ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1330
30 Μαΐου, 1997
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ι. Θεόδουλος γραφιάς,
2. ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΣΙΔΗΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1.ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2.ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 32/96)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον —Αστυνομική Δύναμη Κύπρου — Κατ' εξαίρερη προαγωγή σε Λοχία επ' ανδραγαθία — Το υπαρκτό έννομο συμφέρον του μη προαγόμενου εφόσον αυτός διεκδικεί την συνδρομή της ανδραγαθίας υπέρ του ιδίου.
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής δικαστικής απόφασης — Δέσμευση από το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου — Περιστάσεις μη παραβίασης του καθεστώτος αυτού στην κριθείσα περίπτωση.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Ακυρωτικός έλεγχος — Ουσιαστική κρίση της διοίκησης — Εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου — Επέμβαση του Δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση πλάνης ή υπερβάσεως των ορίων της διακριτικής ευχερείας της διοίκησης.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Η δυνατότητα συμπλήρωσής της από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου — Προαγωγές — Κατ' εξαίρεση προαγωγή βάσει του Καν. 9(a) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 — Η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης σύμφωνα με το Άρθρο 13Α(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 — Η απλή αναγραφή από τον Υπουργό της λέξης "εγκρίνεται" δεν αποτελεί ελάττωμα — Η αποφασιστικότητα κατά νόμο αρμοδιότητα ανήκει στον Αρχηγό της Αστυνομίας.
Λέξεις και Φράσεις — Το ρήμα "εγκρίνω" και η σχετική εγκριτική αρμοδιότητα στο Άρθρο 13Α(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285.
Οι αιτητές προσέβαλαν την κατ' επανεξέταση επαναπροαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε Λοχία, επ' ανδραγαθία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση με την οποία ισχυρίζονται ότι οι αιτητές στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν παραδεκτά την επίδικη απόφαση.
Το πιο πάνω ζήτημα έχει αποφασιστεί ήδη στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση Θεόδουλος Γραφιάς ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1219.
Ακόμα με το ίδιο ακριβώς θέμα έχει ασχοληθεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Μ. Παναγή και Άλλων και Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.81.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον.
2. Τα γεγονότα που αναφέρονται στην νέα έκθεση γεγονότων εν προκειμένω ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, δεν αποτελούν νέα γεγονότα τα οποία δεν συνέβηκαν τότε, η νέα έκθεση αποτελεί μέρος της δέουσας έρευνας που διεξήγαγε ο Αρχηγός της Αστυνομίας προτού πάρει την απόφασή του κατά την επανεξέταση όπως είχε υποχρέωση να πράξει συμμορφούμενος με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
3. Από την πιο πάνω απόφαση φαίνεται καθαρά ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας επανεξέτασε την υπόθεση προβαίνοντας στη δέουσα έρευνα και αφού διαπίστωσε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο πρώτος που έδρασε άμεσα και αποτελεσματικά, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος αποφάσισε να τον επαναπροάξει αναδρομικά σε Λοχία για ανδραγαθία.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου και στην εκτίμηση των γεγονότων που βρίσκονται ενώπιόν του. Επεμβαίνει μόνο αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας που συνιστά υπέρβαση εξουσίας, ή παραβίαση του Συντάγματος ή του νόμου.
Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, δεν φαίνεται ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη, δέουσα έρευνα έγινε και η απόφαση είναι αιτιολογημένη με επάρκεια αφού αυτή προκύπτει και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ο οποίος τέθηκε ενώπιον του Αρχηγού της Αστυνομίας.
4. Στις 13.10.95 ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Αρ. Φακ. 16/8, αφού επανεξέτασε την ακυρωθείσα πράξη με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που ίσχυε κατά τον χρόνο της πραγματοποιηθείσας προαγωγής το σύνολο των γεγονότων που την περικλείουν αποφάσισε να επαναπροάξει το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Καν. 9(α) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 και ζήτησε την έγκριση του Υπουργού σύμφωνα με το Άρθρο 13Α(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285. Στις 24.10.95 ο Υπουργός Δικαιοσύνης με σημείωμά του στην πιο πάνω επιστολή ενέκρινε την προταθείσα από τον Αρχηγό προαγωγή.
Το γεγονός ότι ο Υπουργός έγραψε απλώς "εγκρίνεται", δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με το θέμα και ότι αυτό αποτελεί άρνηση της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος. Αποτελεί θέμα πραγματικό πότε ο Υπουργός, ή οποιοδήποτε άλλο διοικητικό όργανο ασκεί εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο και πότε επισφραγίζει απόφαση άλλου. (Βλέπε Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd (1996) 3 Α.Α.Δ. 294). Στην υπό εξέταση υπόθεση την αποφασιστική αρμοδιότητα έχει ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενώ ο Υπουργός σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς απλώς εγκρίνει την απόφαση του Αρχηγού, όπως και έγινε.
Σύμφωνα με το Νεοελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας του Εμμανουήλ Κριαρά, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το ρήμα εγκρίνω σημαίνει θεωρώ κάτι μετά από εξέταση και κρίση καλό, σωστό, αξιέπαινο.
Ενόψει των πιο πάνω θεωρείται ότι ορθά ο Υπουργός άσκησε την εξουσία που του παρέχει ο νόμος και οι κανονισμοί και δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης του Δικαστηρίου τούτου. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση του Υπουργού στερείται αιτιολογίας αφού η αιτιολογία εξάγεται τόσο από το περιεχόμενο του φακέλου όσο και από την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γραφιάς ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1219,
Γεωργίου και Άλλοι ν. Παναγή και Άλλων (1997) 3 ΑΛΛ. 81,
Ε.Δ.Υ. ν. Αναστασιάδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 1,
Σάββα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4205,
Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακος v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd (1996) 3 Α.Α.Δ. 294.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης για την επαναπροαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στο βαθμό του Λοχία κατ' εξαίρεση αντί των αιτητών.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στις 30.10.95 στις Εβδομαδιαίες Διαταγές και με την οποίαν επαναπροήγαγαν μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ' εξαίρεση τον Α. Χριστοδούλου στο βαθμό του Λοχία αντί και/ή στη θέση των αιτητών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:
Στις 17.12.94 άγνωστοι έβαλαν κακόβουλα φωτιά στο εσωτερικό του τεμένους Μπαϋρακτάρη στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές στη σκάλα και το υπερώο του τεμένους.
Στις 15.3.94 εκράγηκε μικρής ισχύος βόμβα έξω από το τέμενος Αραπλάρ στη Λευκωσία, και προκάλεσε ζημιά στους υαλοπίνακες των γύρω κτιρίων.
Ύστερα από τα δύο αυτά επεισόδια η ηγεσία της Αστυνομίας πήρε αυστηρά μέτρα προστασίας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και τεμένων που βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας τοποθετώντας έξω από κάθε οίκημα φρουρό. Παράλληλα περιπολικά της Αστυνομίας εκτελούσαν προληπτικές περιπολίες και έλεγχο.
