ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 849

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 379/95 και 456/95

ΕΝΩΠΙΟΝ ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση αρ. 379/95

ΜΕΤΑΞΥ:

1. Αντωνιάδη Σπύρου

2. Φιλίππου Τάσου

3. Θεόδουλου Παπαχριστοφόρου

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

________

Υπόθεση αρ. 456/95

ΜΕΤΑΞΥ:

Νικόλαου Χριστοδούλου εκ Πέρα Χωρίου

Νήσου, οδός Ελευθερίας 19

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

________

31 Μαρτίου, 1997

Για τους αιτητές στην υπόθεση 379/95: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τον αιτητή στην 456/95: κ. Π. Μεσαρίτης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση (και στις δύο υποθέσεις): κ. Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις παρούσες προσφυγές προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") με την οποία προήχθηκαν από 15.2.1995 αντί των αιτητών, τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση του Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3.3.1995.

Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές προβάλλουν συγκεκριμένους κοινούς ισχυρισμούς, ενώ ο αιτητής στην προσφυγή 456/95 προβάλλει επιπρόσθετο λόγο. Θα ασχοληθώ αρχικά με τους κοινούς ισχυρισμούς και των δύο υποθέσεων. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής "ο Διευθυντής") πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Για τεκμηρίωση της θέσης αυτής προβάλλεται σειρά λόγων. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο Διευθυντής επικαλέστηκε δύο άγνωστα και αόριστα στοιχεία, την προσωπική του γνώση και πληροφορίες, παραλείποντας όμως να αναφερθεί στην πηγή των πληροφοριών αυτών. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των συστηθέντων και χρησιμοποίησε χαρακτηρισμούς που επαναλαμβάνονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, η σύσταση είναι τρωτή γιατί γίνεται επίκληση λεκτικά των τριών καθιερωμένων κριτηρίων.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι άνκαι η νομολογία απαιτεί να καταγράφονται οι συστάσεις του προϊστάμενου του τμήματος γιατί αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσης για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να βρίσκονται και ενώπιον του Δικαστηρίου για το σχετικό έλεγχο, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται και καταγράφονται οι απόψεις των λειτουργών που ο Διευθυντής έλαβε υπ΄ όψη για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος του κάθε τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά (βλ. Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερ. 12.7.1990). Δεν αρκεί ο προϊστάμενος να στηρίζεται γενικά στην προσωπική του γνώση χωρίς να αποκαλύπτει συγχρόνως τα στοιχεία που τη διαμόρφωσαν, στοιχεία από τα οποία φανερώνεται η υπηρεσιακή ποιότητα του υπαλλήλου και τα οποία ωθούν τον προϊστάμενο στην εκδήλωση της προτίμησής του. Οι αρετές του συστηνόμενου που υπέπεσαν στην προσωπική αντίληψη του προϊστάμενου αποτελούν, όπως αναφέρθηκε σε αριθμό αποφάσεων, ίσως το πιο στέρεο υπόβαθρο για την εισήγηση, φτάνει μόνο να έρχονται στην επιφάνεια για σκοπούς ελέγχου (Ευάνθης Σταυρή Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 314/93, ημερ. 12.9.1994, Ανδρέας Τηλεμάχου κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνενωμένες υποθέσεις 327/95, 409/95, 410/95 και 411/95, ημερ. 22.11.1996). Η επίκληση απλά και μόνο της προσωπικής γνώμης του προϊστάμενου είναι επιλήψιμη μόνο όταν χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να δικαιολογήσει τη σύσταση, αποκλείοντας έτσι τον ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο.

Στην παρούσα υπόθεση από το σχετικό πρακτικό δεν φαίνεται ότι ο Διευθυντής για να προβεί στη σύστασή του στηρίκτηκε μόνο στην προσωπική του γνώση. Εξέτασε τις δυνατότητες των υποψηφίων και αφού έλαβε υπ΄ όψη τα συγκεκριμένα καθήκοντα και ευθύνες που είχαν, καθώς και τη γνώμη των οικείων προϊσταμένων, κατέληξε στη συγκεκριμένη σύσταση. Στη συνέχεια δεν παρέλειψε να αναλύσει με σχετική λεπτομέρεια τη γνώμη του για τον καθένα από τους συστηθέντες και να αναφερθεί στους λόγους που τον ώθησαν να προβεί στις συγκεκριμένες συστάσεις. Ούτε συμφωνώ ότι δεν αναφέρεται η πηγή των πληροφοριών. Αντίθετα αναφέρεται σαφώς ότι οι πληροφορίες εξασφαλίστηκαν από τους προϊσταμένους των υποψηφίων. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο διευθυντής κάθε τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τις λειτουργικές ανάγκες της υπηρεσίας του και σε σχέση με αυτές να υποβάλει συστάσεις για την καλύτερη πλήρωση των χηρευουσών θέσεων (βλ. Kalaitzis and Another v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 839, Spanos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1826).

