ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2609

27 Οκτωβρίου, 1997

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/ Ή ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 897/96)

Στρατός της Δημοκρατίας — Υπαξιωματικοί — Διορισμός τους ως Ανθυπολοχαγών — Κριτήρια και διαδικασία — Το κριτήριο της βαθμολογίας στις εκθέσεις ικανότητας — Δεν είναι επιτρεπτό αυτή να εκφράζεται σε δεκαδικούς αριθμούς — Υιοθέτηση της αντίστοιχης νομολογίας επί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας.

Οι αιτητές προσέβαλαν το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το λεκτικό του επίμαχου Καν. 21(5) είναι ταυτόσημο με εκείνο του Καν. 30(5) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90). Ο τελευταίος έχει ερμηνευθεί από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Λόττας ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2183, που υιοθετήθηκε στις υποθέσεις Αγγελίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2507 και Ιωσήφ Ιωσήφ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3546.

Υιοθετείται πλήρως η προσέγγιση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην πιο πάνω υπόθεση. Κρίνεται ότι οι βαθμολογίες πάσχουν επειδή καταρτίσθηκαν με τρόπο αντίθετο προς τον Καν. 21(5). Είναι επομένως άκυρες. Στην κρινόμενη περίπτωση, εξέταση των βαθμολογιών, αποκαλύπτει ότι αυτές έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση του πίνακα και τη σειρά των υποψηφίων σ' αυτόν αφού αποτελούσαν το 78% της συνολικής βαθμολογίας τους με βάση την οποία έγινε η τελική κατάταξή τους. Είναι άγνωστο ποια θα ήταν η σειρά κατάταξης των υποψηφίων στον πίνακα αν η βαθμολογία τους δεν γινόταν με δεκαδικούς αριθμούς.

Οι βαθμολογίες αποτελούν μια ενδιάμεση πράξη στην όλη διαδικασία διορισμού η οποία αποτελεί απαραίτητη νομική προϋπόθεση για την τελική πράξη του διορισμού. Η πιο πάνω κατάληξη για την μη εγκυρότητα της βαθμολογίας επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξεως διορισμού.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λόττας ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2183,

Αγγελίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2507,

Ιωσήφ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3546,

Παπαλεοντίου ν. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 54,

Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 346,

Αγγελίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 404.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού στο Στρατό αντί των αιτητών.

Σ. Οικονομίδης, για τους Αιτητές.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού στο Στρατό της Δημοκρατίας.

Οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη το έτος 1995 ήταν μόνιμοι υπαξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας. Όλοι διορίστηκαν στον Στρατό μεταξύ των ετών 1978 και 1982 με απ' ευθείας διορισμό στο βαθμό του λοχία.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VII (Κανονισμός 18) των Περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 1996, κάθε χρόνο συγκροτείται και συνέρχεται με απόφαση του Υπουργού Άμυνας το Συμβούλιο Αξιολογήσεων για να αξιολογήσει Υπαξιωματικούς προκειμένου να εντοπιστούν κατάλληλοι για διορισμό.

Επειδή το έτος 1995 εκκρεμούσε τροποποίηση του Μέρους VII των πιο πάνω κανονισμών, η αξιολόγηση των υπαξιωματικών για το έτος αυτό αναστάληκε μέχρις ότου εγκριθούν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων οι τροποποιητικοί κανονισμοί. Οι τροποποιητικοί κανονισμοί τελικά εγκρίθηκαν από τη Βουλή το Μάρτιο 1996 και δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 3046 και ημερομηνία 15.3.1996 ως Κ.Δ.Π. 88/96.

Μετά την πιο πάνω τροποποίηση των βασικών κανονισμών ο Υπουργός Άμυνας με απόφαση που λήφθηκε στις 11.6.1996 δυνάμει των Κανονισμών 18 και 19 των πιο κάτω βασικών κανονισμών όπως τροποποιήθηκαν (στα επόμενα οι Κανονισμοί), συγκρότησε και συγκάλεσε το Συμβούλιο Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών και ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς με τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών διόρισε τον Εισηγητή και τον Γραμματέα του Συμβουλίου.

Επειδή οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη το 1995 πληρούσαν τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό 20 των Κανονισμών προϋποθέσεις για αξιολόγηση εδικαιούντο να αξιολογηθούν από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών.

Κριτήρια της αξιολόγησης ήταν σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών οι βαθμολογίες των ουσιαστικών προσόντων του Υπαξιωματικού που είχαν οι αξιολογούμενοι στις εκθέσεις ικανότητας τους των πέντε τελευταίων χρόνων και το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης στην οποία θα υποβάλλοντο οι αξιολογούμενοι από το Συμβούλιο Αξιολόγησης.

Το Συμβούλιο Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών συνήλθε στις 10.7.1996 και 13.7.1996 και δέχθηκε σε προσωπική συνέντευξη όλους τους δικαιούμενους σε αξιολόγηση Υπαξιωματικούς και ενεργώντας δυνάμει των διατάξεων των Καν. 20 και 21 των Κανονισμών τους αξιολόγησε και τους κατέταξε σε πίνακα με βάση τη σειρά της τελικής τους βαθμολογίας.

Τα πρακτικά του Συμβουλίου Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών καθώς και ο πίνακας της τελικής σειράς κατάταξης των αξιολογηθέντων Υπαξιωματικών υποβλήθηκαν στον Υπουργό Άμυνας σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 21(4) των Κανονισμών για να προωθηθεί πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο για διορισμό των Ανθυπολοχαγών των Υπαξιωματικών που αξιολογήθηκαν. Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8(1) των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων η εξουσία για διορισμό αξιωματικών στο Στρατό ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 2 των Κανονισμών ο αριθμός των Υπαξιωματικών που θα διορίζονταν ανθυπολοχαγοί το έτος 1995 θα ήταν ίσος με το 33% των αποφοίτων των Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών που διορίστηκαν ανθυπολοχαγοί μέσα στο ίδιο έτος και ο διορισμός τους θα ίσχυε από 1.12.1995. Οι απόφοιτοι των Ανωτάτων Στρατιωτικών Σχολών που διορίστηκαν Ανθυπολοχαγοί το έτος 1995 ήταν 41 και ως εκ τούτου ο αριθμός των Υπαξιωματικών που θα διορίζονταν Ανθυπολοχαγοί σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 23 των Κανονισμών ήταν οι πρώτοι 14 του πίνακα.

Το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από σχετική πρόταση του Υπουργείου Άμυνας με την απόφασή του με αριθμό 44.8145 ημερομηνίας 13.9.1996 αποφάσισε σύμφωνα με το άρθρο 8 των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 έως 1995 να διορίσει από 1.12.1995 Ανθυπολοχαγούς στο Στρατό της Δημοκρατίας τους Υπαξιωματικούς με αύξοντα αριθμό από 1 έως 14 στον πιο πάνω πίνακα και να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Άμυνας να υλοποιήσει την απόφαση.

Ενόψει της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου οι πρώτοι 14 Υπαξιωματικοί που είναι τα ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα προσφυγή και που καταγράφονται στον πίνακα διορίστηκαν Ανθυπολοχαγοί στο Στρατό της Δημοκρατίας από 1.12.1995.

Οι αιτητές δεν ήταν δυνατό να διοριστούν Ανθυπολοχαγοί επειδή η σειρά κατάταξής τους στον πίνακα ήταν πέρα από τον αριθμό 14 που είχε ο τελευταίος Υπαξιωματικός που διορίστηκε.

Οι τέσσερις αιτητές είχαν καταταγεί στον πίνακα κατά σειρά ως 17ος, 15ος, 16ος και 18ος αντίστοιχα.

Η θέση των αιτητών είναι ότι ο πίνακας της τελικής σειράς καταλληλότητας των αξιολογηθέντων Υπαξιωματικών ήταν άκυρος και ή παράνομος, γιατί είχε βασιστεί σε αποφασιστικό βαθμό (κατά 83%) στη βαθμολογία των εκθέσεων ικανότητας των αξιολογηθέντων Υπαξιωματικών των 5 τελευταίων χρόνων οι οποίες ήταν άκυρες και/ή παράνομες γιατί η βαθμολόγηση των ουσιαστικών προσόντων των Υπαξιωματικών σ' αυτές έγινε σε δεκαδικό αριθμό, πράγμα που είναι αντίθετο και προς το γράμμα και προς το πνεύμα των σχετικών κανονισμών.*

Ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε πως οι κανονισμοί δεν απαγορεύουν τη βαθμολόγηση με δεκαδικό αριθμό και επιπρόσθετα ισχυρίστηκε πως η βαθμολόγηση στα επιμέρους προσόντα έγινε με ακέραιους αριθμούς.

Το λεκτικό του επίμαχου Καν. 21(5) είναι ταυτόσημο με εκείνο του Καν. 30(5) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90). Ο τελευταίος έχει ερμηνευθεί από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Λόττας ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2183 που υιοθετήθηκε στις υποθέσεις Αγγελίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2507 και Ιωσήφ Ιωσήφ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3546.