Στις 18.3.94 το ενδιαφερόμενο μέρος, αστυφύλακας 3455, τοποθετήθηκε σκοπός στο τέμενος Ομεριέ Λευκωσίας, μεταξύ των ωρών 2200 - 2400. Ήταν ενδεδυμένος με πολιτική περιβολή, έφερε το υπηρεσιακό του πιστόλι και φορητό ασύρματο. Στις 23.15 της ίδιας νύχτας και ενώ βρισκόταν μόνος του στον περίβολο του τεμένους, είδε να πλησιάζει με μικρή ταχύτητα ένα αυτοκίνητο στην οδό Τρικούπη με κατεύθυνση από το περίπτερο ΟΧΙ προς την Αρχιεπισκοπή. Το αυτοκίνητο αυτό, μόλις πέρασε το χώρο στάθμευσης του τεμένους, έκαμε επαναστροφή και μπήκε στον περίβολο του τεμένους. Προχώρησε με μικρή ταχύτητα και με τα φώτα του έλεγχε το περιτοίχισμα και τον περίβολο του τεμένους. Αμέσως ο αστυφύλακας 3455 κινήθηκε προς το μέρος του και ο οδηγός του μόλις τον αντιλήφθηκε ανάπτυξε ταχύτητα και προσπάθησε να διαφύγει. Τότε ο αστυφύλακας μπήκε μπροστά από το αυτοκίνητο αναγκάζοντάς το να σταματήσει. Στη συνέχεια υποχρέωσε τον οδηγό να κατέβει από το όχημα, παίρνοντας στην κατοχή του τα κλειδιά του αυτοκινήτου και με το υπηρεσιακό του πιστόλι ακινητοποίησε τους υπόλοιπους τρεις επιβάτες του και τους υποχρέωσε να παραμείνουν μέσα στο όχημα. Αμέσως τότε ζήτησε βοήθεια. Σε βοήθεια στο μήνυμα του προσέτρεξαν διάφορα περιπολικά της Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων και το περιπολικό με το σήμα κλήσεως Α7 του ΤΑΕ Λευκωσίας, με πλήρωμα τον λοχία 3176 Α. Δημητρίου και τον αστυφύλακα 1692 Α. Αριστοδήμου.
Από τις εξετάσεις που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι του αυτοκινήτου εκείνου επέβαιναν οι Salaladdin Βillo,οδηγός από τη Συρία και τώρα Αραδίππου, 23 χρόνων, Chassan Mohamed Mardini,από το Λίβανο, 20 χρόνων,Lurren Joel Fernandes, από τις Ινδίες, 22 χρόνων, Osman Mushtag, από το Πακιστάν, 18 χρόνων. Οι τελευταίοι τρεις ήταν φοιτητές του Cyprus College. Οι πιο πάνω αλλοδαποί αφού ερευνήθηκαν οδηγήθηκαν στο ΤΑΕ Λευκωσίας.
Σαν αποτέλεσμα της αυτοθυσίας, γενναιότητας και ζήλου προς το καθήκον, που το ενδιαφερόμενο μέρος επέδειξε, συνέλαβε τους αλλοδαπούς και εξιχνιάσθηκαν διάφορες παράνομες ενέργειές των.
Με την πράξη του αυτή προήχθηκε επ' ανδραγαθία σε Λοχία στις 5.4.94.Ο 1ος αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 543/94 με την οποία ζητούσε ακύρωση της προαγωγής, ισχυριζόμενος ότι η σύλληψη των τεσσάρων αλλοδαπών στο χώρο του τεμένους Ομεριέ στις 18.3.94 ήταν επίτευγμα του ιδίου και όχι του ενδιαφερόμενου μέρους. Το Ανώτατο Δικαστήριο με πρωτόδικη απόφαση του ημερ. 21.6.95 ακύρωσε την προαγωγή με το αιτιολογικό ότι δεν τέθηκαν όλα τα γεγονότα ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας και του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Κατόπιν τούτου ο Αρχηγός έδωσε οδηγίες και ο Υπαστυνόμος Γ. Μιχαηλίδης, υπεύθυνος Αρχείου του Τμήματος Α' του Αρχηγείου ετοίμασε φάκελο με αντίγραφα όλων των σχετικών καταθέσεων και καταχωρήσεων και έκαμε αναλυτική έκθεση γεγονότων με ημερ. 25.8.95.
Ο φάκελος τέθηκε ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος αφού τον μελέτησε υπόγραψε τη σχετική έκθεση γεγονότων με ημερομηνία 13.9.95.
Στις 13.10.95 ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αφού επανεξέτασε την ακυρωθείσα πράξη με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που ίσχυε κατά το χρόνο της πραγματοποιηθείσας προαγωγής, το σύνολο των γεγονότων που την περικλείουν, αποφάσισε να επαναπροάξει το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά από τις 5.4.94, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Καν. 9(α) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 και ζήτησε την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως σύμφωνα με το άρθρο 13Α(1), του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285. Στις 24.10.95 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως με σημείωμα του στην πιο πάνω επιστολή έκρινε την προταθείσα από τον Αρχηγό προαγωγή.
Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές Τόμος XXXVI, Αύξων αρ. 44, ημερομηνίας 30.10.95.
Η προσφυγή αυτή αφορά επανεξέταση που έγινε μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.6.95 στην προσφυγή του αιτητή Γραφιά στην υπόθεση αρ. 543/94.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο γιατί έπασχε λόγω μη διεξαγωγής της έρευνας που επιβαλλόταν κάτω από τις περιστάσεις και στην πραγματικότητα ούτε ο Αρχηγός που είναι το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα ούτε ο Υπουργός που κατά το νόμο και τους κανονισμούς εγκρίνει, κατέληξαν σε οποιαδήποτε κρίση αναφορικά με τα γεγονότα.
Νομικοί ισχυρισμοί:
(1)Η επανεξέταση πάσχει γιατί έλαβε υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, ενώ τα τότε ήσαν ισχυρά και διαφορετικά.
(2)Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση με την οποία ισχυρίζονται ότι οι αιτητές στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν παραδεκτά την επίδικη απόφαση.
Το πιο πάνω ζήτημα έχει αποφασιστεί ήδη στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση Θεόδουλος Γραφιάς ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1219, όπου ο Δικαστής Κωνσταντινίδης, στις σελίδες 3 και 4 αναφέρει:
"Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. Δεν είναι νοητό, λέγουν, να επιδιώκει ο αιτητής ακύρωση της προαγωγής του Α. Χριστοδούλου σε λοχία, αφού εκείνος ήδη κατέχει αυτό το βαθμό και εν πάση περιπτώσει δεν τίθεται ζήτημα κενών θέσεων τις οποίες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν υποψήφιοι. Η προαγωγή ήταν το αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής εξουσίας με βάση τα συμπεράσματα ως προς την πράξη του Α. Χριστοδούλου και μόνο.
Κρίνω ορθή την αντίθετη άποψη του αιτητή. Στο πλαίσιο των ισχυρισμών που προβλήθηκαν, η ακύρωση της προαγωγής του Α. Χριστοδούλου θα διάνοιγε τη δυνατότητα δικής του προαγωγής εφόσον εθεωρείτο ότι ήταν οι δικές του ενέργειες που οδήγησαν στη σύλληψη, υπό τον όρο βέβαια ότι και αυτή θα κρινόταν ως ανδραγαθία. Είναι ορθό πως δεν επιβάλλεται καθήκον προαγωγής για ανδραγαθία αλλά με ισχύουσα την προαγωγή του Α. Χριστοδούλου αποκλείεται οριστικά η άσκηση της διακριτικής εξουσίας που παρείχε ο Κανονισμός 9(α) σε σχέση με τις κατ' ισχυρισμόν ενέργειες του αιτητή. Αποκλείεται, επίσης, η κατ' ισχυρισμόν ορθή αποτίμηση της δράσης του αιτητή που ενδεχομένως θα είχε σημασία ως προς τη μελλοντική του ανέλιξη, ανεξάρτητα από τον Κανονισμό 9(α). Αναφέρει ο αιτητής στην προσφυγή του πως ήταν παράνομη η προαγωγή του Α. Χριστοδούλου στη θέση του λοχία αντί του ίδιου αλλά αυτή η διατύπωση του αιτήματος του δεν διαφοροποιεί τη φύση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντικείμενο της προσφυγής μπορεί να είναι μόνο η προαγωγή που έγινε και σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(α) όχι μόνο αστυφύλακες αλλά και λοχίες μπορούν να προαχθούν για ανδραγαθία. Θα πρόσθετα πως, ούτως ή άλλως, τίθεται ζήτημα ηθικού εννόμου συμφέροντος όταν για δράση που ο αιτητής εμφανίζει δική του πιστώνεται και προάγεται άλλος."
Ακόμα με το ίδιο ακριβώς θέμα έχει ασχοληθεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Λοχίας 4549, Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Μ. Παναγή και Άλλων και Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81 όπου ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας ανέφερε τα εξής:
"Κάθε μέλος της τάξης του Αστυνομικού Σώματος από το οποίο προέρχεται ο προαγόμενος επ' ανδραγαθία, που έχει τα προσόντα για προαγωγή, έχει ηθικό συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Το συμφέρον του πηγάζει από την παράκαμψη της διαδικασίας για τις προαγωγές μελών της τάξης, όπου ο προσφεύγων υπηρετεί, το οποίο επηρεάζει, αφενός, την υπηρεσιακή του κατάσταση και, αφετέρου, τη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος. Κατάχρηση της εξουσίας διανοίγει την οδό της αυθαιρεσίας και της καταπάτησης της χρηστής διοίκησης. Πρόκειται, για εξουσία η οποία αποβλέπει στην ανταμοιβή του ηρωισμού. Ολόκληρη η τάξη των αστυφυλάκων, και κάθε ένας από αυτούς, έχει συμφέρον στη διασφάλιση της σύννομης άσκησης της εξουσίας, για προαγωγή επ' ανδραγαθία. Η άσκηση της εξουσίας, μέσα στο πλαίσιο του Νόμου, προάγει το κύρος των αστυφυλάκων, ενώ η κατάχρηση της διανοίγει τη θύρα για τον εξοστρακισμό της αξιοκρατίας στις προαγωγές."
Καταλήγω ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον.
Στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος για τους αιτητές εισηγείται ότι η επανεξέταση πάσχει γιατί λήφθηκαν υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου και μ' αυτό υπονοεί ότι η νέα έκθεση γεγονότων που έγινε από τον Υπαστυνόμο Γ. Μι-χαηλίδη υπεύθυνο Αρχείου του Τμήματος Α' του Αρχηγείου, κατόπιν οδηγιών του Αρχηγού Αστυνομίας, αποτελεί νέο στοιχείο που δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση της υπόθεσης μετά την ακυρωτική απόφαση της 21.6.95. Σύμφωνα πάντοτε με τον ισχυρισμό των Αιτητών δεν ετίθετο θέμα να γίνει νέα έκθεση γεγονότων, γιατί η υπάρχουσα στο Δικαστήριο έκθεση γεγονότων δεν κρίθηκε δικαστικά άκυρη.
Όλα τα πιο πάνω δεν με βρίσκουν σύμφωνο.
Στην ακυρωτική απόφαση στη Γραφιάς ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1219, ο Δικαστής κ. Κωνσταντινίδης αναφέρει:
"Δεν είναι επιτρεπτό να αναζητηθεί έρεισμα σε γεγονότα μεταγενέστερα της προαγωγής. Αντικείμενο του ελέγχου είναι η απόφαση για προαγωγή και αυτή είχε ήδη τελειωθεί. Τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται οι εκθέσεις ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο αλλά δεν εξετάστηκαν ούτε αξιολογήθηκαν κατά την άσκηση της εξουσίας του Αρχηγού και του Υπουργού σε σχέση με το θέμα.
Οι καθ' ων η αίτηση και ο κ. Α. Χριστοδούλου ανέπτυξαν επιχειρήματα στην προσπάθειά τους να πείσουν πως ήταν η εκδοχή του Α. Χριστοδούλου η ορθή. Διατύπωσαν συλλογισμούς και παρέπεμψαν ακόμα και σε λεπτομέρειες των καταθέσεων στις οποίες προέβηκαν οι ίδιοι οι συλληφθέντες. Δεν είναι δυνατή η πρωτογενής αξιολόγηση αυτών των στοιχείων από το Δικαστήριο. Θα εναπόκειται στον Αρχηγό και στον Υπουργό να τα αξιολογήσουν εφόσον θα επανεξετάσουν το θέμα."
Τα γεγονότα που αναφέρονται στην νέα έκθεση γεγονότων ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, δεν αποτελούν νέα γεγονότα τα οποία δεν συνέβηκαν τότε, η νέα έκθεση αποτελεί μέρος της δέουσας έρευνας που διεξήγαγε ο Αρχηγός της Αστυνομίας προτού πάρει την απόφασή του κατά την επανεξέταση όπως είχε υποχρέωση να πράξει συμμορφούμενος με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η επίδικη απόφαση έχει ως πιο κάτω:
"Επανεξέτασα την ακυρωθείσα πράξη με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που ίσχυε κατά το χρόνο της πραγματοποιηθείσας προαγωγής και αφού μελέτησα το φάκελο της υπόθεσης, στην οποία περιέχεται το σύνολο των γεγονότων τα οποία διαδραματίσθηκαν το βράδυ της 18ης Μαρτίου 1994, παρά το τέμενος Ομεριέ στη Λευκωσία, διαπίστωσα ότι από τα ευρήματα, διαφαίνεται πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο πρώτος που έδρασε άμεσα και αποτελεσματικά θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, ήταν μόνο ο Αστυφ. 3455 Α. Χριστοδούλου, ενώ σε αργότερο στάδιο διαφάνηκε ότι προσέτρεξαν και συνέδραμαν στις μετέπειτα ενέργειες και άλλα μέλη της Αστυνομίας χωρίς να συμμετάσχουν στην σύλληψη και οι ενέργειες τους δεν εμπίπτουν στην πρόνοια του Κανονισμού 9(α). Βάσει των πιο πάνω αποφάσισα να επαναπροάξω αναδρομικά από τις 5.4.94 τον Αστυφ. 3455 Α. Χριστοδούλου σε Λοχία για ανδραγαθία, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο Κανονισμός 9(α) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 και παρακαλώ όπως έχω την έγκριση σας, σύμφωνα με το άρθρο 13Α(1), του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285."
Από την πιο πάνω απόφαση φαίνεται καθαρά ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας επανεξέτασε την υπόθεση προβαίνοντας στη δέουσα έρευνα και αφού διαπίστωσε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο πρώτος που έδρασε άμεσα και αποτελεσματικά,θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του ήταν ο Αστυφ. 3455 Α. Χριστοδούλου αποφάσισε να τον επαναπροάξει αναδρομικά σε Λοχία για ανδραγαθία.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου και στην εκτίμηση των γεγονότων που βρίσκονται ενώπιον του. Επεμβαίνει μόνο αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας που συνιστά υπέρβαση εξουσίας, ή παραβίαση του Συντάγματος ή του νόμου. (Βλέπε ΕΔΥ ν. Αναστασιάδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 1, Λοχίας 4549 Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Μ. Παναγή και Άλλων και Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω).)
Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιό μου δεν φαίνεται ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη, δέουσα έρευνα έγινε και η απόφαση είναι αιτιολογημένη με επάρκεια αφού αυτή προκύπτει και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ο οποίος τέθηκε ενώπιον του Αρχηγού της Αστυνομίας, ο οποίος και τον μελέτησε όπως φαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση που παρέθεσα πιο πάνω.
Για το θέμα της αιτιολογίας της διοικητικής πράξης ο Δικαστής Νικήτας, εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας στη Χ. Σάββα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4205, ανέφερε τα εξής σχετικά:
"Η υποχρέωση αιτιολογίας διοικητικής πράξης, που επιβάλλει γενική αρχή του δικαίου, ήταν αντικείμενο πολυάριθμων αποφάσεων. Ξεχωρίζουμε όμως τις αποφάσεις Λουκά ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1640 και τη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589, γιατί εξετάστηκε η ανάγκη αιτιολογίας αρνητικών αποφάσεων του Συμβουλίου να παραχωρήσει σύνταξη σε αστυνομικούς που τερματίστηκε η υπηρεσία τους υπό όμοιες συνθήκες. Η ουσία των αποφάσεων είναι πως η επάρκεια της αιτιολογίας μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου μόνο. Είναι άξια μνείας η σχετική περικοπή από την υπόθεση Λουκά στη σελ. 1645:
"Ερχόμαστε να εξετάσουμε τώρα την εισήγηση πως η επίδικη απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Δέουσα αιτιολογία είναι ουσιώδες στοιχείο σε μια διοικητική απόφαση, αλλά επαρκής αιτιολόγηση μπορεί επίσης να συναχθεί ικανοποιητικά από το διοικητικό φάκελο. Στην παρούσα ειδικά υπόθεση το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ενώπιόν του το φάκελο του αιτητή και το υπόλοιπο αναγκαίο υλικό και ειδικώτε-ρα την "πρόταση" του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 18.1.92 προς το Συμβούλιο η οποία είναι τόσο σαφής ώστε να αποτελεί από μόνη της τη δέουσα αιτιολογία που χρειάζεται."
