ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ECONOMIDES ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 219
KAZAMIAS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 239
PHYLAKTIDES ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1328
"Χ""Μιτσής" ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 40
Υπ. Οικονομικών κ.α. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 ΑΑΔ 478
Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198
Παγκ. Σύνδ. Ιδιοκτητών Στέγης Ευγηρίας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 598
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1997) 4 ΑΑΔ 2662
31 Οκτωβρίου, 1997
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. ΠΑΣΧΑΛΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ (ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ) ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 840/96)
Φορολογία Προστιθέμενης Αξίας — Βεβαίωση του φόρου δυνάμει του Άρθρου 34(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990 έως 1994 — Ο τρόπος χρήσης της κρίσεως του Εφόρου είναι ζήτημα πραγματικό — Εύλογα επιτρεπτή η άσκηση της κρίσης αυτής στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις.
Φυσική Δικαιοσύνη — Η αρχή της προηγούμενης ακροάσεως — Πότε τυγχάνει εφαρμογής — Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα επιβολή φορολογίας Φ.Π.Α.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Πληροφοριακή σε αντίθεση προς εκτελεστή πράξη — Περιστάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα φορολογικής γνωστοποίησης στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την φορολογία προστιθέμενης αξίας που επεβλήθη σε βάρος της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τη νομολογία, το κατά πόσο η φορολογική Αρχή χρησιμοποίησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση της είναι ζήτημα πραγματικό που εξετάζεται στα πλαίσια της συγκεκριμένης φορολογικής διαφοράς, η δε επί τούτου απόφαση της Αρχής δεν ανατρέπεται αν ήταν εύλογα επιτρεπτή στα πλαίσια του εφαρμοζόμενου νόμου.
Με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία εξάγεται το συμπέρασμα ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση να θεωρήσει τα υπό εξέταση εμβάσματα/προκαταβολές των συνδεομένων εταιρειών προς την αιτήτρια ως πληρωμές και όχι ως δάνεια ήταν εύλογα επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει το Άρθρο 34(1). Δεδομένου δε ότι η υπό αναφορά "παροχές υπηρεσιών" ή "παραδόσεις αγαθών", όπως ερμηνεύονται στο Άρθρο 6, έγιναν προς συνδεόμενες εταιρείες, όπως ορίζονται στο Άρθρο 23(8), χωρίς να τους χρεωθεί κέρδος (πράγμα που σημαίνει ότι χρεώθηκαν με ποσό χαμηλότερο της ελεύθερης αγοράς), ορθά κρίθηκε από τον καθ' ου η αίτηση ότι ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 23(6).
Όσον αφορά το ποσοστό του κέρδους 10% που υπολόγισε ο καθ' ου η αίτηση, ο υπολογισμός αυτός δεν ήταν αυθαίρετος. Αντίθετα, ήταν και αυτός εύλογα επιτρεπτός εφ' όσον έγινε ύστερα από πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και αφού ο καθ' ου η αίτηση, μεταξύ άλλων μελετών, συμβουλεύθηκε και εμπειρογνώμονες.
2. Η αιτήτρια έχει προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι επίδικες αποφάσεις είναι ακυρωτέες και για το λόγο ότι λήφθηκαν χωρίς να της παρασχεθεί προηγουμένως η ευκαιρία να εκφέρει τις απόψεις της. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με αυτή τη θέση. Κατά τη νομολογία, σε υποθέσεις διοικητικής φύσεως η αρχή "audi alteram partem" δεν έχει εφαρμογή εκτός εάν πρόκειται για πειθαρχικής φύσεως μέτρο ή άλλο δυσμενές για τον πολίτη μέτρο που έχει το χαρακτήρα κύρωσης. Άλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση στηρίχθηκε και σε στοιχεία που παρατέθηκαν από την ίδια την αιτήτρια, ουσιαστικά δόθηκε στην αιτήτρια η ευκαιρία να ακουσθεί, έστω και μετά την απόφαση του καθ' ου η αίτηση, μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της γραπτής αμφισβήτησης που υποβλήθηκε από τους λογιστές της, και, επίσης, μέσα στα πλαίσια της προφορικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των μερών στις 4 Σεπτεμβρίου 1996 και που είχε σαν αποτέλεσμα να επιβεβαιώσει ο καθ' ου η αίτηση την αρχική του απόφαση απορίπτοντας το αίτημα για αναθεώρηση.
