ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 4 ΑΑΔ 2648

31 Οκτωβρίου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

1. ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΤΔ.,

2. ΔΕΝΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

3. ΜΑΡΙΝΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 26/97)

Διοικητικό Δίκαιο —Διοικητική πράξη — Εκτελεστή πράξη σε αντιδιαστολή προς πράξη εκτελέσεως — Θεωρία και νομολογία— Περιστάσεις στοιχειοθέτησης πράξης εκτελέσεως στερουμένης εκτελεστότητας στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Δικονομία — Η απαγόρευση αντιφατικής συμπεριφοράς διαδίκου.

Οι αιτητές προσέβαλαν πράξη που επέβαλε τον τερματισμό της απασχόλησης των αιτητριών 2 και 3 στα φροντιστήρια της αιτήτριας εταιρείας 1.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Το ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ή πράξη εκτελέσεως.

Η νομολογία μας είναι πλούσια επί του θέματος. Καθοδηγούμενη από τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας έχει διαμορφώσει με σαφήνεια τις σχετικές αρχές. Συνοψίζονται στην Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).

Λαμβάνεται υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής της 5.12.95 και ιδιαίτερα η καταληκτική υπενθύμιση για την ανάγκη "συμμόρφωσης προς και εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί Ιδιωτικών Σχολείων". Περαιτέρω λαμβάνεται υπόψη το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Για τους πιο κάτω λόγους κρίνεται ότι η μόνη εκτελεστή απόφαση ήταν εκείνη της 5.12.95:

Με την απόφαση εκείνη έχει εκδηλωθεί με τρόπο σαφή η βούληση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου και έχουν παραχθεί έννομα αποτελέσματα. Η διοίκηση έκρινε ότι οι αιτήτριες δεν κατείχαν τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα προσόντα. Η κρίση εκείνη είχε σαν έννομο αποτέλεσμα να καταστήσει τις αιτήτριες μη ικανές να ασκούν το επάγγελμά τους. Έχει καταλύσει το δικαίωμα τους να εργάζονται ως καθηγήτριες. Περαιτέρω η διοίκηση μπορούσε να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή της. Η άσκηση από τις αιτήτριες των καθηκόντων τους παραβιάζει ρητές διατάξεις του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου, 1971 (Ν 5/71, όπως έχει τροποποιηθεί). Η διοίκηση μπορεί να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον τους για τιμωρία τους.

Από την άλλη η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη εκτελέσεως για τους πιο κάτω λόγους:

Αποτελεί μέτρο ή ενέργεια η οποία τείνει στην εκτέλεση της πράξης της 5.12.95. Επίσης αποτελεί ειδοποίηση εν σχέσει προς την απόφαση της 5.12.95 και ανακοίνωση προς γνώση και συμμόρφωση των διοικουμένων.

Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη εκτελέσεως δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως. Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση πρέπει να πετύχει και η προσφυγή να απορριφθεί. Το γεγονός ότι η απόφαση της 5.12.95 δεν είχε απευθυνθεί προς τις αιτήτριες στερείται οποιασδήποτε σημασίας επειδή και η προσβαλλόμενη απόφαση είχε τον ίδιο αποδέκτη. Δεν είχε ποτέ απευθυνθεί στις αιτήτριες. Οι δε τελευταίες δεν μπορούν να επιδοκιμάζουν και να αποδοκιμάζουν.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,

Republic v. Demetriou a.o. (1972) 3 C. L.R. 219,

Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας,

Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για τον τερματισμό της εργοδότησης των αιτητριών 2 και 3 από τον αιτητή 1.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Ρ. Παπαέτη με Μ. Μάρκου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ημερ. 17.12.96 με την οποία αποφασίστηκε και/ή ζητήθηκε να συμμορφωθεί στην απόφαση ο αιτητής αρ. 1 και να τερματίσει την εργοδότηση των αιτητριών αρ. 2 και 3 γιατί δήθεν δεν κατέχουν τα απαιτούμενα από το Νόμο προσόντα επειδή έχουν αποκτήσει τον πανεπιστημιακό τους τίτλο από ίδρυμα το οποίο δεν είναι αναγνωρισμένο στη χώρα που λειτουργεί, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

2. Η προσβαλλόμενη απόφαση 17.12.96 με την οποία ο καθ' ου η αίτηση γνωστοποίησε ότι κρίθηκαν ακατάλληλες για διδακτικό προσωπικό οι αιτήτριες 2 και 3 και γι' αυτό αρνήθηκε να χορηγήσει την έγκριση του για να είναι μέλη του διδακτικού προσωπικού του αιτητή 1 είναι παράνομη και γι' αυτό θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη."

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο διευθυντής των "Φροντιστηρίων Κυπριανού" κ. Στέλιος Κυπριανού ("ο διευθυντής των Φροντιστηρίων") με επιστολή του προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 26.10.95, ζήτησε έγκριση λειτουργίας του φροντιστηρίου του. Με την ίδια επιστολή ο Διευθυντής των Φροντιστηρίων πληροφόρησε το αρμόδιο Υπουργείο ότι τα Φροντιστήρια είχαν εγγραφεί στον Έφορο Εταιρειών σαν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Φροντιστήρια Κυπριανού Λτδ", και ότι στα φροντιστήρια θα διδάσκονται λογιστική, αγγλικά, πολιτική οικονομία και "computers" από καθηγητές τους οποίους κατονόμασε.

Το σχετικό αίτημα παραπέμφθηκε στους επιθεωρητές Αγγλικών και Εμπορικών για εξέταση στις 9.11.95. Οι πιο πάνω επιθεωρητές - κ.κ. Ν. Πέτσας και Α. Σιάντος - έκριναν ότι οι καθηγήτριες Δένα Κυπριανού και Μαρίνα Κυπριανού κατείχαν πτυχίο/τίτλο από εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο δεν αναγνωρίζετο στη χώρα που λειτουργούσε και ως εκ τούτου δε μπορούσαν να διδάξουν μαθήματα της ειδικότητάς τους. Η απόφαση λήφθηκε με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 24.218 και ημερομηνία 29.2.1984. Ο Γενικός Διευθυντής του αρμόδιου Υπουργείου, με επιστολή ημερ. 5.12.95, σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής του Διευθυντή των Φροντιστηρίων τον πληροφόρησε, μεταξύ άλλων, ότι οι καθηγήτριες Δένα Κυπριανού και Μαρίνα Κυπριανού δεν κατείχαν τα προσόντα για απασχόληση στο υπό αναφορά ιδιωτικό φροντιστήριο γιατί ο τίτλος σπουδών τους (απόφοιτες Deree College Ελλάδας) δεν αναγνωρίζετο στη χώρα που λειτουργούσε το πιο πάνω κολλέγιο*.

Η πιο πάνω επιστολή της 5.12.95 κατέληγε με την πιο κάτω υπενθύμιση:

"Με την ευκαιρία κρίνεται σκόπιμο να γίνει υπενθύμιση για την ανάγκη συμμόρφωσης προς και εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί Ιδιωτικών Σχολείων και Φροντιστηρίων."

Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής ημερ. 5.12.95 έτυχε των παρατηρήσεων του Διευθυντή των Φροντιστηρίων (Βλ. επιστολή

* Το σχετικό απόσπασμα της επιστολής έχει ως πιο κάτω:

"Μετά από μελέτη/εξέταση από τους αρμοδίους των στοιχείων των μελών του διδακτικού προσωπικού του φροντιστηρίου σας, διαπιστώθηκε ότι κανένα από αυτά δεν κατέχει τα προσόντα για διδασκαλία του μαθήματος που εισηγείστε. Τα προσόντα που κατέχουν δεν τους επιτρέπουν να καταταγούν στους πίνακες διοριστέων της ειδικότητας για να διδάξουν σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης. Σύμφωνα με το νόμο περί Ιδιωτικών Σχολείων και Φροντιστηρίων, ο Διευθυντής και το διδακτικό προσωπικό των ιδιωτικών φροντιστηρίων πρέπει να κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για διορισμό στα δημόσια σχολεία. Κρίνεται ότι δεν είναι κατάλληλοι για τους ακόλουθους λόγους:

- Οι Αριστόδημος Κυπριανού, Δένα Κυπριανού και Μαρίνα Κυπριανού, γιατί κατέχουν τίτλο από ίδρυμα (Deree College), το οποίο δεν είναι αναγνωρισμένο στη χώρα που λειτουργεί, δηλ. την Ελλάδα."

του προς το Υπουργείο Παιδείας η οποία λήφθηκε στις 10.1.96). Σε σχέση με τους πιο πάνω "υποψήφιους καθηγητές Αριστόδημο, Δένα και Μαρίνα Στέλιου Κυπριανού" πληροφόρησε το Αρμόδιο Υπουργείο ότι επιφυλάσσει τα δικαιώματα του.

Στις 30.9.96 εντεταλμένος Λειτουργός του Υπουργείου Παιδείας επιθεώρησε το πιο πάνω Φροντιστήριο και στις 14.10.96 υπέβαλε σχετική έκθεση. Σαν αποτέλεσμα της έκθεσης εκείνης ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας με επιστολή του, ημερ. 17.12.96, προς τον Διευθυντή των Φροντιστηρίων τον κάλεσε να τερματίσει την εργοδότηση των αιτητριών 2 και 3. Η παράθεση του σχετικού μέρους της επιστολής θεωρείται σκόπιμη:

"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιθεώρηση του φροντιστηρίου σας, που έγινε στις 30.9.1996, και να παρατηρήσω τα ακόλουθα:

(α) ...............................

(β) Περιλαμβάνετε στο διδακτικό σας προσωπικό τις Δένα και Μαρίνα Κυπριανού, ενώ έχετε ενημερωθεί ότι δεν κατέχουν τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα για να διδάσκουν Λογιστική και Αγγλικά αντίστοιχα (επιστολή μας ημερ. 5.12.1995).

2. Παρακαλείσθε, το αργότερο σε 15 ημέρες:

(α) .................................... 

(β) Να τερματίσετε την εργοδότηση των αναφερομένων στην παραγ. 1(β) και να μας ενημερώσετε σχετικά."

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή της 17.12.96.

Προδικαστική ένσταση:

Με την γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση έχει εγείρει προδικαστική ένσταση "με τον ισχυρισμό ότι η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να εκδικασθεί γιατί δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης αλλά στρέφεται εναντίον πράξης εκτελέσεως".

Οι θέσεις των μερών επί της προδικαστικής ένστασης:

Ήταν η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι η εκτελεστή πράξη εκδόθηκε στις 5.12.95 όταν η διοίκηση αποφάσισε ότι οι αιτήτριες 2 και 3 και ένα άλλο άτομο, δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα για διδασκαλία του μαθήματος που εισηγήθηκε ο διευθυντής του πιο πάνω Φροντιστηρίου γιατί κατείχαν τίτλο από ίδρυμα (Deree College), το οποίο δεν είναι αναγνωρισμένο στη χώρα που λειτουργεί, δηλαδή στην Ελλάδα. Υποστήριξε, περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση ημερ. 17.12.96, απλώς καλεί τον Διευθυντή του Φροντιστηρίου να συμμορφωθεί με την εκτέλεση της απόφασης ημερ. 5.12.95 και να τερματίσει την εργοδότηση των αιτητριών 2 και 3.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υποστήριξε:

(α) Η επιστολή της 5.12.95 δεν απευθύνετο στις αιτήτριες 2 και 3 αλλά σε "ξεχωριστό νομικό πρόσωπο, εν προκειμένω το ιδιωτικό Φροντιστήριο που εργοδοτούσε τις δύο αιτήτριες, και αφορούσε στις 'υποχρεώσεις' που κατά τη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας απέρρεαν για το Φροντιστήριο".

(β) Η επιστολή της 5.12.95 δεν περιείχε οποιαδήποτε επιτακτική υπόδειξη προς τον εργοδότη των δύο αιτητριών, και ως εκ τούτου "δεν επήλθε δια της επιστολής αυτής κάποια μεταβολή στα δικαιώματα τους. Ήταν απλά πληροφοριακή για το συγκεκριμένο εκείνο εκπαιδευτικό έτος. Αντίθετα η δυσμενής μεταβολή επήλθε για πρώτη φορά δια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου εθίγησαν για συγκεκριμένη νέα και άλλη εκπαιδευτική χρονιά, τα συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα των αιτητριών. Τότε και μόνο τέθηκε η συγκεκριμένη απαγόρευση. Άρα η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή πράξη".

Εξέταση της προδικαστικής ένστασης:

Το ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ή πράξη εκτελέσεως.

Η νομολογία μας είναι πλούσια επί του θέματος. Καθοδηγούμενη από τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας έχει διαμορφώσει με σαφήνεια τις σχετικές αρχές. Συνοψίζονται ως πιο κάτω στην Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε):

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας, 1929-1959, σελ. 240*, Τσάτσος - Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 125)."

Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξεως είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170).

* Το σχετικό απόσπασμα έχει ως πιο κάτω:

"Πράξεις εκτελέσεως. Μετά την έκδοσιν της εκτελεστής πράξεως, δι' ης επέρχεται το σκοπηθέν έννομον αποτέλεσμα, λαμβάνουν συνήθως χώραν διάφορα μέτρα και ενέργειαι τείνουσαι εις της εκτέλεσιν αυτής. Αι τοιούτοι πράξεις εκτελέσεως στερούνται εκτελεστού χαρακτήρος κι απαραδέκτως προσβάλλονται αυτοτελώς δι' αιτήσεως ακυρώσεως.

Ειδικώτερον, πράξεις εκτελέσεως συνιστούν αι πράξεις δι' ων κοινοποιείται ετέρα εκτελεστή πράξις, ή ανακοινούται, ή γνωστοποιείται το περιεχόμενον αυτής, ή παρέχεται απλή ειδοποίησις εν σχέσει προς ταύτην."

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων"*.

Πράξεις οι οποίες είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα δεν είναι εκτελεστές (Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C. L.R. 219. Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτος προσβάλλεται "ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ' όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα").

Στο "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1982, σελ. 125, οι πιο κάτω πράξεις περιλαμβάνονται εις την κατηγορία των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων:

"Αι τείνουσαι εις την εκτέλεσιν της εκτελεστής, ως είναι αι διαβιβάσεις, αι ανακοινώσεις προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των διοικούμενων, εις ους αφορά η ανακοινουμένη εκτελεστή πράξις, αι οχλήσεις και προειδοποιήσεις προς τους μη συμμορφουμένους περί των απειλουμένων κυρώσεων κατά των μη εκτελούντων την πράξιν, αι γενικαί κοινοποιήσεις ατομικών ή κανονιστικών πράξεων προς ωρισμένον κύκλον ενδιαφερομένων προσώπων, λαμβάνουσαι και πάλιν την μορφήν της εγκυκλίου, το πρωτόκολλον δι' ου βεβαιούται η λαβούσα χώραν εκτέλεσις, ως π.χ. το κλείσιμον φαρμακείου λόγω ποινής, η προς μετατεθέντα υπάλληλον απευθυνόμενη διαταγή, όπως μεταβή εις την νέαν του θέσιν, η υπό τύπον 'ημερησίας διαταγής' γνωστοποίησις εκτελεστών πράξεων εις το προσωπικόν μιας στρατιωτικής ή άλλης υπηρεσίας κλπ."

* Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237:

"Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."

Λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής της 5.12.95. Ιδιαίτερα λαμβάνω υπόψη την καταληκτική υπενθύμιση για την ανάγκη "συμμόρφωσης προς και εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί Ιδιωτικών Σχολείων". Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Για τους πιο κάτω λόγους κρίνω ότι η μόνη εκτελεστή απόφαση ήταν εκείνη της 5.12.95:

Με την απόφαση εκείνη έχει εκδηλωθεί με τρόπο σαφή η βούληση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου και έχουν παραχθεί έννομα αποτελέσματα. Η διοίκηση έκρινε ότι οι αιτήτριες δεν κατείχαν τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα προσόντα. Η κρίση εκείνη είχε σαν έννομο αποτέλεσμα να καταστήσει τις αιτήτριες μη ικανές να ασκούν το επάγγελμα τους. Έχει καταλύσει το δικαίωμα τους να εργάζονται ως καθηγήτριες. Περαιτέρω η διοίκηση μπορούσε να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση της. Η άσκηση από τις αιτήτριες των καθηκόντων τους παραβιάζει ρητές διατάξεις του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου, 1971 (Ν 5/71, όπως έχει τροποποιηθεί). Η διοίκηση μπορεί να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον τους για τιμωρία τους.

Από την άλλη η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη εκτελέσεως για τους πιο κάτω λόγους:

Αποτελεί μέτρο ή ενέργεια η οποία τείνει στην εκτέλεση της πράξης της 5.12.95 (Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 240). Επίσης αποτελεί ειδοποίηση εν σχέσει προς την απόφαση της 5.12.95 και ανακοίνωση προς γνώση και συμμόρφωση των διοικούμενων (Στασινόπουλος (πιο πάνω), σελ. 125).

Εφόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη εκτελέσεως δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως. Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση πρέπει να πετύχει και η προσφυγή να απορριφθεί. Το γεγονός ότι η απόφαση της 5.12.95 δεν είχε απευθυνθεί προς τις αιτήτριες στερείται οποιασδήποτε σημασίας επειδή και η προσβαλλόμενη απόφαση είχε τον ίδιο αποδέκτη. Δεν είχε ποτέ απευθυνθεί στις αιτήτριες. Οι δε τελευταίες δεν μπορούν να επιδοκιμάζουν και να αποδοκιμάζουν (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384).

Η προσφυγή απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο