ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 321
7 Φεβρουαρίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MIDDLE EAST ASSOCIATION OF SEVENTH DAY ADVENTIST,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. TOY ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 761/95)
Διοικητικό Δίκαιο —Διοικητική πράξη — Βεβαιωτική σε αντίθεση με εκτελεστή πράξη —Ειδικά το στοιχείο της νέας έρευνας —Περιστάσεις στοιχειοθέτησης νέας έρευνας στην κριθείσα περίπτωση — Η πράξη εκτελεστή.
Αλλοδαποί — Κτήση ακίνητης ιδιοκτησίας — Προϋποθέσεις — Κεφ. 109 ως τροποποιήθηκε και Κ.Δ.Π. 374/90 — Περιστάσεις εσφαλμένης εφαρμογής του νομοθετικού καθεστώτος στην κριθείσα περίπτωση.
Λέξεις και Φράσεις — Επαγγελματική στέγη — Έννοια στους περί Κτήσεως Ακίνητης Ιδιοκτησίας από Αλλοδαπούς Κανονισμούς του 1990 (Κ.Α.Π. 374/90).
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Περιστάσεις βασιμότητας του λόγου στην κριθείσα περίπτωση άρνησης χορήγησης άδειας κτήσεως ακινήτου από αλλοδαπό.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητών για την χορήγηση άδειας απόκτησης ακίνητης ιδιοκτησίας στην Κύπρο.
Κ. Χρυσοστομίδης, για τους Αιτητές.
Π. Κληρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15 Ιουνίου 1995 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα τους δυνάμει του άρθρου 3 του περί Κτήσεως Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Αλλοδαποί) Νόμου, Κεφ. 109, όπως τροποποιήθηκε, για χορήγηση άδειας να αποκτήσουν στην Κύπρο προσδιορισθείσα ακίνητη ιδιοκτησία.
Συνοψίζω πρώτα το ιστορικό με αναφορά κυρίως στα γεγονότα που εδώ ενδιαφέρουν. Υποβλήθηκε αρχικά αίτηση στις 14 Ιουλίου 1993 συνοδευόμενη από όλα τα αναγκαία έγγραφα. Η ακίνητη ιδιοκτησία στην οποία αναφερόταν η αίτηση ήταν οικόπεδο στον Στρόβολο με κτίριο αποτελούμενο από δύο διαμερίσματα και κατάστημα. Οι αιτητές είναι υπεράκτια εταιρεία ελεγχόμενη υπό αλλοδαπών εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολούμενη, όπως ορίζει το Ιδρυτικό της, με φιλανθρωπικούς σκοπούς στη βάση δικών της εκπεφρασμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων. Στην αίτηση παρέσχε την εξήγηση ότι την εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία την χρειαζόταν για να στεγάσει τα γραφεία της στην Κύπρο. Με επιστολή, ημερομηνίας 5 Οκτωβρίου 1994, οι αιτητές πληροφορήθηκαν συνοπτικά ότι με απόφαση ληφθείσα την 21 Σεπτεμβρίου 1994, η αίτηση τους δεν εγκρίθηκε. Λόγος για αυτή την απόφαση δεν δόθηκε τότε.
Με επιστολή, ημερομηνίας 21 Νοεμβρίου 1994, οι αιτητές ζήτησαν όπως η αίτηση επανεξεταστεί υπό το φως και του πρόσθετου στοιχείου ότι πέρα από το τίμημα το οποίο, καθώς αναφερόταν και προηγουμένως, είχε ήδη καταβληθεί, δαπανήθηκε σε σχέση με το ακίνητο στο οποίο αναφερόταν η αίτηση και ποσό £132,930.= "για συσκευές Media, επίπλωση, εξοπλισμό γραφείου κλπ". Οι καθ' ων η αίτηση απάντησαν με επιστολή ημερομηνίας 8 Δεκεμβρίου 1994 πληροφορώντας τους αιτητές ότι η αίτηση θα επανεξεταζόταν. Στην ίδια επιστολή προστίθεντο και οι λόγοι της πρώτης απόρριψης της αίτησης που ήταν ότι:
α) " δεν δικαιολογούσε την απόκτηση δύο διαμερισμάτων και ενός πρόσθετου καταστήματος για τους σκοπούς της", και
β) " δεν φαίνεται να πληροί τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους περί Κτήσεως Ακίνητης Ιδιοκτησίας από Αλλοδαπούς Κανονισμούς του 1990 (Κ.Δ.Π. 374/90). Η πιο πάνω Εταιρεία διατηρεί ήδη Γραφεία στη Λευκωσία τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες της."
Αυτά όμως δεν εξέφραζαν τον πραγματικό λόγο της απόρριψης. Ο οποίος εμφαίνεται στο πρακτικό ημερομηνίας 21 Σεπτεμβρίου 1994 της αρμόδιας Επιτροπής στην οποία εκχωρήθηκαν οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου και έχει ως εξής:
"Η αίτηση αυτή απορρίπτεται γιατί δεν δικαιολογείται η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας για θρησκευτικούς σκοπούς. Εξάλλου, πρόκειται για Αιρετική Οργάνωση που σκοπό έχει να προσηλυτίσει Χριστιανούς Ορθόδοξους."
Οι αιτητές, που δεν γνώριζαν τότε τον πραγματικό λόγο, απέστειλαν νέα επιστολή με την οποία εξηγούσαν, με αφορμή τους γνωστοποιηθέντες λόγους απόρριψης, ότι δεν είχαν άλλη ιδιόκτητη περιουσία, ότι λειτουργούσαν από γραφεία όχι ιδιόκτητα αλλά που ενοικίαζαν και που ήταν ανεπαρκή, και ότι η περιουσία στην οποία αναφερόταν η αίτηση προοριζόταν να στεγάσει το τμήμα Media/επικοινωνιών από το οποίο προσέφεραν μέσω Κύπρου τις υπηρεσίες τους για, ανάμεσα σε άλλα, εκπαίδευση, υγεία και έκτακτη βοήθεια σε δεκαεπτά χώρες της Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Οι καθ' ων, με επιστολή ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου 1995, πληροφόρησαν τους αιτητές ότι σημείωσαν τα όσα είχαν επιπλέον προβληθεί.
Κατόπιν επανεξέτασης απορρίφθηκε και πάλι η αίτηση. Αυτό γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 29 Ιουνίου 1995 στην οποία αναφερόταν ότι:
"....η αρμόδια Επιτροπή, αφού επανεξέτασε την αίτηση σας στη συνεδρία της, ημερ. 15.6.95, αποφάσισε να μην την εγκρίνει γιατί η αίτηση σας δεν είναι σύμφωνη με τους σχετικούς Κανονισμούς που διέπουν την παραχώρηση άδειας για αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας στην Κύπρο από αλλοδαπούς."
Η πραγματική όμως αιτιολογία για την απόρριψη, όπως εκτίθεται σε πρακτικό λήψης της σχετικής απόφασης ημερομηνίας 15 Ιουνίου 1995, έχει ως εξής:
"Η αίτηση αυτή απορρίπτεται γιατί η Εταιρεία δεν μπορεί να αποκτήσει ακίνητη ιδιοκτησία για σκοπούς εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τους Κανονισμούς, χορηγείται άδεια σε ξένες Εταιρείες να αποκτήσουν ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο μόνο για σκοπούς επαγγελματικής στέγης."
Αυτή τη δεύτερη απόφαση, ημερομηνίας 15 Ιουνίου 1995, είναι που τώρα προσβάλλουν οι αιτητές.
Οι καθ' ων εγείρουν ένσταση. Προβάλλουν ότι η δεύτερη απόφαση δεν είναι παρά μόνο βεβαιωτική της πρώτης, ημερομηνίας 21 Σεπτεμβρίου 1994. Και τούτο διότι, καθώς προτείνουν, η δεύτερη απόφαση επαναλαμβάνει την πρώτη χωρίς τη μεσολάβηση οποιουδήποτε νέου ουσιώδους στοιχείου. Οι αιτητές αντιτείνουν ότι υπήρξαν και τέθηκαν προς εξέταση νέα στοιχεία που ήταν, πρώτο, η δαπάνη στην οποία προέβησαν για εξοπλισμό και, δεύτερο, η διασκέδαση των λανθασμένων, κατά την άποψη τους, εντυπώσεων της αρμόδιας αρχής ότι οι αιτητές διατηρούσαν άλλα γραφεία με την έννοια που μετέδιδε το ρήμα "διατηρούσαν" ήτοι ότι ήταν ιδιοκτήτες άλλων γραφείων ενώ στην πραγματικότητα ήταν ενοικιαστές και ότι την πρόσκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας επέβαλλαν λειτουργικές ανάγκες που προέκυπταν από τις δραστηριότητες τους, συγκεκριμενοποιώντας ότι χρειαζόταν για την επαρκή στέγαση των τηλεπικοινωνιακών τους συστημάτων.
Ο συνήγορος των καθ' ων στάθηκε ιδιαίτερα στη δαπάνη για εξοπλισμό σε σχέση με την οποία εισηγήθηκε ότι δεν αποτελούσε ουσιώδες νέο στοιχείο διότι δεν επρόκειτο για στοιχείο που θα μπορούσε να προσμετρήσει εφόσον προέκυψε από αντίληψη που εκλάμβανε ως δεδομένη την χορήγηση άδειας η οποία όμως ήταν το ζητούμενο. Ως προς το ότι οι αιτητές δεν ήταν ήδη ιδιοκτήτες άλλου ακίνητου αλλά μόνο ενοικιαστές, δεν υπήρξε, σύμφωνα με τον συνήγορο παρανόηση. Εισηγήθηκε ότι το ρήμα "διατηρούσαν" που χρησιμοποίησαν οι καθ' ων, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι υποδήλωνε αποκλειστικά ιδιοκτησία και όχι ενοικίαση.
Συμφωνώ με τον συνήγορο των καθ' ων ότι τα περί δαπάνης για εξοπλισμό δεν αποτελούσαν, για τον λόγο που έδωσε, νέο ουσιώδες στοιχείο. Επίσης συμφωνώ ότι η αναφορά σε διατήρηση γραφείων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναφορά σε ιδιοκτησία γραφείων και όχι και σε ενοικίαση. Αλλά το θέμα δεν τελειώνει με αυτά. Στην επιστολή τους, ημερομηνίας 8 Δεκεμβρίου 1995, οι καθ' ων αναφέρθηκαν στη διατήρηση γραφείων "τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες" των αιτητών. Το πώς οι καθ' ων κατέληξαν σε αυτό δεν το εξήγησαν ποτέ. Δεν φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα έρευνας. Τουναντίον, φαίνεται πως αυτό δεν ήταν παρά μόνο πρόφαση. Τον πραγματικό λόγο για την απόρριψη της αίτησης την πρώτη φορά τον έχω ήδη παραθέσει. Έτσι, λοιπόν, οι αιτητές που δεν γνώριζαν τότε τον πραγματικό λόγο εφοδίασαν την αρμόδια αρχή με ό,τι σχετιζόταν με αυτή την πτυχή Δηλαδή, πως τα ενοικιαζόμενα γραφεία ήταν ανεπαρκή και πως η κτήση της ακίνητης ιδιοκτησίας στην οποία αναφερόταν η αίτηση καθίστατο αναγκαία, με αναφορά προς τις δραστηριότητες τους. Αυτά ήταν και νέα στοιχεία και από τα πλέον ουσιώδη. Και δικαιολογούσαν νέα έρευνα. Από την οποία προέκυψε νέα εκτελεστή απόφαση. Όπως αναφέρει ο Στασινόπουλος στο "Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων" (Έκδ. 1951) στη σελ. 126:
"..εκτελεστή θεωρείται η πράξις, η οποία, μολονότι περιέχει απλήν επιβεβαίωση της προηγουμένως εκδοθείσης, εν τούτοις εξεδόθη μετά νέαν έρευναν της υποθέσεως. Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απωλέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων."
Βλ. και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191.
Θα προχωρήσω λοιπόν με την ουσία. Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Κτήσεως Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Αλλοδαποί) Νόμου, Κεφ. 109, όπως τροποποιήθηκε (βλ. Ν. 52/1969,55/1972 και 50/1990):
"3(1) Απαγορεύεται η υπό αλλοδαπού κτήσις, άλλως ή αιτία θανάτου, ακινήτου ιδιοκτησίας άνευ προηγουμένης αδείας του Υπουργικού Συμβουλίου."
Στην άσκηση της εξουσίας που παρέχεται με το άρθρο 3(1) δεν τίθενται όροι, περιορισμοί, προϋποθέσεις και κριτήρια. Ωστόσο στο άρθρο 3(1Α) διαλαμβάνεται ότι:
"3(1Α) Οσάκις η κτήσις ακινήτου ιδιοκτησίας υπερβαίνει την απολύτως αναγκαίαν έκτασιν διά την ανέγερσιν υποστατικού διά κατοικίαν ή επαγγελματικήν στέγην και εν πάση περιπτώσει υπερβαίνει την έκτασιν των δύο σκαλών, η υπό του Υπουργικού Συμβουλίου χορηγούμενη άδεια θα υπόκειται ωσαύτως εις τοιούτους όρους, περιορισμούς, προϋποθέσεις και κριτήρια τα οποία ήθελον καθορισθή διά Κανονισμών εκδιδομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και εγκρινομένων υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων."
Εν συνεχεία προβλέφθηκαν τα εξής στους εκδοθέντες Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 374/90):
"Τηρουμένων των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών, άδεια για κτήση ακίνητης ιδιοκτησίας από αλλοδαπό, εφόσο αυτή υπερβαίνει την απολύτως αναγκαία έκταση για την ανέγερση υποστατικού για κατοικία ή επαγγελματική στέγη και εν πάση περιπτώσει υπερβαίνει την έκταση δύο σκαλών, χορηγείται μόνο για σκοπούς:
(α) Κατοικίας, εφόσον αυτή προορίζεται για ιδιοκατοίκηση και αφορά γη που δεν υπερβαίνει την έκταση των τριών σκαλών.
(β) Επαγγελματικής ή εμπορικής στέγης.
(γ) Βιομηχανίας σε τομείς οι οποίοι κρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο επωφελείς για την κυπριακή οικονομία και δεδομένου ότι η κτήση της ακίνητης ιδιοκτησίας σχετίζεται με παραγωγή προϊόντων ή με βιομηχανίες που προϋποθέτουν τη χρήση νέας τεχνολογίας ή και τεχνογνωσίας."
Ο συνήγορος των καθ' ων εισηγήθηκε ότι οι σκοποί για τους οποίους ενεγράφησαν οι αιτητές - αγαθοεργοί και φιλανθρωπικοί - δεν ενέπιπταν στις τιθέμενες κατηγορίες. Εννοείται βέβαια εδώ η κατηγορία επαγγελματικής στέγης. Αυτή η εισήγηση απηχεί την επεξήγηση για την απόρριψη ότι "χορηγείται άδεια σε ξένες Εταιρείες να αποκτήσουν ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο μόνο για σκοπούς επαγγελματικής στέγης". Υπενθυμίζουμε ότι ο βασικός λόγος που δόθηκε ήταν ότι η εταιρεία δεν μπορεί να αποκτήσει ακίνητη ιδιοκτησία για σκοπούς "εκμετάλλευσης". Που συνειρμηκά συνδέεται με τους θρησκευτικούς σκοπούς προσηλύτισης ορθοδόξων χριστιανών, και που αποτελούσε την αιτιολογία στην πρώτη απόφαση.
Παρατηρώ κατ' αρχήν ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν εφαρμοζόταν το άρθρο 3(1Α) με τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες κανονισμούς, διότι καμιά ένδειξη δεν υπήρχε ότι η κτήση της ακίνητης ιδιοκτησίας στην οποία αναφερόταν η αίτηση υπερέβαινε ό,τι προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο. Συνεπώς η αίτηση θα έπρεπε να είχε εξεταστεί δυνάμει του άρθρου 3(1) του Νόμου. Αλλά και πάλι, αν για επιτυχία της αίτησης το Υπουργικό Συμβούλιο απαιτούσε την ύπαρξη ανάγκης για επαγγελματική στέγη, αυτός κατά την άποψη μου ήταν ο σκοπός για τον οποίο οι αιτητές, καθώς δήλωσαν, επιθυμούσαν την απόκτηση της ακίνητης ιδιοκτησίας. Στέγη που προοριζόταν να καλύψει τις δραστηριότητες τους για προώθηση των εγγεγραμμένων σκοπών τους. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε αυτή η στεγαστική ανάγκη να χαρακτηριστεί; Στη φράση "επαγγελματική στέγη" δεν νομίζω πως θα έπρεπε να δοθεί στενή ερμηνεία. Έτσι λοιπόν υπήρξε πλάνη περί τον νόμο.
Όμως και η δοθείσα αιτιολογία πάσχει. Έχει ως πυρήνα την άποψη ότι η δραστηριότητα των αιτητών αποβλέπει στην "εκμετάλλευση". Για το πώς οι καθ' ων εννοούσαν την "εκμετάλλευση" η αιτιολογία της προηγούμενης απόφασης τους ρίχνει νομίζω το μόνο φως. Το πώς αλλιώς θα μπορούσαν να την εννοούν αδυνατώ να το αντιληφθώ. Επρόκειτο λοιπόν για μια αντίκρυ-ση που δεν είχε σχέση με τις εγγενείς ανάγκες της περίπτωσης. Όσο και αν είναι ευρεία η διακριτική εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μπορεί η απόφαση του να θεμελιωθεί σε ό,τι, καθώς φαίνεται, ήταν εσφαλμένο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ημερομηνίας 15 Ιουνίου 1995 ακυρώνεται στην ολότητα της δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.