3. Με το αίτημα θεραπείας αρ. 3 η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της γνωστοποίησης δυνάμει του Άρθρου 23(7) που της αποστάληκε από τον καθ' ου η αίτηση στις 7 Αυγούστου 1996. Σε σχέση με την γνωστοποίηση αυτή η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση έχει προβάλει την προδικαστική ένσταση ότι στερείται εκτελεστότητας διότι δεν είναι καθοριστική των δικαιωμάτων της αιτήτριας αλλά είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα και αποστάληκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλεται στον καθ' ου η αίτηση από το νόμο και, συγκεκριμένα, το Άρθρο 23(7). Η θέση αυτή της συνηγόρου του καθ' ου η αίτηση, που συνάδει πλήρως με τη νομολογία, βρίσκει το Δικαστήριο απόλυτα σύμφωνο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζημιτσής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 40,
Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1620,
Μονογιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448,
Καζαμίας ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 239,
Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Στέγης Ευηγηρίας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 598,
Economides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 219,
Phylachtides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328,
Φρειδερίκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(B) Α.Α.Δ. 1451,
Υπουργός Οικονομικών κ.ά. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 Α.Α.Δ. 478,
Krashias Modern Land and Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η βεβαίωση του φόρου ο οποίος επιβλήθηκε στην αιτήτρια.
Π. Αναστασιάδης, για την Αιτήτρια Εταιρεία.
Ελ. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι εμπορική εταιρεία που συστάθηκε με κύριο σκοπό την ανάληψη εργασιών για την ανέγερση ξενοδοχειακών συγκροτημάτων από εταιρείες που συνδέονταν με αυτή. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της αναλάμβανε, μεταξύ άλλων, την εξεύρεση υπεργολάβων με τους οποίους συνήπτε γραπτές συμφωνίες για την εκτέλεση εργασιών των εν λόγω εταιρειών τις οποίες, στη συνέχεια, χρέωνε με τα ποσά που την χρέωναν οι υπεργολάβοι ή έπαιρνε προκαταβολές από αυτές για κάλυψη των έναντι της απαιτήσεων των υπεργολάβων. Οι συνδεόμενες εταιρείες ήσαν οι εξής:-
(α) Andromachi Hotels Limited,
(β) Polyphimos Hotels Limited,
(γ) Diomedes Hotels Limited, και
(δ) Thesseas Hotels Ltd.
Στις 20 Νοεμβρίου 1995 μέλη του Επαρχιακού Γραφείου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λάρνακας επισκέφθηκαν τα υποστατικά της αιτήτριας όπως και τα υποστατικά της συνδεόμενης εταιρείας Aqual Sol Hotels Ltd., όπου ετηρούντο τα λογιστικά βιβλία της αιτήτριας και, ασκώντας τις εξουσίες τους με βάση τις διατάξεις των Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 1994, ήλεγξαν τα βιβλία, αρχεία και άλλα στοιχεία της αιτήτριας για την περίοδο από 1 Νοεμβρίου 1992 μέχρι 30 Απριλίου 1996.
Ως αποτέλεσμα του ελέγχου διαπίστωσαν τα ακόλουθα:-
(α) Η αιτήτρια δεν κατείχε δικά της περιουσιακά στοιχεία. Αναλάμβανε να βρει υπεργολάβους και να εποπτεύει την εκτέλεση των έργων προς όφελος των συνδεομένων εταιρειών. Τα ποσά με τα οποία χρέωναν την αιτήτρια οι υπεργολάβοι που αναλάμβαναν την εκτέλεση των έργων χρεώνονταν αργότερα στις συνδεόμενες εταιρείες.
(β) Δεν υπήρχαν γραπτές συμφωνίες μεταξύ της αιτήτριας και των συνδεομένων εταιρειών για τις υπηρεσίες της αιτήτριας αναφορικά με την ανέγερση των ξενοδοχειακών τους συγκροτημάτων. Γραπτές συμφωνίες υπήρχαν μόνο μεταξύ των υπεργολάβων και της αιτήτριας.
(γ) Δεν υπήρχαν γραπτές συμφωνίες για δανειοδότηση της αιτήτριας από τις συνδεόμενες εταιρείες και ούτε γινόταν οποιαδήποτε χρέωση τόκων για τα εμβάσματα/προκαταβολές που καταβάλλονταν από τις συνδεόμενες εταιρείες προς την αιτήτρια. Τα εμβάσματα/ προκαταβολές καταβάλλονταν άνευ όρων.
(δ) Η αιτήτρια πράγματι συνδεόταν με τις υπό αναφορά τέσσερις εταιρείες υπό την έννοια του άρθρου 23(8) των Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990 μέχρι 1994.
(ε) Οι φορολογικές δηλώσεις της αιτήτριας ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις ο καθ' ου η αίτηση, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) των Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990 μέχρι 1994 αποφάσισε: -
(α) Να μη δεχθεί ή θεωρήσει τα εμβάσματα/προκαταβολές που έλαβε η αιτήτρια από τις συνδεόμενες εταιρείες ως δάνεια, αλλά να τις θεωρήσει ως πληρωμές και να απαιτήσει την απόδοση φόρου εκροών ανερχόμενου σε £47.820,60 για το πιστωτικό υπόλοιπο των £645.886,00 για τα εν λόγω εμβάσματα/προκαταβολές.
(β) Να απαιτήσει την απόδοση φόρου για την παροχή υπηρεσιών ή τις παραδόσεις αγαθών που πραγματοποίησε η αιτήτρια στις εν λόγω εταιρείες με βάση την αξία τους στην ελεύθερη αγορά σύμφωνα με το άρθρο 23(6). Προς τούτο πρόσθεσε ποσοστό 10% κέρδους στο σύνολο των εμβασμάτων/προκαταβολών, αφού έκρινε ότι αυτή ήταν η αξία στην ελεύθερη αγορά για την παροχή υπηρεσιών ή τις παραδόσεις αγαθών κατά την υπό εξέταση περίοδο, και, συνεπακόλουθα, επέβαλε στην αιτήτρια φόρο ανερχόμενο σε £45.242,52.
Ο καθ' ου η αίτηση ειδοποίησε την αιτήτρια με επιστολή του ημερομηνίας 7 Αυγούστου 1996, για τη βεβαίωση του ποσού του φόρου και, αφού έλαβε υπ' όψη πιστωτικό υπόλοιπο της αιτήτριας ανερχόμενο σε £4.892,40, δυνάμει του άρθρου 34 απαίτησε την καταβολή του ποσού των £88.170,72 το οποίο αντιπροσώπευε τον συνολικά οφειλόμενο φόρο για την υπό εξέταση περίοδο, σύμφωνα με τη βεβαίωση. Σημειωτέον ότι στην ίδια επιστολή ο έφορος επισύναψε παράρτημα που επεξηγούσε με πλήρη λεπτομέρεια τον τρόπο υπολογισμού της βεβαίωσης.
Παράλληλα, την ίδια μέρα, 7 Αυγούστου 1996, ο καθ' ου η αίτηση απέστειλε προς την αιτήτρια γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 23(7) με την οποία την πληροφορούσε ότι για παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που θα πραγματοποιεί από τις 31 Ιουλίου 1996 σε συνδεόμενα πρόσωπα θα πρέπει να χρησιμοποιεί την αξία στην ελεύθερη αγορά.
Η αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 22 Αυγούστου 1996, μέσω του λογιστικού οίκου Coopers & Lybrand, υπέβαλε αμφισβήτηση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1996, στα Επαρχιακά Γραφεία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λάρνακας, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων του καθ' ου η αίτηση και ελεγκτών της αιτήτριας. Στη συνάντηση οι ελεγκτές επανέλαβαν την ίδια θέση που είχαν προηγουμένως διατυπώσει στην επιστολή τους ημερομηνίας 22 Αυγούστου 1996. Για τα διαμειφθέντα στη συνάντηση κρατήθηκε σημείωμα από εκπρόσωπο του καθ' ου η αίτηση.
Αφού μελέτησε την αμφισβήτηση και αφού διαπίστωσε πώς δεν είχαν προσκομισθεί οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να διαφοροποιούν εκείνα στα οποία είχε στηριχθεί για να προβεί στη βεβαίωση του φόρου, ο καθ' ου η αίτηση απέρριψε το αίτημα για αναθεώρηση και ειδοποίησε σχετικά τους λογιστές της αιτήτριας με επιστολή του ημερομηνίας 5 Σεπτεμβρίου 1996.
Με την προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του καθ' ου η αίτηση που της κοινοποιήθηκε με την επιστολή του ημερομηνίας 7 Αυγούστου 1996 (αιτήματα θεραπείας αρ. 1 και 2). Ταυτόχρονα, προσβάλλει και τη γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 23(7) που της αποστάληκε με χωριστή επιστολή την ίδια μέρα (αίτημα θεραπείας αρ. 3).
Το άρθρο 34(1) των Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990 μέχρι 1994 έχει ως ακολούθως:-
"34.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό."
Σύμφωνα με τη νομολογία, το κατά πόσο η φορολογική Αρχή χρησιμοποίησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση της είναι ζήτημα πραγματικό που εξετάζεται στα πλαίσια της συγκεκριμένης φορολογικής διαφοράς, η δε επί τούτου απόφαση της Αρχής δεν ανατρέπεται αν ήταν εύλογα επιτρεπτή στα πλαίσια του εφαρμοζόμενου νόμου (βλ. μεταξύ άλλων, Χ"Μιτσής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 40, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1620, όπου ερμηνεύεται το άρθρο 34(1) με εκτενή αναφορά στην αντίστοιχη αγγλική νομολογία και Μονογιός Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448).
Στην περίπτωση της αιτήτριας ο καθ' ου η αίτηση διαπίστωσε, ύστερα από ενδελεχή έρευνα των λογιστικών βιβλίων, αρχείων και άλλων στοιχείων που περισυνέλεξε, περιλαμβανομένων και στοιχείων που παρατέθηκαν από την ίδια την αιτήτρια, ότι αυτή δεν τηρούσε τα αναγκαία έγγραφα για επαλήθευση των φορολογικών της δηλώσεων και ότι οι φορολογικές δηλώσεις που είχε υποβάλει για την εξεταζόμενη περίοδο ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ειδικότερα, σε σχέση με τα εμβάσματα/προκαταβολές πού έλαβε από τις συνδεόμενες εταιρείες και που, σύμφωνα με την αιτήτρια, αντιπροσώπευαν "δάνεια" δεν υπήρχε οποιαδήποτε έγγραφη ένδειξη ότι ήσαν πράγματι δάνεια. Αντίθετα, με βάση τα στοιχεία που εξασφαλίστηκαν, τα εν λόγω εμβάσματα/προκαταβολές κάθε άλλο παρά δάνεια μπορούσαν να είναι, αφού ούτε τόκος εχρεώνετο ούτε όροι αποπληρωμής δανείου υπήρχαν. Σύμφωνα δε με τα λογιστικά βιβλία της αιτήτριας όλες οι πιστώσεις στα "Related companies & Intercompanies Accounts" (που οι αιτητές έλεγαν ότι ήσαν δάνεια) αφορούσαν:-
1. "Payments to Creditors", (πληρωμές σε πιστωτές),
2. "Payments to subcontractors" (πληρωμές σε υπεργολάβους),
3. Καταθέσεις ως μεταφορά από ένα λογαριασμό σε άλλο (transfers) από την ίδια τράπεζα.
4. Καταθέσεις με επιταγές από διαφορετικές τράπεζες.
Με βάση την ενώπιον μου δικογραφία καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση να θεωρήσει τα υπό εξέταση εμβάσματα/προκαταβολές των συνδεομένων εταιρειών προς την αιτήτρια ως πληρωμές και όχι ως δάνεια ήταν εύλογα επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 34(1). Δεδομένου δε ότι η υπό αναφορά "παροχές υπηρεσιών" ή "παραδόσεις αγαθών", όπως ερμηνεύονται στο άρθρο 6, έγιναν προς συνδεόμενες εταιρείες, όπως ορίζονται στο άρθρο 23(8), χωρίς να τους χρεωθεί κέρδος (πράγμα που σημαίνει ότι χρεώθηκαν με ποσό χαμηλότερο της ελεύθερης αγοράς), ορθά κρίθηκε από τον καθ' ου η αίτηση ότι ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 23(6) που προβλέπει τα ακόλουθα:-
"23.-(6) Σε περίπτωση κατά την οποία-
(α)Η αξία οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκε ή παρασχέθηκε από ένα υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο με χρηματική αντιπαροχή είναι μικρότερη από την αξία της πιο πάνω παράδοσης ή παροχής στην ελεύθερη αγορά, και
(β) το πρόσωπο που πραγματοποιεί την παράδοση των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών συνδέεται με το πρόσωπο προς το οποίο πραγματοποιείται η παράδοση ή η παροχή, και
(γ) εάν η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών είναι φορολογητέα και το πρόσωπο προς το οποίο πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών δε δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26 του παρόντος Νόμου, να πιστωθεί με ολόκληρο το φόρο που κατέβαλε,
τότε ο Έφορος μπορεί να εκδώσει οδηγία με την οποία να ορίζει, ότι ως αξία της πιο πάνω παράδοσης των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών θα λαμβάνεται η αξία της στην ελεύθερη αγορά."