Η μελέτη των Κανονισμών δείχνει πως ορθή είναι η προσέγγιση

* Ο σχετικός με την κλίμακα Βαθμολογίας Κανονισμών είναι ο Κανονισμός 21(5) των περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί 1990 ο οποίος έχει ως εξής:

"(5) Η κλίμακα βαθμολογίας των ουσιαστικών προσόντων είναι:

 

(α) Εξαίρετος

10

(β) Πολύ Καλός

9

(γ) Καλός

7 έως 8

(δ) Μέτριος

4 έως 6

(ε) Απαράδεκτος

1 έως 3"

που εισηγείται ο αιτητής. Η βαθμολογία κάτω του "πολύ καλός" είναι δυσμενής. Οδηγεί σε δυνατότητα προαγωγής μόνο κατ' αρχαιότητα και αυτό τηρούμενης της προτεραιότητας που αναγνωρίζεται στους κρινόμενους ως προακτέους κατ' απόλυτον εκλογήν ή κατ' εκλογήν. (Βλ. τον Κανονισμό 46 όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 25/92). Η σύνδεση των κρίσεων με την βαθμολογία στις εκθέσεις ικανότητας οδήγησαν στη θεσμοθέτηση ιδιαίτερων ρυθμίσεων αναφορικά με τους αξιωματικούς που κρίνονται δυσμενώς. Όπως διαλαμβάνει ο Κανονισμός 30(9) (βλ. συναφώς την τροποποίηση της Κ.Δ.Π. 139/93), στην περίπτωση δυσμενών βαθμολογιών, όπως τις χαρακτηρίζω για τους σκοπούς της διαδικασίας, παρέχεται στον αξιολογούμενο δυνατότητα αμφισβήτησης και προβλέπεται διαδικασία επανεξέτασης. Εφόσον ο αξιωματικός βαθμολογηθεί ως "καλός", "μέτριος" ή "απαράδεκτος" ο αξιόλογων οφείλει να του γνωστοποιήσει αμέσως γραπτώς τη βαθμολογία του αναφέροντας και τους λόγους.

   .....................................

Δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία του Κανονισμού 30(9) στην περίπτωση του αιτητή.

.....................................

Σε τελευταία ανάλυση πράγματι ο αιτητής βαθμολογήθηκε με τρόπο άγνωστο στους Κανονισμούς. Η βαθμολόγηση του ήταν αντίθετη προς το γράμμα και προς το πνεύμα τους. Εξουδετερώνει ουσιαστικά τις διασφαλίσεις που περιέχονται στους Κανονισμούς σε σχέση με όσους αξιολογούνται δυσμενώς και αυτή η πραγματικότητα αποκαλύπτει και τη λογική της θέσης του αιτητή πως θα ήταν ενδεχομένως συγκριτικά καλύτερη η βαθμολόγηση του με 8 αντί με το ψηλότερο βαθμό 8.25 που του δόθηκε.

Αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση προσδίδει στον Κανονισμό 30 το αληθινό του νόημα. Δεν είναι τυχαίο το ότι μέχρι και την αξιολόγηση "καλός" ρητά αφήνεται περιθώριο βαθμολογίας από "1 έως 3", από "4 έως 6" και από "7 έως 8". Όλες αυτές οι δυσμενείς αξιολογήσεις καλύπτονται από τον Κανονισμό 30(9). Δεν υπάρχει αυτό το περιθώριο από εκεί και πέρα. Γίνεται αναφορά στο βαθμό 9 και μετά στο βαθμό 10. Θα ήταν αδιανόητο να προέβλεπε ο Κανονισμός δυνατότητα τέτοιας ενδιάμεσης βαθμολογίας και ταυτόχρονα να καθόριζε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που περιέχονται στον Κανονισμό 30(9) με τον τρόπο που το έκαμε. Θα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο να αξιολογείται κάποιος με τρόπο που θα απέκλειε την κατ' εκλογήν προαξιμότητά του, χωρίς κάλυψη του από όσα ρητά διαλαμβάνει για τους μη κατ' εκλογήν προακτέους."

Υιοθετώ πλήρως την προσέγγιση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην πιο πάνω υπόθεση. Κρίνω ότι οι βαθμολογίες πάσχουν επειδή καταρτίσθηκαν με τρόπο αντίθετο προς τον Καν. 21(5). Είναι επομένως άκυρες. Στην κρινόμενη περίπτωση, εξέταση των βαθμολογιών, αποκαλύπτει ότι αυτές έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση του πίνακα και τη σειρά των υποψηφίων σ' αυτόν αφού αποτελούσαν το 78% της συνολικής βαθμολογίας τους με βάση την οποία έγινε η τελική κατάταξή τους. Είναι άγνωστο ποιά θα ήταν η σειρά κατάταξης των υποψηφίων στον πίνακα αν η βαθμολογία τους δεν γινόταν με δεκαδικούς αριθμούς.

Οι βαθμολογίες αποτελούν μια ενδιάμεση πράξη στην όλη διαδικασία διορισμού η οποία αποτελεί απαραίτητη νομική προϋπόθεση για την τελική πράξη του διορισμού. Η πιο πάνω κατάληξή μου για την μη εγκυρότητα της βαθμολογίας επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξεως διορισμού (Βλ. Παπαλεοντίου ν. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 54, Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 346, Αγγελίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 404).

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο