ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 1955
11 Ιουλίου, 1996
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 303/93)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη — Τρόπος και βάρος αποδείξεως — Ειδικά το θέμα της μη κοινοποίησης δυσμενούς εγγράφου στον υπάλληλο που αφορά — Θέση της νομολογίας — Η προκατάληψη δεν αποδείχθηκε.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους σε Ανώτερο Λειτουργό Μουσικών Προγραμμάτων στο ΡΙΚ καθώς και κατά των δυσμενών στοιχείων που περιείχε ο φάκελος του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:
Είναι νομολογημένο πως η ύπαρξη προκατάληψης και ή έλλειψη αντικειμενικότητας θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που πηγάζουν από επίσημα διοικητικά έγγραφα είτε από άλλα γεγονότα που οδηγούν σε ασφαλές συμπέρασμα για την ύπαρξη μεροληψίας. Το βάρος της απόδειξης φέρει ο διάδικος που ισχυρίζεται την έλλειψη αμεροληψίας και ο οποίος θα πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένες αποδείξεις για τη θεμελίωση των ισχυρισμών του.
Στην προκειμένη περίπτωση τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται ο αιτητής αφορούν κυρίως τις σχέσεις του με συναδέλφους του κατά τα έτη 1984-1986 και τη δημιουργία παρεξηγήσεων γύρω από το θέμα του αλληλοδανεισμού μουσικών δίσκων χωρίς την προηγούμενη έγκριση του κατόχου των δίσκων.
Εν πάση περιπτώσει αποτελεί θέση της νομολογίας πως σε ορισμένες περιπτώσεις η μη κοινοποίηση δυσμενούς εγγράφου σε υπάλληλο που αφορά, δεν οδηγεί την επίδικη πράξη σε ακύρωση και ότι αυτό ενδεχομένως να αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα του λειτουργού που είχε υποχρέωση για την κοινοποίηση του.
Ο αιτητής με τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, απέτυχε να αποδείξει έλλειψη αντικειμενικότητας και ύπαρξη προκατάληψης σε βάρος του.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,
Soteriadou & Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921,
Σάρδος κ.ά. ν. Α.Η.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 136,
Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170,
Korai and Another v. Cyprus Broadcasting Corporation (1973) 3 C.L.R. 546.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Καθ' ου η αίτηση με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μουσικών Προγραμμάτων αντί του Αιτητή.
Μασονίδου για Χρ. Βασιλειάδη, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε προς όλο το προσωπικό του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου με την εγκύκλιο 1/93 ημερομηνίας 5.1.93 να προάξει και ή διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος Έλλη Κοραή Γερολέμου στην θέση Ανώτερου Λειτουργού Μουσικών Προγραμμάτων κατά προτίμηση και ή αντί του Αιτητού είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι κατηγορίες και ή οι μομφές οι οποίες περιέχονται στον προσωπικό φάκελο του Αιτητή έχουν εισαχθεί παράνομα και κατά παράβαση κάθε νόμου, κανονισμού και αρχής που διέπουν το διοικητικό δίκαιο και κατά συνέπειαν είναι παντελώς άκυρες και ουδέν νόμιμο αποτέλεσμα μπορούν να έχουν."
Στις 31.3.92 το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), προκήρυξε μεταξύ άλλων κενών θέσεων και τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Προγραμμάτων (θέση Προαγωγής). Μεταξύ των υπαλλήλων που υπέβαλαν αιτήσεις ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος συνήλθε σε συνεδρίαση στις 23.12.92 για να επιληφθεί του θέματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης.
Κατά τη μελέτη του θέματος το Συμβούλιο είχε ενώπιον του σημείωμα των Διευθυντών Διοικήσεως, Οικονομικών και Τεχνικών Υπηρεσιών ημερ. 15.12.92 και τα επισυναπτόμενα σ' αυτό έγγραφα (Έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, κατάλογο των υποψηφίων κατ' αρχαιότητα, πίνακα με τις βαθμολογίες των υποψηφίων για τα έτη 1987-1991, βιογραφικά σημειώματα κ.λ.π). Είχε επίσης ενώπιον του τις αιτήσεις των υποψηφίων, τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των εμπιστευτικών/υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, καθώς επίσης και επιστολή - σύσταση του Τμηματάρχη Μουσικού Τμήματος ημερ. 21.12.92.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής που επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης της θέσης σε πρώτο στάδιο, αφού δέχθηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις 6 υποψηφίους και έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων τους, ομόφωνα έκρινε ότι και οι 6 υποψήφιοι είναι κατάλληλοι για τη θέση και αποφάσισε την παραπομπή τους στο Διοικητικό Συμβούλιο για τα περαιτέρω. Στους συ-στηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής περιλαμβάνονταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Ο Τμηματάρχης Μουσικών Προγραμμάτων με επιστολή του ημερ. 21.12.92 σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού μελέτησε όλα τα έγγραφα και φακέλους που είχε ενώπιον του υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως επίσης και τη σύσταση του Τμηματάρχη και έκρινε ομόφωνα με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, ότι η καταλληλότερη από τους υποψηφίους ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος και πρόσφερε σ' αυτήν προαγωγή από 1.1.93. Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους κοινοποιήθηκε στο προσωπικό του ΡΙΚ με την Εγκύκλιο του Γενικού Διευθυντή αρ. 1/93 ημερ. 5.1.93 και στις 19.3.93 καταχωρίστηκε από τον αιτητή η παρούσα προσφυγή.
Τα κριτήρια επιλογής με βάση τα οποία κρίνονται οι υποψήφιοι που ήδη υπηρετούν στο Ίδρυμα είναι σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (ΚΔΠ 317/87), η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Καν. 4(3), "προσόντα είναι τα διαλαμβανόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα" που στην προκειμένη περίπτωση είναι: "Μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α'. Διοικητική και οργανωτική ικανότητα".
Η αρχαιότητα διέπεται από τις διατάξεις του Καν.5 που προνοεί μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
"5(1) Εις περιπτώσεις καθ' ας η αρχαιότης είναι μεταξύ των κριτηρίων δι' επιλογήν, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
(α) Η αρχαιότης μεταξύ υπαλλήλων οι οποίοι κατέχουν την αυτήν θέσιν κρίνεται βάσει της ημερομηνίας της ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής εις την συγκεκριμένη θέσιν.
(β) Εν περιπτώσει ταυτοχρόνου διορισμού ή προαγωγής εις την συγκεκριμένην θέσιν αρχαιότης κρίνεται συμφώνως προς την προηγουμένην αρχαιότητα των υπαλλήλων."
Σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του Καν.5 "προηγούμενη αρχαιότης" σημαίνει "αρχαιότητα των υπαλλήλων εις την θέσιν η οποία κατείχετο υπ' αυτών αμέσως προ της εισόδου των εις την παρούσαν αυτών θέσιν, εάν δε η τοιαύτη αρχαιότης είναι η αυτή η προηγούμενη αρχαιότης κρίνεται διά της αυτής μεθόδου εφαρμοζόμενης αναδρομικώς μέχρι των πρώτων διορισμών των υπαλλήλων. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν η αρχαιότης εις τους πρώτους διορισμούς είναι η αυτή, η προηγουμένη αρχαιότης κρίνεται βάσει της ηλικίας των υπαλλήλων."
Έχοντας υπόψη τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται πιο πάνω, η εικόνα που παρουσιάζουν οι δύο υποψήφιοι είναι η ακόλουθη:
Το ενδιαφερόμενο μέρος έχει με βάση τις εκθέσεις των πέντε τελευταίων χρόνων, (1987-1991) καλύτερες αξιολογήσεις. Στην αρχαιότητα ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν προαχθεί την ίδια ημερομηνία (1.9.83) στην αμέσως κατώτερη θέση του Λειτουργού Προγραμμάτων Α'. Το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται με βάση την προηγούμενη αρχαιότητα (βλ. τον κατ' αρχαιότητα κατάλογο των υποψηφίων που επισυνάπτεται στην ένσταση). Όσον αφορά τα προσόντα και οι δύο πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας και έχουν και οι δύο πρόσθετα προσόντα τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα, αλλά είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.
Με βάση το πιο πάνω πλαίσιο θα εξεταστούν οι λόγοι ακυρότητας που πρόβαλε ο δικηγόρος του αιτητή.
Ο βασικός ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι στον προσωπικό του φάκελο από το έτος 1984 και μετά περιέχονται επιβαρυντικά στοιχεία και/ή μομφές και/ή κατηγορίες, την ύπαρξη των οποίων ο αιτητής αγνοούσε πλήρως μέχρι την επιθεώρηση απ' αυτόν του φακέλου του, που έγινε τη μέρα πριν την συνέντευξη του ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ουδέποτε κλήθηκε να αντικρούσει το δυσμενές γι' αυτόν περιεχόμενο του φακέλου με αποτέλεσμα αυτό να έχει επηρεάσει και τις αξιολογήσεις των εμπιστευτικών/υπηρεσιακών του εκθέσεων. Όλα αυτά όπως επίσης και η στάση της διεύθυνσης του ΡΙΚ δεικνύουν σύμφωνα με τον αιτητή, στάση μεροληψίας και έλλειψη αντικειμενικότητας σε βάρος του και παραβιάζουν το δικαίωμα ακροάσεως του. Έγινε επίσης ισχυρισμός ότι η μη αφαίρεση ορισμένων επιστολών από το φάκελο του αιτητή συνιστά παράβαση των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμών του 1986 (ΚΔΠ 160/86) και ειδικότερα των διατάξεων που προνοούν για την απόσυρση των πειθαρχικών αποφάσεων από το φάκελο μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος, όπως επίσης και παράβαση των προνοιών των Συλλογικών Συμβάσεων του ΡΙΚ με τις συντεχνίες. Τέλος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι με βάση τα πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα αφού τα επιβαρυντικά στοιχεία επηρέασαν σημαντικά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς την καταλληλότητα του αιτητή για προαγωγή. Για υποστήριξη των ανωτέρω θέσεων του ο αιτητής καταχώρισε ένορκη δήλωση, την οποίαν αντέκρουσαν οι καθ' ων η αίτηση με ένορκη δήλωση αρμόδιου υπαλλήλου. Έγινε επίσης εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων επί του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων.
Είναι νομολογημένο πως η ύπαρξη προκατάληψης και ή έλλειψη αντικειμενικότητας θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που πηγάζουν από επίσημα διοικητικά έγγραφα είτε από άλλα γεγονότα που οδηγούν σε ασφαλές συμπέρασμα για την ύπαρξη μεροληψίας. Το βάρος της απόδειξης φέρει ο διάδικος που ισχυρίζεται την έλλειψη αμεροληψίας και ο οποίος θα πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένες αποδείξεις για τη θεμελίωση των ισχυρισμών του (βλ. μεταξύ άλλων, Christou ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, Soteriadou & Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, Σάρδος κ.ά. v. A.H.K. (1993) 4 Α.Α.Δ. 136, Άριστος Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170.
Στην προκειμένη περίπτωση τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται ο αιτητής αφορούν κυρίως τις σχέσεις του με συναδέλφους του κατά τα έτη 1984-1986 και τη δημιουργία παρεξηγήσεων γύρω από το θέμα του αλληλοδανεισμού μουσικών δίσκων χωρίς την προηγούμενη έγκριση του κατόχου των δίσκων καθώς επίσης και άρνηση του να παρακαθήσει στην Επιτροπή Μουσικών Ακροάσεων. Ο Τμηματάρχης και/ή η διεύθυνση του ΡΙΚ ήταν ενήμεροι των θεμάτων αυτών γιατί τόσο ο αιτητής όσο και οι συνάδελφοι του με τους οποίους αυτός είχε προστριβές, τους ενημέρωναν για τις αντίστοιχες θέσεις τους. Είχε επίσης κυκλοφορήσει και σχετική εγκύκλιος στο προσωπικό αναφορικά με το θέμα αλληλοδανεισμού μουσικών δίσκων μεταξύ παραγωγών. Εκείνο που προκύπτει από το φάκελο του αιτητή είναι πως αυτός ήταν γενικά ενήμερος των θεμάτων που προέκυψαν και είχε την ευκαιρία να εκθέσει τις δικές του θέσεις σε επιστολές προς τον Τμηματάρχη του και το Γενικό Διευθυντή. Ο αιτητής γνώριζε την ύπαρξη των πλείστων αν όχι όλων των σχετικών εγγράφων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του, είναι αβάσιμοι. Ούτε ο ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος του για ακρόαση ευσταθεί, εφόσον ο αιτητής ήταν ενήμερος του θέματος και είχε την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του.
Εν πάση περιπτώσει αποτελεί θέση της νομολογίας πως σε ορισμένες περιπτώσεις η μη κοινοποίηση δυσμενούς εγγράφου σε υπάλληλο που αφορά, δεν οδηγεί την επίδικη πράξη σε ακύρωση και ότι αυτό ενδεχομένως να αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα του λειτουργού που είχε υποχρέωση για την κοινοποίηση του. Στην υπόθεση Elli Chr. Korai and Another v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1973) 3 C.L.R. 546, (όπου η αιτήτρια ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή), το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είπε τα ακόλουθα στη σελ.573 της απόφασης:
"Thus is appears from the trend of the decided cases that the obligation to communicate to civil servants adverse reports is a matter which creates a disciplinary liability of the person responsible for his failure to communicate to the officer concerned that part of the report, but failure to do so does not annul the said report and/or the decision which was reached as a result of such report."
Επιπρόσθετα, ο αιτητής με τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, απέτυχε να αποδείξει έλλειψη αντικειμενικότητας και ύπαρξη προκατάληψης σε βάρος του. Απέτυχε επίσης να αποδείξει τους ισχυρισμούς πως τα έγγραφα στα οποία παρέπεμψε έπαιξαν οποιοδήποτε ρόλο στη λήψη της επίδικης απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο. Είναι καθαρό πως η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους έγινε αποκλειστικά με γνώμονα τα τρία κριτήρια επιλογής, και τα υπό αναφορά έγγραφα, κανένα ρόλο δεν διεδραμάτισαν στη λήψη της επίδικης απόφασης
Όσον αφορά την κατ' ισχυρισμό παραβίαση των Πειθαρχικών Κανονισμών του ΡΙΚ (ΚΔΠ 160/86) και τον ισχυρισμό ότι παρέλευσε μεγάλο χρονικό διάστημα από την μέρα που ζήτησε ο αιτητής να επιθεωρήσει το φάκελο του μέχρι την ημέρα που αυτό έγινε κατορθωτό, παρατηρώ πως αυτό είναι άλλο θέμα το οποίο δεν αφορά στην παρούσα προσφυγή. Εν πάση περιπτώσει ακόμα κι αν δεχθώ την εισήγηση ότι σημειώθηκε παρατυπία στο θέμα αυτό, είναι καθαρό πως η οποιαδήποτε παρατυπία δεν επηρέασε στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Στη συνέχεια ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι στα βιογραφικά σημειώματα του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους παρατηρούνται ουσιώδη λάθη που αλλοιώνουν την εικόνα των προσόντων και των ικανοτήτων του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους. Οι παραλείψεις αφορούν κυρίως το δίπλωμα διδασκαλίας βιολιού του αιτητή (όπου αντί να αναγραφεί ως L.R.S.M. στο βιογραφικό σημείωμα, αναγράφεται ως R.S.M. Certificate) και την κατ' ισχυρισμό απουσία των πτυχίων του ενδιαφερομένου μέρους από το φάκελο της. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο τελούσε υπό πλάνη αναφορικά με τα προσόντα αφού τα αποδιδόμενα στον αιτητή δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και, εφόσον τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους δεν βρίσκονταν στο φάκελο της.
Εν πρώτοις παρατηρώ πως τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, κρίθηκαν προσοντούχοι με βάση τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Τα πτυχία/πιστοποιητικά του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους ήταν πρόσθετα προσόντα, τα οποία ούτε απαιτούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα, αλλά μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο βαθμό που καθιέρωσε η νομολογία, εφόσον ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Κατά συνέπεια η οποιαδήποτε παρατυπία που τυχόν σημειώθηκε δεν μπορούσε να είχε επηρεάσει ουσιωδώς την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Επιπρόσθετα, το Συμβούλιο είχε ενώπιον του όπως αναφέρεται και στο σχετικό πρακτικό, τις αιτήσεις των υποψηφίων (Τεκμήρια 3 και 4) στις οποίες ήταν επισυνημμένα τα πιστοποιητικά/πτυχία του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους. Επομένως, το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ενώπιον του πλήρη και ορθή εικόνα των προσόντων των υποψηφίων και ο ισχυρισμός για ύπαρξη πλάνης σε σχέση με τα προσόντα είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ως τρίτος λόγος ακυρότητας προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Τμηματάρχη Μουσικών Προγραμμάτων πάσχει και ότι κακώς υιοθετήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο χωρίς καμιά έρευνα. Επικρίθηκε κυρίως η αναφορά του Τμηματάρχη στην απόσπαση του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α' από το 1970 και υποστηρίχθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να είχε δημιουργήσει κεκτημένα δικαιώματα υπέρ του και ούτε να του δοθεί προβάδισμα στην αρχαιότητα. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι. Η απόσπαση του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α' δεν ελήφθη υπόψη για σκοπούς υπολογισμού της αρχαιότητας. Η αρχαιότητα όπως ήδη αναφέρθηκε, διέπεται από τον Καν.5 και είναι με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού αυτού που το ενδιαφερόμενο μέρος έχει προβάδισμα στην αρχαιότητα.
Άλλοι λόγοι ακυρότητας που προβλήθηκαν είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνταν για την προηγούμενη της επίδικης θέση (Λειτουργός Προγραμμάτων Α) εφόσον τέτοια προσόντα δεν περιέχονται στο φάκελο της.
Το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα για την προηγούμενη θέση δεν είναι θέμα που μπορεί να εγερθεί στην παρούσα προσφυγή. Εν πάση όμως περιπτώσει, όπως έχει ήδη λεχθεί τα πτυχία του ενδιαφερομένου μέρους είναι επισυνημμένα στην αίτηση της (Τεκμήριο 4).
Αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Η αιτιολογία στην προκειμένη περίπτωση συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν περίπου ίσοι στα προσόντα ενώ στην αξία και αρχαιότητα, υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος. Συνεπώς η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν υπό τις περιστάσεις η ενδεδειγμένη ενέργεια και ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.