ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1878
8 Αυγούστου, 1997
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΛΟΪΖΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 861/96)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Διορισμοί και Προαγωγές — Αύξηση μονάδων από την Ε.Ε.Υ. — Αρθρο 35Β(10)(β) της εκπαιδευτικής νομοθεσίας — Ερμηνεία — Οι συνήθεις εκθέσεις των εκπαιδευτικών δεν αποτιμούνται αριθμητικά — Σε περίπτωση πρόκρισης από την Επιτροπή της επιλογής να αυξήσει μονάδες κρινομένου τότε πρέπει υποχρεωτικώς η αύξηση να διενεργηθεί επί τη βάσει τόσο των συνεντεύξεων όσο και των φακέλων.
Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως —Πλάνη — Ουσιώδης πλάνη — Περιστάσεις στοιχειοθέτησης της.
Η αιτήτρια προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Β. Διευθυντές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του Άρθρου 35Β (4) του Νόμου ότι η αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας γίνεται με βάση τη βαθμολογία της ειδικής έκθεσης η οποία - όπως έχει αναφερθεί - είναι αριθμοποιημένη. Επομένως η απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία "το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν δικαιολογεί την αύξηση των μονάδων τους, γιατί στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους" δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα. Είναι φανερό ότι το περιεχόμενο των συνήθων εκθέσεων δεν έχει ληφθεί υπόψη για την αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας.
Ακολουθεί πως η Επιτροπή κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης τελούσε κάτω από την πλάνη ότι κατά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύθηκαν όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους.
2. Ένα συναφές ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω Άρθρου 35Β (10) (β) η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου με βάση μόνο την εντύπωση που απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και να αγνοήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η σχετική εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από την στιγμή που αποφασίζει να υιοθετήσει το μέτρο της αυξήσεως η αύξηση πρέπει να αναφέρεται και στους δύο τομείς που καλύπτονται από το Άρθρο 35Β (10) (β), δηλαδή:
(ι) την εντύπωση από τις προσωπικές συνεντεύξεις, και
(ιι)το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου 35Β (10) (β) δεν επιτρέπει διάσπαση των δύο τομέων. Δεν επιτρέπει αξιολόγηση και αύξηση των μονάδων με βάση την εντύπωση μόνο από τις προσωπικές συνεντεύξεις κατά απομόνωση από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Ο σύνδεσμος "και" στο πιο πάνω Άρθρο 35Β (10) (β) είναι συνδετικός. Αν η πορεία που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή κρινόταν ως ορθή μια τέτοια κρίση θα επέτρεπε στην Επιτροπή να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου μέχρι 5 με βάση μόνο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Μια τέτοια πορεία είναι πρόδηλα αντίθετη με το λεκτικό του Άρθρου 35Β (10) (β) και καταστρατηγεί κατάφωρα τις πρόνοιες και τους σκοπούς του. Οι πρόνοιες είναι σαφείς. Επιτρέπουν αύξηση των μονάδων μέχρι 5 με αιτιολογημένη απόφαση η οποία θα στηρίζεται στους δύο τομείς που μνημονεύονται από το Νόμο.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνεται ότι η Επιτροπή έχει ενεργήσει κατά παράβαση Νόμου, δηλαδή του Άρθρου 35Β (10) (β). Η απόφαση της πρέπει, επομένως, να ακυρωθεί επειδή είναι αντίθετη προς το Νόμο εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
3. Περαιτέρω, η πλάνη κάτω από την οποία έχει ενεργήσει η Επιτροπή αποτελεί ουσιώδη πλάνη επειδή επηρέασε την απόφαση της Διοίκησης. Η αύξηση των μονάδων των ενδιαφερομένων μερών ανέτρεψε τον κατάλογο εις βάρος της αιτήτριας και είχε σαν συνέπεια το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών αντί της αιτήτριας.
Έχει νομολογηθεί ότι απόφαση που λαμβάνεται κάτω από συνθήκες ουσιώδους πλάνης είναι άκυρη επειδή αποτελεί απόφαση αντίθετη προς το νόμο, δηλαδή τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου, και απόφαση που λαμβάνεται καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Piperi and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 366,
Metalock v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351,
Papachnstodoulou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 618,
Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308,
Karnaou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 757,
Andronikou & Co. v. CYTA (1969) 3 C.L.R. 1,
Kyriakou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 876,
Christodoulidou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 887,
Miliotis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 477,
Hadjicharalambous v. Republic (1981) 3 C.L.R. 309.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αντί της αιτήτριας.
Λ. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη Αρετή Πιερίδου και Αιμιλία Παντζιαρά προάχθηκαν στην μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, για την ειδικότητα Αγγλικών, από 18.9.1996, αντί της αιτήτριας.
Το κύριο νομικό ζήτημα που εγείρεται με την προσφυγή σχετίζεται με την ερμηνεία του άρθρου 35Β (10) (β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, 1969 (Ν. 10/69 όπως έχει τροποποιηθεί) το οποίο έχει εισαχθεί από το άρθρο 7 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποιητικού) Νόμου του 1987 (Ν. 65/87).
Το πραγματικό βάθρο το οποίο περιβάλλει την προσφυγή έχει ως πιο κάτω:
Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Οι διορισμοί και οι προαγωγές σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής διενεργούνται από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ("η Επιτροπή") ύστερα από σύσταση της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλ. Άρθρο 35Α (1) του πιο πάνω Νόμου). Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης διέπεται από το άρθρο 35 Β του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 35Β (4) η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες ως πιο κάτω:
"(α) αξία:
το σύνολο των μονάδων που προκύπτει από την πρόσθεση του τετραπλασίου του μέσου όρου των τελευταίων δύο βαθμολογιών και του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας των τελευταίων δέκα ετών υπηρεσίας στη θέση ή, προκειμένου για υποψηφίους με υπηρεσία λιγότερη από δέκα έτη στη θέση, του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας στη θέση,
(β) προσόντα:
1 έως 5 μονάδες, που δίνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφαση της, για πρόσθετο προσόν το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης,
(γ) αρχαιότητα:
1 μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας στη θέση εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 37 του Νόμου αυτού."
Η Συμβουλευτική Επιτροπή ύστερα από μελέτη των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, έκαμε την αριθμητική αποτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες του άρθρου 35Β (4) (α), (β) και (γ) του Νόμου.
Με βάση την αριθμητική αποτίμηση η Συμβουλευτική Επιτροπή κατάρτισε τον πιο κάτω κατάλογο των προτεινόμενων για πρώτο διορισμό και προαγωγή στην επίδικη θέση:
|
Σύνολο Μονάδων |
1. Λοΐζου Μαρία (Αιτήτρια) |
205.266 |
2. Πιερίδου Αρετή (Ενδιαφερόμενο μέρος 1) |
204.666 |
3. Παντζιαρά Αιμιλία (Ενδιαφερόμενο μέρος 2) |
203.083 |
4.................................................... |
|
5.................................................... |
|
6.................................................... |
|
7.................................................... |
|
Μετά την υποβολή του πιο πάνω καταλόγου προς την Επιτροπή, η τελευταία αποφάσισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Β (9) του Νόμου, να καλέσει τους πιο πάνω υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη. Μετά τις συνεντεύξεις η Επιτροπή αξιολόγησε ως πιο κάτω την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις:
Αιτήτρια: Γενικός χαρακτηρισμός: "Καλά".
Ε/Μ Αρετή Πιερίδου: Γενικός χαρακτηρισμός: "Πολύ καλά +".
Ε/Μ Αιμιλία Παντζιαρά: Γενικός χαρακτηρισμός: "Πολύ καλά +".
Ακολούθησε απόφαση της Επιτροπής να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εκτίμησης της απόδοσης τους στην προσωπική συνέντευξη, όπως φαίνεται πιο κάτω:
|
Σύνολο Μονάδων |
Μαρία Λοΐζου |
205,266+1,000 = 206,266 |
Αρετή Πιερίδου |
204,666+2,500 = 207,166 |
Αιμιλία Παντζιαρά |
203,083+3,500 = 206,583 |
Στη συνέχεια η Επιτροπή αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων αυτών, αποφάσισε ότι το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν δικαιολογεί την αύξηση των μονάδων τους, γιατί στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους.
Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από τις 18 Σεπτεμβρίου 1996, στους ακόλουθους καθηγητές Αγγλικών που συγκεντρώνουν τις ψηλότερες μονάδες:
Αρετή Πιερίδου Αιμιλία Παντζιαρά.
Η αύξηση των μονάδων των ενδιαφερομένων μερών έχει συντελεσθεί δυνάμει του άρθρου 35Β (10) του Νόμου το οποίο έχει ως πιο κάτω:
"(10) Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
(α)................................
(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε:
Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας πρόσθεσε μονάδες μόνο με βάση τη συνέντευξη ενώπιον της. Αγνόησε πλήρως τους προσωπικούς φακέλους. Φαίνεται καθαρά ότι η Επιτροπή παραβίασε τις πρόνοιες του άρθρου 35Β (10) (β) του Νόμου. Αγνόησε πλήρως το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων. Γιατί αυτές - όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή - λήφθηκαν ήδη υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων. Αγνόησε, επίσης, το μέρος εκείνο των προσωπικών φακέλων που λήφθηκε υπόψη για αριθμητική αποτίμηση των άλλων κριτηρίων (προσόντων και αρχαιότητας) που επίσης αριθμοποιήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Η πλάνη της Επιτροπής περί το Νόμο είναι σαφής. Αγνόησε ότι ο Νομοθέτης επιβάλλει να λαμβάνεται ξανά υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων. Η πλάνη της Επιτροπής συνίσταται και στο γεγονός ότι θεώρησε πως "στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους". Ενώ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Και τούτο γιατί δεν αριθμοποιούνται (στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής) κατ' ανάγκη όλα τα στοιχεία των εν λόγω φακέλων. Για παράδειγμα, για αποτίμηση της αξίας αριθμοποιούνται μόνο οι τελευταίες ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων (τετραπλασιάζεται ο μέσος όρος των τελευταίων δύο εκθέσεων και προστίθεται στο μέσο όρο της συνολικής βαθμολογίας των τελευταίων 10 ετών ή και λιγότερο των 10 ετών - βλ. άρθρο 35Β (4) (α) του Νόμου, Ν. 65/87).
Όπως φαίνεται στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λήφθηκαν υπόψη και αριθμοποιήθηκαν εκθέσεις των υποψηφίων από το έτος 1986/87 μέχρι 1994/95 και όχι προηγούμενες. Η αιτήτρια είχε καλύτερες εκθέσεις και πριν το 1986/87 και μετά, μέχρι σήμερα, από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επίσης, στους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων δεν βρίσκονται μόνο οι ειδικές εκθέσεις, η βαθμολογία των οποίων αριθμοποιείται στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Υπήρχαν και οι συνήθεις εκθέσεις που δεν αποτιμούνται σε μονάδες στον εν λόγω κατάλογο. Και στις συνήθεις εκθέσεις υπερέχει η αιτήτρια των ενδιαφερομένων μερών. Επιπρόσθετα, η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους Αιμιλίας Παντζιαρά πέραν των δύο ετών.
Η πλάνη αυτή των καθ' ων η αίτηση είναι ουσιώδης γιατί ζημίωσε την αιτήτρια επειδή η σειρά των υποψηφίων ανατράπηκε με τη μη προσθήκη μονάδων στην αιτήτρια που υπερείχε και σε αξία (εκθέσεις και πείρα) ή σε αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών.
Εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων αποκαλύπτει ότι η αξιολόγηση τους διενεργείται με βάση τους ακόλουθους δύο τύπους εκθέσεων:
(α)Την ειδική έκθεση (Τύπος Γ) η οποία συντάσσεται από τριμελή ομάδα επιθεωρητών και προσυπογράφεται από Ανώτερο Λειτουργό του Υπουργείου Παιδείας.
(β) Την συνήθη έκθεση (Τύπος Β). Μια τέτοια έκθεση συντάσσεται από τον Επιθεωρητή Αγγλικών και παρόμοια έκθεση συντάσσεται από τον Διευθυντή του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στο οποίο υπηρετεί ο υποψήφιος (βλ. κ. 54-56 στο φάκελο της αιτήτριας, Τεκ. 2).
Η βαθμολογία στην ειδική έκθεση (βλ. παραγ. (α) πιο πάνω) αφορά σε 4 στοιχεία:
"(1) Επαγγελματική κατάρτισις" (Επιστημονική - Παιδαγωγική).
(2) Επάρκεια εις εργασίαν (Διδακτική Ικανότης, Ευσυνειδησία, Αποδοτικότης).
(3)Οργάνωσις - Διοίκησις - Ανθρώπιναι Σχέσεις.
(4) Γενική Συμπεριφορά και Δράσις (περιλαμβάνουσα και την συμβολήν του Εκπαιδευτικού Λειτουργού εις την επίτευξιν των στόχων της Παιδείας, ιδιαιτέρως δε της δημιουργίας δημοκρατικού πολίτου, της καλλιέργειας δημοκρατικών ιδεωδών και του σεβασμού προς τους νόμους της Πολιτείας)".
Με τη συνήθη έκθεση (Τύπος Β) είναι δυνατή η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού πάνω σε όλους ή μερικούς από τους τομείς που περιλαμβάνονται στην ειδική έκθεση (Τύπος Γ). Από τους αξιολογούντες λειτουργούς ζητείται να αναφερθούν μόνο εκείνοι από τους πιο πάνω τομείς στους οποίους κρίνεται ότι ο εκπαιδευτικός λειτουργός διακρίνεται σε μεγάλο βαθμό ή υστερεί σοβαρά. Η δε αιτιολόγηση των κρίσεων θεωρείται απαραίτητη. Τονίζεται ότι:
(α)Η αξιολόγηση στην ειδική έκθεση είναι αριθμοποιημένη, π.χ. ο συνολικός βαθμός της αιτήτριας για την περίοδο 1994-95 ήταν 37.
(β) Η αξιολόγηση με την συνήθη έκθεση είναι περιγραφική και αναφέρεται - όπως έχει ήδη αναφερθεί - σε τομείς στους οποίους ο εκπαιδευτικός έχει διακριθεί σε μεγάλο βαθμό.
(γ) Η αξιολόγηση με την συνήθη έκθεση που ετοιμάζεται από τον Ανώτερο Λειτουργό του Υπουργείου Παιδείας είναι -καθώς φαίνεται στο φάκελο της αιτήτριας - διαφορετικού περιεχομένου από εκείνη που ετοιμάζεται από το Διευθυντή του Ιδρύματος στο οποίο υπηρετεί η. αιτήτρια. Ο τελευταίος αξιολογεί με καλύτερο τρόπο την αιτήτρια.
Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του άρθρου 35Β (4) του Νόμου στο οποίο έχω αναφερθεί πιο πάνω ότι η αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας γίνεται με βάση τη βαθμολογία της ειδικής έκθεσης η οποία - όπως έχει αναφερθεί - είναι αριθμοποιημένη. Επομένως η απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία "το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν δικαιολογεί την αύξηση των μονάδων τους, γιατί στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους" δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα. Είναι φανερό με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω ότι το περιεχόμενο των συνήθων εκθέσεων δεν έχει ληφθεί υπόψη για την αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας.
Ακολουθεί πως η Επιτροπή κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης τελούσε κάτω από την πλάνη ότι κατά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύθηκαν όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους.
