ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1928
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 2/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Χρίστου Χ"Χριστοδούλου, εκ Λευκωσίας,
Αιτητή
- και -
1. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέως,
2. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης,
3. Αρχηγού Αστυνομίας,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------
26 Αυγούστου
1997Για τον αιτητή: Α. Παπαχαραλάμπους.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 4: Λ. Ιωαννίδης.
Για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1, 2 και 3: Καμιά εμφάνιση.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Για την πλήρωση θέσεων προαγωγής στο βαθμό Ανώτερου Αστυνόμου υπήρχαν αρχικά οκτώ προσοντούχοι υποψήφιοι. Ο Αρχηγός Αστυνομίας, σε έκθεση του ημερ. 20 Οκτωβρίου 1995, σύστησε τους επτά. Ο αιτητής ήταν ο μόνος μη συστηθείς. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, με απόφαση ημερ. 24 Οκτωβρίου 1995, προήγαγε τέσσερις από τους συστηθέντες. Οι προαγωγές, που είχαν ισχύ από 15 Νοεμβρίου 1995, δημοσιεύτηκαν δεόντως στις 30 Οκτωβρίου 1995.
Η προαγωγή ανώτερων αξιωματικών, όπως εδώ, διέπεται από το άρθρο 13 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως έχει τροποποιηθεί. Παραθέτω ό,τι, εδώ ενδιαφέρει:
"13(1) Τηρουμένων των επομένων διατάξεων, οι Ανώτεροι Αξιωματικοί προάγονται και απολύονται από τον Υπουργό, κατόπιν σύστασης του Αρχηγού.
(2) Για το σκοπό υποβολής της σύστασής του, ο Αρχηγός αξιολογεί τους υποψήφιους για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Αξιωματικού και αποστέλλει δεόντως αιτιολογημένη έκθεση για κάθε ένα από αυτούς στον Υπουργό, η οποία θα περιέχει επίσης κατά αλφαβητική σειρά τα ονόματα των προσώπων που συστήνονται για προαγωγή:
Νοείται ότι, για κάθε κενή θέση πρέπει να συστήνονται όχι λιγότεροι από τέσσερις εφόσον υπάρχουν κατάλληλα πρόσωπα για τέτοια σύσταση.
(3) Ο Υπουργός προβαίνει στην προαγωγή των υποψηφίων που συστήθηκαν από τον Αρχηγό με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του.
.................................. .................................................. ......"
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Υπουργού. Τα νομικά σημεία, τα οποία παρατίθενται ως βάθρο, έχουν όλα άμεσα ως στόχο την απόφαση του Υπουργού. Κανένα δεν απευθύνεται στοχευμένα στη σύσταση του Αρχηγού για καταλογισμό μεμπτότητας. Αυτό το αναγνώρισε και ο συνήγορος του αιτητή στην απαντητική αγόρευση. Πρότεινε ωστόσο ότι το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει και τη νομιμότητα της σύστασης. Στη βάση, εννοείται, των αγορεύσεων. Τροποποίηση των νομικών σημείων δεν επιχειρήθηκε. Ανέφερε σχετικά τα εξής:
"Από τα έγγραφα που κατατέθηκαν σαν Τεκμήρια στην Ένσταση διαπιστώθηκε ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει. Ο λόγος αυτός ακύρωσης δεν εγείρετο στο αιτητικό διότι τα πρακτικά που κατατέθηκαν ως τεκμήρια δεν ήταν τότε υπόψη του Αιτητή. Όμως η ερευνητική μορφή της διαδικασίας δεν εμποδίζει τον Αιτητή να επικαλεστεί λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στο Αιτητικό. Το Δικαστήριο όχι μόνο δεν εμποδίζεται από του να ερευνήσει τον λόγο ακύρωσης που προβάλλεται για πρώτη φορά στην αγόρευση αλλά έχει καθήκον να τον ερευνήσει αφού η δικαιοδοσία του δεν περιορίζεται στα θέματα που εγείρονται από τους διαδίκους αλλά ο ρόλος του είναι ερευνητικός και μπορεί και το ίδιο το Δικαστήριο από μόνο του να εντοπίσει λόγους ακύρωσης που δεν προβάλλονται από τους διαδίκους."
Αυτή η άποψη του συνηγόρου βρίσκεται σε αντίθεση με τη νομολογία. Υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Δημοκρατία κ.α. ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και επιδοκιμάστηκε πρόσφατα στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1883, ημερ. 14 Ιουλίου 1997, ότι:
"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης .
Επομένως, η νομιμότητα της σύστασης δεν είναι εν προκειμένω δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει ως εκ τούτου έγκυρη. Με αυτό ως δεδομένο, ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τα περαιτέρω. Διότι ο Υπουργός ήταν, δυνάμει του άρθρου 13(3) του Νόμου, υποχρεωμένος να επιλέξει για προαγωγή ανάμεσα στους συστηθέντες. Το ότι, καθώς φαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Υπουργός θεώρησε πως παρέμενε υποψήφιος και ο αιτητής, δεν έχει σημασία εφόσον το παράπονο για μη προαγωγή δεν προέρχεται από συστηθέντα. Στην ίδια κατάληξη ήχθη και ο Κωνσταντινίδης Δ. στη Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 117/92 κ.α., ημερ. 29 Ιουλίου 1994, σε σχέση με παρόμοιο ζήτημα:
"Δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, και δεν νομιμοποιούνται στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου. Ο Αρχηγός σύμφωνα με το άρθρο 13Α(5) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (βλ. Ν. 69/87) επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μόνο. Οτιδήποτε και αν συνέβαινε σε σχέση με την ουσιαστική κρίση ως προς τους καταλληλότερους, την αξιολόγηση και την έγκριση του Υπουργού, δεν μπορούσε να τους αφορά. Αυτοί είχαν ήδη αποκλειστεί."
Η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