ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2627

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 441/96.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

YISCO DEVELOPMENTS,

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Εσωτερικών,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

31 Οκτωβρίου, 1997.

Για τους αιτητές: Ε. Χειμώνας και Α. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Κυριακίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γεν. Εισ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

"Α. Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας την 15.3.1996 αρ. 3046, Διάταγμα επιτάξεως αρ. 284 με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση διέταξαν την επίταξη της ακίνητης ιδιοκτησίας που ευρίσκεται εις την ενορία Αγίου Ανδρέα της πόλης Λευκωσίας σχετικά με τα τεμάχια με αριθμούς 137 (όλο) και 348 (όλο) του Συμπλέγματος D, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.

Β. Οιανδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπείαν την οποίαν το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει εύλογον και δικαίαν υπό τις περιστάσεις."

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:

Κατά τον Απρίλιο του 1995 το Επαρχιακό Γραφείο Λευκωσίας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ("το Τμήμα") αντιμετώπιζε πρόβλημα χώρου στάθμευσης για τους υπαλλήλους του. Με το πρόβλημα απασχολήθηκε αρχικά ο Λειτουργός Διοίκησης του Τμήματος, Αντ. Παναγιώτου, ο οποίος σε σημείωμα του απευθυνόμενο προς τον Πρώτο Κτηματολογικό Λειτουργό Διοίκησης, ημερ. 18.4.95 (κ. 3 στο Φακ. Τεκ. 1) ανέφερε ότι:

΄Ηλθε σε επαφή με τους αντιπροσώπους των ιδιοκτητών των επίδικων οικοπέδων με σκοπό να ενοικιασθούν τα οικόπεδα από το Τμήμα. Τον πληροφόρησαν ότι οι ιδιοκτήτες δεν "θέλουν" να τα ενοικιάσουν αλλά το Τμήμα μπορεί να τα χρησιμοποιεί όπως και προηγουμένως χωρίς να τοποθετήσει στέγαστρα ή οτιδήποτε άλλο. Οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, μετά από παραστάσεις των γειτόνων για οχληρία, έδωσαν οδηγίες στον αντιπρόσωπο τους να περιφράξει τα οικόπεδα όπως και έγινε. Ζήτησε από τον αντιπρόσωπο των ιδιοκτητών να "αφήσει μια είσοδο" για να σταθμεύουν τα αυτοκίνητα του προσωπικού και ο τελευταίος του ανέφερε ότι "δεν μπορεί στο παρόν στάδιο να κάμει διαφορετικά διότι έχει πάρει οδηγίες από τους ιδιοκτήτες".

Το σημείωμα κατέληγε με την εξής εισήγηση:

"Υποβάλλεται για περαιτέρω μελέτη και εξεύρεση υπαλλακτικών λύσεων, είτε με την ενοικίαση άλλων κατάλληλων χώρων οι οποίοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη απόσταση, αν φυσικά μας τα διαθέτουν οι ιδιοκτήτες τους, είτε με επίταξη των δύο αυτών οικοπέδων."

 

Ο δέκτης του πιο πάνω σημειώματος με σημείωμα του προς τον κ. Παναγιώτου, ημερ. 18.4.95, (κ. 3 στο Φακ. Τεκ. 1), ανέφερε τα πιο κάτω:

"Επειδή εκάματε έρευνα πρόσφατα για χώρους στάθμευσης του Επαρχιακού Λευκωσίας και επειδή τίποτε δεν βρέθηκε διαθέσιμο στην περιοχή, δεν νομίζω ότι έχουμε άλλη εκλογή παρά να επιτάξουμε τα δύο αυτά οικόπεδα για σκοπούς χρήσης των συναδέλφων του Επαρχιακού. Παρακαλώ να προβείτε σε όλα τα σχετικά διαβήματα προς επίταξη όσο γίνεται πιο έγκαιρα γιατί υπάρχει και το θέμα οχληρίας των περιοίκων από τους οποίους έχουμε σφοδρά παράπονα, τόσο εμείς, όσο και ο ΄Επαρχος και το Υπουργείο μας."