Ένα συναφές ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 35 Β (10) (β) η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου με βάση μόνο την εντύπωση που απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και να αγνοήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Κατά την κρίση μου η σχετική εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από την στιγμή που αποφασίζει να υιοθετήσει το μέτρο της αυξήσεως η αύξηση πρέπει να αναφέρεται και στους δύο τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 35Β (10) (β), δηλαδή:
(ι) την εντύπωση από τις προσωπικές συνεντεύξεις, και
(ιι) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου 35Β (10) (β) δεν επιτρέπει διάσπαση των δύο τομέων. Δεν επιτρέπε αξιολόγηση και αύξηση των μονάδων με βάση την εντύπωση μόνο από τις προσωπικές συνεντεύξεις κατά απομόνωση από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Ο σύνδεσμος "και" στο πιο πάνω άρθρο 35Β (10) (β) είναι συνδετικός ("conjunctive") (Βλ. Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 232-233). Αν η πορεία που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή κρινόταν ως ορθή μια τέτοια κρίση θα επέτρεπε στην Επιτροπή να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου μέχρι 5 με βάση μόνο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Μια τέτοια πορεία είναι πρόδηλα αντίθετη με το λεκτικό του άρθρου 35Β (10) (β) και καταστρατηγεί κατάφωρα τις πρόνοιες και τους σκοπούς του. Οι πρόνοιες είναι σαφείς. Επιτρέπουν αύξηση των μονάδων μέχρι 5 με αιτιολογημένη απόφαση η οποία θα στηρίζεται στους δύο τομείς που μνημονεύονται από το Νόμο.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι η Επιτροπή έχει ενεργήσει κατά παράβαση Νόμου, δηλαδή του άρθρου 35 Β (10) (β). Η απόφαση της πρέπει, επομένως, να ακυρωθεί επειδή είναι αντίθετη προς το Νόμο εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, η πιο πάνω πλάνη (βλ. σελ. 7) κάτω από την οποία έχει ενεργήσει η Επιτροπή αποτελεί ουσιώδη πλάνη επειδή επηρέασε την απόφαση της Διοίκησης (Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, "Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων", σελ. 300)*. Η αύξηση των μονάδων των ενδιαφερομένων μερών ανέτρεψε τον κατάλογο εις βάρος της αιτήτριας και είχε σαν συνέπεια το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών αντί της αιτήτριας.
Έχει νομολογηθεί ότι απόφαση που λαμβάνεται κάτω από συνθήκες ουσιώδους πλάνης είναι άκυρη επειδή αποτελεί απόφαση αντίθετη προς το νόμο, δηλαδή τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου, και απόφαση που λαμβάνεται καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για αυτό το λόγο (Βλ. Piperi and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 366, Metalock v. Republic (1969) 3 C. L.R. 351, Papachristodoulou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 618, Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308, Karnaou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 757, Andronikou & Co. v. CYTA (1969) 3 C.L.R. 1, Kyriakou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 876, Christodoulidou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 887, Miliotis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 477 και HadjiCharalambous v. Republic (1981) 3 C. L.R. 309).
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
* Το σχετικό απόσπασμα έχει ως πιο κάτω:
"Η ουσιώδης πλάνη - Ο ουσιαστικός περιορισμός του ελέγχου της πλάνης περί τα πράγματα συνίσταται εις το ότι, προς παράβασιν του νόμου δεν δύναται να εξομοιωθή πάσα πλάνη περί τα πράγματα, αλλά μόνη η πλάνη, η οποία επηρέασε την απόφασιν του οργάνου. Επηρεάζει δε, κατά τα ανωτέρω αναπτυχθέντα, η πλάνη, οσάκις ανάγεται εις πραγματικά περιστατικά, άτινα αποτελούσι α) την προϋπόθεσιν την οποία ώρισεν ο νόμος ή β) την αιτίαν, εξ ης, κατ' ιδίαν εκλογήν, ωρμή-θη το όργανον εις την επιχείρησιν της πράξεως."