ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 3475
20 Δεκεμβρίου, 1996
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΠΤΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 324/96)
Προσφυγή βάσει τον Άρθρον 146 τον Συντάγματος — Αντικείμενο — Προσβάλλεται πράξη όχι διάδικος — Η ακυρωτική δίκη προχωρεί και στην απουσία οποιουδήποτε διαδίκου — Συνέπειες όμως της ερημοδικίας ως προς την κατάληξη τον ακυρωτικού ελέγχου.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Φύση και σκοπός — Περιστάσεις ασάφειας και αοριστίας της αιτιολογίας στην κριθείσα περίπτωση — Δυνατότητα πλήρωσης του κενού της αιτιολογίας με μεταγενέστερη νομοθεσία — Δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα από τη νομολογία.
Η αιτήτρια προσέβαλε την άρνηση εγγραφής της στο Μητρώο Οπτικών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1.Έχει νομολογηθεί ότι οι προσφυγές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος στρέφονται κατά της πράξης ή απόφασης (ή παράλειψης) η οποία αποτελεί το αντικείμενό τους. Δεν στρέφονται εναντίον οποιουδήποτε διαδίκου μέρους. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η απουσία οποιουδήποτε διαδίκου δεν εμποδίζει το δικαστήριο από του να εξετάσει την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θεωρείται ότι η απουσία των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι έχουν ειδοποιηθεί δεόντως για τη σημερινή δικάσιμο, δεν αποτελεί κώλυμα για την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
2. Παράβαση ουσιώδους τύπου "διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως" αποτελεί λόγο ακυρώσεως. Σημαντικό, στην πράξη μάλιστα σπουδαιότατο "ουσιώδη τύπο" αποτελεί η αιτιολογία της διοικητικής πράξεως, όπου επιβάλλεται ρητώς από το νόμο, ή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, από τη φύση της πράξεως. Η αιτιολογία έχει θεμελιώδη σημασία για τη διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, γιατί συχνά αυτή μόνη καθιστά τον έλεγχο αυτού δυνατό, ευχερή και αποδοτικό. Η αιτιολογία επιτρέπει πράγματι στο δικαστή να ελέγξει αν η διοίκηση ενήργησε σύμφωνα με τον Νόμο ή κατά παράβασή του, ενώ
χωρίς την αιτιολογία ο δικαστής δεν είναι συχνά σε θέση να παράσχει
την συνταγματικώς κατοχυρωμένη έννομη προστασία.
Το Δικαστήριο εξέτασε με προσοχή την παράγραφο (α) της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνεται ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η διοίκηση στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν ήταν κάτοχος των σχετικών προσόντων. Δοθέντος μάλιστα ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε καθορίσει ποιες Σχολές ή Ιδρύματα αναγνωρίζονται δυνάμει του Άρθρου 7(1) (δ) του Νόμου και δοθέντος ότι το Ίδρυμα από το οποίο έχει αποφοιτήσει η αιτήτρια είναι σχολή στην οποία η φοίτηση διαρκεί 7 εξάμηνα, έπρεπε η επίδικη απόφαση να περιλάβει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητάς της. Είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε ο δικαστικός έλεγχός της να καθίσταται ανέφικτος. Η αιτιολογία της δεν είναι νόμιμη και αυτό οδηγεί στην ακύρωσή της.
3. Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η Κ.Δ.Π. 200/96, η οποία έχει εκδοθεί μετά την προσβαλλόμενη πράξη και μετά την καταχώρηση της προσφυγής, μπορεί να καταστήσει την προσβαλλόμενη πράξη νόμιμη ή έγκυρη.
Στην κρινόμενη περίπτωση η έλλειψη αιτιολογίας και η νομική πλάνη είχαν ρητώς αναφερθεί σαν λόγοι ακυρώσεως. Κύριος και άμεσος στόχος της Κ.Δ.Π. 200/96 είναι ο καθορισμός των Πανεπιστημίων ή άλλων Ιδρυμάτων των οποίων τα πτυχία ή πιστοποιητικά ή διπλώματα θα θεωρούνται ως αναγνωρισμένα προσόντα για τους σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών. Ωστόσο έμμεσα η Κ.Δ.Π. 200/96 στοχεύει να προσφέρει αιτιολογία σε αποφάσεις του Συμβουλίου Οπτικών σε σχέση με αιτήσεις εγγραφής στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών οι οποίες λήφθηκαν πριν την δημοσίευσή της, όπως είναι εδώ η περίπτωση. Έχει νομολογηθεί ότι κάτω από τέτοιες περιστάσεις το σχετικό νομοθέτημα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής για να δώσει εγκυρότητα ή νομιμότητα στη διοικητική πράξη. Ακολουθεί πως οι καθ' ων η αίτηση δεν μπορούν να επικαλούνται την ΚΛ.Π. 200/96.
4. Όπως και στην υπόθεση Λάμπρου η όλη στάση των καθ' ων η αίτηση και ιδιαίτερα η παράλειψη τους να λάβουν μέρος στην περαιτέρω διαδικασία και να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου όλα το σχετικό υλικό αποτελεί ένα άλλο λόγο τον οποίο το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη για να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Lambrou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 75,
Cyprus Transport Co. Ltd and Another v. Republic (No. 1) (1969) 3 C.L.R. 501,
Neophytou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 140,
P.E.O. v. Δημοκρατίας (1965) 3 C.L.R. 27,
Petrondas v. A-G (1969) 3 C.L.R. 214,
Theofylactou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 801,
Poutros v. CY.T.A. (1970) 3 C.L.R. 281,
Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Οπτικών με την οποία αρνήθηκαν να εγγράψουν την Αιτήτρια ως Οπτικό στο Μητρώο Οπτικών.
Χρ. Πατσαλίδης, για την Αιτήτρια.
Καμία εμφάνιση, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 7.2.96 με την οποία αρνήθηκαν να εγγράψουν την αιτήτρια ως Οπτικό στο Μητρώο Οπτικών δυνάμει του άρθρου 7(1) του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου του 1992 (Ν.16(Ι)/92).
Τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή, έχουν ως πιο κάτω:
Η αιτήτρια απεφοίτησε από το Τμήμα "Οπτικής" της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) Αθηνών. Την 2.1.1996 υπέβαλε αίτηση εις το Συμβούλιο Οπτικών για την εγγραφή της ως οπτικού στο Μητρώο Οπτικών, το οποίο τηρείται δυνάμει του πιο πάνω Νόμου. Οι καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους*, ημερ. 7.2.1996, απέρριψαν την αίτησή της.
Με την ένστασή τους οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίσθηκαν, ανάμεσα σ' άλλα, ότι το δίπλωμα της αιτήτριας δεν περιλαμβάνεται σ' εκείνα τα οποία το Υπουργικό Συμβούλιο αναγνώρισε, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 16(Ι)/92, για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο Οπτικών.
Μετά την καταχώρηση της ένστασης η αιτήτρια καταχώρησε γραπτή αγόρευση. Στις 27.11.96 ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση ζήτησε άδεια να αποσυρθεί από δικηγόρος τους, επειδή την υπόθεση θα την αναλάμβανε η νομική υπηρεσία. Το δικαστήριο χορήγησε την αιτηθείσα άδεια και όρισε την υπόθεση για περαιτέρω οδηγίες στις 13.12.96. Ταυτόχρονα έδωσε οδηγίες όπως αντίγραφο του σχετικού πρακτικού επιδοθεί στους καθ' ων η αίτηση. Το πρακτικό επιδόθηκε στις 11.12.96. Οι καθ' ων η αίτηση δεν εμφανίσθηκαν στις 13.12.96 ούτε και εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρο. Ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε όπως εκδοθεί απόφαση "με βάση τα γεγονότα και τα νομικά σημεία όπως εκτίθενται στην προσφυγή" και
* Το κείμενο της επιστολής έχει ως πιο κάτω:
"Επιθυμώ να αναφερθώ στην αίτηση που υποβάλατε για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση σας απορρίπτεται για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Από την εξέταση της αίτησής σας προέκυψε ότι δεν πληρείτε τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου (16(Ι)/92).
(β) Όσον αφορά την επιφύλαξη του ιδίου εδαφίου για να μπορέσει το Συμβούλιο να εγκρίνει αίτηση που υποβάλλεται με βάση αυτή θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής ασκούσε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου (16/3/92) καλή τη πίστει και κατά κύριο επάγγελμα το επάγγελμα του οπτικού. Στην περίπτωσή σας, το δίπλωμα που καταθέσατε φέρει μεταγενέστερη ημερομηνία. Συνεπώς είναι αδύνατο να ασκούσατε το επάγγελμα του οπτικού κατά κύριο επάγγελμα όπως προνοεί ο Νόμος, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που διαρκούσαν οι σπουδές σας."
την σχετική του αγόρευση.
Έχει νομολογηθεί ότι οι προσφυγές δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος στρέφονται κατά της πράξης ή απόφασης (ή παράλειψης) η οποία αποτελεί το αντικείμενό τους. Δεν στρέφονται εναντίον οποιουδήποτε διαδίκου μέρους. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η απουσία οποιουδήποτε διαδίκου δεν εμποδίζει το δικαστήριο από του να εξετάσει την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης (Τσάτσου, Αίτησις Ακυρώσεως, 2α έκδοση, σελ. 238, Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 75, Cyprus Transport Co. Ltd and Another (No. 1) v. Republic (1969) 3 Α.Α.Δ. 501, Νεοφύτου v. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 140).
Θεωρώ ότι η απουσία των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι έχουν ειδοποιηθεί δεόντως για τη σημερινή δικάσιμο, δεν αποτελεί κώλυμα για την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Στη συνέχεια θα εξετάσω την νομιμότητά της με βάση τους λόγους ακυρώσεως.
Με τη γραπτή της αγόρευση η αιτήτρια ανάφερε ότι δεν θα προσφέρει επιχειρηματολογία αναφορικά με την άρνηση των καθ' ων η αίτηση να την εγγράψουν ως Οπτικό δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 7(1)* του πιο πάνω Νόμου. Η πιο πάνω αναφορά της
* Το άρθρο 7 του Νόμου, στο βαθμό που θεωρείται σχετικό, έχει ως πιο κάτω: "7,-(1) Κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Οπτικών αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι -
(α) ...............................
(β) ...............................
(γ) ...............................
(δ)είναι κάτοχος τίτλου, πτυχίου ή διπλώματος τριετούς τουλάχιστο φοίτησης το οποίο χορηγείται από Πανεπιστήμιο ή άλλο Ίδρυμα όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κατόπιν συμβουλευτικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου,
(ε) ...............................
Νοείται ότι οι διατάξεις των παραγράφων (δ) και (ε) του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται για πρόσωπα που ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου κατείχαν τα προσόντα που απαιτούνται από τις παραγράφους (α), (β) και (γ) και ασκούσαν κατά την ίδια ημερομηνία καλή τη πίστει και κατά κύριο επάγγελμα, το επάγγελμα του οπτικού.
(2) Κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι -
(α) ...............................
(β) είναι κάτοχος πτυχίου, πιστοποιητικού ή διπλώματος το οποίο χορηγήθηκε, κατόπιν συνεχούς διετούς τουλάχιστο φοίτησης, από Σχολή ή άλλο Ίδρυμα ή Αρχή, όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατόπιν συμβουλευτικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου.
(γ) ............................... "
αιτήτριας προφανώς σχετίζεται με την παράγραφο (β) της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία - παράγραφος - δεν θα απασχολήσει πλέον το δικαστήριο.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης επειδή, ανάμεσα σ' άλλα, είναι το προϊόν πραγματικής και/ή νομικής πλάνης και επειδή "στερείται νομικής και επαρκούς αιτιολογίας και/ή οποιασδήποτε αιτιολογίας".
Παράβαση ουσιώδους τύπου "διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως" αποτελεί λόγο ακυρώσεως. Σημαντικό, στην πράξη μάλιστα σπουδαιότατο "ουσιώδη τύπο" αποτελεί η αιτιολογία της διοικητικής πράξεως, όπου επιβάλλεται ρητώς από το νόμο, ή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, από τη φύση της πράξεως (Βλ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2α έκδοση, παράγραφοι 583 και 587). Η αιτιολογία έχει θεμελιώδη σημασία για την διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, γιατί συχνά αυτή μόνη καθιστά τον έλεγχο αυτού δυνατό, ευχερή και αποδοτικό. Η αιτιολογία επιτρέπει πράγματι στο δικαστή να ελέγξει αν η διοίκηση ενήργησε σύμφωνα με τον Νόμο ή κατά παράβασή του, ενώ χωρίς την αιτιολογία ο δικαστής δεν είναι συχνά σε θέση να παράσχει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη έννομη προστασία (Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγρ. 587, Π.Ε.Ο. ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 27, Πετρώνδας ν. Γενικού Εισαγγελέα (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 284, 287, Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 166-67). Σύμφωνα με την νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας "τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό και όταν τούτο, εν όψει της όλης διαδικασίας παραγωγής του, εμφανίζεται ως νόμιμο (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Αναπτύσσοντας περαιτέρω τους πιο πάνω λόγους ακυρώσεως με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίσθηκε ότι κατά "τον χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης ουδεμία κανονιστική πράξη υπήρχε σε ισχύ η οποία να καθορίζει ποιες σχολές αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 7(1) (δ) του Νόμου 16 (Ι)/92 για εγγραφή των αποφοίτων τους ως Οπτικών στο Μητρώο Οπτικών και ποιες αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 7 (2) (β) του Νόμου 16(Ι)/92 για εγγραφή των αποφοίτων τους ως Τεχνικών Οπτικών". Επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην Κ.Δ.Π. 200/96* ημερ. 5.7.96, η οποία καθόρισε ότι οι απόφοιτοι του Τμήματος Οπτικής Τ.Ε.Ι. Αθηνών μπορούν να εγγραφούν μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.
Όπως έχει υποδειχθεί η αιτήτρια δεν ισχυρίζεται ότι εδικαιούτο να εγγραφεί επειδή κατείχε τα προσόντα που προσδιορίζονται από την επιφύλαξη του άρθρου 7(1). Επιδιώκει να εγγραφεί επειδή ισχυρίζεται ότι κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από το άρθρο 7 (1) (γ) του Νόμου. Το αίτημά της απορρίφθηκε επειδή, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. παραγ. (α)), δεν πληρούσε τα "απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 7" του πιο πάνω Νόμου.
Για να εγγραφεί ένα πρόσωπο στο Μητρώο Οπτικών πρέπει, ανάμεσα σ' άλλα, να ικανοποιήσει το Συμβούλιο Οπτικών ότι είναι κάτοχος τίτλου, πτυχίου ή διπλώματος τριετούς τουλάχιστο φοίτησης το οποίο χορηγείται από Πανεπιστήμιο ή άλλο Ίδρυμα όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με την αιτήτρια κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ποιες σχολές αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 7(1) (δ) για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών. Το ίδιο άρθρο προβλέπει για τίτλο, πτυχίο ή δίπλωμα τριετούς τουλάχιστο φοίτησης από Πανεπιστήμιο ή άλλο Ίδρυμα. Η αιτήτρια διατείνεται (βλ. σελ. 10 της αγόρευσής της) ότι το Ίδρυμα από το οποίο έχει αποφοιτήσει -Τμήμα Οπτικής των Τ.Ε.Ι. Αθηνών - "είναι σχολή στην οποία η
* Η Κ.Δ.Π. 200/96 έχει ως πιο κάτω:
"Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται από την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 7 του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου, γνωστοποιεί ότι κάθε πτυχίο ή πιστοποιητικό ή δίπλωμα οπτικής που χορηγείται από τα Πανεπιστήμια ή άλλα Ιδρύματα που καθορίζονται στον πιο κάτω Πίνακα κηρύσσεται ως αναγνωρισμένο προσόν για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 7 του Νόμου.
ΠΙΝΑΚΑΣ
The City and Islington College, U.K.
................
Τ.Ε.Ι. - Τμήμα Οπτικής, Αθήνα-Ελλάδα."
φοίτηση διαρκεί επτά εξάμηνα, συμπεριλαμβανομένης εξαμηνιαίας πρακτικής άσκησης".
Έχω εξετάσει με προσοχή την παράγραφο (α) της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνω ότι δεν μου παρέχει την δυνατότητα να αντιληφθώ επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η διοίκηση στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν ήταν κάτοχος των σχετικών προσόντων. Δοθέντος μάλιστα ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε καθορίσει ποιες Σχολές ή Ιδρύματα αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 7(1) (δ) του Νόμου και δοθέντος ότι το Ίδρυμα από το οποίο έχει αποφοιτήσει η αιτήτρια είναι σχολή στην οποία η φοίτηση διαρκεί 7 εξάμηνα, έπρεπε η επίδικη απόφαση να περιλάβει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητάς της. Είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε ο δικαστικός έλεγχός της να καθίσταται ανέφικτος. Η αιτιολογία της δεν είναι νόμιμη και αυτό οδηγεί στην ακύρωσή της.
Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η πιο πάνω Κ.Δ.Π. 200/96, η οποία έχει εκδοθεί μετά την προσβαλλόμενη πράξη και μετά την καταχώρηση της προσφυγής, μπορεί να καταστήσει την προσβαλλόμενη πράξη νόμιμη ή έγκυρη.
Στην κρινόμενη περίπτωση η έλλειψη αιτιολογίας και η νομική πλάνη είχαν ρητώς αναφερθεί σαν λόγοι ακυρώσεως. Κύριος και άμεσος στόχος της Κ.Δ.Π. 200/96 είναι ο καθορισμός των Πανεπιστημίων ή άλλων Ιδρυμάτων των οποίων τα πτυχία ή πιστοποιητικά ή διπλώματα θα θεωρούνται ως αναγνωρισμένα προσόντα για τους σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών. Ωστόσο έμμεσα η Κ.Δ.Π. 200/96 στοχεύει να προσφέρει αιτιολογία σε αποφάσεις του Συμβουλίου Οπτικών σε σχέση με αιτήσεις εγγραφής στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών οι οποίες λήφθηκαν πριν την δημοσίευση της, όπως είναι εδώ η περίπτωση. Έχει νομολογη-θεί ότι κάτω από τέτοιες περιστάσεις το σχετικό νομοθέτημα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής για να δώσει εγκυρότητα ή νομιμότητα στη διοικητική πράξη (Βλ. Θεοφυλάκτου ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 801. Βλ. επίσης και Πούτρος v. A.TH.K. (1970) 3 Α.Α.Δ. 281 και Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 252). Ακολουθεί πως οι καθ' ων η αίτηση δεν μπορούν να επικαλούνται την Κ.Δ.Π. 200/96.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Όπως και στην υπόθεση Λάμπρου (πιο πάνω) η όλη στάση των καθ' ων η αίτηση και ιδιαίτερα η παράλειψή τους να λάβουν μέρος στην περαιτέρω διαδικασία και να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου όλα το σχετικό υλικό αποτελεί ένα άλλο λόγο τον οποίο μπορώ να λάβω υπόψη για να ακυρώσω την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εις βάρος των καθ' ων η αίτηση.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.