ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1979
8 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΛΤΔ.,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 78/95)
Επίταξη —Διάταγμα επιτάξεως ακίνητης ιδιοκτησίας — Όροι νομιμότητας — Θεμελίωση της επίταξης επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως —Δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει την νομιμότητά της —Περιστάσεις ακυρότητας του διατάγματος επίταξης στην κριθείσα περίπτωση — Η εν πάση περιπτώσει ακυρότητά του που προκύπτει από την ακύρωση του συναφούς διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την επίταξη ακινήτου ιδιοκτησίας της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η ύπαρξη διαδικασίας απαλλοτρίωσης μπορεί να συνιστά νόμιμο έρεισμα για την έκδοση διατάγματος επίταξης του ίδιου ακινήτου προς προώθηση του σκοπού δημόσιας ωφέλειας που τάσσεται. Στην υπόθεση Evrydiki Aspri v. Republic, 4 R.S.C.C. 57, παρατηρήθηκε πως μπορει να μήν είναι πάντοτε νόμιμο να εκδίδεται διάταγμα επίταξης ταυτόχρονα με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης όταν δεν είναι αναγκαία, κατά τον ουσιώδη χρόνο η έναρξη άμεσης υλοποίησης του κοινού τους σκοπού. Σύμφωνα δε με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Koumis XjiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246, η φύση μέτρου όπως η επίταξη προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου ειδικού λόγου, όπως το επείγον.
Δεν στοιχειοθετήθηκε το στοιχείο του επείγοντος ή οποιοσδήποτε άλλος ειδικός λόγος που θα καθιστούσε αναγκαία την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος. Ακόμα και αν ήταν δυνατό, που κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου δεν είναι, να αποτελέσουν νόμιμο αιτιολογικό στήριγμα οι εκ των υστέρων εξηγήσεις του Δήμου Λευκωσίας, αυτές δεν θα ήταν αρκετές. Είναι αντινομικό να προωθείται απαλλοτρίωση και ενόψει αυτής διάταγμα επίταξης και ταυτόχρονα να τελεί η αναγκαιότητα του δεύτερου υπό την αίρεση της μή υποβολής ένστασης ή της μή προσβολής του κύρους του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η διαδικασία ή το διάταγμα απαλλοτρίωσης, που εφόσον εκδίδεται τεκμαίρεται νόμιμο, αποτελεί σε τέτοιες περιπτώσεις το δεδομένο πάνω στο οποίο, από εκεί και πέρα, κρίνεται η αναγκαιότητα έκδοσης διατάγματος επίταξης. Εν πάση περιπτώσει, η ένσταση των αιτητών στην απαλλοτρίωση ήταν γνωστή πριν την έκδοση του διατάγματος επίταξης. Αν δε πράγματι προσδιδόταν σημασία στο κατά πόσο οι αιτητές θα ασκούσαν και προσφυγή, για να εξαρτήσουν από αυτή την εξέλιξη την υλοποίηση του σκοπού της επίταξης, το λιγότερο, θα έπρεπε να ερευνήσουν τις προθέσεις των αιτητών.
Ισχύει το ίδιο και ως προς την κρατική χορηγία. Δεν υπάρχει τίποτε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, που να προδίκαζε το χρόνο ανταπόκρισης της κυβέρνησης. Ούτε καν αν αυτή η ανταπόκριση θα ήταν θετική. Και εφόσον προσδιδόταν σημασία σ' αυτή, τουλάχιστον θα έπρεπε να ερευνηθεί αν θα εξασφαλιζόταν και πότε για να στηριχθεί η απόφαση για την έκδοση διάταγματος επίταξης σε δεδομένα υπαρκτά και όχι σε απλή προσδοκία.
2. Στις υποθέσεις Καίτη Ορφανού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 508 και Πηνελόπη Α. Πέτσα και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 481, η ακύρωση του διατάγματος απαλλοτρίωσης κρίθηκε ως αφαιρούσα το έρεισμα για το διάταγμα επίταξης που εκδόθηκε προς εξυπηρέτηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Εξεδόθη απόφαση στην προσφυγή των αιτητών και άλλων στις Προσφυγές αρ. 77/95 και 79/95 κατά του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Κρίθηκε πως είναι άκυρο και, κατά τα πιο πάνω, θα έπρεπε να ακυρωθεί και το διάταγμα επίταξης, εν πάση περιπτώσει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Aspri v. Republic 4 R.S.C.C. 57,
Xadjimichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246,
Mammidou and Others v. Attorney-General of the Republic (1977) 3 C.L.R. 462,
Papadopoullou and Others v. Republic (1971) 3 C.L.R. 317,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 824,
Ταμασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 488,
Γεωργίου ν. Υπουργού Εσωτερικών (1997) 4 Α.Α.Δ. 1692,
Ορφανού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 508,
Πέτσα και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 481.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η έκδοση του διατάγματος επίταξης ακινήτου των αιτητών "για την ανέγερση Δημοτικού Μεγάρου Λευκωσίας."
