ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2899

26 Νοεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής}

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 818/96)

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί —Προαγωγές —Αύξηση των μονάδων των υποψηφίων από την Ε.Ε.Υ. δυνάμει του Άρθρου 35Β(10)(β) της εκπαιδευτικής νομοθεσίας — Δεν απαιτείται να θεμελιώνεται υποχρεωτικώς τόσο στην εντύπωση από τη συνέντευξη όσο και στο περιεχόμενο των φακέλων — Η επιλογή της Ε.Ε. Υ. να αποδώσει το σύνολο των μονάδων με βάση αποκλειστικά την προσωπική συνέντευξη είναι εύλογα επιτρεπτή — Διαφωνία με τη Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ.1878.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί —Προαγωγές — Προσωπικές συνεντεύξεις — Η λήψη υπόψη στοιχείων όπως η προσωπικότητα και η εμφάνιση δεν είναι ανεπίτρεπτη αφού αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εντελώς άσχετα — Υιοθέτηση της Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, ως προς το ρόλο των αξιολογήσεων του Διευθυντή κατά την προσωπική συνέντευξη.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην θέση Καθηγητή Πρακτικών Γνώσεων στην κλίμακα All.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της ημερ. 8.8.96, η ΕΕΥ αποφάσισε να μην παραχωρήσει πρόσθετες μονάδες σε κανένα υποψήφιο με βάση τα στοιχεία των φακέλων τους, αφού έκρινε ότι με την αριθμητική αποτίμηση αντιπροσωπεύονταν όλα τα στοιχεία των φακέλων τους. Όσον αφορά τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους, η ΕΕΥ παραχώρησε 4 μονάδες στους υποψηφίους που αξιολόγησε ως εξαίρετους, 3,50 σ' εκείνους που αξιολόγησε μεταξύ πάρα πολύ καλούς και εξαίρετους, 3 μονάδες για τους αξιολογηθέντες ως πάρα πολύ καλούς και ούτω καθεξής, με τελευταίο τον αιτητή τον οποίο έκρινε ως καλό και του παραχώρησε 1 μονάδα. Δεν διαπιστώνεται καμιά αυθαιρεσία στον τρόπο κατανομής των μονάδων από την ΕΕΥ, η οποία ήταν ανάλογη με την απόδοση του κάθε υποψηφίου όπως αξιολογήθηκε από την ίδια την ΕΕΥ, η οποία και αιτιολογείται. Η ΕΕΥ δεν υπερέβηκε την εξουσία της για παραχώρηση πρόσθετων μονάδων. Η ενέργεια της να μην παραχωρήσει στους υποψηφίους οποιεσδήποτε μονάδες με βάση τους φακέλους τους, κρίνεται ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις, έχοντας υπόψη και το περιεχόμενο των φακέλων τους. Εξάλλου, ο αιτητής δεν υπέδειξε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο των φακέλων του με βάση το οποίο να στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός για κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της ΕΕΥ.

Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της ΕΕΥ να κρίνει, στην κάθε περίπτωση, κατά πόσο ή/και πόσες μονάδες να παραχωρήσει σε οποιοδήποτε υποψήφιο με βάση τα στοιχεία των φακέλων του, το δε Δικαστήριο ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της απόφασης της χωρίς να επεμβαίνει, υποκαθιστώντας τη δική του κρίση, αν κρίνει ότι η σχετική απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Στην υπόθεση Μαρία Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1878, εκφράστηκε, από το Δικαστήριο, η άποψη ότι από τη στιγμή που η ΕΕΥ αποφασίζει να ασκήσει τη διακριτική εξουσία που της παρέχει το Άρθρο 35Β(10)(β) και να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, δεν μπορεί να παραχωρήσει μονάδες μόνο αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική τους συνέντευξη και να αγνοήσει το περιεχόμενο των φακέλων τους. Με τη θέση αυτή δεν συμφωνεί το Δικαστήριο. Εναπόκειται στην ΕΕΥ να κρίνει κατά πόσο υπάρχουν στους φακέλους οποιουδήποτε υποψηφίου στοιχεία που να δικαιολογούν την παραχώρηση πρόσθετων μονάδων. Στην παρούσα περίπτωση δεν αγνοήθηκε το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων. Απλά η ΕΕΥ έκρινε ότι όλα τα ουσιώδη στοιχεία που περιείχαν αντιπροσωπεύτηκαν ήδη με την αριθμητική αποτίμηση σε μονάδες και δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που να δικαιολογεί την παραχώρηση πρόσθετων μονάδων. Η απόφαση αυτή της ΕΕΥ, όπως προαναφέρθηκε, ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις και ενόψει του περιεχομένου των φακέλων που καταχωρήθηκαν ως τεκμήρια.

