ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ALVANIS ν. CYTA (1984) 3 CLR 42
REPUBLIC ν. SAFIRIDES (1985) 3 CLR 163
Mytides ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 737
Χαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 147
Σάββα ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 ΑΑΔ 801
Λύωνας Γεώργιος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2038
Δημοκρατία ν. Aλέκου Πιτσιλλίδη και Άλλων (1990) 3 ΑΑΔ 4330
Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376
"Χ"" Γιάννη κ.α." ν. Α.ΤΗ.Κ. (1991) 4 ΑΑΔ 3042
"Χ""Βασιλείου κ.α." ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 ΑΑΔ 4136
Στυλιανίδου Nάγια και Άλλοι ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (Αρ. 1) (1993) 4 ΑΑΔ 1429
Τσερκέζος Βάσος και Άλλος ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 4 ΑΑΔ 1574
Ξενίδης Ξενής και Άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 4 ΑΑΔ 2351
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1997) 4 ΑΑΔ 1116
9 Μαΐου, 1997
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 189/95)
ΒΑΣΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 190/95)
ελπιδοφόρος αλβανη,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 189/95, 190/95)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Έλλειψη εννόμου συμφέροντος προσβολής προαγωγής στο πρόσωπο υποψηφίου που δεν κατείχε τα προς προαγωγή προσόντα κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου — Το ζήτημα της υποβολής συστάσεων, επί προαγωγής, από προϊστάμενο που δεν κατείχε την θέση του προϊσταμένου κατά τον ουσιώδη χρόνο — Τα πορίσματα της νομολογίας — Νόμιμη η υποβολή συστάσεων από το νέο Προϊστάμενο στην κριθείσα περίπτωση.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Προαγωγές — Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή — Φύση και βαρύτητα — Εισήγηση από άλλον Διευθυντή κατά την επανεξέταση λόγω αφυπηρέτησης του υπηρετούντος κατά το χρόνο διενέργειας των ακυρωθέντων προαγωγών.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Ακυρωτικός έλεγχος — Δεν εκτείνεται επί της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ο αιτητής προήχθη στον αμέσως κατώτερο του επίδικου, βαθμό του Τομεάρχη, στις 1.6.84, ημερομηνία μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου λήψης της επίδικης απόφασης.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων ο αιτητής κατείχε το βαθμό του Υποτομεάρχη και κατά συνέπεια εστερείτο έννομου συμφέροντος προσβολής της επίδικης προαγωγής.
2. Σύμφωνα με τον Καν.10(6)(α) της Κ.Δ.Π. 220/82, το Δ.Σ. αποφασίζει και διενεργεί τις κατά βαθμό προαγωγές προς πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων Ανώτατου Προσωπικού τη εισηγήσειτου Γενικού Διευθυντή.
Συμμορφούμενο προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση, Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ, το Δ.Σ. της Αρχής επανεξέτασε το ζήτημα πλήρωσης της κενωθείσας, συνεπεία της ακύρωσης, θέσης με αναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωθείσας πράξης.
Λόγω της ανυπαρξίας εγκύρων ΦΠ/Π κατά τον ουσιώδη χρόνο και ένεκα της αφυπηρέτησης των τότε Προϊσταμένων των υποψηφίων καθώς και του Γ. Διευθυντή, το Δ.Σ, προς διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητα των κρινομένων, έλαβε υπόψη τις συστάσεις του νέου Γ. Διευθυντή, ο οποίος ως Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών και άμεσα Προϊστάμενος των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε γνώση της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης τους.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί η ακυρωτική απόφαση δεν εμποδίζει την έκδοση ταυτόσημης πράξης εφόσον αυτή γίνεται κατ' επανάληψη της διαδικασίας κατόπιν νέας έρευνας της υπόθεσης και εκτίμησης των ιδίων ή νέων στοιχείων τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοσή της αρχικής.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν.10(6)(α) η εισήγηση του Γ. Διευθυντή για τους υποψηφίους αποτελεί ένα αυτοτελές ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως κατά την διενέργεια των προαγωγών.
