ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1108
9 Μαΐου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FRAMESPEX LTD,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2.ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 436/95)
Τελωνειακοί Δασμοί — Επιβολή — Εκτελεστότητα — Συνάρτηση της εκτελεστότητας προς την καταβολή τον επιβληθέντος δασμού — Το Άρθρο 161 τον Ν.82/67 και η ερμηνεία από τη νομολογία.
Τελωνειακοί Δασμοί — Προτιμησιακό καθεστώς — Πρωτόκολλο της 15/9/77 για προϊόντα κοινοτικής προέλευσης — Ερμηνεία—Ρόλος τον εξαγωγέα και τον εξάγοντος κράτους — Κρισιμότητα των ενεργειών τον πιστοποιητικού κίνησης.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την απόφαση επιβολής πρόσθετων δασμών επί προϊόντων τα οποία είχε εισαγάγει.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το πρόβλημα της εκτελεστότητας απασχόλησε πρόσφατα και στη Milouca Motor Trading Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 706, επίσης πρωτόδικα, όπου υπογραμμίστηκε ότι η καταβολή δασμού, ως προϋπόθεση εκτελεστότητας λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 161 του Ν. 82/67, η εφαρμογή του οποίου ρητά περιορίζεται σε περιπτώσεις πριν από την τελωνειακή παράδοση των εμπορευμάτων. Το Δικαστήριο συμφωνεί και καταλήγει ότι επρόκειτο για απόφαση αμέσως εκτελεστή.
2. Την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κίνησης την φέρει, δυνάμει του Πρωτοκόλλου, ο εξαγωγέας. Γι' αυτό, είναι αναπόφευκτο οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις τόσο αρχικά όσο και στο στάδιο της επαλήθευσης να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα επηρεάζοντας και δεσμεύοντας τον εισαγωγέα. Έπειτα, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 24(3) του Πρωτοκόλλου, εκείνο που γνωστοποιείται στο εισάγον Κράτος είναι μόνο τα αποτελέσματα της επαλήθευσης. Την έρευνα τη διεξάγει το εξάγον Κράτος. Η έρευνα εκείνη θεωρείται αρκετή εφόσον το εισάγον Κράτος διαβιβάζει, δυνάμει του Άρθρου 24(2) τις σχετικές πληροφορίες που μπορεί να κατέχει. Και τα όποια αποτελέσματα είναι αρκετά εφόσον καθιστούν δυνατή τη λήψη, από το εισάγον Κράτος, απόφασης αναφορικά με ό,τι ενδιαφέρει σε σχέση με το υπό αμφισβήτηση πιστοποιητικό. Το αποτέλεσμα στην προκείμενη περίπτωση ήταν ότι ενόψει της έλλειψης επαρκούς απόδειξης δεν επαληθεύτηκε το πιστοποιητικό. Αυτό καθιστούσε αναπόφευκτη τη ληφθείσα απόφαση, ότι το πιστοποιητικό δεν μπορούσε να θεωρείται έγκυρο ώστε να υποστηλώνει προτιμησιακή μεταχείριση.
Με τα ανωτέρω δίδεται απάντηση και στο θέμα της αιτιολογίας, θεωρείται η ληφθείσα απόφαση πλήρως αιτιολογημένη δεδομένου ότι συνδέει άμεσα και με σαφήνεια τις επενεχθείσες τελωνίσεις με την εν τέλει διαπίστωση, δυνάμει της προβλεπόμενης διαδικασίας για επαλήθευση, ότι το παρουσιασθέν πιστοποιητικό κίνησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
The Vintage Motors Enterprises Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1588,
Παύλου ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 4 Α.Α.Δ. 3393,
Πένταυκας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 945,
Milouca Motor Trading Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 706.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Διευθυντή Τελωνείου για την καταβολή, από τους αιτητές, της διαφοράς εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των Λ.Κ. 1.479,57.
Σ. Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.
Α. Καουτζάνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι αιτητές εισήγαγαν στην Κύπρο οπτικά είδη - γυαλιά ηλίου μάρκας Rayban - τα οποία, κατόπιν αποταμίευσης, τελωνίστηκαν σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις μεταξύ 12 Νοεμβρίου 1991 και 27 Μαρτίου 1992. Για την κάθε μια, οι αιτητές παρουσίασαν το πιστοποιητικό κίνησης EUR 1 με αριθμό R 126935. Γι' αυτό, στην καταβολή εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης, έτυχαν προτιμησιακής μεταχείρισης σύμφωνα με τους τότε εν ισχύει νόμους (Ν. 12/1991 και Ν. 18(Ι)/1992) που αφορούσαν σε προϊόντα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας για τα οποία το Πρωτόκολλο το οποίο υπεγράφη στις Βρυξέλλες την 15 Σεπτεμβρίου 1977 στο πλαίσιο προγενέστερης Σύμβασης, προέβλεπε ειδικό καθεστώς.
Το πιστοποιητικό κίνησης EUR 1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του εξάγοντος Κράτους όπου τα εμπορεύματα δύνανται να θεωρηθούν "προϊόντα προελεύσεως" εντός της έννοιας του Πρωτοκόλλου. Το πιστοποιητικό χορηγείται στον εξαγωγέα κατόπιν αίτησης του και υποβάλλεται, κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων, στις Τελωνειακές Αρχές του εισάγοντος Κράτους.
Το ζήτημα δεν λήγει με τον τελωνισμό. Το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου παρέχει τη δυνατότητα για μεταγενέστερη επαλήθευση. Προβλέπονται τα ακόλουθα:
"Άρθρον 24-1. Μεταγενέστερα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.
2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πι-στοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 ή φωτοαντίγραφων αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν.....
3. Αι τελωνειακοί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορούνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή έντυπον EUR. 2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγ-ματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.
4............
5............"
Στην προκείμενη περίπτωση διεξήχθη διαδικασία επαλήθευσης. Ο διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων, με επιστολή ημερ. 3 Σεπτεμβρίου 1992 αποτάθηκε στις Τελωνειακές Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνοντας ως ιδιαίτερο στοιχείο για εξέταση το ότι οι σκελετοί των γυαλιών έφεραν επιγραφή που περιείχε αναφορά στις Η.Π.Α.
Απάντηση λήφθηκε με επιστολή ημερ. 6 Ιουνίου 1994. Στην οποία αναφερόταν ότι η διεξαχθείσα έρευνα δεν κατέδειξε πως τα εμπορεύματα που κάλυπτε το υπό αναφορά πιστοποιητικό κίνησης πληρούσαν τους όρους της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Προστίθετο η εξήγηση ότι ο εξαγωγέας είχε παραλείψει να παράσχει επαρκή απόδειξη ότι τα εμπορεύματα ανταποκρίνονταν σε ό,τι απαιτείτο για εξαγωγή υπό προτιμησιακό καθεστώς. Και κατέληγε ότι ως εκ τούτου πρέπει να θεωρείται ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική επαλήθευση του πιστοποιητικού.
Ο διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων προέβη ακολούθως σε περαιτέρω διερεύνηση που συμπεριλάμβανε επικοινωνία με τους αιτητές και τη λήψη στοιχείων από αυτούς αναφορικά με παλαιότερες εισαγωγές. Κατέληξε ότι ενώ προτιμησιακή μεταχείριση δεν δικαιολογείτο, εν .τούτοις ούτε και στοιχειοθετείτο δόλος εκ μέρους των αιτητών με αποτέλεσμα να μπορούσαν τα όποια διαπραχθέντα αδικήματα να συμβιβαστούν με την πληρωμή εξώδικου ποσού.
Η απόφαση του διευθυντή γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 16 Φεβρουαρίου 1995 το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω.
"Γυαλιά ηλίου που εισάξετε από
τους κ.κ. "CONTI OPTICALS"
Ηνωμένου Βασιλείου με το τιμολόγιο
αριθμός 027518 ημερομηνίας 22.10.1991
------------------------------------------------------------------------
Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι μετά από διερεύνηση που έγινε οι Τελωνειακές Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου με πληροφόρησαν ότι το πιστοποιητικό κίνησης (EUR 1) με αριθμό R126935 που εκδόθηκε από τον πιο πάνω προμηθευτή σας και που κάλυπτε τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο πιο πάνω τιμολόγιο, θεωρείται άκυρο, διότι τα εισαχθέντα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις καταγωγής όπως καθορίζονται στη Συμφωνία Σύνδεσης Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν έπρεπε να τύχουν προτιμησιακής μεταχείρησης.
Ενόψει τούτου καλείστε όπως μέσα σε 21 μέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής καταβάλετε στο γραφείο μου την διαφορά εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης που προκύπτει για τα εμπορεύματα αυτά με βάση τους γενικούς συντελεστές του δασμολογίου και που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των Λ.Κ. 1,479.57 (χίλιες τετρακόσιες εβδομήντα εννέα λίρες και πενήντα επτά σεντ).
