ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 3084
14 Νοεμβρίου, 1996
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 586/95)
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Προαγωγές — Σχέδια υπηρεσίας— Δικαστικός έλεγχος εφαρμογής τους — Ειδικά η περίπτωση απαίτησης γνώσης ξένης γλώσσας — Διερεύνηση — Μέτρο επάρκειας της διερεύνησης.
Λέξεις και Φράσεις—Γνώση — Η έννοια της γνώσης ειδικότερα ως γνώση γλώσσας σαν προσόν προαγωγής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση του Προϊσταμένου — Το ζήτημα της προσωπικής γνώσης του Προϊσταμένου ως προς τους υποψηφίους και η συλλογή πληροφοριών από άλλους λειτουργούς — Όρια δικαστικού ελέγχου — Αιτιολογία της σύστασης.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Ταχυδρομικού Λειτουργού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Αποτελεί πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και η διαδικασία ελέγχου των τυπικών προσόντων των υποψηφίων, καθώς και η κρίση περί της κτήσης των προσόντων αυτών ανήκει στο οικείο όργανο και δεν ελέγχεται δικαστικά, εκτός αν, εν όψει συγκεκριμένων ισχυρισμών, προκύπτει ότι έχουν υπερβεί τα ακραία όρια της κατά κοινή ομολογία και αντίληψη δυνατής μεθόδου αξιολόγησης ή συντρέχει εσφαλμένη χρήση της διακριτικής του εξουσίας.
Στην παρούσα υπόθεση στους φακέλους των υποψηφίων υπήρχαν διάφορες βεβαιώσεις που πιστοποιούσαν τη γνώση της Γαλλικής και άλλων γλωσσών από τους υποψήφιους. Εφ' όσον η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβεί σε έρευνα αναφορικά με τα πιστοποιητικά των υποψηφίων θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η ερμηνεία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ, στον όρο "γνώση της Γαλλικής" ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η διερεύνηση της κτήσης στον απαιτούμενο από τα σχέδια υπηρεσίας βαθμό μιας ξένης γλώσσας απαιτείται σε περιπτώσεις έλλειψης οιωνδήποτε πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, τα οποία δυνατόν να μαρτυρούν την κτήση του προσόντος αυτού στον επιθυμητό βαθμό.
Σε διάφορα σχέδια υπηρεσίας μπορεί να απαιτείται καλή, πολύ καλή ή εξαίρετη γνώση μιας γλώσσας. Στην παρούσα υπόθεση απαιτείται απλώς γνώση. Η λέξη "γνώση", σημαίνει "απλώς κατανόηση" ή "να γνωρίζει κανείς κάτι". Η γνώση μιας γλώσσας, όταν απαιτείται, είναι ασφαλώς χαμηλότερου επιπέδου από την καλή γνώση. Εξ άλλου, η γνώση μίας γλώσσας, όπως και κάθε άλλο προσόν του οποίου η διαβάθμιση και το απαιτούμενο επίπεδο δεν είναι απόλυτα φανερό από τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στο σχέδιο υπηρεσίας, θα πρέπει πάντα να υπολογίζεται σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Θα πρέπει δηλαδή να λαμβάνεται υπ' όψη το επίπεδο της γνώσης που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης. Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή θεώρησε ότι τα πιστοποιητικά ήταν αρκετή απόδειξη της κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή δεν υπερέβη τα ακραία όρια της μεθόδου αξιολόγησης ή προέβη σε εσφαλμένη χρήση της διακριτικής της εξουσίας. Τα πιστοποιητικά των ενδιαφερομένων μερών εύλογα θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ότι ικανοποιούσαν το επίπεδο της γνώσης της Γαλλικής γλώσσας και δεν απαιτείτο οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα.
3. Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι ο προϊστάμενος τμήματος κατά το σχηματισμό της κρίσης του προς υποβολή συστάσεων δεν είναι απαραίτητο να έχει προσωπική γνώση της εργασίας των υπαλλήλων, αλλά μπορεί να στηρικτεί σε προσωπικές γνώσεις και ασφαλείς πληροφορίες των προϊσταμένων των υποψηφίων και βάσει αυτών να υποβάλει τις συστάσεις του. Σύμφωνα με τη νομολογία απαιτείται μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσης για το διορίζον όργανο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση (Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας). Ο προϊστάμενος τμήματος δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να έχει προσωπική γνώση της αξίας και των προσόντων των υποψηφίων. Όταν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, αν για παράδειγμα όπως στην παρούσα υπόθεση, οι υποψήφιοι υπηρετούν σε διάφορα μέρη της Κύπρου, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να βασίσει τη σύστασή του σε πληροφορίες από τους άμεσα και κατά τόπους προϊσταμένους. Αυτό όμως δεν καθιστά τη σύσταση του διευθυντή τρωτή. Περαιτέρω ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά.