2. Είναι επίσης αβάσιμος ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι στην αξιολόγηση των υποψηφίων υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες όπως η προσωπικότητα και η εμφάνιση. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εντελώς άσχετα με τα καθήκοντα της θέσης. Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία αυτά δεν είχαν ουσιαστικό ρόλο στην αξιολόγηση του αιτητή.

3. Τέλος ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν λήφθηκε υπόψη η κρίση του Διευθυντή, ο οποίος αξιολογώντας την απόδοσή του κατά την προσωπική συνέντευξη τον έκρινε ως "πολύ καλό+". Σχετική με το θέμα είναι η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1878,

Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση καθηγητή Πρακτικών Γνώσεων αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αυτή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) ημερ. 13.9.96, με την οποία προάχθηκε στη θέση Καθηγητή Πρακτικών Γνώσεων στην Κλίμακα All, από 1.9.96, το ενδιαφερόμενο μέρος Δημήτριος Κούτη, αντί του αιτητή.

Με επιστολή της αρμόδιας αρχής ημερ. 10.7.96, ζητήθηκε η πλήρωση 5 κενών θέσεων καθηγητή Πρακτικών Γνώσεων στην Κλίμακα A11, που είναι θέση προαγωγής. Κατάλογος των υποψηφίων μαζί, με τους φακέλους τους στάληκε στη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία, μετά την αριθμητική αποτίμηση της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των υποψηφίων, κατάρτισε τον κατάλογο των προτεινομένων από αυτήν για προαγωγή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε την έκθεσή της στην ΕΕΥ με συνοδευτική επιστολή ημερ. 23.7.96. Στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος περιλάμβανε 12 υποψηφίους, ο αιτητής ήταν δεύτερος σε σειρά κατάταξης και το ενδιαφερόμενο μέρος έβδομος.

Κατά τη συνεδρία της ημερ. 5.8.96, η ΕΕΥ εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως και τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατά του καταλόγου και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό όσον αφορά τη θέση του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους. Στη συνέχεια η ΕΕΥ αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο, καθορίζοντας και τα κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσης τους.

Κατά τη συνεδρία της ημερ. 8.8.96, η ΕΕΥ δέχθηκε σε προσωπική συνέντευξη τους υποψηφίους και αξιολόγησε την απόδοσή τους σ' αυτή. Ο αιτητής αξιολογήθηκε ως καλός και το ενδιαφερόμενο μέρος ως πάρα πολύ καλός+. Η ΕΕΥ αύξησε τις μονάδες των υποψηφίων με βάση την απόδοση τους κατά την προσωπική συνέντευξη. Στον αιτητή δόθηκε μια μονάδα και στο ενδιαφερόμενο μέρος 3.50, με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί η τελική βαθμολογία τους. Για το περιεχόμενο των φακέλων δεν δόθηκαν μονάδες σε κανένα υποψήφιο γιατί, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονταν όλα τα στοιχεία των υποψηφίων που βρίσκονταν στους φακέλους. Η ΕΕΥ αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στους 5 υποψηφίους που συγκέντρωσαν τις περισσότερες μονάδες. Ο τελευταίος από αυτούς, 5ος στη σειρά, ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος με 195,33 μονάδες. Ακολουθούσε ο αιτητής με 194,99 μονάδες.

Ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αυτή εναντίον της πιο πάνω απόφασης.

