ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 761
24 Μαρτίου, 1997
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (ΑΡ. 1),
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 169/94)
Δεδικασμένο — Δημιουργία δεδικασμένου αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό το Άρθρο 146 του Συντάγματος — Κρίση ως προς τη γέννεση δεδικασμένου — Συνέπειες του δεδικασμένου — Υποχρεώσεις συμμόρφωσης της διοίκησης — Περιστάσεις παράβασης του δεδικασμένου στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέβαλε την κατ' επανεξέταση προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε Τουριστικό Λειτουργό Α'.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τόσο αυτές που απαγγέλλουν την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης όσο και αυτές που απορρίπτουν μια προσφυγή, έχουν δύναμη δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων.
Η ύπαρξη δεδικασμένου κρίνεται κυρίως από το διατακτικό της απόφασης. Σύμφωνα πάντοτε με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάθε κριθέν από το Δικαστήριο ζήτημα και κάθε εύρημά του είναι δεσμευτικό για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη (βλέπε Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ.147).
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. δεν συνεμορφώθη εν προκειμένω προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την οποία δεσμεύεται, όταν θα επανέλθει να επανεξετάσει την ακυρωθείσα απόφασή του. Το Συμβούλιο εξέδωσε ακριβώς την ίδια απόφαση μ' εκείνην η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ έπρεπε να έχει την απόφαση αυτή ως οδηγό. Υπάρχει δηλαδή παράβαση του εκ της αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεδικασμένου, που αποτελεί ειδική περίπτωση παράβασης νόμου. Η διοίκηση όφειλε στην υπό εξέταση υπόθεση να εφαρμόσει τον Κανονισμό 15(3), τον οποίο αρνήθηκε να εφαρμόσει την πρώτη φορά.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημητρίου και Άλλοι ν. ΚΟΤ (1993) 4 Α.Α.Δ. 1035,
Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Κ.Ο.Τ. με την οποία προήχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Τουριστικού Λειτουργού Α' αντί του αιτητή.
Ι. Νικολάου για Ε. Μαρκίδη, για τον Αιτητή.
Α. Ι. Δικηγορόπουλος, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
"1.Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική απόφαση και/ή πράξη του καθ' ου η Αίτηση, και με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Αυγή Παπαγεωργίου προάχθηκε αντί και/ή στη θέση του αιτητή στη θέση Τουριστικού Λειτουργού Α' από 1.2.92, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."
Η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα επανεξέτασης της διοικητικής πράξης και/ή απόφασης του καθ' ου η αίτηση, η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις με αριθμούς 224/92, 233/92, 289/92 και 345/92, Δημήτρης Δημητρίου και Άλλοι και Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1993) 4 Α.Α.Δ. 1035. Στην Αίτηση Ακύρωσης με αριθμό 289/92 αιτητής ήταν ο αιτητής της παρούσας Αίτησης Ακύρωσης.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή την 1η Μαρτίου 1994.
Λόγοι Ακύρωσης:-
(1) Παράνομη Σύσταση Γενικής Διευθύντριας και Παράβαση του δεδικασμένου.
(2) Με την υποβολή της σύστασης εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας και τη συμμετοχή της έστω και χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου παραβιάζονται οι αρχές της χρηστής διοίκησης.
(3) Η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας δεν αποτελεί μέρος του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης.
(4) Η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας στερείται αιτιολογίας.
Ανέφερα πιο πάνω ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί προϊόν επανεξέτασης της διοικητικής πράξης η οποία ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Προσφυγές 224/92, 233/92, 289/92 και 345/92. Οι προσφυγές αυτές έγιναν δεκτές από το Δικαστήριο λόγω εσφαλμένης ερμηνείας ή/και παράβασης του Νόμου.
Ο Δικαστής κ. Νικήτας εκδίδοντας την απόφαση στις πιο πάνω προσφυγές ανέφερε τα εξής:-
"Έχω εξετάσει κάθε πτυχή της εισήγησης των αιτητών της οποίας τον πυρήνα έχω προδιαγράψει. Απόφυγα να σχολιάσω τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν εκατέρωθεν γιατί το θέμα που ανέκυψε εμφανίζει μια πρωτοτυπία που φαίνεται πως δεν καλύπτει η νομολογία. Είδαμε πως η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρμόσει τον καν. 15(3) και ότι δικαιολόγησε την παρέκκλιση επικαλούμενη το γενονός πως η θέση δεν είχε υπαχθεί ακόμη σε οποιοδήποτε από τα θεσμοθετημένα τμήματα του Οργανισμού.
Η ερμηνεία όμως αυτή έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με το γράμμα αλλά και με το πνεύμα του κανονισμού. Και δεν παρέχεται αποχρών λόγος για την παράκαμψη του. Αποδοχή τέτοιας ερμηνείας θα σήμαινε ουσιαστικά κατάργηση της πρόνοιας. Ενώ φαίνεται πως ο νομοθέτης θέλησε να συνδέσει το στοιχείο των συστάσεων πρωτίστως με τον προϊστάμενο του τμήματος στο οποίο θα υπηρετήσει ο νέος υπάλληλος. Φυσιολογικά ο προϊστάμενος αυτός συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για να εκτιμήσει καλύτερα τις ανάγκες του τμήματος σε συνδυασμό με τη στελέχωση του. Εν πάση πάντως περιπτώσει αν δεν είναι δυνατό να προέλθουν οι συστάσεις από αυτόν τότε, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις που παρέθεσα, μόνο ο γενικός διευθυντής μπορεί να τον υποκαταστήσει στο έργο αυτό.
Το ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν κατατάσσει τη θέση δεν αποτελεί κώλυμα για την υπαγωγή της από τον ίδιο τον Οργανισμό σε ιδιαίτερο τμήμα προτού η Επιτροπή Προσωπικού προχωρήσει να ακούσει τις συστάσεις. Στο σημείο αυτό μπορεί να επισημανθεί η συνάρτηση του καν. 15(3) με τον καν. 6 που ρυθμίζει τα της διάρθρωσης. Γατί απαιτείται από τον πρώτο η παροχή των συστάσεων του προϊσταμένου του τμήματος "εν τω οποίω η κενή θέσις". Πρέπει ίσως να τονισθεί πως προκύπτει με ευχέρεια από το πρακτικό ότι οι συστάσεις, όπως δόθηκαν εδώ, λήφθηκαν υπόψη και επηρέασαν ενδεχόμενα το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Έχουμε με άλλα λόγια παράβαση ουσιώδους τύπου. Βλέπε Ανδρέας Γεωργίου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443, Αλίκη Λιμνάτου & Άλλες ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ.4057 (ανάλυση του θέματος από την απόφαση της μειοψηφίας που δεν αφορά τη διαφωνία) και Δημοκρατία & Άλλος ν. Χρυσόστομου Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ.25.
Η προσφυγή λοιπόν γίνεται δεκτή λόγω εσφαλμένης ερμηνείας ή και παράβασης του νόμου. Ενόψει του συμπεράσματος αυτού παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος. Δεν θα εκδώσω διάταγμα για έξοδα επειδή, όπως επισημάνθηκε, το θέμα εμφανίζεται για πρώτη φορά."
Κατά την επανεξέταση στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 22/12/1993 διαβάζουμε στη σελίδα 8:-
"Το Συμβούλιο ζήτησε από τη Γενικό Διευθυντή να δώσει τις δικές της συστάσεις για τους 9 υποψηφίους για προαγωγή στην εν λόγω θέση με βάση τις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών.
Η Γενική Διευθυντής ανάφερε τα ακόλουθα:
"Σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήρα από τους άμεσα Προϊσταμένους των 9 υποψηφίων αναφορικά με τις ικανότητες και την απόδοση των υποψηφίων κατά το χρόνο με σημασία για την πλήρωση της μίας κενής θέσης Τουριστικού Λειτουργού Α' και με βάση την προσωπική μου γνώμη και γνώση των απαιτήσεων της θέσης Τουριστικού Λειτουργού Α' όπως αυτές καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, καθώς και τα αναμενόμενα από το πρόσωπο που θα προαχθεί στη θέση αυτή, θεωρώ ως την καταλληλότερη για προαγωγή στη θέση αυτή την δ/δα Αυγή Παπαγεωργίου, και ως εκ τούτου τη συστήνω για προαγωγή στη θέση Τουριστικού Λειτουργού Α'."
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τόσο αυτές που απαγγέλλουν την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης όσο και αυτές που απορρίπτουν μια προσφυγή, έχουν δύναμη δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων.
Η ύπαρξη δεδικασμένου κρίνεται κυρίως από το διατακτικό της απόφασης. Σύμφωνα πάντοτε με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάθε κριθέν από το Δικαστήριο ζήτημα και κάθε εύρμά του είναι δεσμευτικό για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη (βλέπε Χαρής ν. Δημοκρατίας(1989) 1 Α.Α.Δ. 147).
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 στη σελίδα 281 διαβάζουμε τα εξής σχετικά με το δε-δικασμένο:-
"Η έκδοσις ομοίας κατά περιεχόμενον πράξεως συνιστά βεβαίως παράβασιν του εκ της αποφάσεως του Σ. Ε. δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφασις του Σ. Ε. όμως δεν αποτελεί δεδικασμένον, κωλύον την έκδοσιν ταυτοσήμου πράξεως, εφ' όσον, η έκδοσις αύτη γίνεται μετ' επανάληψιν της διαδικασίας, μετά νέαν έρευναν της υποθέσεως και μετ' εκτίμησιν αποδεικτικών στοιχείων μη ληφθέντων υπ' όψιν κατά την αρχικήν ακυρωθεί-σαν πράξιν: 580 (50), 985 (54), 1992 (55), 1229, 1253 (57), 1552 (59), ή εφ' όσον εν γένει συντρέχει νέον πραγματικόν γεγονός, όπερ δεν είχεν υποπέσει εις την αντίληψιν του ακυρωτικού δικαστού: 870 (38), 509 (44), 477 (45), 1619 (46), 580 (50V, 883, 1163 (51), 1024 (55). Ούτω: Εάν διοικητική πράξις ηκυρώθη δι' έλλειψιν αιτιολογίας ή δια παράβασιν ετέρου ουσιώδους τύπου διατεταγμένου υπό του νόμου περί την ενέργειαν αυτής, αποβάλλει μεν αύτη πάσαν ισχύν, η Διοίκησις όμως δύναται να επανέλθη επί της υποθέσεως, προσθέτουσα την προσήκουσαν αιτιολογίαν και εν γένει τηρούσα τους παραλειφθέντας τύπους.
Η διοικητική ενέργεια, ήτις επακολουθεί μετά ταύτην, δια παράβασιν τύπου ακύρωσιν, διέπεται υπό του κατά τον χρόνον εκδόσεως της ακυρωθείσης αποφάσεως νομικού και πραγματικού καθεστώστος: 2072 (47), 1406 (54), 1 (55), 961 (58), 1075 (59), εφ' όσον δεν λαμβάνει χώραν εντός ευλόγου χρόνου ανατρέχει εις τον χρόνον εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως: 2052,2059 (47), 551, 1547, 1691 (52), 1229 (57), 2046 (58), 1552 (58). Εάν πράξις διοικητική ηκυρώθη δια πλάνην περί τα πράγματα, δύναται η διοίκησις, επιλαμβανομένη και πάλιν της υποθέσεως να στηρίξη δια νέας πράξεώς της την αυτήν ενέργειαν εις άλλα πραγματικά περιστατικά, άτινα δεν ετέθησαν υπό την κρίσιν του δικαστού της ακυρώσεως: 2309 (47), 729 (57),
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω κατέληξα ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του K.Ο.T. δε συνεμορφώθη προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την οποία δεσμεύεται, όταν θα επανέλθει να επανεξετάσει την ακυρωθείσα απόφασή του. Το Συμβούλιο εξέδωσε ακριβώς την ίδια απόφαση μ' εκείνην η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ έπρεπε να έχει την απόφαση αυτή ως οδηγό. Έχουμε δηλαδή παράβαση του εκ της αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεδικασμένου, που αποτελεί ειδική περίπτωση παράβασης νόμου. Η διοίκηση όφειλε στην υπό εξέταση υπόθεση να εφαρμόσει τον Κανονισμό 15(3), τον οποίο αρνήθηκε να εφαρμόσει την πρώτη φορά.
Για το λόγο αυτό η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης θεωρώ περιττή την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Ο καθ' ου η αίτηση να πληρώσει £350,00 έναντι των εξόδων του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.