4. Η ανεπάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης αποτελεί θέμα πραγματικό που ελέγχεται ακυρωτικά σε σχέση με τα περιστατικά της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση μπορεί να λεχθεί ότι η αιτιολογία που δίδεται στις συστάσεις, άνκαι δεν ήταν άψογη, μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκής. Η σύσταση του Διευθυντή είναι αρκούντως αιτιολογημένη, αφού γίνεται αναφορά ακόμα και στην αρχαιότητα του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £300,-έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Prodromou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1540,
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,
Χατζηγιάννη και Αλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,
Κεφάλα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 282,
Σωφρονίου ν. Δήμου Έγκωμης (1991) 4 Α.Α.Δ. 759,
Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480,
Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ με την οποία προήχθηκαν στη θέση Ανώτερου Ταχυδρομικού Λειτουργού τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του Αιτητή.
Μ. Σπανού για Α. Κληρίδη & Υιούς, για τον Αιτητή.
Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 10.4.1995 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προσέφερε σε πέντε ταχυδρομικούς λειτουργούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Ταχυδρομικού Λειτουργού. Ο αιτητής που επίσης ήταν υποψήφιος για προαγωγή και ο οποίος τελικά δεν επιλέγηκε, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία αξιώνει ακύρωση της απόφασης.
Στο σχέδιο υπηρεσίας προβλέπεται ότι γνώση της Γαλλικής ή άλλης από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες (εκτός της Αγγλικής), θα αποτελεί πλεονέκτημα. Είναι η θέση του αιτητή ότι η Επιτροπή λανθασμένα αποδέκτηκε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το πλεονέκτημα γνώσης της Γαλλικής γλώσσας, αφού βασίστηκε στα κατατεθέντα πιστοποιητικά χωρίς να εξετάσει τους υποψήφιους. Με άλλα λόγια ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν προέβη στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το προσόν που θεωρείται από το σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα.
Αποτελεί πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και η διαδικασία ελέγχου των τυπικών προσόντων των υποψηφίων, καθώς και η κρίση περί της κτήσης των προσόντων αυτών ανήκει στο οικείο όργανο και δεν ελέγχεται δικαστικά, εκτός αν, εν όψει συγκεκριμένων ισχυρισμών, προκύπτει ότι έχουν υπερβεί τα ακραία όρια της κατά κοινή ομολογία και αντίληψη δυνατής μεθόδου αξιολόγησης ή συντρέχει εσφαλμένη χρήση της διακριτικής του εξουσίας (βλ. Loizos Prodromou v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 1540, 1549). Με άλλα λόγια το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει όταν η ερμηνεία από το οικείο όργανο δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (Αντώνιος Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, 419).
Στην παρούσα υπόθεση στους φακέλους των υποψηφίων υπήρχαν διάφορες βεβαιώσεις που πιστοποιούσαν τη γνώση της Γαλλικής και άλλων γλωσσών από τους υποψήφιους. Εφ' όσον η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβεί σε έρευνα αναφορικά με τα πιστοποιητικά των υποψηφίων θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η ερμηνεία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ, στον όρο "γνώση της Γαλλικής" ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η διερεύνηση της κτήσης στον απαιτούμενο από τα σχέδια υπηρεσίας βαθμό μιας ξένης γλώσσας απαιτείται σε περιπτώσεις έλλειψης οιωνδήποτε πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, τα οποία δυνατόν να μαρτυρούν την κτήση του προσόντος αυτού στον επιθυμητό βαθμό (βλ. Χρυστάλλα Χατζηγιάννη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 337). Η γνώση μιας γλώσσας φυσικά έχει διαβαθμίσεις (Μιχαηλίνα Κεφάλα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 282). Σε διάφορα σχέδια υπηρεσίας, μπορεί να απαιτείται καλή, πολύ καλή ή εξαίρετη γνώση μιας γλώσσας. Στην παρούσα υπόθεση απαιτείται απλώς γνώση. Η λέξη "γνώση", σημαίνει "απλώς κατανόηση" ή "να γνωρίζει κανείς κάτι". Η γνώση μιας γλώσσας, όταν απαιτείται, είναι ασφαλώς χαμηλότερου επιπέδου από την καλή γνώση. Εξ άλλου, η γνώση μιας γλώσσας, όπως και κάθε άλλο προσόν του οποίου η διαβάθμιση και το απαιτούμενο επίπεδο δεν είναι απόλυτα φανερό από τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στο σχέδιο υπηρεσίας, θα πρέπει πάντα να υπολογίζεται σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Θα πρέπει δηλαδή να λαμβάνεται υπ' όψη το επίπεδο της γνώσης που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης. Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή θεώρησε ότι τα πιστοποιητικά ήταν αρκετή απόδειξη της κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος. Δεν νομίζω ότι ενεργώντας με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή υπερέβη τα ακραία όρια της μεθόδου αξιολόγησης ή προέβη σε εσφαλμένη χρήση της διακριτικής της εξουσίας. Βρίσκω ότι τα πιστοποιητικά των ενδιαφερομένων μερών εύλογα θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ότι ικανοποιούσαν το επίπεδο της γνώσης της Γαλλικής γλώσσας και δεν απαιτείτο οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα (βλ. σχετικά Χαραλαμπίδης ν Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, 419, Κεφάλα ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, και Σωφρονίου ν. Δήμου Έγκωμης (1991) 4 Α.Α.Δ. 759. Συνοψίζοντας μπορεί να λεχθεί ότι τίποτε από τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου δεν δημιουργεί αμφιβολία ή κλονίζει τη διαπίστωση ότι έγινε επαρκής διερεύνηση της επάρκειας των προσόντων των ενδιαφερομένων μερών, διαπίστωση που ενισχύεται και από το τεκμήριο της νομιμότητας.
Ο αιτητής προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών προέβη στις συστάσεις, όχι βασιζόμενος σε προσωπική γνώση σχετικά με την αξία και τα προσόντα των υποψηφίων, αλλά μόνο πάνω σε πληροφορίες από τους άμεσα προϊστάμενους τους, μια και οι υποψήφιοι βρίσκονταν τοποθετημένοι σε διάφορα μέρη της Κύπρου. Ο Διευθυντής, μετά από ορισμένες διαπιστώσεις και με βάση όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, σύστησε πέντε υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένων και των ενδιαφερομένων προσώπων, αλλά όχι όμως τον αιτητή. Για τον αιτητή ανέφερε ότι έναντι των συστηθέντων διέθετε οριακή αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, δεν υπερτερούσε όμως σε αξία και δεν διέθετε το πλεονέκτημα. Η Επιτροπή συμφώνησε με το Διευθυντή και προχώρησε στην προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών.
Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι ο προϊστάμενος τμήματος κατά το σχηματισμό της κρίσης του προς υποβολή συστάσεων δεν είναι απαραίτητο να έχει προσωπική γνώση της εργασίας των υπαλλήλων, αλλά μπορεί να στηρικτεί σε προσωπικές γνώσεις και ασφαλείς πληροφορίες των προϊσταμένων των υποψηφίων και βάσει αυτών να υποβάλει τις συστάσεις του. Σύμφωνα με τη νομολογία απαιτείται μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσης για το διορίζον όργανο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση (Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480). Ο προϊστάμενος τμήματος δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να έχει προσωπική γνώση της αξίας και των προσόντων των υποψηφίων. Όταν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, αν για παράδειγμα όπως στην παρούσα υπόθεση, οι υποψήφιοι υπηρετούν σε διάφορα μέρη της Κύπρου, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να βασίσει τη σύσταση του σε πληροφορίες από τους άμεσα και κατά τόπους προϊσταμένους. Αυτό όμως δεν καθιστά τη σύσταση του διευθυντή τρωτή. Περαιτέρω ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά.
Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι συστάσεις του Διευθυντή πάσχουν λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Η καταγραφή των συστάσεων του Διευθυντή είναι απαραίτητη ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός τους έλεγχος (βλ. Γεώργιος Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038). Η ανεπάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης αποτελεί θέμα πραγματικό που ελέγχεται ακυρωτικά σε σχέση με τα περιστατικά της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση μπορεί να λεχθεί ότι η αιτιολογία που δίδεται στις συστάσεις, άνκαι δεν ήταν άψογη, μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκής. Η σύσταση του Διευθυντή είναι αρκούντως αιτιολογημένη, αφού γίνεται αναφορά ακόμα και στην αρχαιότητα του αιτητή. Εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει για κανένα από τους δύο λόγους που προβλήθηκαν και συνεπώς το παράπονο αυτό του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο αιτητής ισχυρίζεται τέλος ότι ο ίδιος υπερείχε έναντι των ενδιαφερομένων μερών και συνεπώς θα έπρεπε να διοριστεί. Εν όψει του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξα πιο πάνω, ότι δηλαδή η απόφαση της Επιτροπής αναφορικά με τη κτήση του πλεονεκτήματος από τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν εύλογη ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί αφού τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν πλεονέκτημα που ο αιτητής δεν διέθετε, η Επιτροπή εύλογα κατέληξε στην απόφαση να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη. Πέραν τούτου, ο αιτητής δεν συστήθηκε από το Διευθυντή και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερείχε σε αξία, ενώ στα προσόντα φαίνεται ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν περίπου ίσοι. Η οριακή υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα δεν είναι αρκετή για να κλίνει την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του. Έτσι και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί.
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα τα οποία υπολογίζω στις £300 επιδικάζονται εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.