσιες υπηρεσιακές του εκθέσεις, γεγονός που ενισχύθηκε και από τις δηλώσεις του νέου Διευθυντή ότι ήταν ο καταλληλότερος για να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της θέσης. Στο σύνολο των κριτηρίων, αυτή ειδικά η υπεροχή στο κριτήριο "αξία" έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του παρά το γεγονός ότι ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα (κατά 161/2 μήνες) και παρά το γεγονός ότι κατείχε το προσόν της Ανώτερης Λογιστικής της εξέτασης του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, προσόν, όμως, που ήταν οριακής σημασίας αφού δεν απαιτείτο από τα Σχέδια Υπηρεσίας, έστω και αν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 A.A.Δ. 598, σελ. 609, Ανδρέας Τρυφωνίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2501, Κουμής Λουκά ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1040.)
Και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Εφ' όσον, σύμφωνα με τα πιο πάνω, η Επιτροπή, επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή, έδρασε μέσα στα εύλογα όρια της διακριτικής εξουσίας που της παρέχει ο νόμος, ο δε αιτητής δεν επέτυχε, ως εβαρύνετο, να αποδείξει οποιοδήποτε λόγο ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφυγή απορρίπτεται.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.
Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.