ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 828
27 Μαρτίου, 1997 [ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
αναφορικα με το αρθρο 146 του συνταγματοσ θεοδοςης ιωαννιδης,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1.ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2.ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 943/94)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου —- Προαγωγές — Προσόντα — Προσόν πλεονέκτημα — Υποχρέωση ειδικής αιτιολόγησης για την παραγνώριση του — Ειδικά ο Καν. 3(3) τηςΚ.Δ.Π. 52/89—Περιστάσεις παράβασης του στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Ανώτερους Υπαστυνόμους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Ο Καν. 3(3) αποσκοπούσε στην εισαγωγή πιο αξιοκρατικών κριτηρίων για την ανέλιξη των αξιωματικών της αστυνομίας στους ψηλότερους βαθμούς. Περιττό να τονισθεί η σημασία του πανεπιστημιακού διπλώματος, ιδιαίτερα της νομικής. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων. Ασφαλώς το αρμόδιο όργανο έχει εξουσία να προτιμήσει υποψήφιο χωρίς πρόσθετο προσόν, αλλά σε μία τέτοια περίπτωση επιβάλλεται από τη νομολογία καθήκον ειδικής αιτιολόγησης της απόφασής του. Ό,τι έχει λεχθεί από τον Π. Αρτεμη, Δ., στην υπόθεση Παντελής Αντωνίου Παντελή, θα μπορούσαν να ισχύσουν και για την κρινόμενη περίπτωση.
Είναι εμφανής η ομοιότητα των δύο περιπτώσεων και το Δικαστήριο ακολουθεί την παραπάνω απόφαση.
Αν η αντίθετη τοποθέτηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ήταν σωστή θα μπορούσε η Διοίκηση, χωρίς στην ουσία να παρέχει εξηγήσεις, να υπερφαλαγγίζει εύκολα το σκοπό του νομοθέτη για περισσότερη αξιοκρατία. Ανατρέχοντας στα διάφορα έγγραφα δεν φαίνεται να αποτιμήθηκε το πανεπιστημιακό δίπλωμα του αιτητή σε καμιά περίπτωση. Έχει λεχθεί ότι λήφθηκε υπόψη για να θεωρηθεί ο αιτητής υποψήφιος. Αυτό όμως το ανέφερε ο συνήγορος στην αγόρευσή του. Η ειδική όμως αιτιολογία πρέπει να προκύπτει ευθέως από το πρακτικό της απόφασης, που δε συμβαίνει εδώ.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2753,
Παντελή ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 973,
Σοφοκλέους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ 1590,
Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Ε. Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών (1, 2, 3,5, 6, 7 και 9) στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου αντί του αιτητή.
Ι. Νικολάου για Ε. Μαρκίδου, για τον Αιτητή.
Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η κρινόμενη προσφυγή είναι η τελευταία χρονολογικά - και αριθμητικά - από τέσσερεις άλλες, των οποίων είχα διατάξει τη συνεκδίκαση. Στην εξέλιξη όμως της διαδικασίας οι τρεις (αρ. 817/94, 857/94 και 883/94) αποσυνδέθηκαν και αποσύρθηκαν με πρωτοβουλία των δικηγόρων των αιτητών στις προσφυγές εκείνες, που απέληξε στην απόρριψή τους. Απορρίφθηκε επίσης με σχετικό διάβημα του δικηγόρου του αιτητή η παρούσα αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 8 μόνον, αλλά συνεχίστηκε για τα υπόλοιπα (1, 2, 3, 5, 6, 7 και 9). Η καθυστέρηση στην εκδίκαση οφείλεται κυρίως στις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο αιτητής να επιτύχει επίδοση στους ενδιαφερομένους.
Ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή τους στο βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, που δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας ημερ. 29/8/94 με ισχύ από 1/9/94. Οι προαγωγές διενεργήθηκαν από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, καθού η αίτηση 2, με την έγκριση του καθού η αίτηση 1 Υπουργού Δικαιοσύνης (βλ. άρθρ. 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρ. 6 του Ν. 69/87 και το άρθρ. 3 του Ν. 27/89). Για την πλήρωση των θέσεων λειτούργησε ο μηχανισμός που θεσμοθετήθηκε με την θέσπιση των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89.
Συστάθηκε πρώτα Επιτροπή Αξιολόγησης (31/1/94) κατά τα προβλεπόμενα από τους Καν. 4 και 5. Ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της καθορίζονται από τον Καν. 6. Αξιολογεί τους υποψηφίους και συντάσσει χωριστή έκθεση για τον καθένα βαθμολογώντας τους για τα στοιχεία που περιέχει το ειδικό έντυπο-έκθεση που καθόρισε ο Αρχηγός με την έγκριση του Υπουργού. Λαμβάνεται επίσης υπόψη η γνώμη του υπεύθυνου για τον κάθε υποψήφιο αξιωματικού, που. σημειώνεται χωριστά. Η αξιολόγηση διενεργείται ύστερα από μελέτη των προσωπικών φακέλων και ατομικών δελτίων του υποψηφίου και με βάση τα προσόντα που αναφέρονται στον Καν. 3 μαζί με τα άλλα δεδομένα που εξειδικεύει ο Καν. 6(2), τα οποία και αποτελούν τα συστατικά της έκθεσης. Η αξιολόγηση του αιτητή συμπεριλαμβάνεται στο παράρτημα Ε. Το πρακτικό της Επιτροπής αυτής - στη σελ. 3 - αναφέρει ρητά ότι διεξήλθε τα επίσημα στοιχεία που αφορούν τον αιτητή και κατονομάζει επίσης τον αξιωματικό που συμβουλεύθηκε για το ποιόν του.
