ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2786

14 Νοεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΡΩΞΑΝΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 883/95)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος —Προσβολή περισσότερων πράξεων με το ίδιο δικόγραφο — Συνάφεια — Ειδικά η ανυπαρξία συνάφειας μεταξύ επίταξης και απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προθεσμία — Χρόνος έναρξης διαδρομής της προθεσμίας —Δημοσίευση και γνώση — Οι προϋποθέσεις κίνησης της προθεσμίας από τη δημοσίευση — Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση διαταγμάτων επίταξης και απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας ως προς τον ενοικιαστή της ιδιοκτησίας.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προθεσμία — Κίνηση της προθεσμίας από την ημερομηνία γνώσεως του προσφεύγοντος — Γνώση αποκτώμενη δι' αντιπροσώπου.

Η αιτήτρια προσέβαλε τόσο την επίταξη όσο και την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου του οποίου ήταν θέσμια ενοικιάστρια.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Παρατηρείται κατ' αρχήν ότι επίταξη και απαλλοτρίωση αποτελούν χωριστές πράξεις χωρίς την απαιτούμενη μεταξύ τους συνάφεια εφόσον βασίζονται σε διαφορετικούς νόμους και δεν είναι ως εκ τούτου δυνατό να συμπροσβληθούν με την ίδια αίτηση ακύρωσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν χωρεί εξέταση παρά μόνο της χρονικά πρώτης.

2. Εγείρεται βέβαια ως πρώτο ερώτημα το κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο χρόνος άρχισε να τρέχει από τη δημοσίευση των διαταγμάτων. Ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι εφόσον επρόκειτο περί ενοικιαστού δεν θα ήταν εύλογο να αναμενόταν ότι θα γνώριζε τα κτηματολογικά στοιχεία με βάση τα οποία προσδιοριζόταν η ιδιοκτησία στα δημοσιευθέντα διατάγματα. Παρατηρείται εξ άλλου ότι δεν εκτίθεντο στα υπό αναφορά διατάγματα ούτε ονόματα - ιδιοκτήτη και ενοικιαστή - ούτε διεύθυνση ακινήτου. Προκύπτει λοιπόν, σε σχέση με αυτό το ερώτημα, ο προβληματισμός που στην πρωτόδικη απόφαση στην Pissas v. Electricity Authority of Cyprus (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 634, είχε ως κατάληξη την άποψη πως η δημοσίευση δεν περιλάμβανε ό,τι απαιτείτο για να προσδώσει γνώση ώστε να αρχίσει ο χρόνος να τρέχει.

3. Αναφορικά με τις επιπτώσεις και της τελευταίας επιστολής, που αδιαμφισβήτητα λήφθηκε στις 26 Ιουλίου 1995, ακόμα και αν η αιτήτρια δεν είχε λάβει γνώση προηγουμένως, πρέπει να θεωρείται ότι την έλαβε το αργότερο κατά εκείνη την ημερομηνία μέσω της εξουσιοδοτημένης αντιπροσώπου της: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563 και τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. 1135/57,182/58 που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση Papasavva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 467.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Pissas v. Electricity Authority of Cyprus (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 634,

Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563,

Αποφάσεις του Σ.τ.Ε. Αρ. 1135/57 και 182/58,

Papasavva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 467.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση για την επίταξη και απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας μέρος της οποίας αποτελείτο από ανώγειο κατοικία την οποία η αιτήτρια κατείχε ως θέσμιος ενοικιαστής.

ΑΣ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ρ. Πετρίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση 1.

Γ. Κακογιάννης, για τους Καθ' ων η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την επίταξη και απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας μέρος της οποίας αποτελείτο από ανώγειο κατοικία την οποία αυτή κατείχε ως θέσμιος ενοικιαστής. Παρατηρώ κατ' αρχήν ότι επίταξη και απαλλοτρίωση αποτελούν χωριστές πράξεις χωρίς την απαιτούμενη μεταξύ τους συνάφεια εφόσον βασίζονται σε διαφορετικούς νόμους και δεν είναι ως εκ τούτου δυνατό να συμπροσβληθούν με την ίδια αίτηση ακύρωσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν χωρεί εξέταση παρά μόνο η χρονικά πρώτη: βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, στις σελ. 271-2. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, το ζήτημα καθίσταται, καθώς θα φανεί, χωρίς σημασία.

Οι καθ' ων έχουν θέσει ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης. Εκθέτω με συντομία τα στοιχεία που ενδιαφέρουν. Η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 26 Αυγούστου 1994. Το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και το Διάταγμα Επίταξης δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα στις 13 Ιανουαρίου 1995 με αριθμούς 25 και 33 αντίστοιχα. Ο ιδιοκτήτης πληροφορήθηκε περί τούτου με επιστολή ημερ. 31 Ιανουαρίου 1995, η δε αιτήτρια με επιστολή ημερ. 29 Μαΐου 1995, με την οποία επίσης κλήθηκε να εγκαταλείψει την κατοικία το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 1995. Παρέλειψε να το πράξει. Γι' αυτό της αποστάληκε δεύτερη επιστολή ημερ. 20 Ιουλίου 1995, αυτή τη φορά διπλοσυστημένη, στην οποία γινόταν και αναφορά στην προηγούμενη επιστολή. Η διπλοσυστημένη παραλήφθηκε στις 26 Ιουλίου 1995 από δεόντως εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπο της αιτήτριας. Έχει δοθεί ως εξήγηση ότι μέχρι τις 30 Ιουλίου 1995 η αιτήτρια "βρισκόταν σε πολυήμερη πλεύση επί ενός των σκαφών της εταιρείας της". Και ότι γνώση έλαβε με την επιστροφή της κατά εκείνη την ημερομηνία. Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1995. Μετρώντας από τις 30 Ιουλίου 1995 η καταχώρηση έγινε την εβδομηκοστή πέμπτη ημέρα. Που σημαίνει ότι, αν η αιτήτρια είχε λάβει γνώση ενωρίτερα, η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.

Εγείρεται βέβαια ως πρώτο ερώτημα το κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο χρόνος άρχισε να τρέχει από τη δημοσίευση των διαταγμάτων. Ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι εφόσον επρόκειτο περί ενοικιαστού δεν θα ήταν εύλογο να αναμενόταν ότι θα γνώριζε τα κτηματολογικά στοιχεία με βάση τα οποία προσδιοριζόταν η ιδιοκτησία στα δημοσιευθέντα διατάγματα. Παρατηρώ εξ άλλου ότι δεν εκτίθεντο στα υπό αναφορά διατάγματα ούτε ονόματα - ιδιοκτήτη και ενοικιαστή - ούτε διεύθυνση ακινήτου. Προκύπτει λοιπόν, σε σχέση με αυτό το ερώτημα, ο προβληματισμός που στην πρωτόδικη απόφαση στην Pissas v. Electricity Authority of Cyprus (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 634, είχε ως κατάληξη την άποψη πως η δημοσίευση δεν περιλάμβανε ό,τι απαιτείτο για να προσδώσει γνώση ώστε να αρχίσει ο χρόνος να τρέχει. Δεν παρίσταται όμως ανάγκη για περαιτέρω συζήτηση και απόφανση επ' αυτού ενόψει των όσων θα αναφέρω στη συνέχεια.

Πλήρη γνώση η αιτήτρια έλαβε εν πάση περιπτώσει με την επιστολή ημερ. 29 Μαΐου 1995. Η λήψη της οποίας δεν αμφισβητήθηκε παρόλον που δεν διευρευνήθηκε το πότε. Θα ανέμενε όμως κανείς ότι αν η επιστολή δεν είχε ληφθεί στη συνήθη πορεία του ταχυδρομείου θα ετίθετο το ζήτημα, κατά πρώτο, μάλιστα ως παρατήρηση στην αναφορά περί αυτής της επιστολής στη μεταγενέστερη επιστολή ημερ. 20 Ιουλίου 1995.

Προχωρώ ωστόσο να εξετάσω τις επιπτώσεις και της τελευταίας επιστολής. Που αδιαμφισβήτητα λήφθηκε στις 26 Ιουλίου 1995. Ακόμα και αν η αιτήτρια δεν είχε λάβει γνώση προηγουμένως, πρέπει να θεωρείται ότι την έλαβε το αργότερο κατά εκείνη την ημερομηνία μέσω της εξουσιοδοτημένης αντιπροσώπου της: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Papasavva ν. Republic (1979) 3 C.L.R. 563 και τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. 1135/57, 182/58 που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση Papasavva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 467.

Καταλήγω ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και ως εκ τούτου απαράδεκτη. Απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο