ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1915
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 684/95
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Μιχαήλ Τιγγιρίδη,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του
Υπουργείου Οικονομικών και/ή
Έφορου Φόρου Εισοδήματος,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------
12 Αυγούστου 1997
Για τον αιτητή: Γ. Μιχαηλίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ν. Νικολαίδου.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κεντρικό ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσο η πώληση, κατά το 1988, κτήματος του αιτητή, ήταν ή όχι αποτέλεσμα εμπορίας. Γιατί ανάλογη είναι και η φορολογία. Ο αιτητής δήλωσε ότι αποκόμισε κεφαλαιουχικό κέρδος και κατέβαλε τον αναλογούντα φόρο δυνάμει του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80). Όμως ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, σε γνώση του οποίου εν καιρώ περιήλθε η πώληση, θεώρησε ότι επρόκειτο για εισόδημα από εμπορία. Επομένως επέβαλε, για το φορολογικό έτος 1988, αναθεωρημένη φορολογία και απέστειλε στον αιτητή σχετική ειδοποίηση στις 30 Νοεμβρίου 1994. Ακολούθησε στις 6 Δεκεμβρίου 1994 ειδοποίηση για την επιβολή αρχικής έκτακτης εισφοράς για την άμυνα σε σχέση με το ίδιο φορολογικό έτος. Ο αιτητής υπέβαλε εμπρόθεσμα ένσταση μέσω του λογιστή του και στις δύο. Στο ίδιο πλαίσιο απέστειλε προς τον Έφορο και δική του προσωπική επιστολή στην οποία εξέθετε το ιστορικό της συναλλαγής και τις ευρύτερες περιστάσεις των σχετικών δραστηριοτήτων του.
Ο Έφορος κατέληξε πως ορθά ήταν που φορολογήθηκε το κέρδος από την πώληση του κτήματος. Απέστειλε λοιπόν στον αιτητή ειδοποίηση ημερ. 3 Μαίου 1995 για τελική φορολογία (κωδ. 4) σχετικά με τον φόρο εισοδήματος. Η ειδοποίηση συνοδευόταν από επιστολή ημερ. 15 Μαίου 1995 στην οποία οι λόγοι για την κατάληξη εξηγούνταν ως εξής:
"Α) Η αγορά του κτήματος έγινε σε αναπτυσσόμενη περιοχή και
Β) Είχατε προβεί μαζί με τους άλλους δύο συνιδιοκτήτες σε αξιοποίηση του κτήματος με την αγορά του διπλανού τεμαχίου γης."
Κατ΄ ακολουθίαν της ιδίας κατάληξης ο Έφορος επέβαλε αργότερα και έκτακτη εισφορά για την άμυνα. Σχετική ειδοποίηση ημερ. 1 Αυγούστου 1995 (με κωδ. 4) στάληκε στον αιτητή με παρόμοια, όπως και πριν, επιστολή ημερ. 7 Αυγούστου 1995.
Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε στις 27 Ιουλίου 1995, προσβάλλει και τις δύο τελικές αποφάσεις. Όμως η δεύτερη - εκείνη για την άμυνα - λήφθηκε μετά την καταχώριση της προσφυγής και, καθώς εν τέλει αναγνώρισε ο συνήγορος του αιτητή σε σχετική ένσταση των καθ΄ ων, δεν μπορεί να αποτελέσει εδώ αντικείμενο για εξέταση. Αυτή η δεύτερη δεν θα με απασχολήσει λοιπόν περαιτέρω.
Άφθονη νομολογία φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο αντικρύζονται τέτοιες περιπτώσεις: βλέπε, ανάμεσα σε άλλες, τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, Αμάνι Εντερπράισες (Χάουσες) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 438, ημερ. 27 Μαρτίου 1990, Βαρναβίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 616, ημερ. 16 Οκτωβρίου 1990, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σοφούλας Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 398. Καθίσταται αχρείαστη εδώ η γενική αναφορά σε αρχές και επί μέρους παράγοντες. Θα επισημάνω στην πορεία, σε σχέση με συγκεκριμένα σημεία, τη νομολογία που πιο άμεσα ενδιαφέρει.Σε σχέση με την εξέλιξη των γεγονότων δεν υπήρξε διάσταση. Όμως οι εξηγήσεις που παρέσχε στον Έφορο ο αιτητής προς συμπλήρωση τους δεν έγιναν δεκτές. Και τούτο προφανώς διότι ο Έφορος θεώρησε ότι από τα βασικά στοιχεία συνάγονταν ως συμπεράσματα, εκείνα στα οποία κατέληξε ανεξάρτητα από αυτές.
Τα ακόλουθα αποτελούν την αδιαμφισβήτητη πραγματική βάση. Κατά το 1980 ο αιτητής και δύο άλλα πρόσωπα αγόρασαν κτήμα στο Παραλίμνι, περιοχή Πρωταρά, έναντι τιμήματος £30.000 το οποίο κατέβαλαν εξ ίσου. Το κτήμα μεταβιβάστηκε ανά 1/3 μερίδιο στον καθένα. Έπειτα, κατά το 1986, αγόρασαν λωρίδα από διπλανό κτήμα έναντι ποσού £22.000 που και πάλι κατέβαλαν εξ ίσου. Το έπραξαν για να αυξηθεί το εμβαδόν του κτήματος καθιστώντας έτσι πιο προσοδοφόρα την αξιοποίηση. Το 1988 ο αιτητής πώλησε στους συνιδιοκτήτες του το δικό του μερίδιο στο κτήμα, όπως είχε διαμορφωθεί με την πρόσκτηση της εν λόγω λωρίδας, έναντι τιμήματος £43.000. Εν συνεχεία, λίγους μήνες αργότερα, διέθεσε μέρος του ποσού για την αγορά, από κοινού με τον πεθερό του, εξοχικής κατοικίας στον Πρωταρά αξίας £33.000.
Σχετικά με την αρχική αγορά ο αιτητής εξήγησε ότι, από παλαιά, ήταν η επιθυμία τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του να αποκτήσουν εξοχική κατοικία στον Πρωταρά. Το εν λόγω κτήμα παρουσίαζε, ενόψει τοποθεσίας, εξαιρετική ευκαιρία αλλά επειδή το μέγεθος του το καθιστούσε οικονομικά απρόσιτο, εισηγήθηκε σε θείο της συζύγου του και σε φίλο τους που, καθώς γνώριζε, είχαν την ίδια επιθυμία, να το αγοράσουν από κοινού με προοπτική την εν καιρώ ανέγερση από τον καθένα εξοχικής κατοικίας. Εκείνοι συμφώνησαν και συνέπραξαν. Με την πάροδο όμως του χρόνου, οι συνιδιοκτήτες, αντιλαμβανόμενοι ότι το κτήμα πρόσφερε τεράστιες προοπτικές για τουριστική ανάπτυξη, αντιτάχθηκαν στη χρησιμοποίηση του για εκπλήρωση του αρχικού σκοπού. Το 1986, με αποκρυσταλλομένη πια αυτή την από μέρους τους μεταβολή, ζήτησαν από τον ίδιο να συμμετάσχει στην αγορά παρακείμενης λωρίδας γης που προοριζόταν να επαυξήσει τις δυνατότητες του κτήματος για τουριστική ανάπτυξη με την ανέγερση διαμερισμάτων, διαβεβαιώνοντας τον συνάμα ότι θα ήταν έτοιμοι, προτού προχωρήσουν σε πραγμάτωση του σκοπού τους, να αγοράσουν το δικό του μερίδιο. Μη έχοντας τότε άλλη εκλογή, συγκατένευσε. Όταν, στα μέσα του 1988, επρόκειτο να προχωρήσουν, αγόρασαν το μερίδιο του. Εξοχική κατοικία στον Πρωταρά αγόρασε λίγο αργότερα με τον πεθερό του, χρησιμοποιώντας μέρος του προϊόντος πώλησης του κτήματος.
Ας σημειωθεί ότι ο αιτητής αγόρασε, κατά το 1984, και άλλο τεμάχιο γης στον Πρωταρά έναντι τιμήματος £18.000. Το πλήρωσε με μέρος του προϊόντος πώλησης κτιρίου στον Τρυπιώτη, Λευκωσίας αξίας £56.850, το οποίο είχε αποκτήσει διά δωρεάς και κληρονομίας. Στην πώληση προέβη, καθώς εξήγησε, κάτω από την πίεση ανάγκης να συνδράμει αδελφή του σε κάποια κτηματική συναλλαγή της. Και οι δύο εκείνες συναλλαγές κατατάχθηκαν, για σκοπούς φορολογίας, στον περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο. Ό,τι επομένως απασχόλησε σε σχέση με την προκείμενη περίπτωση δεν συναρτήθηκε με συγκεκριμένο δείκτη που να πρόσφεραν εκείνες οι συναλλαγές.
Στην αναφερθείσα επιστολή του ο αιτητής, επεξηγώντας την ένσταση του, υπογράμμισε με τη διατύπωση ερωτηματικών ότι αν σκοπός του ήταν η εμπορία του υπό συζήτηση κτήματος δεν θα πωλούσε το μερίδιο του εφόσον με τη δυνατότητα τουριστικής ανάπτυξης θα αποκόμιζε εν τέλει πολλαπλάσιο κέρδος ενώ την εξοχική κατοικία θα μπορούσε να την αγόραζε με το προϊόν πώλησης του άλλου κτήματος του στον Πρωταρά το οποίο δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη προοπτική.
Ο Έφορος, στο πρακτικό του στο οποίο ενσωματώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού πρώτα μνημονεύει συνοπτικά τα διάφορα στοιχεία στα οποία παρεμβάλλει και ό,τι αντιλαμβανόταν να ήταν, σε σχέση με αυτά, οι ισχυρισμοί του αιτητή, καταλήγει ως εξής:
"Από την εξέταση της όλης υπόθεσης είμαι της γνώμης ότι το κέρδος από την πώληση στο Παραλίμνι πρέπει να φορολογηθεί στο Νόμο Φόρου Εισοδήματος. Την άποψη μου την βασίζω στα εξής:
Α) Η αγορά του κτήματος έγινε σε αναπτυσσόμενη περιοχή.
Β) Ο φορολογούμενος μαζί με τους συνιδιοκτήτες προέβηκαν σε αξιοποίηση του κτήματος με την αγορά διπλανού τεμαχίου. Εφόσον είχε σκοπό να κτίσει εξοχική κατοικία και όχι να κερδοσκοπίσει όπως ισχυρίζεται έπρεπε, όταν οι δύο συνιδιοκτήτες του τεμαχίου εξέφρασαν την πρόθεση τους να αγοράσουν το διπλανό κτήμα, αυτός να τους πωλήσει το μερίδιο του και είτε να κτίσει στο άλλο τεμάχιο που αγόρασε το 1984 είτε να αγοράσει άλλη εξοχική κατοικία όπως έκαμε μετά αφού κερδοσκόπησε μαζί με τους άλλους.
Από το κέρδος πρέπει πιστεύω να αφαιρεθούν και τα κτηματολογικά δικαιώματα που δεν είχαν αφαιρεθεί προηγουμένως."
Ένα από τα ζητήματα που τίθενται προς εξέταση είναι το κατά πόσο η κατάληξη του Εφόρου υποστηρίζεται από τη δοθείσα αιτιολογία. Σε σχέση με την οποία παρατηρώ τα ακόλουθα.
Πρώτο, το ότι η αγορά του κτήματος γίνεται σε αναπτυσσόμενη περιοχή, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην τη διεξαγωγή εμπορίας. Ενώ ο Έφορος φαίνεται να θεώρησε την εμπορία ως αναπόφευκτο επακόλουθο. Ο ίδιος ο αιτητής απέκλεισε ως κίνητρο του την επένδυση. Που δεν είναι βέβαια ταυτόσημη με την εμπορία: βλ. Βαρναβίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω),
Taylor v. Good (Inspector of Taxes) (1973) 2 All E.R. 785 και κατ΄ έφεση (1974) 1 All E.R. 1137. Η εξήγηση του ήταν ότι το κτήμα αγοράστηκε με προορισμό την προσωπική χρήση διά της ανέγερσης από τον καθένα εξοχικής κατοικίας. Ο Έφορος δεν αναφέρει το γιατί η πρόσκτηση γης σε αναπτυσσόμενη περιοχή ήταν αφ΄ εαυτής ασυμβίβαστη με τον δηλωθέντα σκοπό. Εξ άλλου αν δεν ήταν αφ΄ εαυτής ασυμβίβαστη και πάλι δεν εξειδικεύει στοιχεία ή ενδείξεις ή συσχετισμούς που να δικαιολογούν την πιθανολόγηση ότι στην προκείμενη περίπτωση ο δηλωθείς σκοπός δεν ήταν πραγματικός.Δεύτερο, η αξιοποίηση του κτήματος με την αγορά λωρίδας από παρακείμενο κτήμα δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην την εμπορία. Ενώ ο Έφορος φαίνεται να θεώρησε πως μόνο αυτό θα μπορούσε να σημαίνει. Ούτε βέβαια σημαίνει ότι επειδή η πρόσκτηση διενεργήθηκε από κοινού, κοινός ήταν και ο στόχος. Η στροφή των δύο άλλων συνιδιοκτητών, ίσως προς την εμπορία, δεν αντανακλούσε αυτόματα και νέο αντίστοιχο προσανατολισμό από μέρους του αιτητή. Μπροστά στη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση ο αρχικός σκοπός του αιτητή θα μπορούσε εύλογα να μεταβληθεί προς την κατεύθυνση επένδυσης. Ό,τι περί τούτου ανέφερε ο αιτητής δεν ήταν ασυμβίβαστο και με αυτό το ενδεχόμενο. Μια τέτοια περίπτωση δεν είναι, καθώς υπέδειξα, ταυτόσημη με εμπορία. Ο Έφορος απέτυχε να διακρίνει μεταξύ των δύο. Με επακόλουθο την έλλειψη σχετικού προσανατολισμού. Θεώρησε την αξιοποίηση ως πυξίδα που κατέδειχνε σταθερά και αμετάκλητα προς την εμπορία. Έσφαλε λοιπόν ο Έφορος στην εκτίμηση του ότι η συνοδοιπορεία του αιτητή στην πρόσκτηση της λωρίδας και η μη πώληση του μεριδίου του αμέσως αποτελούσε οπωσδήποτε συμμετοχή σε εμπορία. Είναι συναφώς και κάτι άλλο. Με τον πρώτο διατυπωθέντα λόγο που έδωσε ο Έφορος, εμφανίζεται να θεωρεί ότι η εμπορία άρχισε με την αγορά του κτήματος το 1980. Με τον δεύτερο λόγο επικαλείται την αγορά της λωρίδας γης το 1986. Δεν διευκρινίζει όμως κατά πόσο αυτό το γεγονός ήταν ενδεικτικό μιας εξ αρχής πρόθεσης για εμπορία, επιβεβαιώνοντας έτσι
τον πρώτο λόγο, ή κατά πόσο αποτελούσε εν πάση περιπτώσει ανεξάρτητο και αυτοτελή λόγο για την κατάληξη περί εμπορίας. Αν βέβαια ο δεύτερος λόγος στεκόταν από μόνος του, θα έπρεπε τότε ο Έφορος να συζητήσει στην απόφαση του το κατά πόσο αυτός ο λόγος θα δικαιολογούσε την άποψη ότι η εμπορία είχε ξεκινήσει από το 1980. Αλλιώς ο υπολογισμός φόρου θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη την αξία του κτήματος όχι κατά το 1980 αλλά κατά το 1986: βλ. Yiannakis S. Droussiotis v. Republic (Minister of Finance and Another) (1967) 3 C.L.R. 15, Taylor v. Good (Inspector of Taxes), (ανωτέρω) και Georghiades v. Republic (ανωτέρω). Πάντως ο Έφορος χρησιμοποίησε την πρώτη ημερομηνία. Που σημαίνει, εφόσον βέβαια αποδοθεί στον Έφορο γνώση αυτής της διαφοράς, ότι ο δεύτερος λόγος δεν τέθηκε εναλλακτικά του πρώτου αλλά σωρευτικά προς αιτιολόγηση εμπορίας εξ αρχής. Συνεπώς, με αυτή τη θεώρηση, ακόμα και ανεπίκριτος να παρέμενε ο δεύτερος λόγος, δεν θα μπορούσε να στηρίξει την απόφαση όταν ο πρώτος δεν ευσταθούσε.Ενόψει των κατά την άποψη μου αδυναμιών που εντόπισα και εξέθεσα, η δοθείσα αιτιολογία του Εφόρου πάσχει σε βαθμό που δεν μπορεί να υποστηλώσει την απόφαση του.
Η προσφυγή επιτυγχάνει σε ό,τι αφορά την τελική φορολογία για φόρο εισοδήματος. Η απόφαση σε σχέση με αυτή τη φορολογία ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή σε σχέση με την έκτακτη εισφορά για την άμυνα απορρίπτεται.
Ενόψει του αποτελέσματος, επιδικάζονται προς όφελος του αιτητή τα 2/3 των εξόδων. Τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