Στην προκείμενη περίπτωση ένα βλέμμα στα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Συμβουλίου (τα αναφέραμε προ ολίγου περιληπτικά) και στην ίδια την απόφαση του πείθει για την πληρότητα της αιτιολογίας. Το υλικό δεν αφήνει αμφιβολίες σε κανένα για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος. Υπάρχει σ' αυτό ακριβής μνεία των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η διοικητική πράξη όπως και η νομική της βάση."
Υπάρχει ακόμα ισχυρισμός εκ μέρους του δικηγόρου των αιτητών ότι η απλή καταγραφή της λέξης "εγκρίνεται" από τον Υπουργό κάτω από την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας δεν βοηθά στην διάσωση της πράξης η οποία στερείται αιτιολογίας και έρευνας εκ μέρους του Υπουργού. Το να εγκρίνει απλά ότι ετοίμασε ο Αρχηγός Αστυνομίας αποτελεί εγκατάλειψη ή αποποίηση αρμοδιότητας γεγονός που οδηγεί σε ακύρωση.
Ούτε ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Ο Καν. 9(α) της Κ.Δ.Π. 52/89 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 αναφέρει τα πιο κάτω:
"9. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών ο Αρχηγός με έγκριση του Υπουργού, δύναται:
α. Να προαγάγει αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο για ανδραγαθία....."
Στις 13.10.95 ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Αρ. Φακ. 16/8, αφού επανεξέτασε την ακυρωθείσα πράξη με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που ίσχυε κατά τον χρόνο της πραγματοποιηθείσας προαγωγής το σύνολο των γεγονότων που την περικλείουν αποφάσισε να επαναπροάξει το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Καν. 9(α) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 και ζήτησε την έγκριση του Υπουργού σύμφωνα με το άρθρο 13Α(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285. Στις 24.10.95 ο Υπουργός Δικαιοσύνης με σημείωμά του στην πιο πάνω επιστολή ενέκρινε την προταθείσα από τον Αρχηγό προαγωγή.
Το γεγονός ότι ο Υπουργός έγραψε απλώς "εγκρίνεται" δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με το θέμα και ότι αυτό αποτελεί άρνηση της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος. Αποτελεί θέμα πραγματικό πότε ο Υπουργός, ή οποιοδήποτε άλλο διοικητικό όργανο ασκεί εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο και πότε επισφραγίζει απόφαση άλλου. (Βλέπε Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd (1996) 3 Α.Α.Δ. 294.) Στην υπό εξέταση υπόθεση την αποφασιστική αρμοδιότητα έχει ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενώ ο Υπουργός σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς απλώς εγκρίνει την απόφαση του Αρχηγού, όπως και έγινε.
Σύμφωνα με το Νεοελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας του Εμμανουήλ Κριαρά, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το ρήμα εγκρίνω σημαίνει θεωρώ κάτι μετά από εξέταση και κρίση καλό, σωστό, αξιέπαινο.
Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι ορθά ο Υπουργός άσκησε την εξουσία που του παρέχει ο νόμος και οι κανονισμοί και δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης του Δικαστηρίου τούτου. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση του Υπουργού στερείται αιτιολογίας αφού η αιτιολογία εξάγεται τόσο από το περιεχόμενο του φακέλου όσο και από την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας.
Ενόψει των πιο πάνω η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και για το λόγο αυτό η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.