Το πιο πάνω σημείωμα ακολούθησε επιστολή του Τμήματος προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 3.5.95 (κ. 6-7 στο Φακ. Τεκ. 1) με την οποία είχε επισυνάψει πίνακα περιγραφής των επιδίκων οικοπέδων με 5 αντίγραφα του σχεδίου που αναφέρονται στον πίνακα με την παράκληση όπως ο πίνακας ενσωματωθεί στο σκοπούμενο διάταγμα σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Επίταξης Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απάντησε ότι πρίν προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια και ενόψει του γεγονότος ότι η επίταξη μπορεί να γίνει μόνο για 3 χρόνια πρέπει να ζητηθεί η γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας (βλ. επιστολή ημερ. 11.5.95, κ. 8 στο Φακ. Τεκ. 1).

Η γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας ζητήθηκε με επιστολή του Τμήματος ημερ. 19.9.95 (κ. 10-11, στο Φακ. Τεκ. 1). Με την απάντηση του ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζήτησε όπως πληροφορηθεί, για το σκοπό δημόσιας ωφέλειας, τη χρονική διάρκεια της επίταξης και κατά πόσο επρόκειτο για μόνιμο έργο (βλ. επιστολή του ημερ. 4.7.95, κ. 12 στο Φακ. Τεκ. 1). Το Τμήμα πληροφόρησε τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι ο σκοπός δημόσιας ωφέλειας που προτίθεται το Τμήμα να ικανοποιήσει με την επίταξη των δύο οικοπέδων είναι η ομαλή και ικανοποιητική λειτουργία και συντήρηση των προσφερομένων υπηρεσιών του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας προς το κοινό το οποίο καθημερινά κατακλύζει το πιο πάνω γραφείο για διάφορες κτηματολογικές εργασίες αλλά και η εξυπηρέτηση των υπαλλήλων του γραφείου οι οποίοι είναι γύρω στα 230 άτομα, οι πλείστοι των οποίων χρησιμοποιούν δικά τους οχήματα. Με την επίταξη των δύο οικοπέδων θα τερματιστεί κατά το δυνατό η οχληρία και παρενόχληση που δημιουργείται στους περιοίκους από τη στάθμευση των πολλών οχημάτων μπροστά στις κατοικίες τους. ΄Ολοι οι πιο πάνω λόγοι σύμφωνα με την επιστολή μπορεί να καλυφθούν από τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στο άρθρο 3(2) του Ν 21/62.

Αναφορικά με τη διάρκεια της επίταξης αναφέρθηκε ότι το μέτρο ήταν προσωρινό γιατι τα κτίρια στα οποία στεγάζεται σήμερα το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας είναι ιδιωτικά και ενοικιάζονται από το Τμήμα, η δε τελευταία σύμβαση μίσθωσης άρχισε την 1.8.95 και είναι διαρκείας 5 χρόνων.

Με την απάντηση του ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας πληροφόρησε το Τμήμα, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι σύμφωνα με το άρθρο 23.8 (γ) του Συντάγματος η περίοδος επίταξης ιδιοκτησίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη και ότι εν πάση περιπτώσει αρμοδιότητα για τον καθορισμό χώρων στάθμευσης μέσα σε όρια Δήμου έχει το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο (βλ. άρθρο 88 του περί Δήμων Νόμου, 1985 (Ν111/85)). Η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα καταλήγει με την γνώμη πως θα ήταν καλύτερα να αποταθούν σχετικά στο Δήμο Λευκωσίας (βλ. επιστολή ημερ. 5.10.95, κ.15-16 στο Φακ. Τεκ. 1).

Το Τμήμα επανήλθε επί του θέματος με επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 3.11.95 (κ. 17-18 στο Φακ. Τεκ. 1). Πληροφόρησε τον Γενικό Εισαγγελέα ότι:

"Η επίταξη είναι προσωρινό μέτρο που θα κάλυπτε,

(α) την τριετία για να απαμβλυνθεί το πρόβλημα,

(β) με τη λήξη της τριετίας θα γίνει προσπάθεια να διευθετηθεί το θέμα

διαφοροτρόπως και σύμφωνα με τις καταστάσεις που θα επιτραπούν,

(γ) δεν πρόκειται για θέμα καθορισμού του χώρου στάθμευσης διότι ο χώρος

αυτός είναι απαραίτητος για στάθμευση κυρίως των 250 κτηματολογικών

υπαλλήλων που εργάζονται στο χώρο του Επαρχιακού Κτηματολογικού

Γραφείου Λευκωσίας και ο οποίος είναι ο μοναδικός πλησίον κενός χώρος

που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Από πληροφορίες που είχε το Τμήμα

συνάγεται ότι οι συνιδιοκτήτες, που είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος,

δεν σκοπεύουν για την περίοδο της επίταξης να αξιοποιήσουν το κτήμα

καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Γι΄ αυτό και μας επέτρεψαν, με προφορική συνεννόηση, να χρησιμοποιήσουμε το χώρο για σκοπούς στάθμευσης

πράγμα που έγινε."

Ο Γενικός Εισαγγελέας αφού μελέτησε τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του κατέληξε στο συμπέρασμα πως αφού οι ιδιοκτήτες επιτρέπουν με προφορική συγκατάθεση τους την χρήση των επιδίκων οικοπέδων για σκοπούς στάθμευσης οχημάτων δεν συντρέχει λόγος εξαναγκασμού τους μέσω επίταξης για τον ίδιο σκοπό. Συμβούλευσε το Τμήμα ότι υπό το φως των ανωτέρω μπορούσε, αν ήθελε, να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους ιδιοκτήτες είτε για την ενοικίαση του χώρου είτε για την εξασφάλιση της γραπτής άδειας των ιδιοκτητών έναντι χρηματικής αντιπαροχής (βλ. επιστολή ημερ. 28.11.95, κ. 19 στο Φακ. Τεκ. 1).

Ο Διευθυντής του Τμήματος με επιστολή του ημερ. 20.12.95 (κ. 20 στο Φακ. Τεκ. 1) στην οποία επισύναψε τις πιο πάνω επιστολές του Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 5.10.95 και 28.11.95, πληροφόρησε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ότι η επίταξη του χώρου ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη για τους πιο κάτω λόγους:

"(1) Οι συνιδιοκτήτες με κανένα τρόπο δεν διαπραγματεύονται για την ενοικίαση, φοβούμενοι τις εγγράφους συμφωνίες όσο αφορά την

μελλοντική αποδέσμευση των οικοπέδων. Για το θέμα αυτό έχουμε

έλθει σε επαφή μαζί τους επανειλημμένα και η απάντηση τους είναι

αρνητική τελεσίδικα.

(2) Επειδή στο στάδιο αυτό σταθμεύουμε τα αυτοκίνητα χωρίς δέσμευση

εκ μέρους των συνιδιοκτητών, υπάρχει το ενδεχόμενο ανά πάσα στιγμή να μας απαγορεύσουν τη στάθμευση. Τούτο θα συνεπαγόταν τεράστια

ταλαιπωρία για τους 250 υπαλλήλους του Επαρχιακού με απρόβλεπτες

συνέπειες για την οχληρία των παρακείμενων κατοικιών και της προσπέλασης στην περιοχή."

Η επιστολή κατέληγε με τα πιο κάτω: "Ενόψει των πιο πάνω παρακαλώ όπως μεριμνήσετε προσωπικά και θέσετε το θέμα και ενώπιον του Υπουργού."

Πάνω στην πιο πάνω επιστολή υπάρχει το πιο κάτω χειρόγραφο σημείωμα: "Αγαπητέ Κύριε Υπουργέ, όπως σας ανάφερα, παρακαλώ όπως το κοιτάξετε προσωπικά".

Το τί ακολούθησε φαίνεται στο πιο κάτω σημείωμα του Πρώτου Γραμματειακού Λειτουργού προς τον Υπουργό μέσω του Γενικού Διευθυντή:

"Ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με επιστολή του ημερ. 20.12.95 (ερ. 83-80) υπέβαλε αίτημα για επίταξη ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας δύο οικοπέδων που βρίσκονται πλησίον του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας, ενορία Αγίος Ανδρέας Λευκωσία, για τη δημιουργία χώρου στάθμευσης του εν λόγω Γραφείου. Το θέμα εξετάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο συνηγορεί υπέρ της επίταξης της εν λόγω ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας.

