ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 515
27 Φεβρουαρίου, 1997
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτητές,
ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ (ΑΡ. 1),
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 784/95)
Τέλη — Τέλη αποχετεύσεως — Επιβολή — Επιβολή με γενική ατομική πράξη — Τάξεις ιδιοκτησίας — Νομολογιακά πορίσματα επί της συνταγματικότητας των διακρίσεων — Φύση του τέλους — Ύψος του τέλους — Περιστάσεις νομιμότητας επιβολής τελών από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας σε βάρος της Αρχής Λιμένων Κύπρου.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Λιμένων Κύπρου — Κατά πόσο απαλλάσεται από την καταβολή τελών λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της.
{Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θεοδουλίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2606,
G.C. School of Carrers Ltd και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 170,
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,
Kanika Hotels Ltd και Άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντος (1997)3 Α.Α.Δ. 15,
Loizou v. Sewage Board Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122,
Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882,
Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3 C.L.R. 117,
Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2027.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακος, με την οποία καθόρισε τα σχετικά τέλη που οι αιτητές ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στο ύψος των £20.324,13σ.
Ν. Παπαευσταθίου, για τους Αιτητές.
Γ. Νικολαΐδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας, με απόφαση του ημερομηνίας 9 Μαρτίου 1995, καθόρισε τα σχετικά τέλη για το 1995. Και με επιστολή του ημερομηνίας 7 Αυγούστου 1995 πληροφόρησε τους αιτητές για το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλουν. Συνολικού ύψους £20.324.13σ. Η προσφυγή στρέφεται κατά του κύρους αυτής της απόφασης.
Στην κυρίως αγόρευση για τους αιτητές αναπτύχθηκε σειρά λόγων ακυρότητας με αναφορά στη συγκεκριμένη απόφαση που τους αφορούσε. Με την απαντητική τους αγόρευση απαραδέκτως προβάλλονται εντελώς νέοι ισχυρισμοί, ακάλυπτοι πλέον από επιχειρήματα των καθ' ων η αίτηση. Μεταξύ τους και ο ισχυρισμός πως "δεν υπάρχει απόφαση των καθ' ων η αίτηση για την επιβολή τελών αποχέτευσης στους αιτητές" που, εν πάση περιπτώσει, προβάλλεται με την εσφαλμένη αντίληψη πως θα έπρεπε στο πρακτικό του Συμβουλίου να είχαν κατονομαστεί και να είχε προσδιοριστεί ειδικά το ποσό που θα πλήρωναν. Η απόφαση όμως της 9 Μαρτίου 1995 ενσωματώνει ό,τι περιγράφεται ως ατομική πράξη γενικής εφαρμογής ή γενική ατομική πράξη. Δεν κατονομάζει οποιονδήποτε αλλά καθορίζει την πραγματική βάση που εξ αντικειμένου εξατομικεύει το αντικείμενο της. Με εναπομένουσα τη μηχανική εργασία της αντιστοίχησης της κάθε περίπτωσης προς τα κριτήρια που τέθηκαν, προς εκτέλεση της απόφάσης που ήδη λήφθηκε.(Βλ. Η Διοικητική Πράξη Γενικής Εφαρμογής - Α.Ι. Τάχου, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1925 -1979, Τόμος Ι, σελ. 327 κ. επ., Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων - Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Ανατύπωση 1982, σελ. 105 κ. επ., Στέλλα Θεοδουλίδου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2605, G.C. School of Carrers Ltd και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 170).
Επίσης ο ισχυρισμός πως δεν διενεργήθη "έρευνα σε σχέση με το ύψος των υποχρεώσεων του Συμβουλίου για το χρόνο που επιβάλλονται τα τέλη ούτως ώστε οι πρόσοδοι και εισοδήματα του Συμβουλίου από την επιβολή τελών να είναι τέτοια ούτως ώστε να επαρκούν για τις υποχρεώσεις του Συμβουλίου". Όπως διαλαμβάνει το άρθρο 30(2) του Νόμου. Αλλά και εν προκειμένω, ούτως ή άλλως, η εισήγηση πως η αναφορά στα πρακτικά του Συμβουλίου της άποψης του Προέδρου του πάνω στο θέμα δεν αρκεί και δεν είναι συμπέρασμα του ίδιου του Συμβουλίου, παραγνωρίζει δυο πράγματα.
Πως πίσω από την ενημέρωση του Προέδρου υπάρχουν μελέτες και δεδομένα που βρίσκονταν ενώπιον του Συμβουλίου, και πως το Συμβούλιο, όπως σημειώνει, έλαβε υπόψη τους παράγοντες που προτάθηκαν. Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως το Συμβούλιο υιοθέτησε ήδη καθορισθέντα τέλη τον προηγούμενο χρόνο αφού έκρινε πως, για τους λόγους που σημειώθηκαν, εδικαιολογείτο να αποφευχθεί η αύξηση τους.
Ο τρίτος ισχυρισμός που προβλήθηκε για πρώτη φορά με την απαντητική αγόρευση των αιτητών, θέτει θέμα αντισυνταγματικότητας των Κανονισμών. Επειδή, όπως είναι η εισήγηση, "η επιβολή του τέλους σε σχέση με την εκτιμημένη αξία της ακίνητης περιουσίας του 1980, είναι παράλογη, αυθαίρετη, άδικη και δημιουργεί άνιση μεταχείριση σε βάρος των αιτητών" και επίσης, επειδή "η διαφοροποίηση από τάξη σε τάξη είναι από μόνη της παράλογη και άδικη", για σειρά λόγων που παρατέθηκαν. Υποβλήθηκε συναφώς και ο ισχυρισμός πως "η κατάταξη των αιτητών στην ίδια κατηγορία και η επιβολή τέλους πάνω στην ίδια βάση με τα ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα ... αποτελεί από μόνο του πρόδηλη παρανομία".
Είναι και αυτοί οι ισχυρισμοί απαράδεκτοι, πολύ περισσότερο εφόσον αναφέρονται στο "ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας" ζήτημα της συνταγματικότητας νομοθετημάτων [Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑ.Δ. 196]. Σημειώνω πάντως πως η εκτιμημένη αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας ως κριτήριο για τον προσδιορισμό των τελών τίθεται απ' ευθείας από το Νόμο και συνεπώς δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να συζητηθεί ζήτημα αντισυνταγματικότητας, για τέτοιο λόγο, με αναφορά στους Κανονισμούς. Η παράλειψη αναφοράς στον ίδιο το Νόμο συνδέεται, βέβαια, και από πλήρη έλλειψη προβληματισμού υπό το φως της διάταξης του άρθρου 30(1)(β) σύμφωνα με την οποία,
"κατά τον καθορισμόν του τοιούτου τέλους δυνατόν να ληφθή ειδική πρόνοια δια την μείωσιν ή αύξησιν του τέλους δι' ωρισμένας τάξεις ιδιοκτησίας, αναλόγως του σκοπού, δι' ον, η βαρυνομένη δια του τέλους ιδιοκτησία, χρησιμοποιείται, της φύσεως γενομένων εγκαταστάσεων και το προκύπτον εις την τοιαύτην ιδιοκτησίαν και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχον αυτής όφελος.
Όπως και υπό το φως του άρθρου 30(1)(δ) που παρέχει εξουσία επιβολής επιπλέον τέλους,
"διά τη χρήσιν των συστημάτων αποχετεύσεως λυμάτων, βάσει της εν τη ιδιοκτησία ταύτη υδατοπρομήθειας, της χρησιμοποιούμενης δι' οικιακούς ή ετέρους σκοπούς και διοχετευόμενης εις την δημοσίαν υπόνομον."
Τελικά, σε σχέση με τη δυνατότητα διαφοροποίησης "από τάξη σε τάξη" στην οποία αναφέρθηκαν οι αιτητές, σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Kanika Hotels Ltd και Άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15, στην οποία και θα επανέλθω όταν θα εξετάζω άλλους ισχυρισμούς των αιτητών. Με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε εύλογη η διάκριση ως προς τα ξενοδοχεία. Η εύλογη, όπως κρίθηκε, διάκριση ως προς τα ξενοδοχεία θεσμοθετήθηκε από τους Κανονισμούς που τότε διείπαν τα επίδικα τέλη του 1971, ενώ εν προκειμένω έγινε με την απόφαση του Συμβουλίου. Και αυτό αφού οι σχετικές διατάξεις του παραρτήματος στους Κανονισμούς διαγράφηκαν με την Κ.Δ.Π. 247/94. Για να έχουμε και ως προς αυτά ισχυρισμούς για αντισυνταγματικότητα, όχι σε σχέση με τη διοικητική απόφαση που έκαμε τη διάκριση αλλά σε σχέση με Κανονισμούς που πλέον δεν υπάρχουν.
Ο τελευταίος ισχυρισμός που για πρώτη φορά προβλήθηκε στην απαντητική αγόρευση είναι, εν πάση περιπτώσει, γενικός και αόριστος. Αναφέρεται σε παράλειψη του Συμβουλίου να διερευνήσει "τις πραγματικές καταστάσεις των ακινήτων των αιτητων για τα οποία επεβλήθηκαν 'τέλη' αποχέτευσης" και "τις διατάξεις του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας, (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου και ειδικότερα του άρθρου 69 του εν λόγω Νόμου". Αν δε η αναφορά στη συνέχεια σε "παραρτήματα" ως προς τα ισχύοντα για προηγούμενα χρόνια, συναρτάται προς την έρευνα που αναλήφθηκε για την οποία μάλιστα εγκρίθηκε δαπάνη ύψους £70,000 σε σχέση με την εξεύρεση της εκτιμημένης αξίας των ακινήτων, τότε ο ισχυρισμός πως εκείνα δεν είχαν σύγχρονη σημασία παραγνωρίζει πως αναφέρονταν σε εκτιμημένη αξία κατά ορισμένο παρελθόντα χρόνο που ήταν ο ίδιος και για τους σκοπούς της προσβαλλόμενης απόφασης.
Με την κυρίως αγόρευση τους οι αιτητές συζήτησαν τη φύση του τέλους που επιβλήθηκε. Αν είναι ανταποδοτικό ή φορολογία. Και ήγειραν θέμα ως προς τη δυνατότητα θέσπισης Κανονισμών που θα διαλάμβαναν την καταβολή τέλους πριν από τη συμπλήρωση του συστήματος και την πράγματι έναρξη παροχής υπηρεσιών. Κατά την εισήγηση τους οι Κανονισμοί, στην έκταση που προβλέπουν το αντίθετο, είναι ultra vires ως προς το Νόμο.
Αυτά καλύπτονται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Kanika Hotels Ltd και Άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντος (ανωτέρω). Ως προς τη φύση του τέλους, με αναφορά στην υπόθεση Loizou v. Sewage Board Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122, επιβεβαιώθηκε πως δεν είναι ανταποδοτικό αλλά συνιστά φορολογία. Ως προς τη δυνατότητα επιβολής της, κρίθηκε πως οι Κανονισμοί "ευρίσκονται εντός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου" αφού "το άρθρο 30 του Νόμου, το οποίο παρέχει την εξουσία για την επιβολή τέλους, όχι μόνο δεν συσχετίζει την εξουσία με την άμεση παροχή υπηρεσιών αποχέτευσης, αλλά ρητά την επεκτείνει και σε ιδιώτες κατόχους ακινήτων, οι οποίοι προορίζονται να εξυπηρετηθούν ή να επωφεληθούν από την εγκατάσταση συστημάτων αποχέτευσης λυμάτων και ομβρίων υδάτων".
Αυτά αναφέρονταν στους περί Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος Κανονισμούς του 1991 (Κ.Δ.Π. 99/91) αλλά ισχύουν και εν προκειμένω. Οι ομώνυμοι κανονισμοί για τη Λάρνακα (Κ.Δ.Π. 350/91) που θεσπίστηκαν δυνάμει του ίδιου Νόμου, αποτελούν, ουσιαστικά, αντιγραφή των πρώτων.
Είναι η επιπρόσθετη εισήγηση των αιτητών πως, εφόσον το τέλος που επιβλήθηκε συνιστά φορολογία, παραβιάστηκε το άρθρο 24 του Συντάγματος. Όσα αναφέρθηκαν σε σχέση με αυτό το θέμα εξαντλούνται στη γενική θέση πως τους επιβλήθηκαν τέλη υπέρογκα, καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης. Σημείωσαν στην αγόρευση τους πως επιφυλάσσουν το δικαίωμα να αναφερθούν "σε κατοπινό στάδιο της παρούσας διαδικασίας για τον αδικαιολόγητο τρόπο υπολογισμού του ποσού", αλλά τελικά, δεν βρίσκεται ενώπιον μου οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως εντελώς ατεκμηρίωτος.
Απορριπτέα επίσης είναι η εισήγηση πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη επειδή η επιστολή με την οποία γνωστοποιήθηκαν στους αιτητές τα πληρωτέα τέλη είναι αναιτιολόγητη. Την προσβαλλόμενη απόφαση την ενσωματώνει όχι εκείνη η επιστολή αλλά τα πρακτικά του Συμβουλίου. Με τα οποία, όπως σημείωσα, υιοθετούνται όσα οδήγησαν στον καθορισμό των αρχικών τελών και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα.
Απομένει ο ισχυρισμός των αιτητών πως δεν ήταν σε καμιά περίπτωση επιτρεπτή η επιβολή φορολογίας στους αιτητές. Τον αναπτύσσουν κάτω από την επικεφαλίδα "παράβαση των άρθρων 4, 10 και 29 του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου (Ν. 38/73)". Με αναφορά στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, ως προς τη φύση τους ως οργανισμού δημοσίου δικαίου και ως προς το δημόσιο σκοπό που είναι ταγμένοι εκ του Νόμου να εξυπηρετούν, εισηγούνται πως υπάρχει ρητή και απόλυτη νομοθετική απαλλαγή. Επικαλέστηκαν συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση The Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3 C.L.R. 117 και περαιτέρω την υπόθεση Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2027.
Στην πρώτη το ζητούμενο ήταν αν η Αρχή Λιμένων Κύπρου υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος. Η απάντηση της Ολομέλειας ήταν αρνητική γιατί έπρεπε να θεωρηθεί ως in consimili casu προς υπαλλήλους της Δημοκρατίας. Στη δεύτερη το ζήτημα αφορούσε σε ΦΠΑ, έγινε αναφορά στην πιο πάνω ιδιότητα της Αρχής Λιμένων Κύπρου και οι διοικητικές αποφάσεις ακυρώθηκαν ως αναιτιολόγητες.
Οι καθ' ων η αίτηση επισήμαναν πως δεν εμπίπτει η περίπτωση στις απαλλαγές που θεσμοθετεί ο περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμος και σε ό,τι αφορά στην επίκληση της ιδιότητας της Αρχής, παρέπεμψαν στον περί Αποχετευτικών Συστημάτων (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 1995 (Ν. 94(1)/95) που θεσπίστηκε στο μεταξύ, με τον οποίο προσετέθη ως εδάφιο 7 στο άρθρο 30 διάταξη σύμφωνα με την οποία
"τέλη και δικαιώματα με βάση τον παρόντα Νόμο καταβάλλονται και σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκει στη Δημοκρατία ή που περιήλθε στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.".
Δεν απάντησαν οι αιτητές σ' αυτά τα επιχειρήματα αλλά θα εξετάσω την ουσία αφού δεν προκύπτει εγκατάλειψη των απόψεων που προβλήθηκαν.
1. Οι απαλλαγές που θεσμοθετεί το άρθρο 29 του Ν. 38/73 δεν καλύπτουν φορολογία όπως τη συζητούμενη. Η παράγραφος (α) αναφέρεται σε φόρο, τέλος ή δασμό πληρωτέο δυνάμει νόμου επί μηχανικών εγκαταστάσεων, οχημάτων, εξοπλισμού και κάθε φύσης περιουσιακών στοιχείων που εισάγονται για το σκοπό που εξειδικεύεται. Η παράγραφος (β) αναφέρεται σε τέλη χαρτοσήμων. Η παράγραφος (γ) σε φόρο τοπικής αρχής, και το Συμβούλιο Αποχευτεύσεων δεν είναι τοπική αρχή και ούτε προβλήθηκε τέτοια εισήγηση.
2. Η χωρίς άλλο αναφορά στην ιδιότητα της Αρχής ως in consimili casu προς υπηρέτες της Δημοκρατίας παραγνωρίζει πως η συζητούμενη φορολογία δεν επιβάλλεται από τη Δημοκρατία. Επιβάλλεται από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων που έχει, κατά το άρθρο 6 του Ν. 1/71 δική του νομική προσωπικότητα στο οποίο και περιέρχεται "πάσα κινητή και ακίνητος ιδιοκτησία, περιλαμβανομένων και απάντων των έργων και στοιχείων ενεργητικού του Δήμου ή του Συμβουλίου Βελτιώσεως, σχέσιν έχουσα προς τα συστήματα αποχετεύσεως λυμάτων ή ομβρίων υδάτων ..."
Ο σκοπός του τέλους σε συσχετισμό προς την ιδιότητα του Συμβουλίου Αποχετεύσεων και των διατάξεων του άρθρου 30 του Ν. 1/71, σύμφωνα με το οποίο αυτό επιβάλλεται επί των ιδιοκτητών ή κατόχων ακίνητης ιδιοκτησίας, αποταυτίζουν τα Συμβούλια από τη Δημοκρατία. Οι αιτητές, ως ιδιοκτήτες/κάτοχοι ακίνητης ιδιοκτησίας, όπως την ορίζουν οι ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου, υπόκεινται σε φορολογία σύμφωνα με το Νόμο και η αναγνωρισθείσα ιδιότητα τους σε σχέση προς τη Δημοκρατία δεν οδηγεί σε απαλλαγή τους. Η μεταγενέστερη τροποποίηση του άρθρου 30 με το Ν. 94(Ι)/95, ως συνέπεια των διατάξεων του βασικού Νόμου, διευκρινίζουν την κατάσταση με ρητή αναφορά απ' ευθείας στην ίδια τη Δημοκρατία και είναι χρήσιμο να σημειωθούν εδώ οι παρατηρήσεις της Ολομέλειας στην υπόθεση Republic v. The Cyprus Ports Authority (ανωτέρω) στη σελίδα 128 αναφορικά με το επιθυμητό τέτοιων διατάξεων.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.