ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 3014
1 Δεκεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 2),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 205/96)
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση προαγωγών μετά από ακύρωση τους λόγω έλλειψης αιτιολογίας των εντυπώσεων από τις προφορικές συνεντεύξεις —Χρήση πρόχειρων προσωπικών σημειώσεων των μελών της Ε.Δ. Υ. κατά την επανεξέταση προκειμένου να καλυφθεί το κενό της αιτιολογίας των εντυπώσεων — Κρίθηκε ανεπίτρεπτη.
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση προαγωγών μετά από ακύρωσή τους λόγω έλλειψης αιτιολογίας των εντυπώσεων από τις προφορικές συνεντεύξεις — Η σύσταση του Διευθυντή λήφθηκε υπόψη κατά την επανεξέταση—Κρίθηκε ότι αυτό δεν ήταν επιτρεπτό λόγω της συνορμογής της σύστασης προς άκυρα μέρη της αρχικής διαδικασίας.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής, μετά από επανεξέταση και αναδρομικώς, των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι φανερό εν προκειμένω ότι "οι πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις" των μελών της Επιτροπής έπαιξαν ρόλο στο σχηματισμό κρίσης για την ικανότητα των υποψηφίων. Οι κίνδυνοι πλάνης ως προς την ακριβή απόδοση της εντύπωσης από συνεντεύξεις που έγιναν τρία περίπου χρόνια προηγουμένως, με τη χρήση πρόχειρων σημειώσεων είναι πολύ μεγάλοι. Τα παραγωγικά αίτια της βούλησης των μελών συλλογικού οργάνου, όπως είναι οι υποκειμενικές κρίσεις αναφορικά με την επίδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου (Κενέ ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1995) 4 A.A.Δ. 2429). Οι πρόχειρες σημειώσεις δεν παρέχουν τα εχέγγυα της ακριβούς εντύπωσης που οι υποψήφιοι έκαναν στα μέλη της Επιτροπής σε συνέντευξη που έγινε τρία χρόνια προηγουμένως, δεδομένου μάλιστα ότι αυτές δεν κατατέθηκαν τότε στα επίσημα πρακτικά.
Ακόμα χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του μέλους Α. Κυριάκου ο οποίος "άν και δεν είχε τις προσωπικές σημειώσεις του, μέσα από τη συζήτηση που διεξάχθηκε και τις απόψεις που ανταλλάγηκαν, βεβαιώθηκε ότι ήταν σε θέση να ενθυμηθεί και συμφώνησε με την κρίση της Επιτροπής όπως αυτή καταγράφεται πιο κάτω για ένα έκαστο από τους υποψηφίους ξεχωριστά".
Είναι αντιληπτές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Επιτροπή με τον περιορισμό που έχει στις περιπτώσεις επανεξέτασης να βασίζεται μόνο στα στοιχεία των υποψηφίων όπως διαπιστώνονται κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά οι δυσκολίες αυτές δεν μπορούν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από την πάγια νομολογία.
2. Όμως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για ένα ακόμα λόγο.
Η εντύπωση που είχε ο Διευθυντής μορφοποιήθηκε κατά την άκυρη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Έτσι αφού η σύσταση του Διευθυντή έπεται της ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαδικασίας και βασίζεται σ' αυτήν, δεν ήταν επιτρεπτό να ληφθεί υπ' όψη από την Επιτροπή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μακρίδης κ.ά. (1995) 4 A.A.Δ. 1098,
Κενέ ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1995) 4 A.A.Δ. 2429.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία προήγαγε τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού αντί του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή) που δημοσιεύτηκε στις 12.1.1996 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία προήγαγε τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός), Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, αναδρομικά από 1.12.1992. Οι προαγωγές ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης ύστερα από σχετική ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της επανεξέτασης και του δεδικασμένου, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την Επιτροπή. Ισχυρίζεται επίσης ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να μην τον περιλάβει στον κατάλογο των συστηθέντων υποψηφίων για επιλογή προς την Επιτροπή είναι εκ νέου εσφαλμένη, αποτέλεσμα πλάνης και αναιτιολόγητη. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή στην προσπάθειά της να συμμορφωθεί προς το δεδικασμένο και να αιτιολογήσει τη γενική εντύπωση που αποκόμισε από τους υποψήφιους κατά τις ενώπιόν της συνεντεύξεις που έγιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο, έλαβε υπ' όψη τις πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις που κατείχε ο καθένας από τα μέλη της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Κώστας Μακρίδης κ.ά. (1995) 4 Α.Α.Δ. 1098, με την οποία ακυρώθηκε η προηγούμενη πράξη της Επιτροπής για προαγωγή των ιδίων ενδιαφερομένων μερών, έκρινε ότι η παράλειψη αιτιολόγησης στα πρακτικά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις καθιστούσε το δικαστικό έλεγχο αδύνατο.
Το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής ημερ. 17.11.1995 αναφέρει ότι ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διεξήλθαν τις πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις που ο καθένας απ' αυτούς κατείχε, αφού διαβεβαίωσαν ότι οι σημειώσεις αυτές ετηρούντο ταυτόχρονα με την τότε διεξαχθείσα προφορική εξέταση. Το μέλος της Επιτροπής Α. Κυριάκου, άν και δεν είχε τις προσωπικές του σημειώσεις, μετά από τη συζήτηση που διεξήχθη και τις απόψεις που ανταλλάγηκαν, βεβαιώθηκε ότι ήταν σε θέση να θυμηθεί και συμφώνησε με την κρίση της Επιτροπής, όπως αυτή καταγράφεται στη συνέχεια για καθένα από τους υποψήφιους. Σύμφωνα πάντα με το πρακτικό ακολούθησε ελεύθερη συζήτηση και ανταλλάγηκαν απόψεις σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων. Οι τελικές κρίσεις της Επιτροπής καταγράφηκαν και οι πρόχειρες σημειώσεις του προέδρου και των μελών κατατέθηκαν στο σχετικό φάκελο.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι "οι πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις" των μελών της Επιτροπής έπαιξαν ρόλο στο σχηματισμό κρίσης για την ικανότητα των υποψηφίων. Οι κίνδυνοι πλάνης ως προς την ακριβή απόδοση της εντύπωσης από συνεντεύξεις που έγιναν τρία περίπου χρόνια προηγουμένως, με τη χρήση πρόχειρων σημειώσεων είναι πολύ μεγάλοι. Τα παραγωγικά αίτια της βούλησης των μελών συλλογικού οργάνου, όπως είναι οι υποκειμενικές κρίσεις αναφορικά με την επίδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου (Χρυστάλλα Κενέ ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1995) 4 A.A.Δ. 2429). Οι πρόχειρες σημειώσεις δεν παρέχουν τα εχέγγυα της ακριβούς εντύπωσης που οι υποψήφιοι έκαναν στα μέλη της Επιτροπής σε συνέντευξη που έγινε τρία χρόνια προηγουμένως, δεδομένου μάλιστα ότι αυτές δεν κατατέθηκαν τότε στα επίσημα πρακτικά.
Ακόμα χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του μέλους Α. Κυριάκου ο οποίος "άν και δεν είχε τις προσωπικές σημειώσεις του, μέσα από τη συζήτηση που διεξάχθηκε και τις απόψεις που ανταλλάγηκαν, βεβαιώθηκε ότι ήταν σε θέση να ενθυμηθεί και συμφώνησε με την κρίση της Επιτροπής όπως αυτή καταγράφεται πιο κάτω για ένα έκαστο από τους υποψηφίους ξεχωριστά".
Διατηρώ πολλές αμφιβολίες για την ικανότητα μέλους επιτροπής που συμμετέχει μάλιστα πολύ συχνά σε συνεντεύξεις υποψηφίων, να θυμηθεί με ακρίβεια την εντύπωση που του έκανε τόσο μεγάλος αριθμός υποψηφίων, τρία χρόνια πριν.
Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Επιτροπή με τον περιορισμό που έχει στις περιπτώσεις επανεξέτασης να βασίζεται μόνο στα στοιχεία των υποψηφίων όπως διαπιστώνονται κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά οι δυσκολίες αυτές δεν μπορούν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από την πάγια νομολογία.
Όμως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για ένα ακόμα λόγο. Η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε προηγουμένως η προαγωγή και ως αποτέλεσμα έγινε η επανεξέταση που αποτελεί αντικείμενο της ενώπιόν μου διαδικασίας, κατέληξε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Το σφάλμα της μη αιτιολόγησης έπληττε κατ' επέκταση και την εν γένει αιτιολογία της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού όπως φαίνεται, σύμφωνα πάντα με την ίδια απόφαση, η απόδοση των υποψηφίων διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο για τη σύσταση ή μη σύστασή τους, όπως επίσης και για την τελική απόφαση της Επιτροπής.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπ' όψη την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής σύσταση του Διευθυντή που έγινε στην ακυρωθείσα από το Ανώτατο Δικαστήριο διαδικασία. Στο πρακτικό δικαιολογείται η πράξη αυτή. Η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν επιτρεπτό να λάβει υπ' όψη τη σύσταση του Διευθυντή γιατί είχε στηριχθεί σε πραγματικά γεγονότα ή/και τις προσωπικές εκτιμήσεις του.
Σε άλλο σημείο του πρακτικού αναφέρεται ότι, παρ' όλο ότι ο Διευθυντής συστήνοντας συγκεκριμένο υποψήφιο, τον Παναγιώτη Γιάλλουρο, έλαβε υπ' όψη και την απόδοσή του στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, η οποία για σκοπούς επανεξέτασης δεν λαμβάνεται υπ' όψη ως αναιτιολόγητη, η Επιτροπή έκρινε ότι τούτο ήταν επιτρεπτό δεδομένου ότι αναφέρεται στην αμιγώς προσωπική εκτίμηση του Διευθυντή και όχι στη γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως σώματος.
Προς ενίσχυση των πιο πάνω αναφέρεται στο πρακτικό ότι ο Διευθυντής αναφέρθηκε στην "πάρα πολύ καλή επίδοση" του Γιάλλουρου στην εν λόγω προφορική εξέταση, ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή στο πρακτικό της είχε καταγράψει ότι ο πιο πάνω υποψήφιος έκανε "εξαιρετική εντύπωση".
Θεωρώ την πιο πάνω αιτιολόγηση τουλάχιστον ασθενή. Ο ίδιος ο Διευθυντής στη σύστασή του, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, αναφέρει ότι "ο Γιάλλουρος συστήνεται λόγω της πάρα πολύ καλής απόδοσής του στην προφορική εξέταση τόσο
ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και λόγω της ισχυρής εντύπωσης που μου δημιούργησε ότι δηλαδή...".
Φαίνεται δηλαδή ότι η εντύπωση που είχε ο Διευθυντής μορφοποιήθηκε κατά την άκυρη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Έτσι αφού η σύσταση του Διευθυντή έπεται της ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαδικασίας και βασίζεται σ' αυτήν, δεν ήταν επιτρεπτό να ληφθεί υπ' όψη από την Επιτροπή.
Εν όψει των πιο πάνω η απόφαση της Επιτροπής θα πρέπει να ακυρωθεί και διά ταύτα ακυρώνεται. Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στη σχετική κλίμακα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.