ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1996) 4 ΑΑΔ 713

19 Μαρτίου, 1996

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 152, 112, 113, 114, 122, 124 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΛΑΙΛΙΑ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ,

Αιτήτριες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 365/94, 469/94 & 473/94)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος—Λόγοι ακυρώσεως —Δήλωση από τους καθ' ων η αίτηση περί συνδρομής λόγου ακυρώσεως και αποδοχής ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας — Η απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να εκδοθεί και μόνο ως προς το συγκεκριμένο λόγο — Η επιγενόμενη επανεξέταση αποτρέπει την επέλευση βλάβης στα δικαιώματα των αιτητών.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προφορικές εξετάσεις — Αιτιολόγησης της αξιολογήσεως — Η ειδική πρόνοια του Άρθρου 33(14) του Ν. 1/90 —Ερμηνεία από τη νομολογία — Παράβασή του στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτήτριες προσέφυγαν κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους σε Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Μετά που καταχωρήθηκαν οι γραπτές αγορεύσεις των αιτητών και πριν από το στάδιο της καταχώρησης της γραπτής αγόρευσης των καθ' ων η αίτηση ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση δήλωσε στο Δικαστήριο ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν πρόθεση να υποστηρίξουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ήσαν έτοιμοι να δεχθούν ακυρωτική απόφαση για το μοναδικό λόγο ότι η επίδικη πράξη δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ., που είναι και λόγος ακυρότητας στις προσφυγές.

Πάνω στο αίτημα του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, που υποστηρίχθηκε και από το δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους, οι δικηγόροι των αιτητριών υπέβαλαν ένσταση και συνοπτικά υποστήριξαν τη θέση ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε τουλάχιστον να επιληφθεί και του θέματος της εγκυρότητας της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και εισηγήθηκαν ότι και σε αυτή την περίπτωση η αξιολόγηση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας που δεν έχει καταχωρηθεί η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση και δεν έχουν φτάσει οι υποθέσεις στο στάδιο των διευκρινίσεων, οι Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν εμποδίζουν την ακολουθούμενη πρακτική, σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα προσβαλλόμενης πράξης για ένα ή περισσότερους λόγους ακυρότητας που η διοίκηση αποδέχεται και δηλώνει ότι δε θα υποστηρίξει τη νομιμότητα τους. Μια τέτοια διαδικασία εξοικονομεί χρόνο και χρήματα γιατί αν το Δικαστήριο συμφωνήσει με τις εισηγήσεις περί ακυρότητας, η επίδικη πράξη ακυρώνεται σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και δεδομένου ότι θα επανεξεταστεί, δεν παραβλάπτονται κανενός τα δικαιώματα.

Όμως πέραν του συγκεκριμένου λόγου για τον οποίον δηλώνεται από τους καθ' ων η αίτηση ότι δε θα υποστηριχθεί η νομιμότητά του, το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να εξετάσει άλλους λόγους ακυρότητας που διατυπώνονται στις προσφυγές, γιατί αυτό θα σήμαινε πως χωρίς να ακούσει τους καθ' ων η αίτηση πάνω στους υπόλοιπους λόγους, περιορίζει τη διαδικασία και επιλέγει να εκδικάσει την υπόθεση επιλαμβανόμενο ορισμένους από τους λόγους ακυρότητας για τους οποίους δεν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των καθ' ων η αίτηση. Μια τέτοια διαδικασία δεν είναι ορθή και δε θα ακολουθηθεί.

2. Η αιτιολογία αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ, απαιτείται νομοθετικά από το Άρθρο 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90.

Η ερμηνεία του άρθρου αυτού απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων.

3. Το Δικαστήριο εξέτασε το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του και σύμφωνα με τη νομολογία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί σε αυτό το στάδιο, γιατί δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές εξετάσεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Δεδομένου ότι η επίδικη πράξη θα επανεξεταστεί, κανενός τα δικαιώματα δεν παραβλάπτονται με την ακύρωση της πράξης μόνο για τον προαναφερθέντα λόγο.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,

Δημοκρατία ν. Χ'' Γεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Αργύρη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 845.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 3 Φεβρουαρίου 1994 με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αντί των αιτητριών.

Χρ. Θεοδούλου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 365/94.

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 469/94.

Χρ. Κληρίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 473/94.

Μ. Φλωρέντζος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Ποιητής, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Οι παρούσες προσφυγές συνεκδικάζονται γιατί αφορούν την ίδια διοικητική πράξη και βασίζονται στα ίδια γεγονότα.

Με τις τρεις συνεκδικαζόμενες προσφυγές οι αιτήτριες προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 3.2.94, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 2965 και ημερ. 11.3.94, με την οποία προάχθηκε η Γεωργία Κωνσταντίνου-Ερωτοκρίτου στη μόνιμη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, από 15.2.94.

Μετά από παράκληση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στη Νομική Υπηρεσία, με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) δημοσιεύτηκε η πιο πάνω θέση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 18.6.93 και σαν αποτέλεσμα υποβλήθηκαν 7 αιτήσεις.

Οι 7 αιτήσεις υποβλήθηκαν στο Γενικό Εισαγγελέα σαν Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία αφού συστάθηκε και ενεργοποιήθηκε, υπόβαλε τους 6 από τους υποψηφίους, δεδομένου ότι μια υποψηφιότητα αποσύρθηκε, σε προφορική εξέταση. Την 1.12.93 υπόβαλε την έκθεση της προς την Ε.Δ.Υ. Με την έκθεση της σύστησε για επιλογή για τη θέση, το ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργία Κωνσταντίνου - Ερωτοκρίτου, την αιτήτρια στην προσφυγή 469/94 Λήδα Κουρσουμπά, την αιτήτρια στην προσφυγή 472/94 Στέλλα Μαρία Ιωαννίδου και ένα άλλο υποψήφιο. Η αιτήτρια στην προσφυγή 365/94 Κλαίλια Θεοδούλου και ένας άλλος υποψήφιος, δε συστήθηκαν.

Η Ε.Δ.Υ, αφού εξέτασε το θέμα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αφού κατάληξε ότι η σύνθεση ήταν νόμιμη, αποφάσισε στις 5.1.94 να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και τους άλλους δύο που δεν συστήθηκαν.

Η Ε.Δ.Υ, στη συνεδρία της με ημερ. 3.2.94 δέχθηκε τους υποψηφίους σε ατομικές προφορικές εξετάσεις στις οποίες ήταν παρών και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Η υποψήφια Θεοδούλου-Τομπόλη (αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 369/94), συμμετείχε στην προφορική εξέταση με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.

Σε συνεννόηση με το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, υποβλήθηκαν στους υποψήφιους ερωτήσεις σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Μετά την αξιολόγηση των υποψηφίων από το Γενικό Εισαγγελέα και αφού αυτός αποχώρησε, η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

Η Ε.Δ.Υ, ακολούθως έκρινε ότι η Ερωτοκρίτου-Κωνσταντίνου Γεωργία (ενδιαφερόμενο μέρος) υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να της προσφέρει προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία από τις 15.2.94.

Σαν αποτέλεσμα καταχωρήθηκαν οι παρούσες προσφυγές.

Μετά που καταχωρήθηκαν οι γραπτές αγορεύσεις των αιτητών και πριν από το στάδιο της καταχώρησης της γραπτής αγόρευσης των καθ' ων η αίτηση και συγκεκριμένα στις 8.12.95 και στις 11.1.96, ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση δήλωσε στο Δικαστήριο ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν πρόθεση να υποστηρίξουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ήσαν έτοιμοι να δεχθούν ακυρωτική απόφαση για το μοναδικό λόγο ότι η επίδικη πράξη δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ., που είναι και λόγος ακυρότητας στις προσφυγές.

Το σχετικό απόσπασμα του πρακτικού της Ε.Δ.Υ. ημερ. 3.2.94 (Παράρτημα 9 στην ένσταση, σελ. 6) έχει ως ακολούθως:

''..............................

Στη συνέχεια η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Εισαγγελέα, αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων, αφού έλαβε υπόψη το επίπεδο ορθότητας και επάρκειας των απαντήσεών τους, την ανάλυση, επιχειρηματολογία και αιτιολόγηση των θέσεων που υποστήριξαν, την έκφραση, καθώς και την προσωπικότητά τους.

Η κρίση της Επιτροπής, όσον αφορά την απόδοση του κάθε υποψηφίου στην προφορική εξέταση, έχει ως εξής:

1. Ερωτοκρίτου-Κωνσταντίνου Γεωργία: Πάρα πολύ καλή.

2. Ιωαννίδου Στέλλα Μαρία: Σχεδόν πολύ καλή.

3. Κληρίδης Πέτρος: Πάρα πολύ καλός.

4. Κουρσουμπά Λήδα: Πάρα πολύ καλή.

5. Θεοδούλου-Τομπόλη Κλαίλια: Σχεδόν πολύ καλή.

6. Πασιάς Πολύκαρπος: Σχεδόν πολύ καλός.

Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

.......................''

Σελ. 8:

"Συμπερασματικά η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολο τους, υιοθετώντας τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έκρινε ότι η ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Γεωργία υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτήν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία.

..................''

Πάνω στο αίτημα του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, που υποστηρίχθηκε και από το δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους, οι δικηγόροι των αιτητριών υπέβαλαν ένσταση και συνοπτικά υποστήριξαν τη θέση ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε τουλάχιστον να επιληφθεί και του θέματος της εγκυρότητας της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και εισηγήθηκαν ότι και σε αυτή την περίπτωση η αξιολόγηση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Ακόμα υποστηρίχθηκε η άποψη ότι σύμφωνα με τους κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφασίσει μόνο τον πρώτο λόγο σε αυτό το στάδιο και ότι με τον τρόπο που υποβλήθηκε το αίτημα από μέρους του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, περιορίζεται η εμβέλεια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέλος αναφέρθηκε πως και οι δύο περιπτώσεις ακυρότητας όσον αφορά τις συστάσεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ, και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφορούν στην ουσία ένα λόγο και κατά συνέπεια θα πρέπει και τα δύο θέματα να αποφασιστούν τώρα.

Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας που δεν έχει καταχωρηθεί η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση και δεν έχουν φτάσει οι υποθέσεις στο στάδιο των διευκρινίσεων, οι Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, παρά την εισήγηση του κ. Χρ. Κληρίδη, έχω την άποψη ότι δεν εμποδίζουν την ακολουθούμενη πρακτική, σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα προσβαλλόμενης πράξης για ένα ή περισσότερους λόγους ακυρότητας που η διοίκηση αποδέχεται και δηλώνει ότι δεν θα υποστηρίξει τη νομιμότητα τους. Μια τέτοια διαδικασία εξοικονομεί χρόνο και χρήματα γιατί αν το Δικαστήριο συμφωνήσει με τις εισηγήσεις περί ακυρότητας, η επίδικη πράξη ακυρώνεται σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και δεδομένου ότι θα επανεξεταστεί, δεν παραβλάπτονται κανενός τα δικαιώματα.

Όμως πέραν του συγκεκριμένου λόγου για τον οποίον δηλώνεται από τους καθ' ων η αίτηση ότι δεν θα υποστηριχθεί η νομιμότητά του, το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να εξετάσει άλλους λόγους ακυρότητας που διατυπώνονται στις προσφυγές, γιατί αυτό θα σήμαινε πως χωρίς να ακούσει τους καθ' ων η αίτηση πάνω στους υπόλοιπους λόγους, περιορίζει τη διαδικασία και επιλέγει να εκδικάσει την υπόθεση επιλαμβανόμενο ορισμένους από τους λόγους ακυρότητας για τους οποίους δεν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των καθ' ων η αίτηση. Μια τέτοια διαδικασία δεν είναι ορθή και δεν θα ακολουθηθεί.

Σύμφωνα με την πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα εξετάσω τη νομιμότητα της πράξης σε αυτό το στάδιο, για την οποία υπάρχει ομοφωνία ότι θα πρέπει να ακυρωθεί και δεν θα επιληφθώ άλλων λόγων ακυρότητας, για τους οποίους η θέση των καθ' ων η αίτηση δεν έχει γίνει ακόμα γνωστή με την καταχώρηση της γραπτής τους αγόρευσης.

Η αιτιολογία αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. απαιτείται νομοθετικά από το Άρθρο 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90. που προβλέπει τα εξής:

"(14) Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτολογείται."

Η ερμηνεία του άρθρου αυτού απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων. Στην Δημοκρατία ν. Ιωάννα Αναστασιάδου-VANTIEGHEM (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφού αναφέρθηκε στο διαχωρισμό της αξιολόγησης σε διαβαθμίσεις όπως "εξαίρετη", "πάρα πολύ καλή", "πολύ καλή", "καλή" και άλλες, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καταλήγει στη σελ. 126 ως ακολούθως:

"Αναιτιολόγητη είναι επίσης και η κρίση της Επιτροπής σε ό,τι αφορά την προφορική εξέταση. Στο πρακτικό αναγράφεται μόνο η γενική της εντύπωση για τον κάθε υποψήφιο με τις καθιερωμένες φράσεις, που παραθέτουμε αμέσως πιο πάνω. Το γεγονός πως καθορίστηκαν γενικά κριτήρια, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση του καθενός στη συνέντευξη.

Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πως, κατά την άποψή μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασής τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.

Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι. Είμαστε όμως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου.

Επειδή θα γίνει επανεξέταση του ζητήματος, δε χρειάζεται να ασχοληθούμε με τους πρόσθετους ισχυρισμούς της αιτήτριας-εφεσίβλητης για πλάνη αναφορικά με την ιδιότητά της ως δημοσίου υπαλλήλου, ως και για παράλειψη διεξαγωγής έρευνας προς διαπίστωση της κατοχής από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας."

Επίσης βλέπε Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χ'' Γεωργίου (1994)      3 Α.Α.Δ. 574.

Πέραν αυτών, στην υπόθεση Νίκος Αργύρη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 845, 0 Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Πικής, αναφέρει επί του ιδίου θέματος τα ακόλουθα στις σελ. 849 και 850 της απόφασής του και παραθέτει και αυθεντίες:

"... Η νομολογία αναγνωρίζει ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 33 του Ν. 1/90 για την αιτιολόγηση αποφάσεων είτε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είτε από την ΕΔΥ, συνιστούν ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης, παρέκλιση από τον οποίο καθιστά την πράξη άκυρη [βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574. Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Αναστασιάδου (1995) 3 Α.Α.Δ. 119. Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2531. Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1444. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 67 και Πηλαβά ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 785]."

Εξέτασα το υλικό που τέθηκε ενώπιόν μου και σύμφωνα με τη νομολογία κατάληξα στο συμπέρασμα ότι η επίδικη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί σε αυτό το στάδιο, γιατί δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές εξετάσεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Δεδομένου ότι η επίδικη πράξη θα επανεξεταστεί, κανενός τα δικαιώματα δεν παραβλάπτονται με την ακύρωση της πράξης μόνο για τον προαναφερθέντα λόγο.

Κατά συνέπεια, οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο