ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2825
19 Νοεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΛΙΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 279/96)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης —Δεν είναι Προϊστάμενος Τμήματος — Θεμελίωση στον Καν. 3 και τον Πρώτο Πίνακα της Κ.Δ.Π. 98/91 — Επιχειρήματα με βάση προϊσχύσασα νομοθεσία δεν μπορούν να επικρατήσουν της ρητής νομοθετικής πρόνοιας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Πλήρωση ιδιαιτέρως υψηλών θέσεων — Τρόπος σχηματισμού της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε τέτοιες περιπτώσεις — Περιστάσεις τήρησης της νομιμότητας στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Διορισμοί και προαγωγές —Σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος — Η αρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις βάσει του Άρθρου 34(9) του Ν. 1/90— Η δυνατότητα περαιτέρω του συστήνοντος να υποβοηθεί την Ε.Δ. Υ. στο έργο της ακόμα και βαθμολογώντας την απόδοση των υποψηφίων — Μη απαίτηση στο Άρθρο 34(a) για αιτιολογία των συστάσεων — Συνέπειες.
Ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους ως Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το ζήτημα της διάσπασης Υπουργείου σε Τμήματα ρυθμίστηκε εξειδικευτικά από τον Καν. 3 και τον Πρώτο Πίνακα, της Κ.Δ.Π. 98/91 που απαριθμεί εξαντλητικά από πόσα και ποία Τμήματα αποτελείται κάθε Υπουργείο χωριστά. Στο Υπουργείο Παιδείας δημιουργήθηκαν πέντε. Η επίδικη θέση όμως δεν περιλαμβάνεται. Παρόλο που το οικείο σχέδιο υπηρεσίας κάμνει λόγο για Διεύθυνση Μέσης Εκπαίδευσης εντούτοις δεν απέκτησε ή δεν προσδόθηκε σε αυτή το καθεστώς Τμήματος. Έπεται ότι ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης δεν είναι "Προϊστάμενος Τμήματος". Η πλήρωση της θέσης δεν εξαιρείται, κατά το Άρθρο 32(1), από τη διαδικασία, αλλά απαιτείται η συγκρότηση Συμβουλευτικής Επιτροπής για να προλειάνει το έδαφος για τον τελικό διορισμό.
Δεν είναι επιτρεπτή η καταφυγή στην προϊσχύσασα νομοθεσία για τον προσδιορισμό της ιεραρχικής τάξης της επίδικης θέσης. Η νέα ρύθμιση, που επέφεραν οι κανονισμοί, είναι δεσμευτική και αποκλείει αναφορά σε νομοθετήματα του παρελθόντος in pari materia. Αν φυσικά υποτεθεί ότι η προγενέστερη νομοθεσία στην οποία έγινε αναφορά βρίσκεται σε σχέση pari materia με τους προμνησθέντες κανονισμούς.
2. Η καθίδρυση Σ.Ε. με σύνθεση όπως εν προκειμένω φαίνεται πως ήταν αναπόφευκτη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 32(2), τα μέλη της Σ.Ε. πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί. Ιεραρχικά η επίδικη θέση βρίσκεται τόσο ψηλά (κλίμακα Α15) που έπρεπε να εφαρμοστούν, όπως και εφαρμόστηκαν, οι πρόνοιες του Άρθρου 32(3).
Η επιλογή των μελών έγινε σωστά μέσα στο νομοθετικό πλαίσιο που παρέχει ο συνδυασμός των διατάξεων του Άρθρου 32(1)(α)(i), 32(2) και 32(3).
3. Η αρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις κάτω από το Άρθρο 34(9) δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του νόμου ο Γενικός Διευθυντής επέχει θέση Προϊσταμένου των υπαλλήλων του Υπουργείου του, που δεν υπάγονται σε Τμήμα του, όπως είναι εδώ η περίπτωση. Αναφορικά με την αξιολόγηση της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση, από πουθενά δε συνάγεται απαγόρευση. Και έχει κριθεί πως η συμμετοχή του Διευθυντή υποβοηθεί το διορίζον όργανο να επιτελέσει καλύτερα το καθήκον του.
Πρέπει να λεχθεί εμφαντικά πως δεν προκύπτει ότι η βαθμολογία του Διευθυντή θεωρήθηκε ξεχωριστό ή ανεξάρτητο στοιχείο όπως άλλωστε δείχνει και η διαφορετική προσέγγιση και αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ.