Όσον αφορά το ποσοστό του κέρδους 10% που υπολόγισε ο καθ' ου η αίτηση, ευρίσκω ότι ο υπολογισμός αυτός δεν ήταν αυθαίρετος. Αντίθετα, ήταν και αυτός εύλογα επιτρεπτός εφ' όσον έγινε ύστερα από πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και αφού ο καθ' ου η αίτηση, μεταξύ άλλων μελετών, συμβουλεύθηκε και τους εμπειρογνώμωνες Χρ. Πήττα - Επιμετρητή Ποσοτήτων, Π. Τσικίνη - Πολιτικό Μηχανικό, και Μόντη - Προϊστάμενο του Κλάδου Επιμετρήσεων του Τμήματος Δημοσίων Έργων.
Η αιτήτρια έχει προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι επίδικες αποφάσεις είναι ακυρωτέες και για το λόγο ότι λήφθηκαν χωρίς να της παρασχεθεί προηγουμένως η ευκαιρία να εκφέρει τις απόψεις της. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Κατά τη νομολογία, σε υποθέσεις διοικητικής φύσεως η αρχή "audi alteram partem" δεν έχει εφαρμογή εκτός εάν πρόκειται για πειθαρχικής φύσεως μέτρο ή άλλο δυσμενές για τον πολίτη μέτρο που έχει το χαρακτήρα κύρωσης (βλ., μεταξύ άλλων, Καζαμίας ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 239 και Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Στέγης Ευγηρίας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 598). Άλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση στηρίχθηκε και σε στοιχεία που παρατέθηκαν από την ίδια την αιτήτρια, ουσιαστικά δόθηκε στην αιτήτρια η ευκαιρία να ακουσθεί, έστω και μετά την απόφαση του καθ' ου η αίτηση, μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της γραπτής αμφισβήτησης που υποβλήθηκε από τους λογιστές της, και, επίσης, μέσα στα πλαίσια της προφορικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των μερών στις 4 Σεπτεμβρίου 1996 και που είχε σαν αποτέλεσμα να επιβεβαιώσει ο καθ' ου η αίτηση την αρχική του απόφαση απορρίπτοντας το αίτημα για αναθεώρηση.
Με το αίτημα θεραπείας αρ. 3 η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της γνωστοποίησης δυνάμει του άρθρου 23(7) που της αποστάληκε από τον καθ' ου η αίτηση στις 7 Αυγούστου 1996. Σε σχέση με τη γνωστοποίηση αυτή η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση έχει προβάλει την προδικαστική ένσταση ότι στερείται εκτελεστότητας διότι δεν είναι καθοριστική των δικαιωμάτων της αιτήτριας αλλά είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα και αποστάληκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλεται στον καθ' ου η αίτηση από το νόμο και, συγκεκριμένα, το άρθρο 23(7). Η θέση αυτή της συνηγόρου του καθ' ου η αίτηση, που συνάδει πλήρως με τη νομολογία, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο (βλ., μεταξύ άλλων, Economides ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 219, Phylachtides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Μ. Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκο υ Λτδ. ν. Της Δημοκρατίας (1990) 3(B) Α.Α.Δ. 1451, Υπουργός Οικονομικών και Άλλοι ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 Α.Α.Δ. 478, Krashias Modern Land and Building Developers Ltd. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198)
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας που θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται βάσει του άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.