Το πιο πάνω ποσό προκύπτει από τέσσερεις επιμέρους τελωνισμούς που κάνετε από τη Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης αρ. 5.34 (Αυξ. Αρ. 261/91) με τις πιο κάτω αντίστοιχες διασαφήσεις:-
1. C43 αρ. 3157 ημερομηνίας 12.11.91 - Διαφορά εισαγωγικού δασμού Λ.Κ.532.38 και Ε.Π.Ε. Λ.Κ.92.28.
2. C43 αρ. 2038 ημερομηνίας 20.2.1992 - Διαφορά εισαγωγικού δασμού Λ.Κ.337.82 και Ε.Π.Ε. Λ.Κ.55.53.
3. C43 αρ. 1768 ημερομηνίας 11.3.1992 - Διαφορά εισαγωγικού δασμού Λ.Κ. 157.16 και Ε.Π.Ε. Λ.Κ.25.84.
4. C43 αρ. 3082 ημερομηνίας 27.3.1992 - Διαφορά εισαγωγικού δασμού Λ.Κ.239.24 και Ε.Π.Ε. Λ.Κ.39.32.
Πέραν τούτου επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι τα αδικήματα που διαπράχθηκαν μπορούν να συμβιβασθούν με πληρωμή ποσού Λ.Κ. 100,00 (εκατόν), στο γραφείο μου μέσα στην ίδια πιο πάνω προθεσμία, διαφορετικά λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι δεν μου μένει άλλη εκλογή παρά να λάβω δικαστικά μέτρα ενάντιο σας."
Οι αιτητές προσβάλλουν αυτή την απόφαση. Εκθέτουν ως νομικούς λόγους τα κάτωθι:
"Η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη με το Νόμο, το Σύνταγμα και με βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και συγκεκριμένα:
(α)είναι αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη,
(β) δεν ήταν αποτέλεσμα οποιασδήποτε έρευνας και/ή δέουσας έρευνας,
(γ) ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και/ή το Νόμο,
(δ) ήταν αποτέλεσμα κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας."
Στη γραπτή αγόρευση του ο συνήγορος των αιτητών συζήτησε την υπόθεση στη βάση των λόγων πρώτο, για έλλειψη αιτιολογίας και, δεύτερο, για έλλειψη δέουσας έρευνας. Το αποτέλεσμα ήταν, κατά τον συνήγορο, η "λήψη μιας αυθαίρετης απόφασης η οποία δεν στηριζόταν πάνω σε συγκεκριμένα γεγονότα αλλά πάνω σε υποθέσεις και πιθανόν κάποιες υποψίες οι οποίες όμως δεν τεκμηριώνονταν από τα ενώπιον του (διευθυντή) στοιχεία." Στην απαντητική αγόρευση του, ο συνήγορος αναφέρθηκε για πρώτη φορά και σε ζήτημα καθυστέρησης ανάκλησης της αρχικής απόφασης με την οποία είχε καθοριστεί ο δασμός και η έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση. Το έπραξε για να διακρίνει δικαστική απόφαση την οποία επικαλέστηκε η άλλη πλευρά προς υποστήριξη της περί αντιθέτου επιχειρηματολογίας της. Εφόσον όμως δεν εξειδικεύθηκε αυτό το ζήτημα στους νομικούς λόγους που προτάθηκαν για στοιχειοθέτηση της προσφυγής, δεν εγείρεται ως θέμα στην προσφυγή και δεν θα με απασχολήσει. Τέλος, ας σημειωθεί ότι η διατυπωθείσα αμφισβήτηση της απόφασης σε ό,τι αφορά την καταβολή ποσού £100 για συμβιβασμό ισχυριζόμενης διάπραξης αδικημάτων, αποσύρθηκε.
Η συνήγορος των καθ' ων εισηγήθηκε κατ' αρχάς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας και παρέπεμψε επί τούτου σε πρωτόδικες αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες η γνωστοποίηση από τον διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων ως προς τον πληρωτέο δασμό είναι πληροφοριακής φύσης και θα συνιστούσε εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ο δασμός καταβαλλόταν: βλ. ανάμεσα σε άλλες τις υποθέσεις The Vintage Motors Enterprises Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1588 και Παύλου ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 4 Α.Α.Δ. 3393.0 συνήγορος των αιτητών αντέτεινε ότι αυτό αποτελεί ειδική πρόνοια του άρθρου 161 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67) και περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου ο τελωνισμός δεν προχώρησε σε παράδοση των εμπορευμάτων από τις Τελωνειακές Αρχές. Η συνήγορος των καθ' ων υπέδειξε όμως ότι εφαρμόστηκε και όπου είχαν ήδη παραδοθεί τα εμπορεύματα. Παρέπεμψε σχετικά στην Πένταυκας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 945. Το ίδιο πρόβλημα απασχόλησε πρόσφατα και στη Milouca Motor Trading Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 706, επίσης πρωτόδικα, όπου υπογραμμίστηκε ότι η καταβολή δασμού, ως προϋπόθεση εκτελεστότητας λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 161 του Ν. 82/67, η εφαρμογή του οποίου ρητά περιορίζεται σε περιπτώσεις πριν από την τελωνειακή παράδοση των εμπορευμάτων. Συμφωνώ. Και καταλήγω ότι εδώ επρόκειτο για απόφαση αμέσως εκτελεστή.
Προχωρώ λοιπόν σε εξέταση των προταθέντων από τους αιτητές λόγων. Προς τους οποίους, ας σημειωθεί, αντιτάχθηκαν οι καθ' ων. Αρχίζω με το κατά πόσο διεξήχθη ή όχι δέουσα έρευνα και, συνακόλουθα, με το κατά πόσο εν τέλει υπήρξε επαρκές και βάσιμο υλικό που να πρόσφερε τη δυνατότητα έγκυρης κατάληξης. Ο συνήγορος των αιτητών, με αφετηρία ότι η απάντηση των Βρεττανικών Τελωνειακών Αρχών είχε ως βάση το ότι οι προμηθευτές -εξαγωγείς - των εμπορευμάτων παρέλειψαν να παράσχουν επαρκείς αποδείξεις, εισηγήθηκε ότι δεν μπορούσε η παράλειψη τρίτων να αντανακλά δυσμενώς επί των αιτητών. Πρόσθετα επεσήμανε ότι ενόψει αυτής της κατάστασης δεν κατέστη γνωστός ο λόγος για τον οποίο τα προϊόντα δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Κατέληξε επομένως ότι χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα την οποία όμως ο διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων δεν διεξήγαγε.
Υπενθυμίζω εν πρώτοις ότι την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κίνησης την φέρει, δυνάμει του Πρωτοκόλλου, ο εξαγωγέας. Γι' αυτό, είναι αναπόφευκτο οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις τόσο αρχικά όσο και στο στάδιο της επαλήθευσης να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα επηρεάζοντας και δεσμεύοντας τον εισαγωγέα. Έπειτα, επισημαίνω ότι σύμφωνα με το άρθρο 24(3) του Πρωτοκόλλου, εκείνο που γνωστοποιείται στο εισάγον Κράτος είναι μόνο τα αποτελέσματα της επαλήθευσης. Την έρευνα τη διεξάγει το εξάγον Κράτος. Η έρευνα εκείνη θεωρείται αρκετή εφόσον το εισάγον Κράτος διαβιβάζει, δυνάμει του άρθρου 24(2) τις σχετικές πληροφορίες που μπορεί να κατέχει. Και τα όποια αποτελέσματα είναι αρκετά εφόσον καθιστούν δυνατή τη λήψη, από το εισάγον Κράτος, απόφασης αναφορικά με ό,τι ενδιαφέρει σε σχέση με το υπό αμφισβήτηση πιστοποιητικό. Το αποτέλεσμα στην προκείμενη περίπτωση ήταν ότι ενόψει της έλλειψης επαρκούς απόδειξης δεν επαληθεύτηκε το πιστοποιητικό. Αυτό καθιστούσε αναπόφευκτη, κατά την άποψη μου, τη ληφθείσα απόφαση ότι το πιστοποιητικό δεν μπορούσε να θεωρείται έγκυρο ώστε να υποστηλώνει προτιμησιακή μεταχείριση.
Με τα όσα έχω ήδη αναφέρει δίδεται νομίζω απάντηση και στο θέμα της αιτιολογίας. Θεωρώ τη ληφθείσα απόφαση πλήρως αιτιολογημένη δεδομένου ότι συνδέει άμεσα και με σαφήνεια τις επενεχθείσες τελωνίσεις με την εν τέλει διαπίστωση, δυνάμει της προβλεπόμενης διαδικασίας για επαλήθευση, ότι το παρουσιασθέν πιστοποιητικό κίνησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρο. Με αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται, να μην μπορούσε να δικαιολογηθεί η προτιμησιακή μεταχείριση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της βάσει του Άρθρου 146.4(a) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.