ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 3390
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 169/97.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Κώστα Νικολαΐδη,
Αιτητή,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού ΄Αμυνας,
2. Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_________________
30 Δεκεμβρίου, 1997
.Για τον αιτητή: Κ. Δημητριάδης (μέχρι το στάδιο των διευκρινίσεων, στη
συνέχεια ο αιτητής παρουσιαζόταν αυτοπροσώπως).
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γ-Ε.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά στις 16.7.1977 και μετά από ευδόκιμη υπηρεσία 26 μηνών απολύθηκε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού με διαγωγή "ΑΡΙΣΤΗ" και ως ικανός Ι 1 στις 16.9.1979. Μετά την απόλυση του σπούδασε σε διάφορα Πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Αμερικής και κατέχει Πτυχίο και Μεταπτυχιακό στην Πολιτική Μηχανική και Μεταπτυχιακό στο Σχεδιασμό Πόλεων και Περιφερειών.
΄Οταν γύρισε στην Κύπρο μετά τις σπουδές του παρουσιάστηκε στις 17.5.1993 για φοίτηση σε σχολές επιμόρφωσης Εφέδρων Αξιωματικών και απολύθηκε στις 29.5.1993. Στις 7.9.1993 έτυχε διετούς αναστολής ως πάσχων από ψυχωτική συνδρομή. Μετά την πάροδο των 2 ετών κλήθηκε να παρουσιαστεί στην Εθνική Φρουρά στις 2.9.1995 και παρουσιάστηκε στις 28.8.1995 οπόταν και πάλι κρίθηκε ως ικανός Ι 1. Μετέπειτα κλήθηκε να παρουσιαστεί στις 28.8.1996 και να φέρει τα δικαιολογητικά του γιατρού μαζί του. Ο αιτητής πήρε τα σχετικά δικαιολογητικά και μετά από εξέταση κρίθηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση στις 12.12.1996 ως βοηθητικός Ι 4 ανίκανος να φέρει όπλο και να αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη.
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία ο αιτητής έχει καταταχθεί ως έφεδρος βοηθητικός στην κατηγορία Ι 4.
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως πιο κάτω:
"ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΟΣ
12.12.96
Αρθμ. Γνωμ. 154/3085.
ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΙΣ
Εν Λευκωσία τη 12 του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 1996, η επιτροπή εξετάσεως της Σωματικής Ικανότητος Στρατευσίμων Λευκωσίας, συγκειμένη εκ του Προέδρου αυτής Dr. Ανδρέα Μ. και των Μελών Αρχ/τρου Κυπριανού και Αρχ/τρου Κούμα προέβη εις την εξέτασιν της Σωματικής Ικανότητας του ενώπιον αυτής παρουσιασθέντος Εφ. Ανθυπολοχαγού Νικολαϊδη Κώστα του Νίκου ΑΣΜ 11018 και παραπεμφθέντος ημίν παρά του ΓΕΕΦ/ΠΒ εγγεγραμμένου εις το Μ. ΄Αρρεν του Δήμου ή κοινότητος Τρυπιώτη της Επαρχίας Λευκωσίας έτους γεννήσεως 1959 και κλάσεως 77
ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ
ότι ο εν λόγω πάσχει από ψυχωτική αντίδραση και κρίνει τούτον Ι 4 ΣΙ/4 και 121 ομοφώνως.
ΔΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΝ ΘΗΤΕΙΑΝ ................................................ P>
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ
1.
2. "
Σαν κύριος λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξης έχει προβληθεί η έλλειψη αιτιολογίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση αντέταξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "παρουσιάζει επαρκή αιτιολογία" και για ενίσχυση της θέσης του αυτής έκαμε αναφορά στις προηγούμενες εξετάσεις και γνωματεύσεις των Ιατρικών Συμβουλίων. Υποστήριξε περαιτέρω "ότι σε περιπτώσεις ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης, όπως είναι στην παρούσα περίπτωση οι ιατρικές αποφάσεις των αρμοδίων Επιτροπών, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει και δεν ελέγχει την ουσιαστική κρίση της Διοίκησης εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα, παράβαση νόμου ή κατάχρηση εξουσίας.
Η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ΄ ων η αίτηση ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ελέγχει την ουσιαστική κρίση της Διοίκησης αντικατοπτρίζει την ορθή θέση της νομολογίας - Βλ. το πιό κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 226
:"Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ελέγχον την νομιμότητα πράξεως προσβαλλομένης δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, απέχει του ελέγχου της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως. Μέγας είναι ο αριθμός των επί του θέματος τούτου σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου, δι΄ ων χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος ή υπό της διοικήσεως εκτίμησις
των πραγματικών περιστατικών ή του αποδεικτικού υλικού ή της κρίσεως περί συνδρομής λόγων σκοπιμότητος ή της κρίσεως επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων. Ταύτα όμως, εφ΄ όσον δεν συντρέχη πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήσις διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτη έλλειψις αιτιολογίας. Το Σ.Ε. ελέγχει, ούχ ήττον, εάν τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν ορθώς εις τον νομικόν κανόνα. Ούτω, επί παραδείγματι, ελέγχει εάν αι αποδοθείσαι εις υπάλληλον πράξεις συνιστούν ωρισμένον πειθαρχικόν παράπτωμα: 520 (51), εάν ωρισμένη πράξις συνιστά συμπεριφοράν απάδουσαν εις υπάλληλον: 815 (52) ή εάν ελαιών τις είναι συστηματικός ...".(Βλ. και Eraclidou v. The Compensation Officer (1968) 3 C.L.R. 44, 52 και Georghiou and Another v. Municipality of Nic
osia (1973) 3 C.L.R. 53, 57).Προκύπτει από την πιο πάνω θέση της νομολογίας ότι ο ουσιαστικός έλεγχος της κρίσης της διοίκησης είναι εφικτός οσάκις "προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας". Προβάλλει λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη.
Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που
δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130)
.Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476)
.Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αορίστως καθιστούσα αδύνατον τον δικαστικόν έλεγχον ή δυναμένη να εφαρμοσθεί εις πάσαν περίπτωσιν" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87)
.΄Εχω εξετάσει το κείμενο της προσβαλλόμενης πράξης. ΄Εχω λάβει υπόψη μου ότι ο αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων βεβαίωση του ειδικού Νευρολόγου-Ψυχιάτρου Πέτρου Μάτσα, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής "από αρκετών ήδη μηνών είναι απαλλαγμένος ψυχοτικών εκδηλώσεων". Αυτή η βεβαίωση η οποία προέρχεται από τον γιατρό ο οποίος παρακολουθούσε τον αιτητή καθιστούσε επιβεβλημένη την παράθεση αιτιολογίας. Αντίθετα η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε αιτιολογία. Δεν περιέχει τα απαραίτητα, ή οποιαδήποτε ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, για την διακρίβωση της νομιμότητας της. Πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και πρέπει να ακυρωθεί. Τα αποτελέσματα των προηγούμενων εξετάσεων δεν επαρκούν. Δεν μπορούν να συμπληρώσουν την ελλείπουσα αιτιολογία. Αντίθετα επειδή πρόκειται για ζήτημα υγείας η βελτίωση της δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί. Αποτελεί μια εύλογη προοπτική.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με £300.- έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.