Μ. Κυριακίδης, για τους Αιτητές.
Κλ. Θεοδούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι οι ιδιοκτήτες του ακινήτου με αρ. τεμ. 140, του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου ΧΧΙ.46.6.ΙΙΙ, Τμήμα Β, στη Λευκωσία. Στις 12 Αυγούστου 1994 δημοσιεύθηκε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης του, "για την ανέγερση Δημοτικού Μεγάρου Λευκωσίας". Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση αλλά το Δημοτικό Συμβούλιο Λευκωσίας, ως η απαλλοτριούσα αρχή, στις 15.9.94, την απέρριψε. Στις 4.10.94 ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών την προώθηση της δημοσίευσης διατάγματος απαλλοτρίωσης και την έκδοση διατάγματος επίταξης. Με μεταγενέστερη επιστολή, ημερομηνίας 20.10.94, αναφέρεται ειδικά στο διάταγμα επίταξης, σημειώνει ότι "η επηρεαζόμενη ακίνητη ιδιοκτησία πρέπει να αποκτηθεί το συντομότερο δυνατό" και επαναλαμβάνει το αίτημα για την έκδοσή του. Στο κάτω μέρος της επιστολής αυτής ο Αν. Υπουργός Εσωτερικών, ως κατά νόμο εξουσιοδοτημένος προς τούτο, σημειώνει ότι "εγκρίνεται" και στις 4.11.94 δημοσιεύτηκαν διάταγμα απαλλοτρίωσης (Α.Δ.Π. 1674)και διάταγμα επίταξης (Α.Δ.Π. 1677) για περίοδο ενός χρόνου. Αντικείμενο αυτής της προσφυγής είναι το κύρος της απόφασης για την έκδοση του διατάγματος επίταξης.
Οι αιτητές προβάλλουν και άλλους ισχυρισμούς αλλά ο βασικός τους αναφέρεται στην αναγκαιότητα έκδοσης διατάγματος επίταξης. Προτείνουν πως δεν ήταν καθόλου αναγκαία η έκδοσή του αφού δεν ήταν δυνατή η άμεση υλοποίηση του σκοπού δημόσιας ωφέλειας στον οποίο απέβλεπε. Δεν υπήρχαν αρχιτεκτονικά σχέδια ούτε και προηγήθηκε οποιοσδήποτε σχεδιασμός. Επιπλέον, δεν είχαν ως τότε εξασφαλιστεί τα αναγκαία κεφάλαια, ιδίως η κρατική χορηγία στην οποία πρόσβλεπε το Δημοτικό Συμβούλιο.
Αυτά είναι αυταπόδεικτα από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλλων και δεν τα αμφισβήτησαν οι καθ' ων η αίτηση. Προκύπτει επίσης από το φάκελλο πως δεν έγινε οποιαδήποτε ενέργεια προς ανάληψη της κατοχής του ακινήτου μετά τη δημοσίευση του διατάγματος επίταξης. Κλήθηκαν οι ενοικιαστές του να το εγκαταλείψουν, ένας από αυτούς, σύμφωνα με σχετικό ισχυρισμό, μετακίνησε μέρος των μηχανημάτων του, αλλά τα πράγματα παρέμειναν στάσιμα, το δε διάταγμα επίταξης αφέθηκε να εκπνεύσει. Επανήλθε το Δημοτικό Συμβούλιο με νέο αίτημα για έκδοση διατάγματος επίταξης στις 16 Αυγούστου 1996 το οποίο φαίνεται ότι εξακολουθεί να εκκρεμεί, όμως αυτά δεν αφορούν στην παρούσα διαδικασία. Παρεμβάλω πως είναι ο ισχυρισμός των αιτητών πως εξ' αιτίας της έκδοσης του διατάγματος επίταξης υπέστησαν ζημιές, λεπτομέρειες των οποίων και παρέθεσαν.
Είναι ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση πως ήταν αναγκαίο το διάταγμα επίταξης "για να μπορέσει ο Δήμος να προχωρήσει σε εξώσεις των ιδιοκτητών/ενοικιαστών των επηρεαζομένων κτημάτων, να τα κατεδαφίσει και να παραδώσει ελεύθερη κατοχή του χώρου στον εργολάβο ο οποίος θα αναλάμβανε την ανέγερση του νέου Δημοτικού Μεγάρου Λευκωσίας, πράγμα που είχε τεθεί ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών με το σημείωμα της 20.10.94". Και αποδίδουν την καθυστέρηση της προώθησης των εξώσεων "από τη μια στις προσφυγές των αιτητών εναντίον της ίδιας της απαλλοτρίωσης και από την άλλη στην καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από πλευράς Κυβέρνησης στον καθορισμό/επιβεβαίωση του ύψους της δικής της συνεισφοράς στο έργο αυτό μέσα στα πλαίσια της πολιτικής για αναζωογόνηση της περιοχής."
Έχω διεξέλθει το διοικητικό φάκελο. Δεν υπάρχει οτιδήποτε σ' αυτόν, προσδιοριστικό ανάγκης για την έκδοση διατάγματος επίταξης. Η επιστολή του Δημοτικού Συμβουλίου προς τον Υπουργό ημερομηνίας 4.10.94 αναφέρεται στο ιστορικό και εξηγεί τους λόγους για την απαλλοτρίωση του ακινήτου. Τελειώνει με παράκληση έγκρισης της έκδοσης διατάγματος απαλλοτρίωσης και επίταξης. Ούτε και η επιστολή ημερομηνίας 20 Οκτωβρίου 1994 προσθέτει οτιδήποτε. Αναφέρεται σ' αυτή πως το ακίνητο πρέπει να αποκτηθεί το συντομότερο δυνατό, αλλά δεν εξηγείται ο λόγος. Ο Υπουργός, που μονολεκτικά ενέκρινε το αίτημα, δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει την ανάγκη που αποσκοπούσε να ικανοποιήσει η έκδοση του διατάγματος επίταξης τότε.
Τα περί την ανάγκη εξώσεων των ενοικιαστών ήλθαν στην επιφάνεια εκ των υστέρων και μάλιστα κάτω από συνθήκες που ενδιαφέρουν. Μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, η κα Θεοδούλου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, με επιστολή της ημερομηνίας 31 Ιουλίου 1996, άγγιξε την ουσία. Ζήτησε από τον Υπουργό πληροφορίες αναφορικά με το αν "υπήρχε πραγματική και άμεση ανάγκη για την έκδοση του επίδικου διατάγματος επίταξης". Επίσης αν "ανανεώθηκε το επίδικο διάταγμα επίταξης μετά τη λήξη του και, αν όχι, γιατί". Πρόσθεσε πως αν η απάντηση σ' αυτά ήταν αρνητική, το επίδικο διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί ή και εκδόθηκε πρόωρα. Και κατέληξε με το ερώτημα αν υπήρχε ένσταση, εφόσον έτσι είχαν τα πράγματα, "να παραδεχθούμε το γεγονός τούτο ενώπιον του Δικαστηρίου και να δεχθούμε απόφαση όπως ζητά η προσφεύγουσα εταιρεία." Απάντησε ο Δήμος Λευκωσίας με επιστολή ημερομηνίας 16.8.96 και είναι σ' αυτή που στηρίζεται η αγόρευση των καθ' ων η αίτηση.
Η ύπαρξη διαδικασίας απαλλοτρίωσης μπορεί να συνιστά νόμιμο έρεισμα για την έκδοση διατάγματος επίταξης του ίδιου ακινήτου προς προώθηση του σκοπού δημόσιας ωφέλειας που τάσσεται. Στην υπόθεση Evrydiki Aspri v. Republic, 4R.S.C.C. 57, παρατηρήθηκε πως μπορεί να μήν είναι πάντοτε νόμιμο να εκδίδεται διάταγμα επίταξης ταυτόχρονα με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης όταν δεν είναι αναγκαία, κατά τον ουσιώδη χρόνο η έναρξη άμεσης υλοποίησης του κοινού τους σκοπού. Σύμφωνα δε με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Koumis XjiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246, η φύση μέτρου όπως η επίταξη προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου ειδικού λόγου, όπως το επείγον. (Βλ. επίσης Mammidou & Others v. Attorney-General of the Republic (1977) 3 C.L.R. 462, στη σελ. 479, Photini Papadopoullou and Others v. Republic (1971) 3 C.L.R. 317, στη σελ. 339, Αντώνης Αντωνίου ν. Κυπριακής Αημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 824, Αθηνούλλα Ταμασίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 488 και Αλίκη Γεωργίου ν. Υπουργού Εσωτερικών (1997) 4 Α.Α.Δ. 1692).
Δεν στοιχειοθετήθηκε το στοιχείο του επείγοντος ή οποιοσδήποτε άλλος ειδικός λόγος που θα καθιστούσε αναγκαία την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος. Ακόμα και αν ήταν δυνατό, που κατά τη γνώμη μου δεν είναι, να αποτελέσουν νόμιμο αιτιολογικό στήριγμα οι εκ των υστέρων εξηγήσεις του Δήμου Λευκωσίας, αυτές δεν θα ήταν αρκετές. Είναι αντινομικό να προωθείται απαλλοτρίωση και ενόψει αυτής διάταγμα επίταξης και ταυτόχρονα να τελεί η αναγκαιότητα του δεύτερου υπό την αίρεση της μή υποβολής ένστασης ή της μή προσβολής του κύρους του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η διαδικασία ή το διάταγμα απαλλοτρίωσης, που εφόσον εκδίδεται τεκμαίρεται νόμιμο, αποτελεί σε τέτοιες περιπτώσεις το δεδομένο πάνω στο οποίο, από εκεί και πέρα, κρίνεται η αναγκαιότητα έκδοσης διατάγματος επίταξης. Εν πάση περιπτώσει, η ένσταση των αιτητών στην απαλλοτρίωση ήταν γνωστή πριν την έκδοση του διατάγματος επίταξης. Αν δε πράγματι προσδιδόταν σημασία στο κατά πόσο οι αιτητές θα ασκούσαν και προσφυγή, για να εξαρτήσουν από αυτή την εξέλιξη την υλοποίηση του σκοπού της επίταξης, το λιγότερο, θα έπρεπε να ερευνήσουν τις προθέσεις των αιτητών.
Ισχύει το ίδιο και ως προς την κρατική χορηγία. Δεν υπάρχει τίποτε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, που να προδίκαζε το χρόνο ανταπόκρισης της κυβέρνησης. Ούτε καν αν αυτή η ανταπόκριση θα ήταν θετική. Και εφόσον προσδιδόταν σημασία σ' αυτή, τουλάχιστον θα έπρεπε να ερευνηθεί αν θα εξασφαλιζόταν και πότε για να στηριχθεί η απόφαση για την έκδοση διάταγματος επίταξης σε δεδομένα υπαρκτά και όχι σε απλή προσδοκία.
Κατά τις διευκρινίσεις, οι καθ' ων η αίτηση, αντίθετα προς την αρχική τους θέση, υποστήριξαν πως δεν ήταν ακριβώς ορθό πως δεν έγινε τίποτε προς υλοποίηση του σκοπού της επίταξης. Έγιναν, λέχθηκε, ορισμένες μετρήσεις. Η κα Θεοδούλου, ευθέως αναγνώρισε πως δεν είχε υπόψη της οτιδήποτε το συγκεκριμένο από το φάκελλο, διαφωτιστικό επ' αυτού. Αυτό ήταν μια πληροφορία που της δόθηκε προφορικά. Το πιό ουσιώδες όμως είναι πως δεν είχε συναρτηθεί η αναγκαιότητα της επίταξης, ούτε καν με τις μεταγενέστερες εξηγήσεις του Δήμου Λευκωσίας, προς μετρήσεις που θα έπρεπε να διενεργηθούν. Οπότε και θα εξεταζόταν και ο ισχυρισμός των αιτητών πως δεν ήταν απαραίτητο, τουλάχιστον πριν προηγηθούν συνεννοήσεις μαζί τους, να εκδοθεί διάταγμα επίταξης για τέτοιο λόγο. Για τους πιο πάνω λόγους το προσβαλλόμενο διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί.
Στις υποθέσεις Καίτη Ορφανού και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 508 και Πηνελόπη Α. Πέτσα και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 481, η ακύρωση του διατάγματος απαλλοτρίωσης κρίθηκε ως αφαιρούσα το έρεισμα για το διάταγμα επίταξης που εκδόθηκε προς εξυπηρέτηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Εξέδωσα σήμερα την απόφαση μου στην προσφυγή των αιτητών και άλλων στις Προσφυγές αρ. 77/95 και 79/95 κατά του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Έκρινα πως είναι άκυρο και, κατά τα πιο πάνω, θα έπρεπε να ακυρωθεί και το διάταγμα επίταξης, εν πάση περιπτώσει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.