Λόγω αντικειμενικής αδυναμίας του τέως Διευθυντή προς υποβολή συστάσεων το Δ.Σ. της Αρχής έλαβε τις συστάσεις του νέου Γ. Διευθυντή ο οποίος, λόγω της θέσης την οποία κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε γνώση της υπηρεσιακής επίδοσης των υποψηφίων.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, το Δικαστήριο έκρινε νόμιμη την ενέργεια της ΕΔΥ να καλέσει τον νέο Γ. Διευθυντή προς υποβολή συστάσεων κατά την επανεξέταση εφόσον ο Διευθυντής ο οποίος είχε αρχικά υποβάλει συστάσεις οι οποίες κρίθηκαν παράνομες, αφυπηρέτησε.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αλέκου Πϊτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330, κρίθηκε ότι οι συστάσεις του νέου Γ. Διευθυντή, ο οποίος δεν ήταν προϊστάμενος του Τμήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν εισήγαγαν νέο στοιχείο κρίσεως κατά την επανεξέταση, εφόσον αυτές στηρίχθηκαν αποκλειστικά σε δεδομένα και στοιχεία τα οποία ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο.
Εν προκειμένω, ο εν ενεργεία Γ. Διευθυντής ήταν προϊστάμενος των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εισήγησής του και από το πρακτικό της συνεδρίασης του Δ. Συμβουλίου ημ. 8.12.94, οι συστάσεις δόθηκαν αποκλειστικά με αναφορά σε στοιχεία και δεδομένα τα οποία ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο.
Η ενέργεια της Αρχής να συμπεριλάβει τη σύσταση του νέου Γ. Διευθυντή ως στοιχείο κρίσεως κατά την επανεξέταση, ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και των αρχών της νομολογίας, κρίνεται νόμιμη.
3. Η μέθοδος αξιολόγησης και στάθμισης των στοιχείων των φακέλων εκ μέρους του αρμοδίου οργάνου και η κρίση ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, ενόψει και της απουσίας, εν προκειμένω, ειδικών και συγκεκριμένων λόγων για έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του προαχθέντος, ως κρίση ουσιαστική διαφεύγει τον έλεγχο του Δικαστηρίου.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 2351,
Alvanis v. CYTA (1984) 3 C.L.R. 42,
Στυλιανίδου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 1429,
Τσερκέζος κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1994) 4 Α.Α.Δ. 1574,
Χατζηγιάννης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 3042,
R. v. Safmdes (1985) 3 C.L.R. 163,
Mytides v. R. (1988) 3 C.L.R. 737,
Haris v. R. (1989) 3 Α.Α.Δ. 147,
Δημοκρατία v. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
Χατζηβασιλείου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4136,
Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,
Δημοκρατία ν. Πιστιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330,
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,
Σάββα ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 801.
Προσφυγές.
Προσφυγές με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου στο βαθμό Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών αντί των αιτητών.
Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 189/95.
Χ. Ιερείδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 190/95.
Ν. Χατζηιωάννου, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές, οι οποίες συ-νεκδικάστηκαν για το λόγο ότι στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης, οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους Αρπάλου Κυπριανού στο βαθμό του Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 1.11.82, κατά παράλειψη των ιδίων.
Προς συμμόρφωση με την ακύρωση απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση, Ξενής Ξενίδης κ.ά. v. A.TH.K. (1994) 4 Α.Α.Δ.2351, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής σε συνεδρίαση του ημερ. 29.11.94 αποφάσισε να ζητήσει τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού για την πλήρωση με προαγωγή μίας κενής θέσης Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών με βάση το ισχύον κατά την 27.10.82 νομικό και πραγματικό καθεστώς. (Βλ. Alvanis v. CYTA (1984) 3 C.L.R. 42).
Σε συνεδρίαση ημερ. 5.12.94 το Συμβούλιο Προσωπικού, κατ' εφαρμογή των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82, οι οποίοι αποτελούσαν ισχύον δίκαιο κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ειδικότερα του Καν. 4(3)(Α) & (Β) ο οποίος αναφέρεται στους βαθμούς του Ανώτερου και Ανώτατου Προσωπικού και του Καν. 10(1) σύμφωνα με τον οποίο, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για προαγωγή στον ανώτερο βαθμό η συμπλήρωση τριετίας στον κατεχόμενο βαθμό, κατάρτισε κατάλογο υποψηφίων οι οποίοι κατά την 27.10.82 είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη, ο οποίος αποτελεί τον αμέσως κατώτερο βαθμό του Υποδιευθυντή, στον οποίο περιλήφθηκαν ο αιτητής στην προσφυγή 190/95 και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Το Συμβούλιο Προσωπικού κατάρτισε στη συνέχεια κατάλογο υποψηφίων οι οποίοι κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Καν. 8(1)(Α)(α) ή πληρούσαν το Σχέδιο Υπηρεσίας Ανώτερου Μηχανικού το οποίο ίσχυε και εφαρμόζετο για το προσωπικό της Αρχής το οποίο προσλήφθηκε στην υπηρεσία πριν την 13.5.72.
Λόγω της απουσίας έγκυρων Υπηρεσιακών Εκθέσεων κατά τον ουσιώδη χρόνο, ένεκα της αφυπηρέτησης των Προϊσταμένων των υποψηφίων και ελλείψει άλλων στοιχείων σχετικά με την υπηρεσιακή τους επίδοση, το Συμβούλιο Προσωπικού αποφάσισε ότι εκωλύετο να γνωματεύσει προς την Αρχή αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητα τους και κατέληξε ότι,
"Ο μόνος που μπορούσε να έχει γνώση της επίδοσης και απόδοσης των υποψηφίων είναι ο Γενικός Διευθυντής, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών, ο οποίος και θα υποβάλει την εισήγηση του προς την Αρχή, με βάση τον Κανονισμό 10(6)(α) της Κ.Δ.Π. 220/82, πριν από την τροποποίησή του με την Δ.Π. 91/89-21.4.89."
Ο εν ενεργεία Γενικός Διευθυντής υπέβαλε την εισήγησή του προς την Αρχή με έγγραφη έκθεση ημερ. 7.12.94.
Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
" . . . . μελέτησα διεξοδικά το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων υπαλλήλων και με βάση την προσωπική μου αντίληψη για τον καθένα από αυτούς, που δημιουργήθηκε από τη συνεργασία μαζί τους ως Υποδιευθυντής και Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών, διαπιστώνω ότι καταλληλότερος για την κενή θέση είναι ο υποψήφιος Άρπαλος Κυπριανού (1087), γι' αυτό και εισηγούμαι προαγωγή του στο βαθμό του Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών για πλήρωσή της.
Κατά την άποψή μου ο Α. Κυπριανού κατά τον ουσιώδη χρόνο υπερείχε των υπόλοιπων υποψήφιων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες."
Σε συνεδρίαση ημερ. 8.12.94, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής επανεξέτασε το θέμα πλήρωσης της θέσης σύμφωνα με το ισχύον κατά την 27.10.82 πραγματικό και νομικό καθεστώς.
Στη συνεδρίαση κλήθηκε και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών και άμεσα προϊστάμενος όλων των υποψήφιων, ο οποίος εξέφρασε τις απόψεις του αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση ενός εκάστου.
Όσον αφορά τον αιτητή Αλβάνη και το ενδιαφερόμενο μέρος Κυπριανού ο Γενικός Διευθυντής προέβη στα ακόλουθα σχόλια:
"Ο υποψήφιος Ελπιδοφόρος Αλβάνης (25) ήταν υπάλληλος με χαμηλή απόδοση και επίδοση με περιορισμένες ικανότητες και δεν διέθετε την ουσιαστική καταλληλότητα για τις προς πλήρωση θέσεις."
"Ο υποψήφιος Άρπαλος Κ. Κυπριανού (1087) ήταν υπάλληλος με καλά ακαδημαϊκά προσόντα, με καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες και είχε ψηλή απόδοση και επίδοση."
Το Συμβούλιο προχώρησε σε περαιτέρω μελέτη των δεδομένων για τους υποψηφίους και συγκεκριμένα, των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, της Εισήγησης του Γενικού Διευθυντή, του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων και των προφορικά εκτεθεισών απόψεων του Γενικού Διευθυντή.
Κατόπιν αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων το Συμβούλιο έκρινε ότι καταλληλότερος για προαγωγή στη θέση ήταν ο Α. Κυπριανού.
Το Συμβούλιο ανέφερε ότι ήταν πεπεισμένο ότι ο Α. Κυπριανού διέθετε τόσο τα τυπικά προσόντα όσο και την ουσιαστική καταλληλότητα για επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και υπερείχε των λοιπών υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή του αναδρομικά από 1.11.82.
Ο αιτητής στην προσφυγή 189/95, Β. Τσερκέζος, δεν περιελήφθη στον κατάλογο των υποψηφίων οι οποίοι κρίθηκαν ότι είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη κατά την 27.10.82.
Σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, ο αιτητής εστερείτο έννομου συμφέροντος προσβολής της επίδικης προαγωγής για το λόγο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν κατείχε το απαιτούμενο από τον Καν. 10(4) προσόν της τριετούς υπηρεσίας στον αμέσως κατώτερο του προς προαγωγή βαθμό, του Τομεάρχη.
Σύμφωνα με τον Καν. 10(1) και (4) της Κ.Δ.Π. 220/82, οι προαγωγές ενεργούνται κατά βαθμό και επιτρέπονται μόνο στον αμέσως ανώτερο βαθμό του κατεχόμενου, εφόσον στον κατεχόμενο βαθμό έχει συμπληρωθεί τριετής τουλάχιστον υπηρεσία.
Ο αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής στις 20.8.59, προήχθηκε στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' στις 1.1.75 και ακολούθως στο βαθμό του Υποτομεάρχη στις 1.7.78.
Σύμφωνα με τον Καν. 4(3)(Α) και (Β) ο επίδικος βαθμός του Υποδιευθυντή ανήκει στο Ανώτατο Προσωπικό και αμέσως κατώτερος αυτού είναι ο βαθμός του Τομεάρχη ο οποίος υπάγεται στο Ανώτερο Προσωπικό της Αρχής.
Κρίσιμο χρονικό σημείο για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων του Νόμου αποτελεί ο χρόνος έκδοσης της πράξης, ο οποίος, όσον αφορά το ζήτημα της κτήσεως των προσόντων, ανατρέχει στο καθεστώς το οποίο ίσχυε πριν την 27.10.82 (Βλ. σχετικά Νάγια Στυλιανίδου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 1429).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ο αιτητής προήχθη στον αμέσως κατώτερο του επίδικου, βαθμό του Τομεάρχη, στις 1.6.84, ημερομηνία μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου λήψης της επίδικης απόφασης.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων ο αιτητής κατείχε το βαθμό του Υποτομεάρχη και κατά συνέπεια εστερείτο έννομου συμφέροντος προσβολής της επίδικης προαγωγής. (Βλ. σχετικά,. Τσερκέζος κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1994) 4 Α.Α.Δ. 1574, Ανδρέας Χ "Γιάννης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 3042 και Χαράλαμπος Χ" Βασιλείου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 A.A.D. 4136).
Η προσφυγή του αιτητή Β. Τσερκέζου κρίνεται απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί.
Ελλείψει νομίμων στοιχείων κρίσεως κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Αρχή, προς διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων, έλαβε υπόψη τη γραπτή εισήγηση και τις προφορικά εκτεθείσες απόψεις του εν ενεργεία Γενικού Διευθυντή ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρξε Υποδιευθυντής και Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών και άμεσα προϊστάμενος των υποψηφίων.
Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή στην πρ. 190/95, Ε. Αλβάνη, ότι η κλήση του νέου Γενικού Διευθυντή προς υποβολή συστάσεων παραβίαζε το ουσιώδες νομικό και πραγματικό καθεστώς της επανεξέτασης για το λόγο ότι εισήγαγε νέο στοιχείο κρίσεως το οποίο δεν ίσχυε και δεν ελήφθη υπόψη κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής πράξης.
Σύμφωνα με τον Καν. 10(6)(α) της Κ.Δ.Π. 220/82, το Δ.Σ. αποφασίζει και διενεργεί τις κατά βαθμό προαγωγές προς πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων Ανώτατου Προσωπικού τη εισηγήσει του Γενικού Διευθυντή.
Συμμορφούμενο προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση, Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ, ανωτέρω, το Δ.Σ. της Αρχής επανεξέτασε το ζήτημα πλήρωσης της κενωθείσας, συνεπεία της ακύρωσης, θέσης με αναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωθείσας πράξης.
Λόγω της ανυπαρξίας εγκύρων ΦΠ/Π κατά τον ουσιώδη χρόνο και ένεκα της αφυπηρέτησης των τότε Προϊσταμένων των υποψηφίων καθώς και του Γ. Διευθυντή, το Δ.Σ., προς διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητα των κρινομένων, έλαβε υπόψη τις συστάσεις του νέου Γ. Διευθυντή, ο οποίος ως Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών και άμεσα Προϊστάμενος των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε γνώση της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσής τους.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί η ακυρωτική απόφαση δεν εμποδίζει την έκδοση ταυτόσημης πράξης εφόσον αυτή γίνεται κατ' επανάληψη της διαδικασίας κατόπιν νέας έρευνας της υπόθεσης και εκτίμησης των ιδίων ή νέων στοιχείων τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοσή της αρχικής. (Βλ. R. v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, Mytides v. R. (1988) 3 C.L.R. 737, Haris v. R. (1989) 3 Α.Α.Δ. 147, Δημοκρατία ν. Θεόδουλου Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,52, Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ, ανωτέρω και Πορίσματα Νομολογίας ΣτΕ 1929ο 1959 σελ. 280).
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 10(6)(α) η εισήγηση του Γ. Διευθυντή για τους υποψηφίους αποτελεί ένα αυτοτελές ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως κατά την διενέργεια των προαγωγών.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση, Χαράλαμπος Χ" Βασιλείου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ.4136,
"Η πρόνοια των Κανονισμών για αναζήτηση της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή πριν από κάθε προαγωγή, αφ' εαυτής αλλά και σε συνδυασμό προς τα κριτήρια που καθορίζονται, εξυπακούει πως πέρα από τα αντικειμενικά στοιχεία των φα-κέλλων που και το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής μπορεί να διαπιστώσει, είναι ενδεδειγμένο να αξιοποιηθούν και όσα ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής γνωρίζει αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων".
Λόγω αντικειμενικής αδυναμίας του τέως Διευθυντή προς υποβολή συστάσεων το Δ.Σ. της Αρχής έλαβε τις συστάσεις του νέου Γ. Διευθυντή ο οποίος, λόγω της θέσης την οποία κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε γνώση της υπηρεσιακής επίδοσης των υποψηφίων.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Λύωνα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, το Δικαστήριο έκρινε νόμιμη την ενέργεια της ΕΔΥ να καλέσει τον νέο Γ. Διευθυντή προς υποβολή συστάσεων κατά την επανεξέταση εφόσον ο Διευθυντής ο οποίος είχε αρχικά υποβάλει συστάσεις οι οποίες κρίθηκαν παράνομες, αφυπηρέτησε.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Δημοκρατίας ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330, κρίθηκε ότι οι συστάσεις του νέου Γ. Διευθυντή, ο οποίος δεν ήταν προϊστάμενος του Τμήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν εισήγαγαν νέο στοιχείο κρίσεως κατά την επανεξέταση, εφόσον αυτές στηρίχθηκαν αποκλειστικά σε δεδομένα και στοιχεία τα οποία ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο. (Βλ. επίσης, Ρένος Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, Λίζα Σάββα ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 801 & Ξενής Ξενίδης ν. ΑΤΗΚ, ανωτέρω).
Εν προκειμένω, ο εν ενεργεία Γ. Διεθυντής ήταν προϊστάμενος των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εισήγησής του και από το πρακτικό της συνεδρίασης του Δ. Συμβουλίου ημ. 8.12.94, οι συστάσεις δόθηκαν αποκλειστικά με αναφορά σε στοιχεία και δεδομένα τα οποία ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο.
Η ενέργεια της Αρχής να συμπεριλάβει τη σύσταση του νέου Γ. Διευθυντή ως στοιχείο κρίσεως κατά την επανεξέταση, ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και των αρχών της νομολογίας, κρίνεται νόμιμη, και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η μέθοδος αξιολόγησης και στάθμισης των στοιχείων των φακέλων εκ μέρους του αρμοδίου και η κρίση ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, ενόψει και της απουσίας, εν προκειμένω, ειδικών και συγκεκριμένων λόγων για έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του προαχθέντος, ως κρίση ουσιαστική διαφεύγει τον έλεγχο του Δικαστηρίου.
Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.