Οι ισχυρισμοί του αιτητή περιστρέφονται γύρω από την αύξηση των μονάδων των υποψηφίων από την ΕΔΥ, η οποία ανάτρεψε τα αντικειμενικά δεδομένα των υποψηφίων (αριθμοποιημένη αξία, προσόντα, αρχαιότητα) με αποτέλεσμα ο αιτητής, που ήταν δεύτερος κατά σειρά βαθμολογίας, να βρεθεί, στην έκτη θέση και να μην προσφερθεί σ' αυτόν προαγωγή. Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η κατανομή των μονάδων ήταν αυθαίρετη και αναιτιολόγητη, ότι δεν μπορούσαν να δοθούν 4 μονάδες μόνο για τη συνέντευξη, η οποία με αυτό τον τρόπο κατέστη αποφασιστικό κριτήριο και ότι η απόφαση της ΕΕΥ να μη δώσει μονάδες για το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων με την αιτιολογία ότι τα στοιχεία που περιέχονται σ' αυτούς είχαν ήδη αποτιμηθεί με την αριθμοποίησή τους είναι πεπλανημένη και αντίθετη με το νόμο, εφόσον στους φακέλους υπάρχουν και στοιχεία που δεν αποτιμούνται αριθμητικά, όπως η προσφορά και η δράση. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται περαιτέρω ότι παράνομα λήφθηκαν υπόψη, κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, η προσωπικότητα και η εμφάνιση των υποψηφίων, που αποτελούσαν εξωγενή στοιχεία.

Η εξουσία της ΕΕΥ να δίνει πρόσθετες μονάδες στους υποψηφίους, πηγάζει από το άρθρο 35Β(10)(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό Νόμο 65/87, το οποίο παραθέτω:

"(10) Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

(α)......................

(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων."

Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της ημερ. 8.8.96, η ΕΕΥ αποφάσισε να μην παραχωρήσει πρόσθετες μονάδες σε κανένα υποψήφιο με βάση τα στοιχεία των φακέλων τους, αφού έκρινε ότι με την αριθμητική αποτίμηση αντιπροσωπεύονταν όλα τα στοιχεία των φακέλων τους. Όσον αφορά τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους, η ΕΕΥ παραχώρησε 4 μονάδες στους υποψηφίους που αξιολόγησε ως εξαίρετους, 3,50 σ' εκείνους που αξιολόγησε μεταξύ πάρα πολύ καλούς και εξαίρετους, 3 μονάδες για τους αξιολογηθέντες ως πάρα πολύ καλούς και ούτω καθεξής, με τελευταίο τον αιτητή τον οποίο έκρινε ως καλό και του παραχώρησε 1 μονάδα. Δεν βλέπω καμιά αυθαιρεσία στον τρόπο κατανομής των μονάδων από την ΕΕΥ, η οποία ήταν ανάλογη με την απόδοση του κάθε υποψηφίου όπως αξιολογήθηκε από την ίδια την ΕΕΥ, η οποία και αιτιολογείται. Η ΕΕΥ δεν υπερέβηκε την εξουσία της για παραχώρηση πρόσθετων μονάδων. Η ενέργεια της να μην παραχωρήσει στους υποψηφίους οποιεσδήποτε μονάδες με βάση τους φακέλους τους, κρίνω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις, έχοντας υπόψη και το περιεχόμενο των φακέλων τους, που διεξήλθα. Εξάλλου, ο αιτητής δεν υπέδειξε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο των φακέλων του με βάση το οποίο να στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός για κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της ΕΕΥ.

Έχω την άποψη ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της ΕΕΥ να κρίνει, στην κάθε περίπτωση, κατά πόσο ή/και πόσες μονάδες να παραχωρήσει σε οποιοδήποτε υποψήφιο με βάση τα στοιχεία των φακέλων του, το δε Δικαστήριο ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της απόφασής της χωρίς να επεμβαίνει, υποκαθιστώντας τη δική του κρίση, αν κρίνει ότι η σχετική απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Έχω υπόψη μου την απόφαση στην υπόθεση Μαρία Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1878, όπου εκφράστηκε, από αδελφό Δικαστή, η άποψη ότι από τη στιγμή που η ΕΕΥ αποφασίζει να ασκήσει τη διακριτική εξουσία που της παρέχει το άρθρο 35Β(10)(β) και να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, δεν μπορεί να παραχωρήσει μονάδες μόνο αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική τους συνέντευξη και να αγνοήσει το περιεχόμενο των φακέλων τους. Με τη θέση αυτή δεν συμφωνώ. Όπως είπα και προηγουμένως, εναπόκειται στην ΕΕΥ να κρίνει κατά πόσο υπάρχουν στους φακέλους οποιουδήποτε υποψηφίου στοιχεία που να δικαιολογούν την παραχώρηση πρόσθετων μονάδων. Στην παρούσα περίπτωση δεν αγνοήθηκε το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων. Απλά η ΕΕΥ έκρινε ότι όλα τα ουσιώδη στοιχεία που περιείχαν αντιπροσωπεύτηκαν ήδη με την αριθμητική αποτίμηση σε μονάδες και δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που να δικαιολογεί την παραχώρηση πρόσθετων μονάδων. Η απόφαση αυτή της ΕΕΥ, όπως προανάφερα, ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις και ενόψει του περιεχομένου των φακέλων που καταχωρήθηκαν ως τεκμήρια. Επομένως οι ισχυρισμοί του αιτητή επί του θέματος απορρίπτονται.

Βρίσκω επίσης αβάσιμο τον ισχυρισμό του αιτητή ότι στην αξιολόγηση των υποψηφίων υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες όπως η προσωπικότητα και η εμφάνιση. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εντελώς άσχετα με τα καθήκοντα της θέσης. Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία αυτά δεν είχαν ουσιαστικό ρόλο στην αξιολόγηση του αιτητή, η οποία καταγράφεται στα πρακτικά ως εξής:

"Σάββας Γεωργίου

Δεν μπόρεσε να καθορίσει την προσφορά του μαθήματος του Σχεδιασμού/Τεχνολογίας στην εκπαίδευση και ούτε επεσήμανε τις διαφορές που έχει από το μάθημα των Πρακτικών Γνώσεων. Οι εισηγήσεις του για την οργάνωση ενός εργαστηρίου δεν ικανοποίησαν. Δυσκολεύεται στη διατύπωση και ανάπτυξη των θέσεων που εκφράζει. Έχει καλή προσωπικότητα.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Καλά."

Τέλος ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν λήφθηκε υπόψη η κρίση του Διευθυντή ο οποίος αξιολογώντας την απόδοσή του κατά την προσωπική συνέντευξη τον έκρινε ως "πολύ καλό+". Σχετική με το θέμα είναι η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, από την οποία παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα, από τις σελίδες 142-143:

"Με αναφορά στις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Κωνσταντίνος Σ. Γιάλλουκα ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4207 και Κυριάκος Γ. Πιλλάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1048, οι αιτητές μας κάλεσαν να θεωρήσουμε ως πρόσθετη πλημμέλεια την φερόμενη ως παράλειψη της Ε.Ε.Υ. να λάβει υπόψη την εντύπωση που απεκόμισε ο Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις ή να αιτιολογήσει ειδικά τη δική της διαφορετική εντύπωση, όπου υπάρχει. Το ζήτημα καλύπτεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αλίκη Λιμνάτου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(A) Α.Α.Δ. 4057. (Βλ. επίσης ως προς αυτό το ζήτημα την υπόθεση Χαρά Γενακρίτου και Άλλοι ν Δημοκρατία (ανωτέρω) και Δημητράκης Στυλιανού και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 449). Η σημασία των συνεντεύξεων συγκεκριμενοποιείται από τις διατάξεις του άρθρου 35Β(10)(β). Είναι παράγων που διαδραματίζει ρόλο στην απόφαση για παραχώρηση πρόσθετων μονάδων. Σύμφωνα με το άρθρο, εκείνο που μετρά είναι μόνο η εντύπωση που αποκομίζει η ίδια η Ε.Ε.Υ. Αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών είναι αβάσιμος."

Κατά συνέπεια και ο πιο πάνω ισχυρισμός απορρίπτεται, όπως και όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή.

Σαν αποτέλεσμα, η προσφυγή αυτή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, η δε επίδικη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο