ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2594

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 1109/95

ΕΝΩΠΙΟΝ : ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

ΜΕΤΑΞΥ:

Γιαννάκη Παπαγιάννη

Αιτητή

- και -

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου

Καθ΄ων η αίτηση

___________

23 Οκτωβρίου, 1997

Για τον αιτητή: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Μιχαήλ για Π. Λ. Κακογιάννη & Σια.

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 5: κα Α. Μιλτιάδου για κ. Χρ.

Τριανταφυλλίδη.

 

____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο αιτητής αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία διορίστηκαν πέντε ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Βοηθού Μηχανολόγου Μηχανικού από την 1.11.1995. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η προσφυγή εναντίον των ενδιαφερομένων μερών Κάννα Χαράλαμπου και Χριστόδουλου Δημητρίου αποσύρθηκε και η υπόθεση προχώρησε εναντίον μόνο των άλλων τριών.

΄Υστερα από σχετική δημοσίευση στον τύπο και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υποβλήθηκαν 300 συνολικά αιτήσεις. Στις 27.5.1995 κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση οι 270 υποψήφιοι που πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Από τους 253 που παρουσιάστηκαν στην εξέταση, οι 72 που εξασφάλισαν την ψηλότερη βαθμολογία κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη. H Επιτροπή Διεξαγωγής Προσωπικών Συνεντεύξεων υπέβαλε στις 21.8.1995 προς τον Αρχιμηχανικό, Γενικό Διευθυντή σχετική έκθεση. Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού ύστερα από προσωπική συνέντευξη 40 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, αποφάσισε να συστήσει 17 υποψήφιους για διορισμό και 4 ως επιλαχόντες.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής σε συνεδρίαση ημερ. 26.9.1995 αποφάσισε τελικά το διορισμό των 17 υποψηφίων που επέλεξε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Είναι η θέση του αιτητή ότι με το να αγνοηθούν οι γραπτές εξετάσεις παραβιάζεται η αρχή της καλής πίστης γιατί η διοίκηση δεν δικαιούται να αναιρεί προηγούμενες της ενέργειες στις οποίες στηρίκτηκε ο διοικούμενος και απέκτησε δικαιώματα. Αφήνονται επίσης κάποια υπονοούμενα για την εμφιλοχώρηση στην απόφαση της Αρχής αλλότριων κριτηρίων. Είναι η θέση του αιτητή ότι τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων παράνομα αγνοήθηκαν γιατί συνιστούν ίσο και κοινό μέτρο κρίσης των υποψηφίων και δεν έπρεπε να παραγνωριστούν ως στοιχείο προσδιορισμού της αξίας και καταλληλότητάς τους.

Είναι περαιτέρω η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη αυθαίρετα υπό πλάνη και στερείται αιτιολογίας. Στις γραπτές εξετάσεις ο αιτητής κατετάγη 6ος, ενώ από τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, ο Φοίβος Κουμίδης κατετάγη 16ος, ο Δημήτρης Αποστολίδης 31ος και ο Κυριάκος Δημητρίου 68ος.

Στην προσωπική συνέντευξη που έγινε από την Επιτροπή Διεξαγωγής Προσωπικών Συνεντεύξεων ο αιτητής θεωρήθηκε ότι γνώριζε ικανοποιητικά τα τεχνικά θέματα, σε θέματα κρίσης ανταποκρινόταν καλά, ενώ σε θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος ήταν μερικώς ενήμερος και μπορούσε να πάρει θέση. Συμπερασματικά σε θέματα τεχνικά, κρίσης και αποφάσεων κρίθηκε ότι έχει την κατάρτιση, εμπειρία και ικανότητα να δράσει, ενώ θεωρήθηκε ως καλός υποψήφιος.

Στην ίδια συνέντευξη το ενδιαφερόμενο μέρος Δημήτρης Αποστολίδης κρίθηκε ότι γνώριζε τα τεχνικά θέματα, ενώ σε θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος ήταν μερικώς ενήμερος και μπορούσε να κρίνει ορθά και να πάρει θέσεις. Γενικά ως υποψήφιος θεωρήθηκε καλός.

Το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριάκος Δημητρίου παρουσιάζεται ότι απάντησε με σιγουριά στα τεχνικά θέματα που φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά, ενώ χαρακτηρίστηκε εύστροφος και ενήμερος σε θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Γενικά κρίθηκε ως πολύ καλός υποψήφιος.

Τέλος το ενδιαφερόμενο μέρος Φοίβος Κουμίδης κρίθηκε ότι γνώριζε τα τεχνικά θέματα και ότι σε θέματα κρίσης ανταποκρινόταν θετικά. Ως υποψήφιος κρίθηκε πολύ καλός.

Στη συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για Θέματα Προσωπικού ο αιτητής κρίθηκε ως μέτριος υποψήφιος με περιορισμένες και μάλλον επιφανειακές γνώσεις στα περισσότερα θέματα. Χαρακτηρίστηκε ότι δεν μπορεί να εμβαθύνει και αναπτύξει διάφορα τεχνικά ζητήματα, αλλά επισημάνθηκε ότι εκφράζεται καλά και με κατανοητό τρόπο, έχει δε καλή προσωπικότητα.

Ο Δημήτρης Αποστολίδης κρίθηκε ως αρκετά καλός υποψήφιος που ανταποκρίθηκε πάρα πολύ θετικά σε αρκετά από τα θέματα που συζητήθηκαν, δίδοντας ακριβείς και εμπεριστατωμένες απαντήσεις. Χαρακτηρίστηκε ότι διαθέτει ισχυρή κρίση, οξυδέρκεια και ευρυμάθεια.

Ο Κυριάκος Δημητρίου χαρακτηρίστηκε πολύ καλός υποψήφιος που ανταποκρίθηκε πολύ θετικά σχεδόν σε όλα τα θέματα που συζητήθηκαν με αρκετά εμπεριστατωμένες απαντήσεις. ΄Εδειξε, σύμφωνα με το πρακτικό, ότι είναι ένας καλός επιστήμονας που διαθέτει πολύ καλή κρίση, οξυδέρκεια και ευστροφία.

Για την εκτίμηση της απόδοσης του ενδιαφερόμενου μέρους Φοίβου Κουμίδη στην προφορική συνέντευξη χρησιμοποιήθηκε ακριβώς, λέξη με λέξη, το ίδιο λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε και για τον Κυριάκο Δημητρίου. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η ίδια διατύπωση, με ελάχιστες φραστικές αλλαγές, χρησιμοποιήθηκε για περιγραφή της εντύπωσης που έδωσαν όχι μόνο τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και αριθμός άλλων υποψηφίων. Για την ακρίβεια, στο σκεπτικό για την εντύπωση που έκαναν στη συνέντευξη όλοι οι τελικά διορισθέντες, 17 συνολικά, επαναλαμβάνονται οι ίδιες κρίσεις με πολύ μικρές, αν υπάρχουν, φραστικές διαφοροποιήσεις.

Οι εντυπώσεις που δημιουργούνται σ΄ ένα συλλογικό όργανο από συνεντεύξεις υποψηφίων δεν συνιστούν γεγονότα, αλλά αποτελούν υποκειμενική εκτίμηση που συνδέεται με τα πρόσωπα που συνθέτουν το συλλογικό όργανο κατά το συγκεκριμένο χρόνο (Republic v. Yiannis Safirides (1985) 3 C.L.R. 163).

Στην υπόθεση Hadjivasiliou and Others v. The Republic (1974) 3 C.L.R. 130 αναφέρεται ότι οι γραπτές εξετάσεις συνιστούν, γενικώς ομιλούντες, μια δίκαιη διαδικασία για εξακρίβωση της γνώσης και ικανοτήτων των υποψηφίων σε σχέση με το θέμα στο οποίο έχουν εξεταστεί.

Στην υπόθεση Χριστάλλα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 696/91, ημερ. 9.2.1993, τονίζεται ότι ο γραπτός διαγωνισμός θεωρείται ως η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος αντικειμενικής κρίσης των ικανοτήτων των υποψηφίων. Οι γραπτές εξετάσεις μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων η απόδοση δε ίσης σημασίας σε γραπτή και προφορική εξέταση δημιουργεί τη δυνατότητα εξουδετέρωσης αδιάβλητων αποτελεσμάτων των γραπτών εξετάσεων (΄Ανδρη Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου, Υποθ. Αρ. 512/92, ημερ. 4.6.1993).

Στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με το πρακτικό των συνεδριών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 13, 14 και 15 Σεπτεμβρίου, 1995, οι γραπτές εξετάσεις, κοινές για όλους τους επιστήμονες θετικών επιστημών, διαχωρίζουν τους υποψήφιους μόνο ως προς την ευφυΐα και ικανότητά τους να αποφασίζουν. Γι΄αυτό και η σειρά κατάταξή τους δεν αναφέρεται στο κατά πόσο καλύπτουν τα σχέδια υπηρεσίας. Σύμφωνα πάντα με το ίδιο πρακτικό τα πιο πάνω έχουν ως αποτέλεσμα πολλοί υποψήφιοι που εξασφάλισαν ψηλή βαθμολογία στη γραπτή εξέταση να μην είναι τόσο καλοί ως προς τα σχέδια υπηρεσίας, όσο άλλοι με χαμηλότερη βαθμολογία.

Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν αντιλαμβάνομαι την πιο πάνω συλλογιστική. Από το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούνται, μεταξύ άλλων, "ηγετικά χαρίσματα και ικανότητα σε διοίκηση και έλεγχο υφιστάμενου προσωπικού, συλλογή και αξιοποίηση στατιστικών στοιχείων και πληροφοριών". Αναμφίβολα τα προσόντα αυτά προϋποθέτουν ευφυΐα και ικανότητα λήψης αποφάσεων. Εξ άλλου αν οι ικανότητες που διαπιστώθηκαν από τη γραπτή εξέταση δεν ήταν απαραίτητες για την επιλογή, τότε προκύπτει το ερώτημα γιατί έγινε αρχικά η γραπτή εξέταση και γιατί κλήθηκαν για προφορική συνέντευξη μόνο αυτοί που πέτυχαν τα καλύτερα αποτελέσματα.

Το ακυρωτικό δικαστήριο δεν πρέπει να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου, παρά μόνο σε πολύ ακραίες περιπτώσεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι όταν το όργανο ενήργησε εκτός των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Και αυτό βρίσκω ότι έγινε στην παρούσα περίπτωση.

Οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν εκτός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, ενώ ταυτόχρονα η απόφασή τους πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Δεν είναι αποδεκτό τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, έστω κι΄ αν η εξέταση αυτή δεν ήταν γνωσιολογικού περιεχομένου αλλά δοκιμασία εξακρίβωσης κάποιων ικανοτήτων, να παραγνωρίζονται πλήρως και να επικρατεί μόνο η εντύπωση που τα μέλη μιας συμβουλευτικής επιτροπής σχημάτισαν από τις συνεντεύξεις των υποψηφίων. Τα πιο πάνω γίνονται ιδιαίτερα σημαντικά εν όψει του γεγονότος ότι οι διαπιστώσεις των δύο επιτροπών που έκαναν τις συνεντεύξεις όσον αφορά το επίπεδο γνώσεων και τεχνικών ικανοτήτων των υποψηφίων δεν ταυτίζονται, ενώ οι εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις δεν ήταν τέτοιες που να δικαιολογούσαν την πλήρη παραγνώριση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης.

Τα συμπεράσματα των συνεντεύξεων ενώπιον των δύο επιτροπών δεν δικαιολογούν για παράδειγμα την παραγνώριση του 6ου σε επιτυχία υποψήφιου και την προτίμηση του 68ου ή του 31ου. Θα έπρεπε η προτίμηση αυτή να είχε αιτιολογηθεί με σαφήνεια και ειδικότερη αναφορά. Αντίθετα η αιτιολογία που δόθηκε για την επιλογή είναι γενική και αόριστη.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στη συνεδρία του ημερ. 26.9.1995 κατέληξε σε απόφαση ως προς το διορισμό των υποψηφίων για τη θέση, αφού μελέτησε τις εκθέσεις της Επιτροπής Διεξαγωγής Προσωπικών Συνεντεύξεων και τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, χωρίς τα μέλη του να έχουν την ευκαιρία να δουν τους υποψήφιους. Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού μελέτησε τα στοιχεία και αξιολόγησε τα προσόντα των υποψηφίων, ύστερα από διαβουλεύσεις των μελών, κατέληξε στο διορισμό των 17 υποψηφίων. Ελπίζω ο όρος "διαβουλεύσεις" να σημαίνει ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών σε ανοικτή συνεδρία.

Η αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου στα κριτήρια που ακολούθησε, με τη γενικότητά της και την αόριστη διατύπωση της (προσόντα, αξία, ικανότητα υποψηφίων, επίδοση κατά τη συνέντευξη, αποτελέσματα γραπτών εξετάσεων κλπ), στερεί από το Δικαστήριο την ευκαιρία να προβεί σε δικαστικό έλεγχο. Η αναφορά στα στοιχεία των φακέλων ή τα πρακτικά των δύο επιτροπών που έκαμαν τις συνεντεύξεις δεν βοηθά επί του προκειμένου, όχι μόνο γιατί η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε ως προς την εντύπωση από τις συνεντεύξεις είναι για όλους σχεδόν πανομοιότυπη, αλλά γιατί ούτε και με αυτό τον τρόπο παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία για την πλήρη παραγνώριση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης, ενός αντικειμενικού στοιχείου εκτίμησης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους βρίσκω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και γι΄ αυτό ακυρώνεται. Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο