ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 58

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 288/96.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

VOUNIOTIS COLD STORES LTD,

Αιτητών,

και

Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού,

Καθ΄ ου η αίτηση.

___________________

14 Ιανουαρίου, 1997.

Για τους αιτητές : Λ. Παπαφιλίππου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Δικηγορόπουλος.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμού ("ο Οργανισμός"), ημερ. 14.2.1996, με την οποία αρνήθηκε την έκδοση άδειας τουριστικών καταλυμάτων στους αιτητές σε σχέση με τα διαμερίσματα τους με την ονομασία "Θεοδώρα" στον ΄Αγιο Τύχωνα Λεμεσού.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:

Στις 25.4.90 οι αιτητές εξασφάλισαν άδεια οικοδομής για την ανέγερση πολυκατοικίας με το όνομα "Theodora Court" επί του κτήματος τους με αρ. Τεμ. 237(I) στον ΄Αγιο Τύχωνα Λεμεσού ("η πολυκατοικία").

Με αίτηση τους προς τον Οργανισμό ημερ. 9.9.93 (Ερ. 5 στο φάκελο Τεκ. 1) ζήτησαν όπως τους χορηγηθεί άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το αρ. 21Α των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμων 1969 - 1993, σε σχέση με την πολυκατοικία. Ο Οργανισμός πληροφόρησε τους αιτητές ότι η αίτηση τους μελετάται και θα πληροφορηθούν για την έκβαση της μόλις συμπληρωθούν οι νενομισμένες διαδικασίες (βλ. επιστολή ημερ. 11.5.94, ερ. 10 στο φάκελο Τεκ. 1). Στις 17.7.95 οι αιτητές υπόβαλαν ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία και ζήτησαν όπως ο Οργανισμός προχωρήσει "εις την έγκριση των ως άνω διαμερισμάτων για να καταστούν αδειούχα" (βλ. επιστολή τους ημερ. 17.7.95, ερ. 11 στο φάκελο Τεκ. 1).

Σύμφωνα με την πιο πάνω επιστολή των αιτητών: "Η άδεια οικοδομής εξεδόθη κατά το έτος 1984, η ανέγερση οικοδομής ήρχισεν το 1990 και τα ως άνω ακίνητα συνεπληρώθησαν κατά ή περί τας αρχάς του 1995. Η ως άνω καθυστέρηση αρκετών ετών οφείλετο εις ανεύρεση μεγάλου αριθμού αρχαίων τάφων και έγινε προφορική αναστολή των έργων υπό του Τμήματος Αρχαιοτήτων μέχρι αποπερατώσεως των εργασιών τους. Η ως άνω αναγκαστική αναστολή των εργασιών επέφερε καθυστέρηση με αποτέλεσμα τώρα να υπάρχει αυτή η αδικία εις βάρος μας. Εάν δεν υπήρχε τούτο τα ως άνω διαμερίσματα θα ήσαν τελειωμένα από πολλού και βάσει των νέων αποφάσεων σας θα ήσαν αδειούχα".

Ο Οργανισμός απάντησε στην πιο πάνω επιστολή των αιτητών στις 24.8.95 (βλ. εσωκλειόμενο 3 στην ένσταση). Πληροφόρησε τους αιτητές ότι η αίτηση τους δεν ήταν δυνατό να μελετηθεί περαιτέρω επειδή,

(α) Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 80 (Ι)/95 απαραίτητη προϋπόθεση για

κατάταξη των μη εγγεγραμμένων καταλυμάτων τα οποία υπέβαλαν εμπρόθεσμα αίτηση στον Οργανισμό, σύμφωνα με τις πρόνοιες του

άρθρου 21Α του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων

(Τροποποιητικού) Νόμου του 1993 (Νόμος 42(Ι)/93) είναι μεταξύ άλλων

όπως οι κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις των καταλυμάτων ήταν

συμπληρωμένες κατά την 11η Αυγούστου 1993.

(β) Με βάση τα στοιχεία του Οργανισμού και όπως διαπιστώθηκε κατά

την επιτόπια επιθεώρηση που αρμόδιοι λειτουργοί πραγματοποίησαν

τον Νοέμβριο του 1993, το κτίριο ήταν υπό ανέγερση.

Ο Οργανισμός επανήλθε επί του θέματος της αίτησης των αιτητών με επιστολή του ημερ. 14.2.96 (εσωκλειόμενο 4 στην ένσταση). Πληροφόρησε τους αιτητές ότι το αίτημα τους "δεν είναι δυνατό να εγκριθεί γιατί δεν ικανοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 21Α του βασικού Νόμου όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995 (Νόμος 80(Ι)/95) σε ότι αφορά τα πιο κάτω: Οι κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις του καταλύματος δεν ήταν συμπληρωμένες κατά την 11.8.93 (άρθρο 21Α (1) (γ))".

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή της 14.2.96. Πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης τα υποστατικά των αιτητών είχαν επιθεωρηθεί από Λειτουργούς του Οργανισμού. Σύμφωνα με την έκθεση τους ημερ. 16.10.95 (Ερ. 20-22 στο φάκελο Τεκ. 1) "πρόκειται για νέο κτίριο το οποίο όπως φαίνεται από το φάκελο δεν ήταν συμπληρωμένο κατά την 11.8.93".

Επιθεώρηση από τους Λειτουργούς του Οργανισμού έλαβε χώραν και στις 16.11.93 (βλ. την έκθεση τους (εσωκλειόμενο Ι στην ένσταση)) σύμφωνα με την οποία το "ισόγειο - μεσοπάτωμα, 3ος όροφος" ήταν υπό ανέγερση.

Σύμφωνα με βεβαίωση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων ημερ. 31.7.95 (Τεκ. Α) η καθυστέρηση της αποπεράτωσης της οικοδομής των αιτητών οφείλεται,

(α) στο ότι το Τμήμα Αρχαιοτήτων διέταξε τη διακοπή των εργασιών για

μεγάλο χρονικό διάστημα (περίπου 3 ετών) για να δυνηθεί να εκτελέσει

συστηματικά την ανασκαφή πολυάριθμων τάφων που αποκαλύφθηκαν

μέσα στο οικόπεδο της οικοδομής, και

(β) στην εξέταση των επανειλημμένων αιτημάτων των ιδιοκτητών για άδεια

δημιουργίας κατάλληλου χώρου πρόσβασης προς το χώρο στάθμευσης

της οικοδομής, η οποία τελικά παραχωρήθηκε από το Υπουργικό

Συμβούλιο το 1994, όπως εμφαίνεται στη συνημμένη επιστολή.

Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως για τους πιο κάτω λόγους ακυρώσεως:

(1) Οι καθ΄ ων η αίτηση τελούσαν σε πλάνη περί τα πράγματα όταν "κατέληγαν στην απόφαση τους ημερ. 14.2.96 ότι οι κτιριακές και

άλλες εγκαταστάσεις του επιδίκου δεν ήταν συμπληρωμένες κατά

την 11.8.93".

(2) Οι καθ΄ ων η αίτηση τελούσαν σε πλάνη περί τον Νόμο αναφορικά

με το τί θεωρείται συμπληρωμένη οικοδομή δυνάμει του άρθρου

21Α (1) (γ) του Νόμου 80(Ι)/95.

(3) Η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη διότι δεν ελήφθη υπόψη

ουσιώδης ισχυρισμός "ο οποίος προεβλήθη προς τους καθ΄ ων

η αίτηση και αφορούσε στον αποκλειστικό λόγο καθυστέρησης,

ήτοι την παρέμβαση του Τμήματος Αρχαιοτήτων και την απαγόρευση

συνέχισης των εργασιών".

(4) Οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν χωρίς τη δέουσα έρευνα.

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως οι αιτητές υπέβαλαν ότι αυτό το "οποίο πράγματι εσυνέβαινε ήταν ότι υπήρχαν εκκρεμείς εργασίες στην αυλή του κτιρίου οι οποίες όμως περεμπόδισαν τη λειτουργία του κτιρίου λόγω των εργασιών του Τμήματος Αρχαιοτήτων οι οποίες ούτως ή άλλως ανέστειλαν την χρήση του. Εάν δεν υπήρχαν σε εξέλιξη αυτές οι εργασίες τα επίδικα καταλύματα θα είχαν λάβει άδεια. Συνεπώς η άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση να εκδώσουν την αιτούμενη άδεια για λόγους που δεν αφορούν τους αιτητές αλλά την Διοίκηση έρχεται σε αντίθεση με την Αρχή της Χρηστής Διοίκησης που διέπει την δράση της". Θα ήταν ανεπίτρεπτο - συνεχίζει η εισήγηση των αιτητών - να επιτραπεί στη Διοίκηση η στέρηση από Διοικούμενο δικαιώματος διότι η Διοίκηση - μέσω άλλου πιθανού οργάνου της - τον εμπόδισε να επιτύχει εκπλήρωση των χρονικών και λοιπών όρων.

Οι λόγοι ακυρώσεως 3 και 4 έχουν θεμελιωθεί πάνω στην πιο πάνω θέση των αιτητών ότι η καθυστέρηση στη συμπλήρωση της οικοδομής οφείλετο στο Τμήμα Αρχαιοτήτων.

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως οι αιτητές υπέβαλαν ότι τα "καταλύματα ήταν συμπληρωμένα και πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του Νόμου".

Πρέπει να παρατηρήσω ότι αυτή η θέση αντιστρατεύεται την θέση που είχαν προβάλει οι αιτητές στην πιο πάνω επιστολή τους ημερ. 17.7.95 σύμφωνα με την οποία "τα ως άνω ακίνητα συνεπληρώθησαν κατά ή περί τας αρχάς του 1995". Αντιστρατεύεται επίσης το περιεχόμενο του Τεκ. Α το οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με πρωτοβουλία των αιτητών.

Ο Οργανισμός με την ένσταση του ήγειρε την προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι πράξη εκτελεστή στην έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος. Ωστόσο δεν έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ της ένστασης του με την γραπτή του αγόρευση και πρέπει να το εκλάβω ότι την έχει εγκαταλείψει. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση του Οργανισμού αναφέρεται στην έλλειψη έννομου συμφέροντος "γιατί οι κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις των καταλυμάτων των αιτητών δεν ήταν συμπληρωμένες στις 11.8.93 όπως ρητά προνοείται από το Νόμο 80(Ι)/95". Θεωρώ ότι αυτή η προδικαστική ένσταση σχετίζεται με την ουσία της προσφυγής και συνεπώς δεν θα τύχει ειδικής εξέτασης.

Το αίτημα των αιτητών για κατάταξη των καταλυμάτων τους διέπεται από το άρθρο 21Α (1) (γ) του πιο πάνω Νόμου 80(Ι)/95.

Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου 21Α (1) (γ) του Νόμου και ιδιαίτερα τον όρο "συμπληρωμένες". Θεωρώ ότι για να θεωρείται μια οικοδομή συμπληρωμένη εντός της έννοιας του επίμαχου άρθρου πρέπει να εκτελεσθούν όλα τα έργα τα οποία διαλαμβάνονται στην σχετική άδεια οικοδομής και η οικοδομή να τύχει τελικής εγκρίσεως σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου το υλικό το οποίο βρίσκετο ενώπιον του Οργανισμού κατά τον χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης το οποίο αποτελείτο κυρίως από το αποτέλεσμα της επιθεώρησης ημερ. 16.11.93 και από την πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 17.7.95. Κρίνω ότι η κατάληξη του Οργανισμού ότι οι κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις των καταλυμάτων δεν ήταν συμπληρωμένες κατά την 11.8.93 ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση το ενώπιον του υλικό.

Το ερώτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο εν όψει, (α) των προνοιών του άρθρου 21Α (1) (γ) του Νόμου, και (β) της διαπίστωσης του Οργανισμού ότι οι κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις του Οργανισμού δεν ήταν συμπληρωμένες κατά την 11.8.93, ο Οργανισμός είχε υποχρέωση ή καθήκο να εξετάσει τους λόγους της καθυστέρησης της συμπλήρωσης των κτιριακών εγκαταστάσεων. Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική. Η εξουσία του Οργανισμού περιορίζεται στο να εφαρμόσει τη βούληση του Νομοθέτη. Το λεκτικό του επίμαχου άρθρου είναι ξεκάθαρο και δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας. Δεν επιτρέπει την επίκληση εξωγενών παραγόντων ή βοηθημάτων κατά την ερμηνεία του ή εφαρμογή του. Οι λόγοι της καθυστέρησης στην συμπλήρωση του έργου αποτελούν παράγοντα άσχετο σε σχέση με την εφαρμογή και ερμηνεία του επίμαχου άρθρου.

Οσάκις τα κριτήρια για την άσκηση μιας συγκεκριμένης εξουσίας έχουν τεθεί από τον Νομοθέτη μοναδικός ρυθμιστής του τρόπου άσκησης της εξουσίας είναι οι πρόνοιες του σχετικού Νόμου. Ο Νόμος δεσμεύει την Διοίκηση πλήρως με το να της υπαγορεύσει μια προκαθορισμένη συμπεριφορά (Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παρα. 341).

Στην κρινόμενη περίπτωση ο Νομοθέτης έχει δεσμεύσει πλήρως την διοίκηση. Δεν υπάρχει επομένως πεδίο για την εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και των άλλων αρχών που έχουν επικαλεσθεί οι αιτητές. ΄Ολες αυτές οι αρχές αποτελούν αρχές του διοικητικού δικαίου και τυγχάνουν εφαρμογής μόνο οσάκις ο Νόμος δίνει ελευθερία κινήσεως στη Διοίκηση. Αυτή η ελευθερία κινήσεως (εντός των ορίων του Συντάγματος και των Νόμων) της διοικήσεως καλείται διακριτική ευχέρεια (ή διακριτική εξουσία) και παρέχεται από τον Νόμο με εκφράσεις όπως η διοίκηση "δύναται", "δικαιούται", "επιλέγει", "κρίνει", "ενεργεί κατά την κρίση της" κοκ. (Δακτόγλου, πιο πάνω, παρα. 342). ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί τέτοια ελευθερία κινήσεως δεν έχει παραχωρηθεί στον Οργανισμό από το επίμαχο άρθρο. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω οι αρχές του διοικητικού δικαίου που έχουν επικαλεσθεί οι αιτητές δεν υπερισχύουν απέναντι σε ρητή αντίθετη διάταξη του γραπτού δικαίου (Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Αναστ. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, σελ. 90).

Αν τα νόμιμα δικαιώματα των αιτητών έχου πληγεί ή παραβλαφθεί με οποιοδήποτε τρόπο συνεπεία της συμπεριφοράς της Διοίκησης αυτό δεν συνιστά άδεια στον Οργανισμό για εφαρμογή του Νόμου με τον τρόπο που προτείνουν οι αιτητές. Οι τελευταίοι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις σχετικές θεραπείες μέσα από τις διαδικασίες που προβλέπονται από τους Νόμους και το Σύνταγμα. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης τις οποίες επικαλούνται στην παρούσα διαδικασία δεν παρέχουν έρεισμα στον Οργανισμό να παραβεί τις πρόνοιες του Νόμου και να του δώσει την ερμηνεία που προτείνουν οι αιτητές.

Αφού έλαβα υπόψη όλα τα ανωτέρω σε συνάρτηση με το υλικό που βρίσκετο ενώπιον του Οργανισμού και σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του πιο πανω άρθρου 21Α (1) (γ) του Νόμου 80(Ι)/95 κρίνω ότι οι λόγοι ακυρώσεως (1) και (2) δεν ευσταθούν. Η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 80(Ι)/95 και δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Οι λόγοι ακυρώσεως (3) και (4) συναρτούνται άμεσα με τους λόγους καθυστέρησης στην συμπλήρωση των κτιριακών εγκαταστάσεων. ΄Εχω ήδη αποφανθεί ότι οι λόγοι καθυστέρησης αποτελούν παράγοντα άσχετο. Ακολουθεί επομένως πως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση του κατά πόσο η επίδικη απόφαση είναι ή όχι αιτιολογημένη και κατά πόσο έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα. Ανεξάρτητα από αυτή την κατάληξη μου το τί αποτελεί επαρκή ή δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). Περαιτέρω η αιτιολογία μιας απόφασης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Vassos Estates Ltd. v. Republic (1976) 3 Α.Α.Δ. 293). Αφού έλαβα υπόψη μου το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με εκείνο του διοικητικού φακέλου κρίνω ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη και έχει ληφθεί μετά από δέουσα και επαρκή έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών. Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο