ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1788
29 Ιουλίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 400/95, 401/95, 402/95, 403/95, 404/95, 405/95, 406/95)
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Εκτελεστότητα — Δεν επηρεάζεται η εκτελεστικότητα της πράξεως επιβολής δασμού από την πληρωμή ή μή του δασμού.
Εισαγωγικοί Δασμοί — Προτιμησιακό καθεστώς αγαθών προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση — Προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς-—Περιστάσεις νομιμότητας της ενέργειας του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων στην κριθείσα περίπτωση — Η ορθή διαδικασία εξκρίβωσης της προέλευσης των αγαθών.
Διοικητικό Δίκαιο — Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη — Περιεχόμενο.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Όροι νομιμότητας.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Αντικείμενο — Δεν περιλαμβάνεται σε αυτό ο έλεγχος της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης.
Οι αιτητές προσέβαλαν την τελική απαίτηση πλήρους δασμού για εμπορεύματα που εισήγαγαν ενώ αυτά συνοδεύοντο από πιστοποιητικό EUR 1.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Όπως εξηγήθηκε και σε άλλη πρόσφατη απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου (Γιώργος Ευτυχίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΛΛ. 1167) δεν συμφωνεί ότι η πληρωμή του επιβληθέντος δασμού επηρεάζει την εκτελεστικότητα της πράξης. Κάθε διοικητική πράξη είναι μονομερής πράξη της διοίκησης και καμιά μεταγενέστερη πράξη του διοικούμενου δεν μπορεί να επιδράσει επί της εκτελεστικότητάς της. Αρκεί να αναφερθεί ότι η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί η συγκεκριμένη πράξη του Διευθυντή συνιστά ουσιαστικά επιβολή δασμού που είναι από μόνη της εκτελεστή διοικητική πράξη.
2. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τη θέση ότι ο Διευθυντής προέβησε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Για να δοθεί προτιμησιακή μεταχείριση θα πρέπει να πεισθεί από τα πιστοποιητικά προέλευσης ότι τα εισαχθέντα εμπορεύματα στάληκαν από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι παράχθηκαν ή κατασκευάστηκαν εκεί. Με βάση τα ενώπιον του στοιχεία η απόφαση στην οποία κατέληξε ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί επίσης με το επιχείρημα ότι δεν παρεχόταν οποιαδήποτε δυνατότητα στις τελωνειακές αρχές της Δημοκρατίας να αποφασίσουν κατά πόσο τα επίδικα οχήματα πληρούν τους όρους καταγωγής. Τα βρεττανικά τελωνεία με την επιστολή τους απάντησαν ακριβώς το τεθέν ερώτημα και έδωσαν την πληροφορία που μπορούσαν να δώσουν. Ουσιαστικά εκείνο που αποκάλυπταν ήταν ότι ο εξαγωγέας δεν έδωσε ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι τα συγκεκριμένα μεταχείρισης φορτηγά εδικαιούνταν προτιμησιακής αντιμετώπισης κατά το χρόνο της εξαγωγής. Ο Διευθυντής ακολούθησε την προβλεπόμενη από το νόμο και το Πρωτόκολλο διαδικασία και αποτάθηκε στις βρεττανικές αρχές με σκοπό την επαλήθευση των ισχυρισμών που περιέχονταν στο έντυπο EUR 1.
3. Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου σχετίζεται με την άσκηση καλής πίστης και την εμπιστοσύνη που ο διοικούμενος τρέφει προς τη διοίκηση. Από την αρχή της καλής πίστης προκύπτει ότι η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί, ή ακόμα λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής.
Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση ούτε δημιούργησε, ούτε εκμεταλλεύτηκε κατάσταση πλάνης. Ενήργησε μέσα στα πλαίσια του νόμου και σε καμιά ενέργεια δεν προέβη που να δημιουργήσει στο διοικούμενο λανθασμένες εντυπώσεις.
Αν ο αιτητής κατέληξε βασισμένος σε ανακριβή βεβαίωση που προήλθε από εμπορικό του συνεργάτη, να θεωρεί ότι εδικαιούτο προνομιακής μεταχείρισης, δεν μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι η εμπιστοσύνη του στις διοικητικές διαδικασίες διαταράχτηκε από τη συμπεριφορά της διοίκησης. Αν πράγματι διαταράχτηκε η εμπιστοσύνη του, αυτό έγινε όχι από πράξη της διοίκησης, αλλά από τη συμπεριφορά του εμπορικού του συνεργάτη.
4. Η αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων είναι επαρκής. Ο Διευθυντής αναφέρθηκε στη διερεύνηση που έγινε από τις βρεττανικές αρχές και κατέληξε στη συνέχεια στην απόφασή του. Ακόμα κι αν δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στους λόγους για τους οποίους ο Διευθυντής κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση, η αιτιολογία προκύπτει από τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου. Είναι φανερό ότι ο Διευθυντής κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση γιατί τα επίδικα οχήματα για τα οποία εκδόθηκαν τα πιστοποιητικά κίνησης EUR 1 δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις καταγωγής όπως καθορίζονται στη συμφωνία σύνδεσης Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ενωσης.
5. Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι η αναθεωρητική δικαιοδοσία έχει ως αντικείμενο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Το αντικείμενο της αναθεώρησης δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκατέρωθεν εκτιμήσεων, αλλά η επάρκεια της έρευνας των καθ'ων η αίτηση και το εύλογο της επίδικης απόφασης μέσα στο πλαίσιο των εξουσιών του διοικητικού οργάνου.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
The Vintage Motors Enterprises Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1588,
Παύλου ν. Γενικού Εισαγγελέα και Άλλου (1991) 4 Α.Α.Δ. 3393,
Πένταυκας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 945,
KES College ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1996) 4 Α.Α.Δ. 280,
Ευτυχίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1167,
Μάρκου ν. Υπουργού Εσωτερικών και Άλλου (1996) 4 Α.Α.Δ. 2500,
Παπαμιλτιάδους - Μπατίστα ν. Κ.Ο.Τ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614,
Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476,
Kyriakides v. Republic (1976) 3 C.L.R. 364,
Mouzouris v. Republic (1972) 3 C.L.R. 43,
Orictaco Co Ltd and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1327,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589,
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,
Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου για διακανονισμό της χρηματικής παρακαταθήκης με βάση το γενικό συντελεστή δασμού.
Ρ. Παπαθωμά Καλιγέρου για Γ. Αγαπίου, για τους Αιτητές.
Λ. Καουτζάνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Α.: Ο αιτητής εισήγαγε σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ Μαΐου 1992 και Ιουνίου 1993 επτά μεταχειρισμένα φορτηγά αυτοκίνητα μάρκας Volvo τα οποία συνοδεύονταν από πιστοποιητικό EUR1. Κατέθεσε στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση εισαγωγής και τελώνισε σε διάφορες ημερομηνίες τα ρηθέντα αυτοκίνητα. Μαζί με τη διασάφηση κατέθεσε και τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR1.
Αρμόδιος λειτουργός του Τελωνείου Λεμεσού κατά το κλείσιμο διάφορων δηλωτικών πλοίων παρατήρησε ότι είχε παραχωρηθεί προτιμησιακή μεταχείριση σε φορτηγά Volvo για τα οποία οι βρεττανικές τελωνειακές αρχές είχαν πληροφορήσει το Τμήμα Τελωνείων ότι δεν πληρούσαν τις πρόνοιες των κανόνων καταγωγής. Ύστερα από σχετική εγκύκλιο ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων (στο εξής "ο Διευθυντής"), ζήτησε με επιστολή από τις βρεττανικές τελωνειακές αρχές επαλήθευση της αυθεντικότητας των πιο πάνω πιστοποιητικών κυκλοφορίας. Οι βρεττανικές τελωνειακές αρχές στις 23.3.1994 απάντησαν ότι λόγω έλλειψης στοιχείων τα πιο πάνω αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να τύχουν προτιμησιακής μεταχείρισης. Έτσι με επιστολή στον αιτητή ημερομηνίας 3.2.1995 ζητήθηκε διακανονισμός της χρηματικής παρακαταθήκης με βάση το γενικό συντελεστή δασμού Εναντίον της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε τις παρούσες προσφυγές.
Σύμφωνα με τις καταχωρηθείσες προσφυγές οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το νόμο, λήφθηκαν καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας ή κατά παράβαση των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεων Νόμων και των αρχών της καλής και χρηστής διοίκησης. Ο αιτητής περαιτέρω ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις δεν είναι επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένες, ενώ είναι απόρροια νομικής πλάνης ή πλάνης περί τα πράγματα.
Η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση με προδικαστική ένσταση ισχυρίζεται ότι οι υπό εξέταση πράξεις δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής. Σύμφωνα πάντα με την ευπαίδευτο συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, οι πράξεις είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και/ή προπαρασκευαστικές. Η ένσταση βασίζεται ουσιαστικά στην πρόταση ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση σχετικά με το αν οφείλεται, ή με το ύψος του πληρωτέου τελωνειακού δασμού, ο εισαγωγέας οφείλει να καταβάλει πρώτα το αξιούμενο από το Διευθυντή ποσό και στη συνέχεια να αμφισβητήσει την επιβολή ή το ύψος του. Η θέση αυτή στηρίζεται σε σειρά αποφάσεων όπως The Vintage Motors Enterprises Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1588, Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εισαγγελέα και Αλλου (1991) 4 Α.Α.Δ. 3393, Γεώργιος Πένταυκας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 945 και KES College ν. Δημοκρατίας και Αλλων (1996) 4 Α.Α.Δ. 280.
Όπως είχα την ευκαιρία να εξηγήσω και σε άλλη πρόσφατη απόφασή μου (Γιώργος Ευτυχίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1167) δεν συμφωνώ με τη γραμμή που ακολουθήθηκε στις αποφάσεις αυτές. Δεν συμφωνώ ότι η πληρωμή του επιβληθέντος δασμού επηρεάζει την εκτελεστότητα της πράξης. Κάθε διοικητική πράξη είναι μονομερής πράξη της διοίκησης και καμιά μεταγενέστερη πράξη του διοικούμενου δεν μπορεί να επιδράσει επί της εκτελεστότητάς της. Δεν σκοπεύω να ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα, αφού πλήρης ανάλυσή του μπορεί να βρεθεί στην πιο πάνω απόφαση. Αρκεί να πω ότι η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί η συγκεκριμένη πράξη του Διευθυντή συνιστά ουσιαστικά επιβολή δασμού που είναι από μόνη της εκτελεστή διοικητική πράξη.
Με την επίδικη απόφαση ο Διευθυντής επέβαλε στον αιτητή δασμό με βάση το γενικό συντελεστή και τον κάλεσε να προσέλθει στο Τελωνείο για τελικό διακανονισμό της υπόθεσης. Τα αυτοκίνητα που τελωνίστηκαν με χρηματική παρακαταθήκη, συνοδεύονταν από πιστοποιητικά κίνησης EUR1 τα οποία είχαν επισυναφθεί στις διασαφήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ' αρ. 1404 της 30.11.1977 (αρ.2305).
Ο αιτητής είχε διεκδικήσει προτιμησιακή μεταχείριση με βάση το άρθρο 4(1) (2) του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1992, Ν.18(1)/92, που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το άρθρο αναφέρει τις περιπτώσεις παραχώρησης προτιμησιακής μεταχείρισης. Σύμφωνα με το άρθρο 4(1)(α) του νόμου οι συντελεστές δασμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εφαρμόζονται εφ' όσον ο Διευθυντής ήθελε πεισθεί με πιστοποιητικό προέλευσης ότι τα προϊόντα κατασκευάστηκαν και αποστάληκαν από χώρα της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Απόδειξη ως προς την προέλευση προϊόντων μέσα στην έννοια του Πρωτοκόλλου παρέχεται από πιστοποιητικό κίνησης EUR1 (Άρθρο 6). Το πιστοποιητικό EUR1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του εξάγοντος κράτους μαζί με την εξαγωγή των εμπορευμάτων, αν βέβαια τα εμπορεύματα μπορούν να θεωρηθούν "προϊόντα προέλευσης" εντός της εννοίας του Πρωτοκόλλου (Άρθρα 7 και 8 του Πρωτοκόλλου).
Για επαλήθευση του κατά πόσο οι όροι έχουν τηρηθεί, οι τελωνειακές αρχές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν οποιοδήποτε έγγραφο ή απόδειξη ή να προβούν σε οποιονδήποτε έλεγχο θεωρούν κατάλληλο (Άρθρο 8). Σύμφωνα με το άρθρο 24 μεταγενέστερη επαλήθευση πιστοποιητικών κίνησης, τόσο EUR1 όσο και EUR2, διενεργείται δειγματοληπτικά ή κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές του εισάγοντος κράτους έχουν εύλογη αμφιβολία ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας για την αληθή προέλευση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Οι τελωνειακές αρχές του εισάγοντος κράτους θα πρέπει να πληροφορούνται για τα αποτελέσματα της επαλήθευσης το ταχύτερο δυνατό. Τα αποτελέσματα πρέπει να είναι τέτοια ούτως ώστε να καθιστούν δυνατή την απόφαση κατά πόσο το αμφισβητούμενο πιστοποιητικό κίνησης EUR1 αναφέρεται στα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσο τα εμπορεύματα αυτά μπορούν στην πραγματικότητα να τύχουν προτιμησιακής μεταχείρισης.
Ο Διευθυντής αποτάθηκε βάσει των προνοιών του άρθρου 24 του Πρωτοκόλλου στις βρεττανικές τελωνειακές αρχές και ζήτησε να εξακριβωθεί η αυθεντικότητα και ακρίβεια των πιστοποιητικών κίνησης που είχε παρουσιάσει ο αιτητής. Τα βρεττανικά τελωνεία πληροφόρησαν το Διευθυντή ότι από έρευνες που διενήργησαν, ο εξαγωγέας απέτυχε να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία ότι τα υπό αναφορά οχήματα μπορούσαν να τύχουν προτιμησιακής μεταχείρισης κατά την εξαγωγή τους. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απάντησης ο Διευθυντής απέστειλε στον αιτητή την επιστολή που αποτελεί την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ένα από τα επιχειρήματα του αιτητή συνίσταται στο ότι με την επιστολή των βρεττανικών τελωνείων, η οποία αποτελεί μια παντελώς αναιτιολόγητη πληροφορία, δεν παρέχεται οποιαδήποτε δυνατότητα στις τελωνειακές αρχές της Δημοκρατίας να αποφασίσουν κατά πόσο τα επίδικα οχήματα πληρούν τους όρους καταγωγής. Ο Διευθυντής βασισμένος στην ατελή αυτή πληροφόρηση έκαμε κακή χρήση της διακριτικής του ευχέρειας και/ή ενήργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα, αφού δεν του παραχωρήθηκε οποιαδήποτε δυνατότητα ελιγμών.
Δεν συμφωνώ με τη θέση ότι ο Διευθυντής προέβη σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Για να δοθεί προ-τιμησιακή μεταχείριση θα πρέπει να πεισθεί από τα πιστοποιητικά προέλευσης ότι τα εισαχθέντα εμπορεύματα στάληκαν από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι παράχθηκαν ή κατασκευάστηκαν εκεί. Με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία η απόφαση στην οποία κατέληξε ήταν εύλογα ανοικτή.
Δεν συμφωνώ επίσης με το επιχείρημα ότι δεν παρεχόταν οποιαδήποτε δυνατότητα στις τελωνειακές αρχές της Δημοκρατίας να αποφασίσουν κατά πόσο τα επίδικα οχήματα πληρούν τους όρους καταγωγής. Τα βρεττανικά τελωνεία με την επιστολή τους απάντησαν ακριβώς το τεθέν ερώτημα και έδωσαν την πληροφορία που μπορούσαν να δώσουν. Ουσιαστικά εκείνο που αποκάλυπταν ήταν ότι ο εξαγωγέας δεν έδωσε ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι τα συγκεκριμένα μεταχειρισμένα φορτηγά εδικαιούνταν προτιμησιακής αντιμετώπισης κατά το χρόνο της εξαγωγής. Ο Διευθυντής ακολούθησε την προβλεπόμενη από το νόμο και το Πρωτόκολλο διαδικασία και αποτάθηκε στις βρεττανικές αρχές με σκοπό την επαλήθευση των ισχυρισμών που περιέχονταν στο έντυπο EUR1.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν συνιστά δέσμια αρμοδιότητα του Διευθυντή, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής. Αδυνατώ να αντιληφθώ τη βάση του επιχειρήματος αυτού. Δέσμια αρμοδιότητα έχουμε όταν με τη διαπίστωση από το διοικητικό όργανο ότι συντρέχουν οι πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένων κανόνων δικαίου, το όργανο έχει υποχρέωση να εκδόσει τη σχετική διοικητική πράξη που προβλέπεται από τους εν λόγω κανόνες δικαίου. Στην παρούσα περίπτωση ο Διευθυντής κάθε άλλο παρά ενήργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα ή εξέλαβε πεπλανημένα ότι η αρμοδιότητά του ήταν δέσμια. Αντίθετα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια επιλέγοντας την ευστοχότερη ρύθμιση για το δημόσιο συμφέρον. Στην ουσία δεν τίθεται θέμα δέσμιας αρμοδιότητας καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί παράδειγμα παράβασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι εύλογα υπολόγισε ότι μια και ο εξαγωγέας παρέσχε βεβαίωση προέλευσης που εκδόθηκε από τις τελωνειακές αρχές της Βρεττανίας (το πιστοποιητικό EUR1), τα οχήματα που εισήγαγε πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Πρωτοκόλλου και του νόμου για προτιμησιακή μεταχείριση. Επομένως, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, η εμπιστοσύνη του προς τις διοικητικές διαδικασίες εύλογα διαταράχτηκε από την αναιτιολόγητη απόφαση των καθ' ων η αίτηση που δεν εδικαιολογείτο κάτω από τις περιστάσεις και τα δεδομένα.