4. Το Άρθρο 34(9) δεν απαιτεί, αιτιολογημένες συστάσεις, όπως το Άρθρο 35(4), που ισχύει για την προαγωγική διαδικασία. Αν φυσικά οι συστάσεις δε συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων έχουν μόνο μηδαμινή αξία. Είναι εύκολα διαγνώσιμο από τους φακέλους ότι αυτό δε συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2465,
Thalassinos v. Republic (1973) 3 C.L.R. 386,
Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 975,
Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης στο Υπουργείου Παιδείας αντί του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για την Καθ' ης η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η προσφυγή αυτή θέτει υπό δικανικό πρίσμα την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Ε.Δ.Υ. ή Επιτροπή), ημερ. 10/1/96, να διορίσει στη θέση Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας (από 1/2/96) το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιο Πουλλή. Έχει σημασία - και μπορεί να λεχθεί από την αρχή - ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.
Θα καταγράψω στη συνέχεια το ουσιαστικό μέρος του ιστορικού που συνάπτεται και με τους κύριους λόγους ακυρότητας που προβάλλει ο αιτητής Χρίστος Κολιός. Μετά την προκήρυξη της θέσης και τη δημοσίευση της στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας υποβλήθηκαν 8 αιτήσεις. Ο Γραμματέας της Ε.Δ.Υ. τις έστειλε, με συνοδευτική επιστολή ημερ. 26/7/95, και με τα δικαιολογητικά τους, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής (στο εξής συντομογραφικά Σ.Ε.) Η ενέργεια αυτή υπαγορεύεται, στις κατάλληλες περιπτώσεις, από τις διατάξεις του άρθρ. 34(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990 έως 1996.
Η Σ.Ε. συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 32(1) της παραπάνω νομοθεσίας. Απαρτίσθηκε από Γενικούς Διευθυντές και το Γενικό Ελεγκτή. Πρόεδρος της ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας. Το γεγονός διαμόρφωσε ένα από τα κύρια επιχειρήματα ακυρότητας που ανέπτυξε ο δικηγόρος του αιτητή. Κατά την άποψη του η επίδικη θέση είναι θέση "Προϊσταμένου Τμήματος" με την έννοια που προσδίδουν στις λέξεις αυτές οι ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου. Επομένως, για διευθυντική θέση όπως η επίδικη, δε συγκροτείται, όπως ρητά προβλέπει το άρθρ. 32(1), Συμβουλευτική Επιτροπή.
Ας σημειωθεί ότι η Σ.Ε. εξέτασε προφορικά τους υποψήφιους, αφού προηγουμένως έκρινε πως όλοι κατείχαν τα προσόντα για κατάληψη της θέσης. Ο αιτητής αξιολογήθηκε ως "πάρα πολύ καλός" και το ενδιαφερόμενο μέρος "εξαίρετος". Για τις ενέργειες της και τη διαδικασία που ακολούθησε η Σ.Ε. υπέβαλε έκθεση (παράρτημα 5 της ένστασης). Κατά την εισήγηση, η σύσταση της Σ.Ε. ήταν παράνομη και η έκθεση της, στην οποία η Ε.Δ.Υ. αναφέρθηκε κατά τη λήψη της τελικής απόφασης, είχε "εξωγενή" προέλευση. Αν η εισήγηση αυτή ευσταθήσει το βέβαιο επακόλουθο είναι πως η επίδικη απόφαση χάνει ολοκληρωτικά την εγκυρότητα της. Η εισήγηση πλαισιώθηκε από αναφορές σε ερμηνευτικές διατάξεις και σχετική νομολογία για την έννοια των όρων "διευθυντής" και "διευθυντής τμήματος" σε νομοθετήματα που αφορούν την κατάργηση της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και την ίδρυση του Υπουργείου Παιδείας: βλέπε Ν. 7/60, 12/65 καθώς και τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο αρ. 10/69.
Είναι ορθό ότι ο νόμος δεν προβλέπει για Σ.Ε. όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης "Προϊσταμένου Τμήματος". Δημιουργείται ρητή εξαίρεση από τις άλλες περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων, που επιβάλλεται ο μηχανισμός τέτοιας ειδικής επιτροπής:
"32. (1) Συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων:
(α) Για την πλήρωση κενών θέσεων σε Υπουργείο και στο Γραφείο Προγραμματισμού συνιστάται Επιτροπή:
(i) Από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ή του Γραφείου Προγραμματισμού που θα ενεργεί ως Πρόεδρος· και
(ii) από τέσσερις άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά το Γενικό Διευθυντή, εφόσο υπηρετούν στην Κύπρο."
Για την απάντηση στο ερώτημα που διαγράφηκε είναι αναπόφευκτη η εξέταση των ορισμών που συναντάμε στον ίδιο το νόμο: άρθρο 2. "Προϊστάμενος Τμήματος" ορίζεται ως ο υπάλληλος "αυτός που κατέχει την ιεραχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα..... και περιλαμβάνει......" και 'Τμήμα" σημαίνει 'Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει και το Γενικό Λογιστήριο."
Ακολούθησε θεσμοθέτηση με τη θέσπιση των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91). Το ζήτημα της διάσπασης Υπουργείου σε Τμήματα ρυθμίστηκε εξειδικευτικά από τον καν. 3 και τον Πρώτο Πίνακα, που απαριθμεί εξαντλητικά από πόσα και ποία Τμήματα αποτελείται κάθε Υπουργείο χωριστά. Στο Υπουργείο Παιδείας δημιουργήθηκαν πέντε. Η επίδικη θέση όμως δεν περιλαμβάνεται. Παρόλο που το οικείο σχέδιο υπηρεσίας κάμνει λόγο για Διεύθυνση Μέσης Εκπαίδευσης εντούτοις δεν απέκτησε ή δεν προσδόθηκε σε αυτή το καθεστώς Τμήματος. Έπεται ότι ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης δεν είναι "Προϊστάμενος Τμήματος". Η πλήρωση της θέσης δεν εξαιρείται, κατά το άρθρ. 32(1), από τη διαδικασία, αλλά απαιτείται η συγκρότηση Συμβουλευτικής Επιτροπής για να προλειάνει το έδαφος για τον τελικό διορισμό.
Δεν είναι επιτρεπτή η καταφυγή στην προϊσχύσασα νομοθεσία για τον προσδιορισμό της ιεραρχικής τάξης της επίδικης θέσης. Η νέα ρύθμιση, που επέφεραν οι κανονισμοί, είναι δεσμευτική και αποκλείει αναφορά σε νομοθετήματα του παρελθόντος in pari materia. Όπως αναφέρει ο Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, τόμος 44 παράγραφ. 885 σελ. 540:
"Where the natural meaning of a statute is clear, it is dangerous to refer to other statutes in pari materia which do not set out a clear scheme of law."
Αν φυσικά υποτεθεί ότι η προγενέστερη νομοθεσία στην οποία έγινε αναφορά βρίσκεται σε σχέση pari materia με τους προμνησθέντες κανονισμούς.
Ο αιτητής παραπονείται ότι ο γραμματέας της Ε.Δ.Υ. είχε ενεργήσει "αυτόβουλα" και χωρίς απόφαση της. Ο αιτητής θα είχε δίκιο μόνο στην περίπτωση που πετύχαινε το πρώτο τμήμα της εισήγησης για το παράνομο σύστασης Σ.Ε. Η ενέργεια βρίσκει απόλυτη θεμελίωση στις διατάξεις του άρθρ. 34 (3) του νόμου που ορίζει ότι:
"34(3) Μετά τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή αιτήσεων ο Γραμματέας της Επιτροπής αποστέλλει το ταχύτερο δυνατόν στον Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν, τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και αντίγραφο της ανακοίνωσης που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας."
Το τελευταίο σημείο του ίδιου επιχειρήματος συσχετίζεται με τη σύνθεση της Σ.Ε., που είχε τεθεί υπό διαζευκτική μορφή σε περίπτωση απόρριψης του ισχυρισμού ότι παράνομα συστάθηκε η Σ.Ε., όπως και έγινε. Ο συλλογισμός έχει ως βάση τις διατάξεις του άρθρ. 32(1)(α) (i) και (ii). Προβλέπουν ότι το όργανο αυτό πρέπει να αποτελείται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου, που ενεργεί ως Πρόεδρος (παράγραφος i) και "από τέσσερις άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά το Γενικό Διευθυντή " (παράγραφος ii). Κατά τον
αιτητή η σύνθεση πάσχει γιατί η Σ.Ε. απαρτίστηκε, όπως έχει ήδη επισημανθεί, εκτός από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και από τρεις Γενικούς Διευθυντές και το Γενικό Ελεγκτή. Οι τρεις πρώτοι είναι τουλάχιστον ισοδύναμοι με τον Πρόεδρο της. Η παράβαση αυτή του νόμου συνιστά αυτοτελή λόγο ακύρωσης της πράξης. Είναι όντως, εφόσον στοιχειοθετείται.
Δε μπορώ να υιοθετήσω την αντίληψη αυτή. Η καθίδρυση Σ.Ε. με την παραπάνω σύνθεση φαίνεται πως ήταν αναπόφευκτη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρ. 32(2), τα μέλη της Σ.Ε. πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί. Ιεραρχικά η θέση βρίσκεται τόσο ψηλά (κλίμακα A15) που έπρεπε να εφαρμοστούν, όπως και εφαρμόστηκαν, οι πρόνοιες του άρθρ. 32(3) που ορίζει ότι:
"32 (3) Όταν, λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί..."
Η επιλογή των μελών έγινε σωστά μέσα στο νομοθετικό πλαίσιο που παρέχει ο συνδυασμός των διατάξεων του άρθρ. 32(1) (α) (i), 32(2) και 32(3).
Η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης προϋποθέτει τη συμπλήρωση της ιστορικής βάσης της υπόθεσης με την οποία συνδέονται. Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρίασή της, ημερ. 21/12/95, μελέτησε την έκθεση της Σ.Ε. και αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Σ.Ε. Αποφασίστηκε επίσης να παραστεί και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου για να βοηθήσει την Επιτροπή σε τεχνικά θέματα και να προβεί σε σύσταση: άρθρ. 34(9) του νόμου. Οι συνεντεύξεις έγιναν στις 10/1/96. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους ως "εξαίρετη" και του αιτητή "πάρα πολύ καλή". Στη συνέχεια σύστησε για διορισμό τον ενδιαφερόμενο. Η Ε.Δ.Υ. για τον ίδιο σκοπό τον έκρινε "πάρα πολύ καλό" βαθμολογώντας τον με 84 μονάδες. Τον ίδιο χαρακτηρισμό έδωσε και για τον αιτητή, αλλά του έδωσε 86 μονάδες.
Οι υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο υποψηφίων για την περίοδο που νόμιμα μπορούσε να αποτελέσει κάποιο δείκτη της αξίας ήταν, όπως παρατηρεί η επίδικη απόφαση, πανομοιότυπες και πρόσθετα πως "αφορούν την υπηρεσία των υποψηφίων στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας". Η Επιτροπή για την αρχαιότητα παρατήρησε τα εξής:
"Η Επιτροπή σημείωσε επίσης την αρχαιότητα των υποψηφίων, έχοντας και πάλιν υπόψη ότι αυτή αφορά την υπηρεσία των υποψηφίων στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία και ως εκ τούτου της έδωσε περιορισμένη βαρύτητα δεδομένου και του επιπέδου της υπό πλήρωση θέσης που είναι διευθυντική."
Σημειωτέον ότι ο αιτητής ήταν αρχαιότερος (κατά 11 έτη), αλλά στη θέση του Επιθεωρητή Α κατά το απώτερο παρελθόν.
Η περαιτέρω αιτιολόγηση της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους βρίσκεται στο παρακάτω απόσπασμα του πρακτικού:
"Η πλειοψηφία της Επιτροπής κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση έχοντας υπόψη ότι ο Πουλλής αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο από τους άλλους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και συγκεκριμένα στο επίπεδο του εξαίρετος, ενώ από την ίδια την Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογήθηκε στο επίπεδο του πάρα πολύ καλός μαζί με τους Κολιό Χρίστο και Λεβέντη Δημήτρη, που ήταν και το ψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης που έδωσε η Επιτροπή. Η πλειοψηφία της Επιτροπής δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Κολιός Χρίστος υπερέχει έναντι του Πουλλή σε αρχαιότητα, στην οποία όμως δεν αποδίδει ιδιαίτερη σημασία για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Τέλος, η πλειοψηφία της Επιτροπής σημείωσε τα ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα του Πουλλή, έστω και αν μερικά από αυτά δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, καθώς και το γεγονός ότι αυτός διαθέτει και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή."
Το μέλος της Επιτροπής Α. Καραγιώργης, που διαφώνησε με την απόφαση των υπόλοιπων μελών, έκρινε, για τους λόγους που καταγράφει στο πρακτικό, ότι την υπεροχή είχε ο Χρ. Κολιός που ήταν και ο καταλληλότερος.
Ορισμένες επικρίσεις έχουν σαν στόχο την έκθεση της Σ.Ε. Κακίζεται για έλλειψη αντικειμενικότητας και περαιτέρω για έλλειψη αιτιολογίας της βαθμολογίας των συνεντεύξεων. Ας θυμηθούμε ότι τέτοια αιτιολογία καθίσταται απαραίτητη από το άρθρ. 34(10) του νόμου. Ψέγεται επίσης γιατί δεν επισημάνθηκε η κατά 11 χρόνια υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα. Κανένας από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μια τέτοια διαπίστωση προκύπτει αβίαστα από τη μελέτη της έκθεσης που επισυνάπτεται ως παράρτημα 5 της ένστασης.
Το επόμενο θέμα που έθιξε ο δικηγόρος του αιτητή συνδέεται με τη συμμετοχή του Διευθυντή στη διαδικασία. Μπορεί εδώ να λεχθεί ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη "τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος". Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν έχει εξουσία να προβαίνει σε κρίσεις - και μάλιστα αναιτιολόγητες - για την απόδοση στις συνεντεύξεις που διεξάγει η Ε.Δ.Υ. Περαιτέρω δεν μπορούσε να θεωρηθεί Προϊστάμενος "Προϊστάμενος" θα οριζόταν, έτσι ελέχθη, το πρόσωπο που είχε επιλεγεί στην υπό εξέταση διαδικασία για τη θέση.
Η αρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις κάτω από το άρθρ. 34(9) δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με το άρθρ. 2 του νόμου ο Γενικός Διευθυντής επέχει θέση Προϊσταμένου των υπαλλήλων του Υπουργείου του, που δεν υπάγονται σε Τμήμα του, όπως είναι εδώ η περίπτωση. Αναφορικά με την αξιολόγηση της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση, από πουθενά δε συνάγεται απαγόρευση. Και έχει κριθεί πως η συμμετοχή του Διευθυντή υποβοηθεί το διορίζον όργανο να επιτελέσει καλύτερα το καθήκον του: βλέπε Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2465 (παραπέμπει στη Thalassinos v. Republic (1973) 3 C.L.R. 386), Χριστάκης Ενθυμίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 975 και Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ (1997) 3 Α.Α.Δ. 28.
Θα πρόσθετα πως δε διακρίνω αντιφατική συμπεριφορά ή αποδοχή αντιφατικών στοιχείων εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., όπως υπάρχει ισχυρισμός, γιατί στην αιτιολογία για την τελική επιλογή μνημονεύεται και η αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή. Είναι φανερό πως η Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη αντιφατικά δεδομένα. Αλλά έθεσε την κρίση του Γενικού Διευθυντή κάτω από το σωστό πρίσμα.
Πρέπει να λεχθεί εμφαντικά πως δεν προκύπτει ότι η βαθμολογία του Διευθυντή θεωρήθηκε ξεχωριστό ή ανεξάρτητο στοιχείο όπως άλλωστε δείχνει και η διαφορετική προσέγγιση και αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. Ενόψει των προαναφερθέντων μένουν χωρίς κανένα έρεισμα οι αιτιάσεις για πλάνη και την απουσία έρευνας.
Το άρθρ. 34(9) δεν απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις, όπως το άρθρ. 35(4), που ισχύει για την προαγωγική διαδικασία. Αν φυσικά οι συστάσεις δε συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων έχουν μόνο μηδαμινή αξία. Είναι εύκολα διαγνώσιμο από τους φακέλους ότι αυτό δε συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση. Λήφθηκαν υπόψη μόνο οι εκθέσεις των ετών 1993 και 1994. Σωστά. Οι προηγούμενες κρίθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο παράτυπες και άκυρες. Έτσι στον τομέα αυτό υπάρχει απόλυτη ισοδυναμία. Μιλήσαμε ήδη για την αρχαιότητα και τη φύση της. Ως προς τα προσόντα και οι δύο έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους. Πέραν τούτου το ενδιαφερόμενο μέρος έχει διδακτορικό δίπλωμα Ph.D. στη Φυσική. Πώς προσέγγισε το θέμα η Ε.Δ.Υ. το έχουμε ήδη σημειώσει. Δεν προκύπτει ότι έχει υπερτιμήσει τον τίτλο αυτό, όπως ο δικηγόρος του αιτητή κάλεσε το δικαστήριο να εύρει, αλλά αξιολογήθηκε μέσα στο πνεύμα της υφιστάμενης νομολογίας.
Με τα δεδομένα που υπήρχαν, η Ε.Δ.Υ., επιλέγοντας τον ενδιαφερόμενο κινήθηκε, μέσα στα όρια της διακριτικής της εξουσίας. Δε θεμελιώθηκε κανένας λόγος που θα δικαιολογούσε την ανατροπή της επίδικης απόφασης.
Επομένως η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζω όμως έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρ. 146.4 (α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.