ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2179

12 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24(1), (4), 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΤΙΑ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΟΥ ΛΤΔ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ (ΑΡ. 1),

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 626/95)

Φορολογία — Φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας — Η υποχρέωση του φορολογούμενου να παράσχει στη φορολογούσα αρχή όλα τα σχετικά στοιχεία — Συνέπειες από την μη ανταπόκριση στην υποχρέωση αυτή.

Φορολογία — Φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας — Εκτίμηση της αξίας της ιδιοκτησίας —Άρθρο 4 του Ν. 239/91 που τροποποίησε το Άρθρο 6 του βασικού Ν. 24/80 — Ερμηνεία — Η εκτίμηση που διεξήγαγε το Κτηματολόγιο με βάση το Άρθρο 69, Κεφ. 224 δεν δεσμεύει τον Έφορο αλλά λαμβάνεται υπόψη.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε φορολογία επιβληθείσα σε αυτή ως προς ακίνητη ιδιοκτησία της.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Είναι η θέση της αιτήτριας εταιρείας ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβηκαν στη δέουσα έρευνα και ειδικότερα στην εξέταση κατά πόσο τα διαμερίσματα και καταστήματα ήταν ελεύθερα κατοχής, προτού προβούν στον καθορισμό της αξίας τους. Ο φορολογούμενος έχει την υποχρέωση να τηρεί κανονικά βιβλία και να κρατεί σωστούς λογαριασμούς έτσι που ο καθορισμός του εισοδήματος του να καθίσταται δυνατός. Παράλειψη του φορολογούμενου να παρουσιάσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία του κύκλου των εργασιών του, παρέχει στον Έφορο τη διακριτική ευχέρεια να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος και στην άρνηση παραχώρησης εκπτώσεων, νοουμένου πάντοτε ότι οι ενέργειες του Εφόρου δεν θα βασίζονται σε υποθέσεις ή εικασίες αλλά θα είναι το αποτέλεσμα κάποιας έρευνας. (Ίδε Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 174). Η ευθύνη των αρχών δεν είναι η αναζήτηση δεδομένων για τον καθορισμό της εισοδηματικής κατάστασης του φορολογούμενου, αλλά ο έλεγχος της ορθότητας των δηλώσεων που υπέβαλε ο φορολογούμενος. Ο τελευταίος είναι το πρόσωπο που έχει μοναδική γνώση της περιουσίας και των εισοδημάτων του αφού έχει κάθε ευχέρεια να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία, που θα πρέπει να παρουσιάσει για τον ορθό υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος.

Η αιτήτρια εταιρεία θα μπορούσε να προβάλει τον ισχυρισμό ότι η ακίνητη περιουσία δεν ήταν ελεύθερη κατοχής, με την ένσταση των λογιστών της ημερ. 31.5.91, πράγμα όμως που δεν έπραξε. Αργότερα η αιτήτρια εταιρεία παρουσίασε δική της εκτίμηση ημερ. 30.5.95 αναφορικά με την αγοραία αξία της ακίνητης περιουσίας. Η πιο πάνω εκτίμηση βασίστηκε στη συγκριτική μέθοδο εκτίμησης και έγινε με βάση ότι τα ακίνητα "είναι με ελεύθερη κατοχή". Συνεπακόλουθα μπορεί να λεχθεί ότι η αιτήτρια εταιρεία γνώριζε ότι το θέμα της κατοχής των διαμερισμάτων και καταστημάτων ήταν ουσιώδες και ότι θα έπρεπε να θέσει υπόψη του Εφόρου οποιαδήποτε στοιχεία είχε στην κατοχή της που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την εικόνα της ελεύθερης κατοχής. Ο μετέπειτα ισχυρισμός της αιτήτριας εταιρείας ότι δεν γνώριζε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και γι' αυτό το λόγο δεν παρουσίασε τα απαραίτητα στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη βάση της ελεύθερης κατοχής, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονταν στη γνώση της αιτήτριας εταιρείας που είχε και την υποχρέωση να τα παρουσιάσει στον Έφορο πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Ο Έφορος δεν μπορούσε να στηριχθεί σε εικασίες, αλλά σε στοιχεία που υπήρχαν ενώπιόν του. Σε αυτά τα στοιχεία που παρουσίασε η αιτήτρια εταιρεία ουδέποτε προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η ακίνητη περιουσία ήταν ελεύθερη κατοχής. Επομένως διαπιστώνεται ότι η αιτήτρια παρέλειψε να παρουσιάσει εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι η ακίνητη περιουσία δεν ήταν ελεύθερη κατοχής.

2.  Ο Διευθυντής έκρινε εν προκειμένω ότι η εκτίμηση του Κτηματολογίου στις 7.11.79 ήταν "δεσμευτική" με την έννοια ότι έπρεπε να υιοθετηθεί αυτούσια. Μιά όμως προσεκτική εξέταση της φρασεολογίας του Άρθρου 6 δείχνει ότι ο Διευθυντής όφειλε να λάβει υπόψη την εκτίμηση του Κτηματολογίου στον καθορισμό της αξίας της ιδιοκτησίας την 1.1.80. Η πιο πάνω υποχρέωση δεν αποδεσμεύει το Διευθυντή από την υποχρέωση να προβεί σε έρευνα για τον καθορισμό της αξίας της ακίνητης περιουσίας. Ο Διευθυντής θα έπρεπε να διεξάγει τη δική του έρευνα, μέσα στα πλαίσια της οποίας θα έπρεπε να λάβει υπόψη την εκτίμηση του Κτηματολογίου. Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι ο Διευθυντής υιοθέτησε την εκτίμηση του Κτηματολογίου, αφού θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο με το ύψος της εκτίμησης και με μιά αυξητική προσαρμογή για την οποία δεν προσφέρονται σχετικές επεξηγήσεις προχώρησε στον καθορισμό της φορολογητέας αξίας. Η γραμμή αυτή που ακολουθήθηκε δείχνει ότι υπήρξε νομική πλάνη αφού ο Διευθυντής υιοθέτησε την αρχική εκτίμηση του Κτηματολογίου χωρίς να φαίνεται ότι έχει προβεί ο ίδιος σε δική του έρευνα για το σκοπό αυτό. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου όπου γίνεται αναφορά για την "υιοθέτηση" της αρχικής εκτίμησης του Κτηματολογίου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 174,

Tryphonos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η επιβολή φορολογίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επεβλήθηκε στην αιτήτρια για την αγορά αριθμού διαμερισμάτων και καταστημάτων.

Κ. Μέσσιος για Π.Λ. Κακογιάννη & Σία, για την Αιτήτρια Εταιρεία.

Α. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία αγόρασε ένα αριθμό διαμερισμάτων και καταστημάτων σε πολυκατοικία που βρίσκεται επί των οδών Γλάδστωνος και Χρ. Καρύδη στη Λεμεσό από την εταιρεία "Γ.Σ. Γαλαταριώτης και Υιοί Λτδ" στις 7.11.79 για £136.500. Το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 7.11.79, προτού γίνει η μεταβίβαση καθόρισε την αγοραία αξία της περιουσίας σε £210.000. Η αιτήτρια εταιρεία δεν έφερε ένσταση στον καθορισμό της αξίας της πιο πάνω περιουσίας σε £210.000 και έτσι η εκτίμηση κατέστη δεσμευτική σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 69 του Κεφ. 224.

Η προσφυγή αυτή στρέφεται εναντίον επιβολής φορολογίας Ακίνητης ιδιοκτησίας που ανέρχεται σε £9.040,80 σεντ για τα χρόνια 1980 -1990, που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια εταιρεία με σχετική επιστολή ημερ. 4.5.1995. Κατόπιν παραδοχής εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, ότι είχε γίνει λανθασμένη εφαρμογή του άρθρου 6 του Νόμου 239/91 σχετικά με την επιβολή φορολογίας για τα χρόνια 1980 - 1989, η πιο πάνω χρονική περίοδος περιορίστηκε για το 1990 μόνο. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων εγκαταλείφθηκαν από τους καθ' ων η αίτηση απαιτήσεις για καταβολή τόκου 9%, πρόσθετου φόρου 10% και έτσι το αιτούμενο ποσό περιορίζεται σε £620,46 σεντ χωρίς τόκους.

Είναι η θέση της αιτήτριας εταιρείας ότι στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να εφαρμοστεί η (β) επιφύλαξη του άρθρου 6 του Νόμου περί Επιβολής Φορολογίας επί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (αρ. 24/80) όπως έχει τροποποιηθεί από τον ομώνυμο Νόμο αρ. 239/91. Επιπρόσθετα η αιτήτρια εταιρεία ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβηκαν στη δέουσα έρευνα σχετικά με την αξία φορολογίας των επιδίκων διαμερισμάτων και καταστημάτων, αφού υιοθέτησαν το ποσό των £210.000 που είχε καθορισθεί αρχικά από το Κτηματολόγιο, χωρίς να προβούν σε νέα δική τους έρευνα και επιπρόσθετα παρέλειψαν να εξετάσουν κατά πόσο τα διαμερίσματα και καταστήματα ήταν ελεύθερα κατοχής ή όχι.

Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα. Το βάρος απόδειξης ότι τα καταστήματα και τα διαμερίσματα δεν ήταν ελεύθερα κατοχής, το είχε η αιτήτρια εταιρεία που έπρεπε να παρουσιάσει τα σχετικά στοιχεία, εφόσον δε η γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου δεν είχε αμφισβητηθεί με ένσταση από την αιτήτρια εταιρεία, ο Διευθυντής δεν μπορούσε να την παραγνωρίσει.

Το άρθρο 6 του βασικού νόμου προνοεί ότι η αξία της ακίνητης περιουσίας είναι το τίμημα που θα μπορούσε να αποφέρει, αν η περιουσία επωλείτο στην ελεύθερη αγορά την 1.1.80. Με το άρθρο 4 του Νόμου 239/91, το άρθρο 6 του βασικού νόμου τροποποιήθηκε με την πιο κάτω προσθήκη: "Νοείται περαιτέρω ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου έχει καταστεί τελική, ο Διευθυντής οφείλει να τη λάβει υπόψη στον καθορισμό της αξίας της ιδιοκτησίας κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η ακίνητη ιδιοκτησία δεν ήταν ελεύθερη κατοχής."

Η πιο κάτω τροποποίηση τέθηκε σε εφαρμογή την 1.1.90. Η επίδικη φορολογία αφορά το 1990. Συνεπακόλουθα διαφωνώ με την εισήγηση της αιτήτριας εταιρείας και βρίσκω ότι το άρθρο 6 τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

Είναι η θέση της αιτήτριας εταιρείας ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβηκαν στη δέουσα έρευνα και ειδικότερα στην εξέταση κατά πόσο τα διαμερίσματα και καταστήματα ήταν ελεύθερα κατοχής, προτού προβούν στον καθορισμό της αξίας τους. Ο φορολογούμενος έχει την υποχρέωση να τηρεί κανονικά βιβλία και να κρατεί σωστούς λογαριασμούς έτσι που ο καθορισμός του εισοδήματος του να καθίσταται δυνατός. Παράλειψη του φορολογούμενου να παρουσιάσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία του κύκλου των εργασιών του, παρέχει στον Έφορο τη διακριτική ευχέρεια να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος και στην άρνηση παραχώρησης εκπτώσεων, νοουμένου πάντοτε ότι οι ενέργειες του Εφόρου δεν θα βασίζονται σε υποθέσεις ή εικασίες αλλά θα είναι το αποτέλεσμα κάποιας έρευνας. (Ίδε Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 174.) Η ευθύνη των αρχών δεν είναι η αναζήτηση δεδομένων για τον καθορισμό της εισοδηματικής κατάστασης του φορολογούμενου, αλλά ο έλεγχος της ορθότητας των δηλώσεων που υπέβαλε ο φορολογούμενος. Ο τελευταίος είναι το πρόσωπο που έχει μοναδική γνώση της περιουσίας και των εισοδημάτων του αφού έχει κάθε ευχέρεια να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία, που θα πρέπει να παρουσιάσει για τον ορθό υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος. (Ίδε Tryphonos v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 846).

Η αιτήτρια εταιρεία θα μπορούσε να προβάλει τον ισχυρισμό ότι η ακίνητη περιουσία δεν ήταν ελεύθερη κατοχής με την ένσταση των λογιστών της ημερ. 31.5.91 (Παράρτημα 17 της Αίτησης) πράγμα όμως που δεν έπραξε. Αργότερα η αιτήτρια εταιρεία παρουσίασε δική της εκτίμηση ημερ. 30.5.95 αναφορικά με την αγοραία αξία της ακίνητης περιουσίας που ετοιμάστηκε από την εταιρεία Andreas Makris & Associates Ltd. H πιο πάνω εκτίμηση βασίστηκε στη συγκριτική μέθοδο εκτίμησης και έγινε με βάση ότι τα ακίνητα "είναι με ελεύθερη κατοχή" (σελ.4 και 6 της Εκτίμησης). Συνεπακόλουθα μπορεί να λεχθεί ότι η αιτήτρια εταιρεία γνώριζε ότι το θέμα της κατοχής των διαμερισμάτων και καταστημάτων ήταν ουσιώδες και ότι θα έπρεπε να θέσει υπόψη του Εφόρου οποιαδήποτε στοιχεία είχε στην κατοχή της που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την εικόνα της ελεύθερης κατοχής. Ο μετέπειτα ισχυρισμός της αιτήτριας εταιρείας ότι δεν γνώριζε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και γι' αυτό το λόγο δεν παρουσίασε τα απαραίτητα στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη βάση της ελεύθερης κατοχής, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονταν στη γνώση της αιτήτριας εταιρείας που είχε και την υποχρέωση να τα παρουσιάσει στον Έφορο πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Ο Έφορος δεν μπορούσε να στηριχθεί σε εικασίες, αλλά σε στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του. Σε αυτά τα στοιχεία που παρουσίασε η αιτήτρια εταιρεία ουδέποτε προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η ακίνητη περιουσία ήταν ελεύθερη κατοχής. Επομένως βρίσκω ότι η αιτήτρια παρέλειψε να παρουσιάσει εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι η ακίνητη περιουσία δεν ήταν ελεύθερη κατοχής.

Η αιτήτρια εταιρεία ισχυρίζεται επίσης ότι οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν σε νέα δική τους έρευνα αναφορικά με την αξία της ακίνητης περιουσίας αφού υιοθέτησαν αυτούσια την προηγούμενη εκτίμηση του Κτηματολογίου της 7.11.79.

Η αιτήτρια εταιρεία δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της γενικής εκτίμησης του Κτηματολογίου στις 7.11.79 υποβάλλοντας ένσταση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 69 του Κεφ.224 και έτσι η εκτίμηση κατέστη τελική. Η εκτίμηση που κατέστη δεσμευτική για την αιτήτρια εταιρεία, λήφθηκε υπόψη από τον Έφορο στον καθορισμό της φορολογίας ακίνητης ιδιοκτησίας για το 1990 όπως φαίνεται στη σχετική επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων στις 4.5.95 (Παράρτημα 18 της Αίτησης) που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Θεωρώ σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να παραθέσω αυτούσια τις παραγράφους (α) και (β) της πιο πάνω επιστολής αφού έχουν άμεση σχέση με το αποτέλεσμα της παρούσας προσφυγής.

"Φορολογίες Ακίνητης Ιδιοκτησίας για τα έτη 1980-1990

Αναφέρομαι στις ενστάσεις σας με ημερομηνία 25.5.87, 1.6.88,12.2.89,11.6.90, 30.5.91 κατά την πιο πάνω φορολογία και σας πληροφορώ τα εξής:

(α) Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας σας κατά την 1.1.80 όπως αυτή έχει καθοριστεί με βάση τη γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου έχει καταστεί τελική και

(β) ότι η πιο πάνω τελική αξία της περιουσίας της ακίνητης ιδιοκτησίας σας είναι δεσμευτική για σκοπούς επιβολής του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας με βάση τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 6 της περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νομοθεσίας, έχω πάρει τελική απόφαση της ένστασης σας με βάση το άρθρο 13(3) του Νόμου περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας 1980 - 1994 και το άρθρο 20(5) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1988 -1991 και εσωκλείω τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας με κώδικα 4".

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο Διευθυντής έκρινε ότι η εκτίμηση του Κτηματολογίου στις 7.11.79 ήταν "δεσμευτική" με την έννοια ότι έπρεπε να υιοθετηθεί αυτούσια. Μια όμως προσεκτική εξέταση της φρασεολογίας του άρθρου 6 δείχνει ότι ο Διευθυντής ώφειλε να λάβει υπόψη την εκτίμηση του Κτηματολογίου στον καθορισμό της αξίας της ιδιοκτησίας την 1.1.80. Η πιο πάνω υποχρέωση δεν αποδεσμεύει το Διευθυντή από την υποχρέωση να προβεί σε έρευνα για τον καθορισμό της αξίας της ακίνητης περιουσίας. Ο Διευθυντής θα έπρεπε να διεξάγει τη δική του έρευνα, μέσα στα πλαίσια της οποίας θα έπρεπε να λάβει υπόψη την εκτίμηση του Κτηματολογίου. Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι ο Διευθυντής υιοθέτησε την εκτίμηση του Κτηματολογίου, αφού θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο με το ύψος της εκτίμησης και με μιά αυξητική προσαρμογή για την οποία δεν προσφέρονται σχετικές επεξηγήσεις προχώρησε στον καθορισμό της φορολογητέας αξίας. Η γραμμή αυτή που ακολουθήθηκε δείχνει ότι υπήρξε νομική πλάνη αφού ο Διευθυντής υιοθέτησε την αρχική εκτίμηση του Κτηματολογίου χωρίς να φαίνεται ότι έχει προβεί ο ίδιος σε δική του έρευνα για το σκοπό αυτό. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου όπου γίνεται αναφορά για την "υιοθέτηση" της αρχικής εκτίμησης του Κτηματολογίου.

Συνεπακόλουθα η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ' ων η αίτηση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο