ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317
Χριστοδουλίδου Λουΐζα Τάκη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1999) 3 ΑΑΔ 1
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1997) 4 ΑΑΔ 1669
15 Ιουλίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής] ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 932/95)
Προσφυγή βάσει τον Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προσφυγή κατά παράλειψης -— Προϋποθέτει μη εκπλήρωση κατά νόμο οφειλόμενης ενέργειας — Δεν νοείται ετεί ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας — Η περίπτωση της παράλειψης προαγωγής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Ειδικά το ζήτημα της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας ως απαιτούμενου προσόντος—Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στις περιστάσεις της εξετασθείσας υπόθεσης — Η θετική κρίση της Ε.Δ. Υ. περί κατοχής τον προσόντος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο αιτητής προσέβαλε την αναπροαγωγή, μετά από επανεξέταση, των ενδιαφερομένων μερών ως Ανωτέρων Λειτουργών Μηχανογράφησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής προσβάλλει την πράξη επαναδιορισμού των ενδιαφερομένων μερών, που ήταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης. Προβάλλει όμως και δεύτερο αίτημά θεραπείας με αντικείμενο την παράλειψη της Επιτροπής να τον προάξει. Τέτοιο αίτημα δεν ευσταθεί. Υπενθυμίζεται μόνο η γενική αρχή, ότι για τη στοιχειοθέτηση της παράλειψης πρέπει κατ'αρχήν να υπάρχει νόμιμη υποχρέωση της Διοίκησης να ενεργήσει. Εδώ η μόνη υποχρέωση είναι η συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση. Κατά τα άλλα ασκείται σε θέματα προαγωγών διακριτική εξουσία.
2. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου που δίκασε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τις Χρυστάλλα Συμεωνίδου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, εξέτασε όμοια ζητήματα με τα κρινόμενα. Η απόφαση εκδόθηκε στις 18/4/97. Την ίδια μέρα εκδόθηκε και η απόφαση στη Λουΐζα Τ. Χριστοδουλίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 1, μια πτυχή της οποίας αφορούσε την κατοχή του προσόντος της αγγλικής γλώσσας. Στις υποθέσεις αυτές πιστοποιητικά από δικηγόρους και Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κρίθηκαν απαράδεκτα διότι αυτά δεν αποτελούν από μόνα τους "ενδεικτικά γνώσης". Το ίδιο αποφασίστηκε και για πιστοποιητικό του Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στην υπόθεση εκείνη κατά το τρίτο έτος των σπουδών του πέτυχε σε εξετάσεις σε υποχρεωτικό μάθημα τη αγγλικής.
Εδώ είναι φανερό πως το επίπεδο του πιστοποιητικού από το City of London College δεν προβλημάτισε την Επιτροπή. Το σχόλιο της ότι αποτελεί συνέχεια και βελτίωση των γυμνασιακών της γνώσεων για τη γλώσσα δεν οδηγεί πουθενά ούτε ασφαλώς αποδεικνύει γνώση της γλώσσας στο καθορισθέν επίπεδο. Είναι εξίσου φανερό ότι στη δήλωση του κ. Μαρτίδη δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα ή τουλάχιστον έπρεπε να γίνει δεκτή με επιφύλαξη δεδομένου πως υπάρχει στο φάκελο στοιχείο που αντιστρατευόταν το περιεχόμενο της. Όπως προελέχθη, το πιστοποιητικό English Lower G.C.E. δεν ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας. Η βασική αιτιολογία που έδωσε ο Διευθυντής Στατιστικής και Ερευνών αφορούσε τη χρήση από τους δύο υπαλλήλους της αγγλικής στη διεκπεραίωση των επαγγελματικών υποχρεώσεων τους. Όπως όμως έχει λεχθεί στην παραπάνω απόφαση, το στοιχείο αυτό δεν συνιστά αποδεικτικό γνώσης. Περαιτέρω η βεβαίωση δεν αποτελεί αυθεντική πηγή αξιολόγησης. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι την άποψή του ενισχύει η απόφαση Συμεωνίδου, ανωτέρω, στην οποία, όπως ήδη επεσημάνθηκε, δε λήφθηκε υπόψη η βεβαίωση/εκτίμηση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για το προαχθέν στην Υπηρεσία του πρόσωπο. Ούτε, τέλος, σε βεβαίωση ιδιωτικού οργανισμού μπορεί να αναγνωρισθεί τέτοιος ρόλος. Το υλικό που είχε η Ε.Δ.Υ, ενώπιον της δεν υποστηρίζει την κρίση της, που δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηγιάννη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,
Συμεωνίδου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,
Χριστοδουλίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 1.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο επαναδιορισμός των ενδιαφερομένων μερών στην θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης αντί του αιτητή.