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο είδος των καθηκόντων που εκτελούσαν οι υποψήφιοι, με αποτέλεσμα ορισμένοι από αυτούς να θυματοποιηθούν. Οι εισηγήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα (άρθρο 35(2) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90). Η φύση των καθηκόντων δεν αποτελεί καθ΄εαυτή νόμιμο κριτήριο για την πρόκριση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, εκτός ίσως εκεί που προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας (βλ. Μαρούλλα Στεφάνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 512/89, ημερ. 19.9.1990. Βλ. επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ.329). Στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται, ούτε και προβάλλεται άλλωστε σχετικός ισχυρισμός, ότι οι αιτητές θυματοποιήθηκαν λόγω της φύσης των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Περαιτέρω, η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε δεν είναι τέτοια που να δείχνει ότι σκοπός της συγκεκριμένης αναφοράς ήταν η αποτίμηση της σταδιοδρομίας των υποψηφίων. Αντίθετα φαίνεται ότι η αναφορά στα καθήκοντα έγινε για να αιτιολογηθεί η γνώμη του Διευθυντή ως προς το ποιός από τους υποψήφιους είναι ο καταλληλότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης (βλ. Ολυμπία Στυλιανού και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου Χ" Κωνσταντίνου κ.α., Α.Ε.1833 και1845, ημερ. 22.7.1994). Δεν συμφωνώ ότι προσδόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο είδος των καθηκόντων που ανατέθηκαν στα ενδιαφερόμενα μέρη με αποτέλεσμα να θυματοποιηθούν οι υπόλοιποι υποψήφιοι. Η αναφορά στα καθήκοντα των συστηθέντων δεν ενέχει τη σημασία της διαφοροποίησης των υποψηφίων, αλλά της περιγραφής των ικανοτήτων που οι συστηθέντες επέδειξαν κατά την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Είναι φανερό ότι η αναφορά του Διευθυντή στα συγκεκριμένα καθήκοντα έγινε ακριβώς στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί κατέληξε στη συγκεκριμένη σύσταση, έγινε δηλαδή υπό μορφή αιτιολόγησης. Δεν φαίνεται ότι δόθηκε από το Διευθυντή ή από την Επιτροπή ιδιαίτερη σημασία στα συγκεκριμένα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι αιτητές παραπονούνται επίσης ότι κατά τη σύσταση χρησιμοποιήθηκαν χαρακτηρισμοί που επαναλαμβάνονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενώ περαιτέρω ο Διευθυντής επικαλέστηκε λεκτικά τα τρία καθιερωμένα κριτήρια, ήτοι την αρχαιότητα, αξία και προσόντα. Το γεγονός της επανάληψης στη σύσταση στοιχείων που περιέχονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν καθιστά τη σύσταση παράνομη. Αντίθετα, θα έλεγα ότι ενδυναμώνει τη σύσταση γιατί δείχνει ότι δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλλων, ενώ από την άλλη ενισχύεται η αιτιολογία αφού καταδεικνύεται μία τουλάχιστον πηγή των πληροφοριών. Σχετικά εξ άλλου με την αναφορά στα τρία κριτήρια είναι φανερό ότι γίνεται καθαρά υπό μορφή εισαγωγής. Το επιθυμητό της μη αναφοράς στα τρία κριτήρια, έγκειται στην ανάγκη η αιτιολογία της σύστασης να μην εξαντλείται στη στερεότυπη αυτή φράση. Η προσκόλληση αυτή θα αντιστοιχούσε σε έλλειψη αιτιολογίας γιατί θα καθιστούσε ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, μια και δεν θα ήταν εμφανής ο συλλογισμός που ακολουθήθηκε και οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν. Από την άλλη δεν σημαίνει όμως ότι η οποιαδήποτε αναφορά στα τρία κριτήρια αποτελεί και λόγο ακύρωσης της σύστασης. Η ύπαρξη ή μη αιτιολογίας είναι θέμα πραγματικό και εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και τη διατύπωση που έχει χρησιμοποιηθεί. ΄Ετσι τελειώνοντας την εξέταση των ισχυρισμών ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της σύστασης του Διευθυντή, καταλήγω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι χωρίς έρεισμα και θα πρέπει να απορριφθούν.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι και η απόφαση της Επιτροπής στερείται επίσης αιτιολογίας. Αφού έχω καταλήξει πιο πάνω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει από έλλειψη αιτιολόγησης, ορθά λήφθηκε υπ΄ όψη. Περαιτέρω η Επιτροπή έλαβε υπ΄όψη, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελλο πλήρωσης της θέσης, τους προσωπικούς φακέλλους και τους φακέλλους των ετησίων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Η Επιτροπή μελέτησε τέλος τα προσόντα των υποψηφίων και την αρχαιότητά τους. Η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση που έχει εκ του νόμου ο Διευθυντής να αιτιολογήσει την απόφασή της, άνκαι βέβαια δεν μπορεί να παραγνωριστεί η γενική αρχή της νομολογίας για την ανάγκη αιτιολόγησης κάθε διοικητικής πράξης. 'Ομως η αιτιολόγηση δεν είναι απαραίτητο να περιέχεται στην ίδια την απόφαση. Αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλλου. Στην παρούσα υπόθεση βρίσκω ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι δεόντως αιτιολογημένη αφού συμπληρώνεται ακριβώς από τα διάφορα στοιχεία που είχε ενώπιόν της και ιδιαίτερα από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλλων. Δεν φαίνεται εξ άλλου ότι η απόφαση της Επιτροπής συγκρούεται καθ΄οιονδήποτε τρόπο με τα στοιχεία των φακέλλων, ενώ δεν φαίνεται να έχει αποδειχθεί, (για την ακρίβεια με εξαίρεση τον αιτητή στην υπόθεση 456/95 με τους ισχυρισμούς του οποίου θα ασχοληθώ στη συνέχεια, δεν προβλήθηκε καν σχετικός ισχυρισμός) καταφανής υπεροχή οιουδήποτε των αιτητών έναντι οιουδήποτε των ενδιαφερομένων μερών. Κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης καταλήγω ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι δεόντως αιτιολογημένη και συνεπώς το σχετικό επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.

Στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών όλοι οι υποψήφιοι παρουσιάζονται ως ίσοι. Η διαπίστωση αυτή μας φέρνει και στον ισχυρισμό που προβάλλει χωριστά ο αιτητής στην προσφυγή 456/95. Ισχυρίζεται ότι αφού υπερέχει σε αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών και στα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσος με αυτούς, η υπεροχή του σε αρχαιότητα συνιστά έκδηλη υπεροχή και κατά συνέπεια η αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή καθίσταται ανεπαρκής. Εξέταση των στοιχείων των φακέλλων και ιδιαίτερα των υπηρεσιακών εκθέσεων δείχνει ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος όχι μόνο δεν είναι ίσος με τους υπόλοιπους, αλλά καταφανώς υστερεί των ενδιαφερομένων μερών. Με εξαίρεση τις χρονιές 1983, 1984 και 1991 που η βαθμολογία του είναι ίση με τη βαθμολογία των ενδιαφερομένων μερών, σε όλες τις υπόλοιπες χρονιές η αξιολόγησή του υστερεί καταφανώς της αξιολόγησης των ενδιαφερομένων μερών. Εξέτασα το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων για την περίοδο από το 1981 έως το 1993 και η εξέταση αυτή κατέδειξε ότι ο ισχυρισμός του για ισότητα με τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εξ άλλου έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η αρχαιότητα δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο και υπερισχύει μόνο όταν τα άλλα δύο καθιερωμένα κριτήρια είναι ίσα, κάτι που εν πάση περιπτώσει δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση (βλ. απόφαση Ολομέλειας στην Υποθ. Αρ. 683/88 Γεώργιος Λύωνα κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 14.6.1990. Βλ. επίσης μεταξύ άλλων Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 435, Σμυρνιός ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 124, Τόκας ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 361, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 136). Εν όψει των πιο πάνω είναι φανερό ότι και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω και οι δύο προσφυγές απορρίπτονται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επικυρώνεται με έξοδα εναντίον των αιτητών τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω εναντίον τους στο ποσό των £250.

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο