ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2015
9 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΣΚΟΥ - ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,
Αιτητές,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 664/95, 672/95)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Η επιβεβλημένη προβολή τους διά του δικογράφου της Αιτήσεως — Κρίθηκε ότι λόγος περί αναιτιολογήτου της επίδικης πράξης δεν καλύπτει ανάλογο ελάττωμα προπαρασκευαστικής αυτής πράξης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Αιτιολογία της εντύπωσης από προφορική εξέταση — Όροι νομιμότητας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Πρόνοια σε σχέδιο υπηρεσίας περί πλεονεκτήματος πείρας — Δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ υποψηφίου που διεκδικεί διορισμό ακριβώς επί τη βάσει της πείρας του η οποία μόνη και τον καθιστά προσοντούχο.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πρωτοκολλητή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Εξετάζοντας την υπόθεση διαπιστώνεται ότι με το δικόγραφο της αιτήτριας δεν έχει θιγεί θέμα αιτιολογίας, όπως έγινε ρητά για την απόφαση της Επιτροπής, χωρίς καμιά αναφορά στη Σ.Ε. Ο λόγος αυτός δεν καλύπτεται από το δικόγραφο και κατά συνέπεια δεν μπορεί, να συζητηθεί. Παρά ταύτα σημειώνεται η άποψη του Δικαστηρίου αναφορικά με την ουσία. Η περίπτωση αυτή δεν μπορεί να παραβληθεί με την Vantieghem όπου η απόδοση σε προφορική συνέντευξη σημειώθηκε μονολεκτικά, με χαρακτηρισμούς μόνον, όπως "εξαιρετική εντύπωση", "πάρα πολύ καλή εντύπωση", κ.ο.κ. Εδώ σημειώνονται λόγοι που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό για την απόδοση του κάθε υποψηφίου. Η αξιολόγηση της Επιτροπής είναι πράγματι πληρέστερη. Διαπιστώνεται όμως ότι εκείνη της Σ.Ε. ικανοποιεί το κριτήριο του νόμου.
2. Η πείρα δεν μπορεί να προσμετρήσει δύο φορές: να αποτελεί το έρεισμα της υποψηφιότητας και συγχρόνως να λογίζεται ως πλεονέκτημα.
Ο αιτητής δεν είχε το πλεονέκτημα, αλλά για διαφορετικό λόγο απ' εκείνο που έδωσε η Ε.Δ.Υ.
Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,
Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 651,
Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077,
Γεωργίου κ.ά.ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1443,
Αιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 4057,
Μικελλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996)4 Α.Α.Δ. 436,
Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2857,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2343,
Μακρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1098,
Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709,
Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1381,
Ιωαννίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 415,
Marathevtou a.o. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1088.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται ο διορισμός από την ΕΔΥ των ενδιαφερομένων μερών στην θέση Πρωτοκολλητή αντί των αιτητών.
Ε. Μαρκίδου, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 664/95.
Ι. Τυπογράφος, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 672/95.
Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Κ. Παπαβασι-λείου και στις δύο προσφυγές.
Χρ. Μιτσίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Μαλεκκίδου και στις δύο προσφυγές.
Κ. Χρυσοστομίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Χρι-στοδούλου και στις δύο προσφυγές.
Κ. Χρυσοστομίδης, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη Π. Γρηγορίου, Ε. Κέκκου, Σ. Κυριάκου στην Προσφυγή Αρ. 672/95.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Με τις δύο αυτές προσφυγές προσβάλλεται ο διορισμός, με ισχύ από 2/5/95, των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Πρωτοκολλητή, που είναι θέση πρώτου διορισμού. Η συ-νεκδίκαση τους κρίθηκε επιβεβλημένη γιατί βάλλουν κατά της ίδιας διοικητικής πράξης, της οποίας η νομική και ιστορική βάση συμπίπτει σε πολλά. Διευκρινίζεται ότι η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 664/95 στρέφεται κατά του διορισμού των τριών ενδιαφερόμενων μερών που αναφέρονται ονομαστικά πιο πάνω. Ο αιτητής στην άλλη προσφυγή αμφισβήτησε αρχικά το διορισμό και των 7 ενδιαφερόμενων μερών. Αργότερα όμως η προσφυγή απορρίφθηκε - ύστερα από ενέργεια του δικηγόρου του αιτητή -εναντίον της Ε. Κέκκου, της οποίας ο διορισμός επικυρώνεται.
Προσφ. αρ. 664/95
Το αρθρ. 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (αρ. 1/90), όπως τροποποιήθηκε, διαγράφει τους μηχανισμούς για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού. Το εδ. 14 προβλέπει ότι η γενική εντύπωση που σχηματίζει η Συμβουλευτική Επιτροπή (εφεξής Σ.Ε.) αλλά και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ, ή η Επιτροπή) για κάθε υποψήφιο, που υπέστη προφορική εξέταση "καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται".
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του δικαστηρίου, η παράλειψη αιτιολόγησης επιφέρει ακυρότητα. Ο μοναδικός λόγος ακυρότητας που ανέπτυξαν οι δικηγόροι της αιτήτριας στην προσφυγή αυτή είναι ότι η εντύπωση της Σ.Ε. από την προφορική συνέντευξη παρέμεινε αναιτιολόγητη κατά παράβαση της νομοθετικής πρόνοιας που μόλις ανέφερα. Η εισήγηση έγινε με υπόβαθρο την υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννας Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, που ερμήνευσε σε επίπεδο Ολομέλειας του Δικαστηρίου την παραπάνω πρόνοια απηχώντας το σκεπτικό σειράς αποφάσεων της νομολογίας σε πρωτόδικο επίπεδο.
Η πρώτη απάντηση των καθών είναι πως η αιτιολογία της Σ.Ε. υπήρξε επαρκής. Όμως, και σε αντίθετη περίπτωση η Ε.Δ.Υ., της οποίας ο ρόλος δεν είναι συμβουλευτικός, αλλά ασκεί την αποφασιστική αρμοδιότητα, έχει θεραπεύσει με την αναμφισβήτητη πληρότητα της αιτιολογίας που έδωσε, τυχόν πλημμέλειες αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης στην οποία προέβη η Σ.Ε. Υποστηρίχθηκε επίσης με αναφορά στις υποθέσεις Στέλιος Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 651 και Ανδρέας Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077, ότι μια και η αιτήτρια συστήθηκε από τη Σ.Ε. έπαυσε να έχει έννομο συμφέρον να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό. Τέλος, επικαλούμενη τη σχετική νομολογία (Ανδρέας Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1443 και Αλίκη Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 4057), η δικηγόρος των καθών εισηγήθηκε ότι, στην περίπτωση που η αιτιολογία της Σ.Ε. κρίνεται πλημμελής, δε θεμελιώνεται λόγος ακυρότητας διότι δεν πρόκειται για ουσιαστική παρατυπία η οποία στέρησε την αιτήτρια των δικαιωμάτων της. Τις ίδιες απόψεις εκφράζουν στις αντίστοιχες αγορεύσεις και οι δικηγόροι των ενδιαφερόμενων μερών.
Υπάρχει νομολογία που αντικρούει την παραπάνω θέση, που αφορά το έννομο συμφέρον: Γεώργιος Μικελλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 436 και Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2857. Βλέπε επίσης Μυριανθέας Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2343 και Κώστας Χ. Μακρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1098. Συνεπώς ο ισχυρισμός για έλλειψη έννομου συμφέροντος προβολής του παραπάνω λόγου ακυρότητας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι δύο παραπομπές των καθών διαφοροποιούνται. Για παράδειγμα, η υπόθεση Βασιλείου, ανωτέρω, αφορά προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων με βάση τον καταργηθέντα νόμο περί Δημόσιας Υπηρεσίας αρ. 33/67, που η σχετική πρόνοια του δεν απαιτούσε ρητή αιτιολόγηση της εξέτασης από τη Σ.Ε.
Εξετάζοντας την υπόθεση έχω διαπιστώσει ότι με το δικόγραφο της αιτήτριας δεν έχει θιγεί θέμα αιτιολογίας, όπως έγινε ρητά για την απόφαση της Επιτροπής, χωρίς καμιά αναφορά στη Σ.Ε. Ο λόγος αυτός δεν καλύπτεται από το δικόγραφο και κατά συνέπεια δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να συζητηθεί: βλέπε Σοφοκλής Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709. Οι υπόλοιποι λόγοι, που αναγράφονται στο δικόγραφο, είναι αρκετά αόριστοι και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγείρουν το ζήτημα έστω και έμμεσα.
Παρά ταύτα θα σημειώσω την άποψη μου αναφορικά με την ουσία. Η περίπτωση αυτή δεν μπορεί να παραβληθεί με την Vantieghem, ανωτέρω, όπου η απόδοση σε προφορική συνέντευξη σημειώθηκε μονολεκτικά, με χαρακτηρισμούς μόνον, όπως "εξαιρετική εντύπωση", "παρα πολύ καλή εντύπωση", κ.ο.κ. Εδώ σημειώνονται λόγοι που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό για την απόδοση του κάθε υποψηφίου. Η αξιολόγηση της Επιτροπής είναι πράγματι πληρέστερη. Διαπιστώνεται όμως ότι εκείνη της Σ.Ε. ικανοποιεί το κριτήριο του νόμου.
Προσφυγή αρ. 672/95
Ένα από τα προαπαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας τυπικά προσόντα για κατάληψη της θέσης είναι πανεπιστημιακό δίπλωμα ή άλλο ισότιμο προσόν στα νομικά (παράγραφος 3.1). Είναι δεκτό - προκύπτει άλλωστε από τους φακέλους - ότι ο αιτητής δεν είχε τέτοιο τίτλο. Ωστόσο νόμιμα θεωρήθηκε ως υποψήφιος με βάση τη σημείωση 2 του σχεδίου υπηρεσίας που έχει ως εξής:
"(2) Για την πρώτη προκήρυξη της θέσης υποψήφιοι για τη θέση Πρωτοκολλητή μπορούν να είναι και υπάλληλοι που κατά την 6η Νοεμβρίου 1992, ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας υπηρέτησαν ή υπηρετούν στη Δικαστική Υπηρεσία για δεκαπέντε συνεχή χρόνια, ανεξάρτητα από το αν δεν κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα στη σχετική παράγραφο (1). Σε κάθε άλλη νέα προκήρυξη της πιο πάνω θέσης θα μπορούν επίσης να είναι υποψήφιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στη Δικαστική Υπηρεσία κατά την 6η Νοεμβρίου 1992, ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας και οι οποίοι θα έχουν συμπληρώσει κατά την ημερομηνία της νέας αυτής προκήρυξης της σχετικής θέσης, δεκαπέντε τουλάχιστο συνεχή χρόνια υπηρεσίας στη Δικαστική Υπηρεσία."
Η παράγραφος 4 του σχεδίου υπηρεσίας καθιστά πλεονέκτημα πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία. Η Σ.Ε., που αποτελούσαν ανώτεροι πρωτοκολλητές, υπό την προεδρία του Αρχιπρωτοκολλητή, πίστωσαν τον αιτητή με κατοχή του πλεονεκτήματος. Η Ε.Δ.Υ, όμως είχε άλλη άποψη. Έκρινε ότι ο αιτητής δε διαθέτει το πλεονέκτημα "γιατί ασχολήθηκε κυρίως με λογιστικά θέματα". Επαναλαμβάνω το πλήρες σχόλιο της Επιτροπής από το σχετικό πρακτικό:
"Η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση μελέτησε το θέμα της κατοχής του πλεονεκτήματος από τον υποψήφιο Δεσπότη Κώστα, αφού έλαβε γνώση και του περιεχομένου σχετικής βεβαίωσης του Αρχιπρωτοκολλητή ημερομηνίας 21.2.95.
Η Επιτροπή, παρόλο που διαπίστωσε ότι τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε ο Δεσπότης σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν άμεση σχέση με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, εντούτοις παρατήρησε, όπως προκύπτει τόσο από τις πληροφορίες που ο ίδιος έδωσε στην Επιτροπή όσο και από τις Ετήσιες Εμπιστευτι-κές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις του υποψηφίου και τα λοιπά ενώπιόν της στοιχεία, ότι ο υποψήφιος ασχολήθηκε κυρίως με λογιστικά θέματα από το 1984 και ως εκ τούτου έκρινε ότι δεν μπορεί να του λογιστεί το πλεονέκτημα."
Είναι ορθό ότι από το 1984 ο αιτητής είναι υπεύθυνος του λογιστηρίου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Ωστόσο από τους φακέλους προκύπτει ότι από το Μάιο του 1973 μέχρι Σεπτέμβριο του 1978 ήταν υπεύθυνος του ποινικού τμήματος του πρωτοκολλη-τείου, ενώ ασχολήθηκε κατά περιόδους μέχρι το 1984 στο τμήμα πολιτικών υποθέσεων. Ας σημειωθεί ότι όλη η υπηρεσία του ήταν σε επαρχιακό δικαστήριο και καλύπτει όλο σχεδόν το φάσμα καθηκόντων στο Πρωτοκολλητείο. Αν η έκβαση της υπόθεσης ήταν συναρτημένη μόνο με το στοιχείο αυτό θα είχα σοβαρές αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασης της Ε.Δ.Υ., ιδωμένης φυσικά υπό το πρίσμα των αρχών με βάση τις οποίες το ακυρωτικό δικαστήριο επεμβαίνει σε κρίση της, η οποία αφορά ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας.
Όμως υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Ο δικηγόρος των ενδιαφερόμενων μερών Π. Γρηγορίου, Σ. Κυριάκου και Μ. Χριστοδούλου, ισχυρίστηκε ότι το πλεονέκτημα μπορεί να έχουν μόνο υποψήφιοι που είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος. Δεν μπορεί να αναγνωριστεί στον αιτητή, που η υποψηφιότητα του είχε ως μόνο έρεισμα τη σημείωση 2 του σχεδίου υπηρεσίας. Ουσιαστικά δε δόθηκε απάντηση στο επιχείρημα αυτό.
Έχω τη γνώμη ότι η εισήγηση είναι ορθή. Η πείρα δεν μπορεί να προσμετρήσει δύο φορές: να αποτελεί το έρεισμα της υποψηφιότητας και συγχρόνως να λογίζεται ως πλεονέκτημα. Την άποψη αυτή υποστηρίζει η απόφαση στην Μιλτιάδης Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1381. Το πλεονέκτημα ήταν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή μακρά και ευδόκιμος υπηρεσία στο Τμήμα Τελωνείων ενώ εδώ απαιτείται πείρα. Η αρχή όμως είναι η ίδια. Άλλωστε η πείρα αποκτάται μέσω της υπηρεσίας. Βλέπε επίσης Πάνος Ιωαννίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 415, την έννοια της λέξης "πείρα" σε σχέδιο υπηρεσίας. Η άποψη που εξέφρασα ενισχύεται πιστεύω περαιτέρω από την υπόθεση Marathevtou & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1088, στην οποία τονίζεται η παροχή ίσων ευκαιριών κατά την επιλογή των υποψηφίων σε θέσεις πρώτου διορισμού:
"The underlying principle is that public bodies charged with the selection of candidates must effectively uphold the right to equality of opportunity safeguarded by the Constitution. Those similarly positioned, as it is the case with applicants, for the filling of first entry posts, should be equally treated. Outsiders would be given less than equal opportunity if temporary service in that position was held to be an advantage."
Καταλήγω ότι ο αιτητής δεν είχε το πλεονέκτημα, αλλά για διαφορετικό λόγο απ' εκείνο που έδωσε η Ε.Δ.Υ. Όλες οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις του αιτητή απορρίπτονται. Επίσης ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από μια συνολική ματιά στις σελ. 5 έως 7 του Παραρτήματος 9 προκύπτει ότι δόθηκε επαρκής αιτιολογία.
Για τους παραπάνω λόγους και οι δύο προσφυγές απορρίπτονται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Oι προσφυγές απορρίπτοντα χωρίς έξοδα.