Σ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Α.: Στην Ανδρέας Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1015, ο ίδιος αιτητής πέτυχε ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών Νίκου Δ. Ευγενίου και Μαρίας Χριστοδουλίδου στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης. Υπογραμμίζεται ότι ανήκει στην κατηγορία θέσεων προαγωγής μόνο. Η κύρια αιτιολογική σκέψη της ακυρωτικής απόφασης αφορούσε την επάρκεια της έρευνας αναφορικά με το προσόν της "πολύ καλής γνώσης" της αγγλικής γλώσσας, που το σχέδιο υπηρεσίας θέτει ως προαπαιτούμενο για ανάρρηση στην παραπάνω θέση. Θα εξετάσουμε αν χρειαστεί τις λεπτομέρειες της απόφασης.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή ή Ε.Δ.Υ.), κατά την επανεξέταση της υπόθεσης, που έλαβε χώρα στις 4/9/95, αποφάσισε να προάξει τα ίδια πρόσωπα. Η νέα πράξη, που αποτελεί το αντικείμενο αυτής της προσφυγής, δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13/10/95. Είναι η θέση των καθών ότι η Ε.Δ.Υ., έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, υπό το πρίσμα της οποίας επανέκρινε την υπόθεση, και τα στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεση της κατά τη νέα έρευνα, ορθά κατέληξε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πληρούσαν την παραπάνω προϋπόθεση του σχεδίου υπηρεσίας.
Ο αιτητής προσβάλλει την πράξη επαναδιορισμού των ενδιαφερόμενων μερών, που ήταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης. Προβάλλει όμως και δεύτερο αίτημα θεραπείας με αντικείμενο την παράλειψη της Επιτροπής να τον προάξει. Τέτοιο αίτημα δεν ευσταθεί. Θα υπομνήσω μόνο τη γενική αρχή ότι για τη στοιχειοθέτηση της παράλειψης πρέπει κατ' αρχήν να υπάρχει νόμιμη υποχρέωση της Διοίκησης να ενεργήσει. Εδώ η μόνη υποχρέωση είναι η συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση. Κατά τα άλλα ασκείται σε θέματα προαγωγών διακριτική εξουσία. Είναι όμως έγκυρο το πρώτο αίτημα.
Στην Επιτροπή απέστειλαν ή η ίδια είχε συγκεντρώσει, από την έρευνα της, τα παρακάτω:
(1) Επιστολή ημερ. 30/6/95 του Διευθυντή του Τμήματος Στατιστικής και Ερευνών που βεβαίωνε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη (α) χρησιμοποιούσαν την αγγλική γλώσσα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους περιλαμβανομένης και της σύνταξης σημειωμάτων και μελετών και (β) είχαν συμμετάσχει σε σεμινάρια και εκπαιδευτικά προγράμματα που έγιναν στην αγγλική. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές αλλά και την προσωπική του γνώση, ο Διευθυντής του Τμήματος αυτού εκφράζει την άποψη ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πληρούσαν τον όρο του σχεδίου υπηρεσίας για τη ξένη γλώσσα. Σε ένορκη δήλωση του, που έγινε μεταγενέστερα, βεβαιώνει ότι έχουν το απαιτούμενο επίπεδο και στον προφορικό λόγο. Περαιτέρω ανέφερε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπηρετούσαν από της πρόσληψης τους στο Τμήμα που διευθύνει και εξακολουθούν να είναι τοποθετημένοι σ' αυτό για σκοπούς μηχανογράφησης στατιστικών στοιχείων.
(2) Επιστολές από τον κ. Τζ. Καραχάννα, Διευθυντή Εκπαίδευσης της N.C.R. (Middle East) Ltd., ημερ. 28/6/95, με τις οποίες επιβεβαιώνεται η επιτυχής παρακολούθηση από τους δύο αυτούς υπαλλήλους ειδικών προγραμμάτων το Δεκέμβριο του 1982, Ιούνιο του 1983 και Ιούλιο του 1984, στα οποία δίδαξε και ο ίδιος. Πιστοποιείται λοιπόν ότι "through a very good knowledge of English language" συμπλήρωσαν τα προγράμματα και έτυχαν σχετικού διπλώματος. Κατά την αντεξέταση του αποσαφήνισε ότι και πρόσωπα με απλώς καλή γνώση της αγγλικής θα ήταν σε θέση να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική αυτή δραστηριότητα της εταιρείας του.
(3) Εγχειρίδια που χρησιμοποιήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη συμμετοχή τους στα εκπαιδευτικά προγράμματα γνωστά ως ΝΕΑΤ/3 και COBOL 74.
(4) Δήλωση του κ. Λ. Μαρτίδη, μέλους της Επιτροπής, που έκαμε ενώπιον της και σημειώθηκε στα πρακτικά που ουσιαστικά είναι ότι "η πολύ καλή γνώση της αγγλικής" αποτελεί προϋπόθεση για επιτυχή συμμετοχή στον παραπάνω κύκλο μαθημάτων.
(5) Δίπλωμα του ενδιαφερόμενου μέρους Μαρίας Χριστοδουλίδου στην αγγλική που πήρε από το City of London College (ύστερα από 10μηνη φοίτηση) θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι "αυτό υπήρξε η συνέχεια και η βελτίωση των γυμνασιακών γνώσεων που η υπάλληλος απέκτησε στη συγκεκριμένη γλώσσα".
Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι πάλιν η Επιτροπή απέτυχε να διερευνήσει ικανοποιητικά το θέμα για να διακριβώσει αν οι προαχθέντες είχαν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της γλώσσας, γεγονός που επιφέρει ακυρότητα. Υπέβαλε σε κριτική τα συμπεράσματα της Επιτροπής είτε διότι παραβιάζουν το δεδικασμένο που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση είτε διότι οι βεβαιώσεις στις οποίες βάσισε την κρίση της δεν προέρχονται από αρμόδιες πηγές. Περαιτέρω η δήλωση Μαρτίδη προς την Επιτροπή την οδήγησε σε πλάνη εφόσον στο φάκελο του Ν. Ευγενίου υπάρχει επιστολή ημερ. 8/4/82 του κ. Μαρτίδη προς τον ίδιο που τον πληροφορεί ότι απέτυχε σε εξετάσεις του Βρεττανικού Συμβουλίου στην αγγλική για την παραχώρηση υποτροφίας.