Οι εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης προωθήθηκαν στο επόμενο όργανο που θεσμικά έχει ρόλο στην προαγωγική διαδικασία, το Συμβούλιο Κρίσεως. Διορίστηκε την ίδια ημερομηνία με την παραπάνω Επιτροπή. Ας σημειωθεί ότι η σύσταση, οι αρμοδιότητες και η λειτουργία του διέπονται από τους Καν. 7 και 8. Καλεί τους υποψηφίους σε συνέντευξη και τους βαθμολογεί και σε άλλα θέματα που απαριθμεί ο Καν. 8 (2). Χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό το ειδικό έντυπο που πάλιν καθόρισε ο Αρχηγός και είχε εγκρίνει ο Υπουργός. Με βάση τα αποτελέσματα, το Συμβούλιο αυτό καταρτίζει πίνακα στον οποίο καταχωρεί με αλφαβητική σειρά τα ονόματα εκείνων που εισηγείται στον Αρχηγό για προαγωγή.
Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Κρίσεως ετοίμασε κατάλογο από 22 υποψήφιους, δηλαδή, αριθμό διπλάσιο των κενών θέσεων [Καν. 8(5)]. Τα ονόματα τους καταχωρήθηκαν με αλφαβητική σειρά [Καν. 8(4)]. Ο αιτητής έμεινε εκτός καταλόγου. Δε συστήθηκε. Η διαδικασία έληξε με την επιλογή από τον Αρχηγό των ενδιαφερομένων. Η απόφαση του εγκρίθηκε, στη συνέχεια, από τον Υπουργό προτού οι προαγωγές δημοσιοποιηθούν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές.
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας προλογίζει ως εξής την πρόθεση του να προάξει τους ενδιαφερομένους:
"Αφού έλαβα υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα (έντυπο Επιτροπής Αξιολόγησης και έντυπο Συμβουλίου Κρίσεως) και στον Προσωπικό Φάκελο - ατομικό δελτίο κάθε υποψήφιου..., συνεκτίμησα και αξιολόγησα όλα αυτά στο σύνολο τους, με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Κανονισμού 3. Με βάση την αξιολόγηση αυτή...κρίνω ότι οι πιο κάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων...."
(ακολουθούν τα ονόματα των προαχθέντων)
Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι ο αιτητής είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δίπλωμα νομικής. Κατά τον Καν. 3(3), ανωτέρω, το πανεπιστημιακό πτυχίο θεωρείται επιπρόσθετο προσόν. Το γεγονός αποτελεί τη βάση του πρώτου επιχειρήματος ακυρότητας, το οποίο ανέπτυξε ο δικηγόρος του αιτητή. Υπέβαλε ότι κανένα από τα προ-μνησθέντα όργανα κρίσεως ούτε εν τέλει ο Αρχηγός ή ο Υπουργός δεν έδωσαν ειδική αιτιολογία γιατί αγνοήθηκε κατά τις προαγωγές το παραπάνω στοιχείο του πρόσθετου προσόντος αντίθετα με ότι επιτάσσει η επί του θέματος νομολογία. Προς την κατεύθυνση αυτή έγινε αναφορά στη Χριστάκης Χ" Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2753 και την Παντελής Αντωνίου Παντελή ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 973.
Η αντίκρουση πλαισιώθηκε και προχώρησε με την εξής συλλογιστική. Ο αιτητής συστήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, όπως μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι το Συμβούλιο Κρίσεως τον βαθμολόγησε. Έτσι το επιπρόσθετο προσόν, αντίθετα με ό,τι υποστήριξε ο αιτητής, προσμέτρησε προς όφελος του. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός για παραβίαση του Καν. 3(3). Το Συμβούλιο Κρίσεως, συνέχισε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, δεν προβαίνει σε συγκρίσεις για να καταρτίσει την πρόταση του αλλά στηρίζεται στην αντικειμενική βαθμολογία ενός εκάστου. Από τη σκοπιά αυτή ο αιτητής, έχοντας συγκεντρώσει μόνο 83.5 βαθμούς, υπολειπόταν κατά 3 μονάδες του τελευταίου στον κατάλογο. Με άλλα λόγια η θέση που διατυπώθηκε είναι ότι οι αξιωματικοί αυτοί δεν προάγονται ύστερα από σύγκριση μεταξύ τους για να προκριθούν οι υπερτερούντες, αλλά κρίνονται αυτοτελώς.
Κατά την ίδια εισήγηση ο Αρχηγός, στο επόμενο στάδιο, δεν είχε άλλη οδό παρά να επιλέξει μεταξύ των αξιωματικών του πίνακα, που έστειλε το Συμβούλιο Κρίσεως. Η αρμοδιότητα του είναι δέσμια. Και τούτο προκύπτει από το άρθρ. 13Α(5) του Κεφ. 285 που ορίζει συναφώς ότι: "Ο Αρχηγός προβαίνει στην επιλογή όσων θα προαχθούν από τους Πίνακες που καταρτίστηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης". Εφόσον λοιπόν, με βάση την τελική του βαθμολογία, ο αιτητής δεν περιλήφθηκε στον πίνακα δε δημιουργήθηκε υποχρέωση παροχής ειδικής αιτιολογίας για τη μη επιλογή του είτε από το Συμβούλιο Κρίσεως είτε από τα άλλα ανώτερα όργανα (Αρχηγός και Υπουργός). Και τούτο διότι η επιλογή περιορίστηκε στους υποψηφίους του πίνακα που δεν είχαν το προσόν του Καν. 3(3). Δεν ήταν επιβεβλημένη ούτε δυνατή η σύγκριση με τον αιτητή γιατί είχε ήδη αποκλεισθεί λόγω χαμηλότερης βαθμολογίας.
Διαζευκτικά προωθήθηκε το συναφές επιχείρημα ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να προβάλει λόγο ακυρότητας που αφορούσε την εξέλιξη της διαδικασίας μετά τον καταρτισμό του πίνακα και επομένως την ίδια την κρίση του Αρχηγού που επικυρώθηκε από τον Υπουργό. Ο αποκλεισμός του από τον πίνακα τον αποστέρησε τέτοιου δικαιώματος. Η εισήγηση στηρίχθηκε στην απόφαση Σοφοκλής Σοφοκλέους & Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1590.
Ο Καν. 3(3) αποσκοπούσε στην εισαγωγή πιο αξιοκρατικών κριτηρίων για την ανέλιξη των αξιωματικών της αστυνομίας στους ψηλότερους βαθμούς. Περιττό να τονισθεί η σημασία του πανεπιστημιακού διπλώματος, ιδιαίτερα της νομικής. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων. Ασφαλώς το αρμόδιο όργανο έχει εξουσία να προτιμήσει υποψήφιο χωρίς πρόσθετο προσόν, αλλά σε μία τέτοια περίπτωση επιβάλλεται από τη νομολογία καθήκον ειδικής αιτιολόγησης της απόφασης του. Περιορίζομαι στις δύο παραπάνω αποφάσεις, που ανέφερε ο δικηγόρος του αιτητή, που πραγματεύονται το θέμα της ειδικής αιτιολογίας και έχουν συνάμα ιδιαίτερη σχέση με τις προαγωγές στην αστυνομία. Ό,τι έχει λεχθεί από τον Π. Αρτεμη, Δ., στην υπόθεση Παντελής Αντωνίου Παντελή, ανωτέρω, θα μπορούσαν να ισχύσουν και για την κρινόμενη:
"Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το θέμα του πρόσθετου προσόντος και η ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει τους καθ' ών η αίτηση. Τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και το Συμβούλιο Κρίσεως δεν έχουν αιτιολογήσει την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή. Η παρατυπία που σημειώθηκε στις προπαρασκευαστικές πράξεις παρασύρει σε ακυρότητα και την τελική πράξη, δηλαδή την απόφαση του Αρχηγού. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει τη μη επιλογή του αιτητή εφόσον ο αιτητής δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των συστηθέντων για προαγωγή."
Είναι εμφανής η ομοιότητα των δύο περιπτώσεων και δεν έχω κανένα λόγο να μην ακολουθήσω την παραπάνω απόφαση.
Αν η τοποθέτηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ήταν σωστή θα μπορούσε η Διοίκηση, χωρίς στην ουσία να παρέχει εξηγήσεις, να υπερφαλαγγίζει εύκολα το σκοπό του νομοθέτη για περισσότερη αξιοκρατία. Ανατρέχοντας στα διάφορα έγγραφα δε φαίνεται να αποτιμήθηκε το πανεπιστημιακό δίπλωμα του αιτητή σε καμιά περίπτωση. Έχει λεχθεί ότι λήφθηκε υπόψη για να θεωρηθεί ο αιτητής υποψήφιος. Αυτό όμως το ανέφερε ο συνήγορος στην αγόρευσή του. Η ειδική όμως αιτιολογία πρέπει να προκύπτει ευθέως από το πρακτικό της απόφασης, που δε συμβαίνει εδώ: Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443.
Για το λόγο που έχω αναφέρει ακυρώνω την επίδικη απόφαση σύμφωνα με το άρθρ. 146.4 (β) του Συντάγματος, θεωρώντας περιττό να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας που έχει προβάλει ο αιτητής. Η Δημοκρατία θα επιβαρυνθεί με τα έξοδα της προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.