2. Η εξουσία για την έκδοση διαταγμάτων επίταξης έχει εκχωρηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο στον οικείο Υπουργό με την απόφαση του με αρ. 41.025 και ημερ. 18.5.94.

3. Παρακαλώ όπως εγκρίνετε το διάταγμα επιτάξεως όπως υποβάλλεται στο Ερ. 96Α και δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας."

 

Κάτω από το πιο πάνω σημείωμα υπάρχει η λέξη "Εγκρίνεται" και κάποια υπογραφή, η οποία, όπως έγινε δεκτό, ανήκει στον αρμόδιο Υπουργό.

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη ακολούθησε η δημοσίευση του επίδικου διατάγματος επίταξης. Σύμφωνα με το διάταγμα η ιδιοκτησία ήταν αναγκαία "για τους πιο κάτω σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για τη δημιουργία χώρων στάθμευσης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και η επίταξή της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλ. για τη δημιουργία χώρων στάθμευσης στην ενορία Αγίου Ανδρέα της πόλης Λευκωσίας".

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υποστήριξαν ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και η νομολογία για να είναι νόμιμη η έκδοση ενός διατάγματος επίταξης ακίνητης ιδιοκτησίας. ΄Ηταν ειδικότερα η εισήγηση τους ότι η επίδικη επίταξη δεν είχε καταστεί, υπό τις περιστάσεις αναγκαία και περαιτέρω δεν αποσκοπούσε στη θεραπεία "εκτάκτου επειγούσης και παροδικής δημόσιας ή κοινωνικής ανάγκης" . ΄Εκαμαν αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 93: "Οι επιτάξεις είναι ανεκταί μόνον προς θεραπείαν εκτάκτου επειγούσης και παροδικής δημόσιας ή κοινωνικής ανάγκης μη δυναμένης ν΄ αντιμετωπισθή δι΄ άλλου ήττον επαχθούς μέσου".

Σύμφωνα με την απόφαση 1131/50 του ΣτΕ οι προϋποθέσεις προς επιβολή του μέτρου της επιτάξεως είναι τρεις:

"Η επίταξις ως θεσμός ηπιώτερος μεν του της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, άτε μη συνεπαγόμενος οριστικήν αφαίρεσιν της χρήσεως του πράγματος, συγγενής όμως προς αυτήν, άτε ου μόνον παρακωλύων την άσκησιν νομίμων εξουσιών του κυρίου, αλλά και μεταβιβάζων, έστω και προσκαίρως, αυτάς εις έτερα πρόσωπα, δεν συμβιβάζεται προς τας προστατευτικάς της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, εάν α) δεν επιβάλλεται εξ αφεύκτου και αμέσου δημοσίας ανάγκης, μη δυναμένης ν΄ αντιμετωπισθή δι΄ άλλου, ήττον επαχθούς, μέσου, β) δεν είναι προσωρινή και γ) δεν αναγνωρίζεται εις τον ιδιοκτήτην δικαίωμα αποζημιώσεως και δεν παρέχονται αυτώ τα μέσα ευχερούς και αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος τούτου."

Από το ενώπιον μου υλικό (βλ. επιστολή του Τμήματος προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 19.6.95, και επιστολή προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 20.12.95) διαπιστώνω ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο οι υπάλληλοι του Επαρχιακού Κτηματολογίου εστάθμευαν τα αυτοκίνητα τους εντός των επίδικων οικοπέδων χωρίς ένσταση από τους ιδιοκτήτες. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων αφαιρεί από την προσβαλλόμενη απόφαση το στοιχείο της "εκτάκτου επειγούσης ανάγκης".

Περαιτέρω από το ενώπιον μου υλικό (βλ. σημείωμα του Λειτουργού Παναγιώτου, ημερ. 18.4.95) προκύπτει ότι υπάρχουν και άλλοι κατάλληλοι χώροι οι οποίοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη απόσταση, οι οποίοι δεν ήταν "διαθέσιμοι". Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο της Διοίκησης που να υποδεικνύει:

(α) Πού βρίσκονται αυτοί οι χώροι.