Και πάλιν αδυνατώ να αντιληφθώ τη βάση του συλλογισμού του αιτητή. Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου σχετίζεται με την άσκηση καλής πίστης και την εμπιστοσύνη που ο διοικούμενος τρέφει προς τη διοίκηση. Από την αρχή της καλής πίστης προκύπτει ότι η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί, ή ακόμα λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής (Μάρθα Μάρκου ν. Υπουργού Εσωτερικών και άλλου (1996) 4 Α.Α.Δ. 2500. Βλ. επίσης Γεωργία Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κ.Ο.Τ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614και Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, α', 1977, σελ. 106, 107). Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση ούτε δημιούργησε, ούτε εκμεταλλεύτηκε κατάσταση πλάνης. Ενήργησε μέσα στα πλαίσια του νόμου και σε καμιά ενέργεια δεν προέβη που να δημιουργήσει στο διοικούμενο λανθασμένες εντυπώσεις.
Αν ο αιτητής κατέληξε βασισμένος σε ανακριβή βεβαίωση που προήλθε από εμπορικό του συνεργάτη, να θεωρεί ότι εδικαιούτο προνομιακής μεταχείρισης, δεν μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι η εμπιστοσύνη του στις διοικητικές διαδικασίες διαταράχτηκε από τη συμπεριφορά της διοίκησης. Αν πράγματι διαταράκτηκε η εμπιστοσύνη του, αυτό έγινε όχι από πράξη της διοίκησης, αλλά από τη συμπεριφορά του εμπορικού του συνεργάτη.
Τέλος θα έλεγα ότι από το όλο πνεύμα της αγόρευσης της ευ-παιδεύτου συνηγόρου του αιτητή προκύπτει ότι προβάλλεται ίσως και το επιχείρημα της ελλειπούς αιτιολογίας. Οι αρχές που διέπουν το θέμα της επιβαλλόμενης αιτιολογίας έχουν επανειλημμένα διατυπωθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θεωρώ ότι κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί αν τις επαναλάβω. Αρκεί να λεχθεί ότι η αιτιολογία είναι απαραίτητη για τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου. Η μορφή, έκταση και λεπτομέρειες της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλουν ανάλογα με το υπό συζήτηση θέμα και τις συνθήκες που την περιστοιχίζουν (βλ. μεταξύ άλλων Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476, Kyriakides v. Republic (1976) 3 C.L.R. 364). Είναι δεδομένη αρχή ότι δεν είναι απαραίτητο στην αιτιολόγηση της απόφασης να μνημονεύεται ειδικά κάθε παράγοντας που λήφθηκε υπ' όψη (Mouzouris v. Republic (1972) 3 C.L.R. 43 και Orictaco Co Ltd and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1327). Είναι επίσης γνωστό ότι η αιτιολογία κάθε απόφασης μπορεί να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλλου.
Η αποτελεσματικότητα της αιτιολογίας δεν είναι συνάρτηση του μήκους της. Μία αιτιολογία μπορεί να είναι λακωνική, αλλά σαφής και ακριβής, ενώ μπορεί άλλη, άνκαι μακροσκελής, να μη συνιστά ουσιαστική αιτιολογία. Περισσότερα για την αιτιολογία βλέπε Γεώργιος Κ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589 και Θεμιστοκλή Τσάτσου Η Αίτηση Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η Έκδοση, σελ. 248, παραγρ. 117.
Καταλήγοντας θεωρώ ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων είναι επαρκής. Ο Διευθυντής αναφέρθηκε στη διερεύνηση που έγινε από τις βρεττανικές αρχές και κατέληξε στη συνέχεια στην απόφασή του. Ακόμα κι' αν δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στους λόγους για τους οποίους ο Διευθυντής κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση, η αιτιολογία προκύπτει από τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου. Είναι φανερό ότι ο Διευθυντής κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση γιατί τα επίδικα οχήματα για τα οποία εκδόθηκαν τα πιστοποιητικά κίνησης EUR1 δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις καταγωγής όπως καθορίζονται στη συμφωνίας σύνδεσης Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι αναθεωρητική δικαιοδοσία έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Το αντικείμενο της αναθεώρησης δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκατέρωθεν εκτιμήσεων, αλλά η επάρκεια της έρευνας των καθ' ων η αίτηση και το εύλογο της επίδικης απόφασης μέσα στο πλαίσιο των εξουσιών του διοικητικού οργάνου (βλ. Lilian Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659 και Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725).
Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί και συνεπώς απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επικυρούται. Ο αιτητής να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £300.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.