Υπογραμμίστηκε - και είναι σωστό - πως κανένας από τους προαχθέντες δεν έχει σπουδές σε αγγλόφωνα πανεπιστήμια. Και οι δύο είναι απόφοιτοι σχολής μέσης παιδείας. Ο Ν. Ευγενίου πέρασε εξετάσεις English Lower C.C.E., αλλά σύμφωνα με αξιολόγηση που έκαμε με την υπ' αρ. 14.849 απόφαση του το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 15/4/76, το πιστοποιητικό αυτό αντιστοιχεί με καλή μόνο γνώση της αγγλικής. Κατά την εισήγηση του αιτητή η Ε.Δ.Υ, δεν είχε ενώπιον της στοιχεία που να δικαιολογούν την κρίση της. Ο κ. Ανδρέου αναφέρθηκε στην υπόθεση Χ"Γιάννη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, ότι η γνώση μιας γλώσσας δεν περιορίζεται στη γραπτή έκφραση αλλά περιλαμβάνει και τον προφορικό λόγο.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στη νομολογία που διέπει την επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση και ειδικότερα τις αρχές που εφαρμόζονται ως προς το νομικό και πραγματικό καθεστώς κατά τον ουσιώδη χρόνο. Για να υποβάλει πως δεν ήταν δυνατή κατά την παραπάνω διαδικασία η διεξαγωγή εξετάσεων. Το θέμα σχολιάζει και η Ε.Δ.Υ, ως εξής:
"Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σχολιάσει την άποψη που διατυπώθηκε στην ακυρωτική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 860/93, ότι η ενδεδειγμένη μέθοδος διερεύνησης του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας από τους υποψηφίους είναι η διεξαγωγή γραπτής και προφορικής εξέτασης. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η πιο πάνω μέθοδος είναι εφαρμόσιμη σε διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, ενώ σε διαδικασίες επανεξετάσεων, όπως η παρούσα, είναι πρακτικά αδύνατη γιατί δεν θα αντικατοπτρίζει την κατάσταση που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο."
Λυπούμαι να παρατηρήσω πως φαίνεται να υπήρξε παρανόηση της απόφασης στο σημείο αυτό. Το δικαστήριο υπέδειξε ποία θα ήταν πρωταρχικά η ασφαλέστερη μέθοδος για αντιμετώπιση του ζητήματος. Δεν καθόρισε πώς θα διενεργηθεί η επανεξέταση ούτε ζητήθηκε η διεξαγωγή εξετάσεων. Αυτό είναι πιστεύω φανερό από το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης:
"Πιστεύω - και οφείλω να πω - ότι η ενδεδειγμένη έρευνα για την Επιτροπή θα ήταν να εφαρμόσει τη δική της εγκύκλιο, που κινείται μέσα στο πνεύμα της υφιστάμενης νομολογίας, με τη διεξαγωγή εξετάσεων προφορικού και γραπτού λόγου. Η παράλειψη οδήγησε σε πεπλανημένη απόφαση."
Η κα Πολυχρονίδου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι τα εγχειρίδια για τους υπολογιστές που δεν ήταν την πρώτη φορά ενώπιον της Επιτροπής, τέθηκαν στη διάθεση της. Στη συνέχεια αντέκρουσε όλους τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς υποστηρίζοντας βασικά πως τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν την επάρκεια της έρευνας που έγινε αφενός και ότι θεμελιώνεται το συμπέρασμα της Επιτροπής αφετέρου. Ως προς τα προσόντα του αιτητή, που είναι ο άλλος λόγος ακύρωσης που ανέπτυξε ο δικηγόρος του, είπε ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι ο αιτητής έχει υπέρτερα προσόντα που έλαβε υπόψη, αλλά το στοιχείο αυτό δεν έδινε προβάδισμα στον αιτητή για τους λόγους που καταγράφονται στο πρακτικό.
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου που δίκασε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τη Χρυστάλλα Συμεωνίδου και Αλλη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΛΛ. 145, εξέτασε όμοια ζητήματα με τα κρινόμενα. Η απόφαση εκδόθηκε στις 18/4/97. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε και η απόφαση στη Λουΐζα Τ. Χριστοδουλίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 1, μία πτυχή της οποίας αφορούσε την κατοχή του προσόντος της αγγλικής γλώσσας. Στις υποθέσεις αυτές πιστοποιητικά από δικηγόρους και Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κρίθηκαν απαράδεκτα διότι αυτά δεν αποτελούν από μόνα τους "ενδεικτικά γνώσης". Το ίδιο αποφασίστηκε και για πιστοποιητικό του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στην υπόθεση εκείνη κατά το τρίτο έτος των σπουδών του πέτυχε σε εξετάσεις σε υποχρεωτικό μάθημα της αγγλικής. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ την αιτιολογία. Και αναφέρομαι στην υπόθεση Λουΐζα Τ. Χριστοδουλίδη, ανωτέρω:
"Δεν ήταν γνωστό το επίπεδο γνώσης που συνεπάγεται η επιτυχία στο μάθημα της αγγλικής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ούτε και η υπόσταση και το επίπεδο του ιδιωτικού κέντρου που αναφέρθηκε για να ήταν δυνατή η εκτίμηση ως προς το αξιόπιστο των αποτελεσμάτων που βεβαιώνει. Διαπιστώνουμε, συνεπώς, επιπρόσθετη αιτία ακυρότητας."
Είναι ενδιαφέρουσα και καθοδηγητική και η αιτιολογία της Ολομέλειας στη Χρυστάλλα Συμεωνίδου, ανωτέρω, όταν απέρριψε σαν ενδεικτικό γνώσης τα διάφορα πιστοποιητικά που είχε υπόψη η Επιτροπή στην υπόθεση εκείνη μεταξύ των οποίων και πιστοποίηση από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια:
"Δεν συνιστούν στοιχεία αφ' εαυτών ενδεικτικά γνώσης. Δεν προέρχονται από πηγή στην οποία θα ήταν εύλογα επιτρεπτό να αναγνωριστεί δυνατότητα τέτοιας πιστοποίησης και η αποδοχή τους θα απέληγε ουσιαστικά σε εξάρτηση της κρίσης του αρμόδιου οργάνου από την αντίληψη άλλων, ανάλογα με το τί εκείνοι θεωρούσαν, με γνώμονα τις δικές τους γνώσεις ή αξιώσεις, ως επαρκές. Επίσης ούτε η απλή παρακολούθηση διαλέξεων, την οποία μαζί με τα άλλα, επικαλέστηκε η Λ. Κα-ουτζάνη παρέχει αφ' εαυτής εχέγγυα γνώσης."
Εδώ είναι φανερό πως το επίπεδο του πιστοποιητικού από το City of London College δεν προβλημάτισε την Επιτροπή. Το σχόλιο της ότι αποτελεί συνέχεια και βελτίωση των γυμνασιακών της γνώσεων για τη γλώσσα δεν οδηγεί πουθενά ούτε ασφαλώς αποδεικνύει γνώση της γλώσσας στο καθορισθέν επίπεδο. Είναι εξίσου φανερό ότι στη δήλωση του κ. Μαρτίδη δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα ή τουλάχιστον έπρεπε να γίνει δεκτή με επιφύλαξη δεδομένου πως υπάρχει στο φάκελο στοιχείο που αντιστρατευόταν το περιεχόμενο της. Όπως προελέχθη, το πιστοποιητικό English Lower C.C.E. δεν ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας. Η βασική αιτιολογία που έδωσε ο Διευθυντής Στατιστικής και Ερευνών αφορούσε τη χρήση από τους δύο υπαλλήλους της αγγλικής στη διεκπεραίωση των επαγγελματικών υποχρεώσεων τους. Όπως όμως έχει λεχθεί στην παραπάνω απόφαση, το στοιχείο αυτό δε συνιστά αποδεικτικό γνώσης. Περαιτέρω η βεβαίωση δεν αποτελεί αυθεντική πηγή αξιολόγησης. Πιστεύω ότι την άποψη μου ενισχύει η απόφαση Συμεωνίδου, ανωτέρω, στην οποία, όπως ήδη επεσήμανα, δε λήφθηκε υπόψη η βεβαίωση/εκτίμηση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για το προαχθέν στην Υπηρεσία του πρόσωπο. Ούτε, τέλος, σε βεβαίωση ιδιωτικού οργανισμού μπορεί να αναγνωρισθεί τέτοιος ρόλος.
Το υλικό που είχε η Ε.Δ.Υ, ενώπιον της δεν υποστηρίζει την κρίση της, που δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ενόψει της κατάληξης μου δε συντρέχει λόγος εξέτασης του άλλου ισχυρισμού που πρόβαλε ο αιτητής.
Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.