(β) Ποιά η καταλληλότητα τους σε σύγκριση με τα επίδικα οικόπεδα.

(γ) Ποιές θα ήταν οι συνέπειες της επίταξης για τους ιδιοκτήτες τους, και κατά πόσο θα ήταν λιγότερο επαχθείς από τις συνέπειες που θα επέφερνε

η επίταξη στους αιτητές.

(δ) Ποιά ήταν τα δικαιολογητικά της άρνησης τους όταν τους προτάθηκε να τα διαθέσουν σε σύγκριση με τα τύχον δικαιολογητικά των αιτητών.

΄Ολα τα πιο πάνω ισοδυναμούν με παράλειψη της διοίκησης να επιδιώξει την αντιμετώπιση της ανάγκης "δι΄ άλλου ήττον επαχθούς μέτρου". Αυτή η παράλειψη από μόνη της αλλά και η απουσία του έκτακτου και επείγοντος στοιχείου καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση τρωτή, επειδή λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου και καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Chrysochou Bros v. CYTA (1966) 3 C.L.R. 482, 501).

Σε σχέση με το στοιχείο της έκτακτης και επειγούσης ανάγκης πρέπει να τονισθεί ότι η επίδικη επίταξη έχει πραγματοποιηθεί παρά τη ρητή γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (βλ. επιστολή του ημερ. 28.11.95) "ότι δεν συντρέχει λόγος εξαναγκασμού - των αιτητών - μέσω επίταξης".

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υποστήριξαν περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Τόνισαν συναφώς ότι το Σύνταγμα (άρθρο 23.8 (β)) επιβάλλει ρητά την υποχρέωση για αιτιολόγηση της απόφασης για την έκδοση Διατάγματος Επίταξης. Επομένως καθίσταται ουσιώδης τύπος της πράξης και ως εκ τούτου θα πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης σαν συστατικό στοιχείο. Σε αντίθετη περίπτωση η απόφαση είναι ελλειπής με αποτέλεσμα να είναι άκυρη.

Η πιο πάνω εισήγηση αντανακλά τη θέση της νομολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 267, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574).

΄Οπως υποδεικνύεται στα Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 183:

"Μεμονωμένως μόνον και κατ΄ εξαίρεσιν εγένετο δεκτόν, ότι και όπου ο Νόμος ρητώς απαιτεί αιτιολογίαν, αύτη επαρκώς αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλλου: 1064 (37), 498 (38), σταθερώς δε ισχύει ο κανών ότι η υπό του νόμου απαιτουμένη αιτιολογία δέον (α) να υπάρχη εν αυτή τη πράξει ή εν ετέρω στοιχείω, υφισταμένω κατά την έκδοσιν της και ρητώς αναφερομένω εν αυτή, και (β) να είναι σαφής, ειδική συγκεκριμένη κατά την πραγματικήν της βάσιν".

Το άρθρο 23.8 (β) του Συντάγματος ορίζει:

"23. 8. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία δύναται να επιταχθή υπό της Δημοκρατίας, ή υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και εφ΄ όσον ο ιδιοκτήτης και το δικαιούμενον κατοχής της ιδιοκτησίας άτομον ανήκουσιν εις την αντίστοιχον κοινότητα και δή μόνον:

(α) ........................................................................ ...................

(β) του τοιούτου σκοπού εξειδικευμένου δι΄ ητιολογημένης

αποφάσεως της επιβαλλούσης την επίταξιν αρχής εκδιδομένης κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου και περιλαμβανούσης σαφώς τους λόγους της τοιαύτης επιτάξεως.

(γ) .................................................. ........................................

(δ) .................................................. ........................................"

Σε σχέση με το ζήτημα της αιτιολογίας χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αιτιολογίας στις περιπτώσεις απαλλοτριώσεων, οι οποίες εφαρμόζονται, κατ΄ αναλογία, και στις περιπτώσεις επιτάξεων.

Στο Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη ΄Εκδοση, παραγ. 1346, ο σχετικός κανόνας παρατίθεται ως πιο κάτω:

"Η πράξη απαλλοτριώσεως, ως επαχθής για τον ιδιώτη, αλλά και ως επιτρεπόμενη από το Σύνταγμα μόνο 'δια δημόσιαν ωφέλειαν προσηκόντως αποδεδειγμένην', έχει ανάγκη αιτιολογίας, που να αναφέρεται στην εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού στην συγκεκριμένη περίπτωση, στην ανάγκη της επιβολής αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και μάλιστα στην έκταση στην οποία επιβάλλεται. Η αιτιολογία μπορεί να περιέχεται στην απαλλοτριωτική πράξη ή να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου που την συνοδεύει."

 

Στο σύγγραμμα του Σαρμά, "Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", Β έκδοση, 194, σελ. 768-69, αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

"Κατά το νόημα των κριθέντων υπό της ΣτΕ 4651/1986 ... πράξη δια της οποίας η Διοίκηση προβαίνει στην αναγκαστική απαλλοτρίωση ατομικής ιδιοκτησίας, είναι μεν πράξη διακριτικής ευχερείας, πλην όμως, ως εκ του αντικειμένου της, συνισταμένου στην πλήρη αφαίρεση ατομικού δικαιώματος, πρέπει να εμφανίζεται ως εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότης στον ακυρωτικό δικαστή, σε περίπτωση αμφισβητήσεως της νομιμότητός της, να ασκήση τον έλεγχο αυτού εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του. Είναι δε, κατά το Δικαστήριο, εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη πράξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, εφ΄ όσον η διοικητική αρχή που την εξέδωσε έχει αιτιολογημένως διαπιστώσει:

1ον. ΄Οτι υφίσταται η ανάγκη αποκτήσεως υπό της Διοικήσεως χώρου προς ικανοποίηση δημοσίας ωφελείας.

2ον. ΄Οτι ο επιλεγείς χώρος είναι κατ΄ αρχήν σε θέση να καλύψη την διαπιστωθείσα ανάγκη.

3ον. ΄Οτι ο επιλεγείς χώρος είναι ο πλέον κατάλληλος εκ των περισσοτέρων χώρων που προσφέρονται.

4ον. ΄Οτι ο χώρος που επελέγει είναι, ως προς την έκταση αυτού, ο απαιτούμενος.

Αντιθέτως, δεν απαιτείται να προκύπτη ότι ο μόνος τρόπος αποκτήσεως υπό της Διοικήσεως του επιλεγέντος χώρου είναι η αναγκαστική απαλλοτρίωση αυτού (ΣτΕ 4389/1976)."

 

Στην Alakati Investment Ltd and Another v. Republic (1973) 3 C.L.R. 255, έγινε διάκριση ανάμεσα στην αιτιολογία που περιέχει το διάταγμα απαλλοτρίωσης που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα και στην αιτιολογία που υποστηρίζει την απόφαση για την απαλλοτρίωση η οποία περιέχεται στο φάκελο της Διοίκησης. Κρίθηκε ότι η αιτιολογία των προπαρασκευαστικών πράξεων παρέχει την αιτιολογία της μεταγενέστερης εκτελεστής πράξης (Βλ. και Vassiadou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 241 στην οποια κρίθηκε ότι η αιτιολογία της επίδικης επίταξης περιέχεται στις προπαρασκευαστικές πράξεις).

Υιοθετώ το σκεπτικό των τελευταίων δύο αποφάσεων. Κρίνω ότι η ανάγκη για αιτιολογία της επίταξης ικανοποιείται όταν αυτή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου.

Θα εξεταστεί στη συνέχεια κατά πόσο:

(α) Ο σκοπός για τον οποίο έχει επιτευχθεί η επίταξη έχει εξειδικευθεί "δι΄ ητιολογημένης αποφάσεως της επιβαλλούσης την επίταξην αρχής", ή

(β) Κατά πόσο η αιτιολογία προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου.

΄Εχω παραθέσει το επίδικο διάταγμα. Είναι πρόδηλο ότι δεν περιέχει αιτιολογημένη απόφαση. Τα ίδια ισχύουν και για την απόφαση του αρμοδίου Υπουργού και για το σημείωμα το οποίο τέθηκε ενώπιον του. Επομένως η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική. Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα παρατηρώ:

(α) Από το σημείωμα του Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού, ημερ. 18.4.95, προκύπτει ότι η επίταξη έπρεπε να γίνει "για σκοπούς χρήσης των συναδέλφων του Κτηματολογίου". Προς την ίδια κατεύθυνση υπεδείκνυε και η επιστολή του Τμήματος προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 3.11.95, με την διαφορά ότι ανέφερε ότι ο χώρος είναι "απαραίτητος κυρίως για στάθμευση κυρίως των 250 κτηματολογικών υπαλλήλων".

(β) Αντίθετα με τα όσα αναφέρονται στην παραγ. (α), πιο πάνω, με την επιστολή του Τμήματος προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 7.9.95, αναφέρεται και άλλος "σκοπός δημόσιας ωφέλειας". Αυτός αποτελείτο από την ομαλή και ικανοποιητική λειτουργία των προσφερόμενων υπηρεσιών του Επαρχιακού Κτηματολογίου προς το κοινό.

Θεωρώ ότι τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (α) και (β) πιο πάνω καθιστούν την αιτιολογία αντιφατική, αβέβαιη και ασαφή. ΄Ολες αυτές οι πλημμέλειες ισοδυναμούν με έλλειψη αιτιολογίας (Βλ. Sofocleous (No. 1) v. Republic (1972) 3 C.L.R. 56, Dekathlon Shipping v. Republic (1980) 3 C.L.R. 630, Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270).

Ακολουθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Περαιτέρω και σε σχέση με την πιο πάνω σημείωση προς τον Υπουργό - "όπως σας ανέφερα" - η σημείωση εκείνη υποδηλώνει ότι ο συγκεκριμένος λειτουργός είχε διαβιβάσει ορισμένες θέσεις στον Υπουργό. Αυτές οι θέσεις δεν είναι καταγραμμένες σε οποιοδήποτε έγγραφο. Δυνατόν ο Υπουργός να είχε επηρεαστεί από τα όσα του ανέφερε ο Λειτουργός. Η μη καταγραφή στοιχείων τα οποία δυνατόν να διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστά την τελευταία αναιτιολόγητη.

Η απόφαση πάσχει και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. ΄Εχω ήδη αναφερθεί στις διάφορες επιστολές και σημειώματα τα οποία βρίσκονται στο φάκελο της διοίκησης. Ωστόσο, όπως φαίνεται από το ενώπιον μου υλικό, ενώπιον του Υπουργού δεν τέθηκε ολόκληρος ο φάκελος της υπόθεσης αλλά μόνο τα πιο κάτω έγγραφα:

(1) Η επιστολή του Τμήματος προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 20.12.95.

(2) Οι επιστολές του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς το Τμήμα

ημερ. 5.10.95 και 28.11.95.

Το υπόλοιπο υλικό που βρίσκεται μέσα στο φάκελο της Διοίκησης και στο οποίο έχει γίνει αναφορά αποτελεί υλικό το οποίο περιέχει στοιχεία και παράγοντες πολύ σχετικούς και ουσιώδης. Επομένως στα πλαίσια της διεξαγωγής δέουσας έρευνας έπρεπε να είχε τεθεί ενώπιον του Υπουργού ολόκληρος ο φάκελος της Διοίκησης και όχι μεμονωμένα στοιχεία του. Περαιτέρω η απουσία του φακέλου υποδηλώνει ότι κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ο αρμόδιος Υπουργός ενήργησε χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών και ουσιωδών παραγόντων, λεπτομέρειες των οποίων υπήρχαν στο φάκελο της Διοίκησης.

Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας αποτελεί από μόνη της λόγο ακυρώσεως. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Ξαπόλυτος ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 703, Φραγκίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 90, Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 245, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 101, Χ" Πασχάλης ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 101, Ζινιέρης (αρ.1) ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 224, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 420, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 300, Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 318 και Δημοκρατία ν. Ματθαίου, Α.Ε.832/12.7.90). Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που έχει ληφθεί χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων (Βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C. L.R. 28, 42, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 341, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101).

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο