ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1995) 4 ΑΑΔ 2560

23 Νοεμβρίου, 1995

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 798/93)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Δημόσιοι υπάλληλοι — Προσόντα — Όταν η κατοχή των προσόντων καθίσταται επίδικο θέμα, το έννομο συμφέρον του αιτητή διατηρείται.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Ουσιώδης χρόνος — Άρθρο 29(2) και (3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) — Εφαρμογή στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις — Εσφαλμένος καθορισμός του ουσιώδους χρόνου από την Ε.Δ. Υ.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου σε Λέκτορα στο Α.Τ.Ι.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Όταν η κατοχή ή μη προσόντων καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής διατηρεί το έννομο συμφέρον του να ζητήσει αναθεώρηση της επίδικης πράξης.

2. Ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων εν προκειμένω είναι ο χρόνος κατά τον οποίο η ΕΔΥ αποφάσισε να προχωρήσει στην πλήρωσης της θέσης με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 29(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) δηλαδή η 26.3.93, και δεν μπορεί να γίνει σύνδεση του χρόνου αυτού με το χρονικό περιθώριο που θέτει το Άρθρο 29(2). Αν και το Δικαστήριο διατηρεί τις επιφυλάξεις του κατά πόσο η επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 15.3.93 περιείχε ή όχι πρόταση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση της θέσης, δεν χρειάζεται να αποφασισθεί το θέμα, εφόσον δεν έχει οποιαδήποτε πρακτική σημασία κατά πόσο θα θεωρηθεί ως ουσιώδης χρόνος κατοχής προσόντων η 15.3.93 ή 26.3.93.

3. Ενόψει του ευρήματός του ότι ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων ήταν ο Μάρτης του 1993, το Δικαστήριο κρίνει πως η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω πιθανότητας ύπαρξης πλάνης που οδήγησε σε αποκλεισμό της αιτήτριας από τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης.

Η επίδικη απόφαση οδηγείται σε ακύρωση και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στα πρακτικά που να επιμαρτυρεί το λόγο για τον οποίο η αιτήτρια δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε ποιο χρονικό σημείο θεώρησε η ΕΔΥ ως ουσιώδη χρόνο κατοχής των προσόντων. Ο ισχυρισμός ότι ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων είναι ο Μάϊος του 1991, είναι ισχυρισμός που προβλήθηκε εκ των υστέρων από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας, και το Δικαστήριο διαφωνεί με την εισήγηση ότι είναι καθαρό ότι η ΕΔΥ θεώρησε ως ουσιώδη χρόνο την 1.5.91 χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση. Κάτι τέτοιο δεν συμπεραίνεται από τα πρακτικά και το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εικασίες. Εν πάση όμως περιπτώσει ακόμα κι αν γίνει αποδεκτό ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη ως ουσιώδη χρόνο την 1.5.91 ο χρόνος αυτός είναι με βάση όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω λανθασμένος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127,

Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1075.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Λέκτορα (Γενικών Σπουδών) Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ) από 1.7.93.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Α. Κουρσουμπά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια με την προσφυγή της αυτή ζητά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), η οποία δημοσιεύτηκε στις 30.9.93 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία προήγαγε τον Ανδρέα Γ. Σταθόπουλο στη μόνιμη θέση Λέκτορα (Γενικών Σπουδών) Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ) από 1.7.93.

Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής και δημιουργήθηκε με τον Προϋπολογισμό Ανάπτυξης του 1991.

Η ΕΔΥ σε συνεδρίαση της ημερ. 12.8.92 κάλεσε ενώπιόν της το Γενικό Διευθυντή Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ο Γενικός Διευθυντής) και το Διευθυντή του ΑΤΙ. Ο Πρόεδρος της ΕΔΥ αναφέρθηκε στη δημιουργία της θέσης από τον Προϋπολογισμό Ανάπτυξης του 1991 και πρόσθεσε ότι η αρμόδια αρχή όφειλε να καθορίσει την ειδικότητα για την οποία προορίζεται η θέση, σύμφωνα με τη σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας, ώστε να μπορέσει η ΕΔΥ να προωθήσει τη διαδικασία πλήρωσης της.

Ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε ότι η θέση Ανώτερου Λέκτορα δημιουργήθηκε με το σκεπτικό να βοηθηθεί ο Κλάδος των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών που σήμερα υπάγεται στον Κλάδο των Γενικών Σπουδών να αποκτήσει τη δική του υπόσταση και προς τούτο να εποπτεύεται από λειτουργό που κατέχει θέση Ανώτερου Λέκτορα, όπως και οι άλλοι Κλάδοι Σπουδών. Δυστυχώς, συνέχισε, δεν έγινε κατορθωτός ο διαχωρισμός του Κλάδου των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών από τον Κλάδο των Γενικών Σπουδών. Ζητήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών η αλλαγή του σχεδίου υπηρεσίας και αποφασίστηκε επίσης να ζητηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο η κατάργηση της θέσης και η δημιουργία Κλάδου Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και στη συνέχεια να υποβληθεί το θέμα στη Βουλή.

Σ' ανταπόκριση παρατήρησης του Προέδρου της ΕΔΥ ότι η ΕΔΥ είναι υποχρεωμένη να πληρώσει τη θέση, και σ' άλλη σχετική εισήγηση, ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε ότι εφόσον δεν υπάρχει ξεχωριστός Κλάδος Ηλεκτρονικών Υπολογιστών αλλά αυτός υπάγεται στον Κλάδο Γενικών Σπουδών, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας υποψήφιοι μπορεί να είναι κάτοχοι ενός ευρέως φάσματος ειδικότητων, όπως τα Μαθηματικά, η Επιστήμη Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, η Φυσική, τα Αγγλικά κ.λ.π., τα οποία περιλαμβάνονται στον Κλάδο Γενικών Σπουδών. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει ευχέρεια επιλογής του καλύτερου από υποψήφιους οι οποίοι κατέχουν την Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, που αποτελεί και το ενδιαφέρον του Υπουργείου για εξυπηρέτηση των σκοπών του ΑΤΙ.

Σε συνέχεια της πιο πάνω συνεδρίασης η ΕΔΥ ζήτησε νομική συμβουλή από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Η νομική συμβουλή δόθηκε με επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ημερ. 11.2.93, στην οποία αναφέρετο μεταξύ άλλων πως εν όψει της διατύπωσης του άρθρου 29(3) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 όπως τροποποιήθηκε, (ο Νόμος), η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να προβεί στην πλήρωση της θέσης Ανώτερου Λέκτορα έστω και χωρίς πρόταση της αρμόδιας αρχής. Προς τούτο συμβουλεύετο η ΕΔΥ να ζητήσει άμεσα από την αρμόδια αρχή να καθορίσει την ειδικότητα για την οποία προορίζετο η θέση. Επισημάνθηκε επίσης ότι η πλήρωση της θέσης θα έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε κατά την ημερομηνία έναρξης της σχετικής διαδικασίας και όχι σύμφωνα με νέα σχέδια υπηρεσίας, τα οποία θα εγκρίνονταν στο μεταξύ. Η επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας κατέληγε με την παρατήρηση πως αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η πλήρωση της θέσης βάσει του υφισταμένου σχέδιου υπηρεσίας δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες του ΑΤΙ, θα μπορούσε να ενεργήσει για την κατάργηση της θέσης πριν την έναρξη διαδικασίας πλήρωσης της και αφού τροποποιηθεί το υφιστάμενο σχέδιο υπηρεσίας, να φροντίσει για τη δημιουργία νέας θέσης Ανώτερου Λέκτορα σε μεταγενέστερο προϋπολογισμό.

Η πιο πάνω επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας στάληκε στο Γενικό Διευθυντή από τον Πρόεδρο της ΕΔΥ με επιστολή του ημερ. 2.3.93. Ο Πρόεδρος της ΕΔΥ ανέφερε ότι εν όψει του περιεχομένου της νομικής συμβουλής η αρμόδια αρχή έπρεπε να ενεργήσει άμεσα ώστε να καθορίσει την ειδικότητα της θέσης για να καταστεί δυνατή η προώθηση της διαδικασίας που εκκρεμούσε. Ανέφερε επίσης ότι σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρούσε ότι η πλήρωση της θέσης βάσει του υφισταμένου σχεδίου υπηρεσίας δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της υπηρεσίας, θα έπρεπε να μεριμνήσει για την κατάργηση της θέσης και τη δημιουργία νέας θέσης μετά την τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας, όπως αναφέρετο στην τελευταία παράγραφο της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα.

Σε απάντηση της προαναφερθείσας επιστολής του Προέδρου της ΕΔΥ, ο Γενικός Διευθυντής με επιστολή του ημερ. 15.3.93 πληροφόρησε τον Πρόεδρο της ΕΔΥ ότι "υπό τις περιστάσεις έχει αποφασισθεί να πληρωθεί η κενή θέση Ανώτερου Λέκτορα, στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, στην ειδικότητα των "Γενικών Σπουδών"". Παρακάλεσε προς τούτο να προωθηθεί η πλήρωση της εν λόγω κενής θέσης το συντομότερο δυνατόν.

Η ΕΔΥ στην συνεδρίαση της ημερ. 26.3.93 αφού αναφέρθηκε στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 15.3.93, με την οποία καθορίστηκε η ειδικότητα των Γενικών Σπουδών για την πλήρωση της θέσης και για την οποία όπως ανέφερε η ΕΔΥ, η αρμόδια αρχή δεν είχε υποβάλει πρόταση για πλήρωση της στον κατάλληλο χρόνο, αποφάσισε δυνάμει του άρθρου 29(3) του Νόμου να προβεί στην πλήρωση της θέσης χωρίς πρόταση της αρμόδιας αρχής. Αποφάσισε επίσης όπως επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της θέσης σε μεταγενέστερη συνεδρίαση, στην οποία να παρίσταται και ο Διευθυντής του ΑΤΙ. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρίαση της ΕΔΥ ημερ. 9.6.93, στην οποία ήταν παρών και ο Διευθυντής του ΑΤΙ. Στην αρχή της συνεδρίασης η ΕΔΥ ασχολήθηκε με την εξέταση των παραστάσεων που υπέβαλαν διάφοροι Λέκτορες για τις υπηρεσιακές εκθέσεις τους για το έτος 1991. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονταν οι παραστάσεις της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους.

Μετά την εξέταση των ενστάσεων η ΕΔΥ, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, "ασχολήθηκε με τον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων και έκρινε ότι προάξιμοι είναι οι υπ' αρ. 1-7 υποψήφιοι". Στη συνέχεια προσήλθε στη συνεδρίαση ο Διευθυντής του ΑΤΙ, ο οποίος αφού ενημερώθηκε για τις αποφάσεις που λήφθηκαν αναφορικά με τις παραστάσεις των υποψηφίων, προχώρησε να κάμει τις συστάσεις του. Ο Διευθυντής, με βάση τα τρία βασικά κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - σύστησε το "ενδιαφερόμενο μέρος και προέβη σε σύγκριση του με 6 άλλους υποψηφίους, στους οποίους δεν περιλαμβανόταν η αιτήτρια. Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή από τη συνεδρίαση η ΕΔΥ ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με βάση όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία ο καταλληλότερος για προαγωγή στην επίδικη θέση ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος.

Μετά την αποδοχή της προαγωγής από το ενδιαφερόμενο μέρος και τον καθορισμό της ημερομηνίας ισχύος της προαγωγής, η προαγωγή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Προτού αναφερθώ στους λόγους ακυρότητας που προβλήθηκαν εκ μέρους της αιτήτριας θα ήταν χρήσιμο να παραθέσω τα δύο σχετικά εδάφια του άρθρου 29 του Νόμου γύρω από τα οποία περιστρέφεται η νομική επιχειρηματολογία:

"(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 33, η αρμόδια αρχή οφείλει να υποβάλλει πρόταση για πλήρωση μιας θέσης το βραδύτερο σε τέσσερις μήνες από την ημέρα που η θέση έχει δημιουργηθεί ή έχει κενωθεί.

(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της αρμόδιας αρχής με τις διατάξεις του εδαφίου (2), η Επιτροπή προβαίνει στην πλήρωση της θέσης χωρίς την πρόταση της αρμόδιας αρχής."

Δύο είναι βασικά οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν εκ μέρους της αιτήτριας. Συγκεκριμένα ο δικηγόρος της ισχυρίστηκε ότι εφόσον η επίδικη θέση εγκρίθηκε από τη Βουλή για να βοηθηθεί στην ανεξαρτοποίηση του ο Κλάδος των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του ΑΤΙ, η αρμόδια αρχή θα έπρεπε να ενεργήσει για την κατάργηση της θέσης, εφόσον με την πλήρωση της με βάση το υφιστάμενο σχέδιο υπηρεσίας δεν εξυπηρετούνται οι συγκεκριμένες ανάγκες του ΑΤΙ. Αντί όμως αυτού συνέχισε, η αρμόδια αρχή ζήτησε όπως προωθηθεί η πλήρωση της θέσης με ειδικότητα στον Κλάδο Γενικών Σπουδών, αίτημα που έρχεται σε σύγκρουση με τα όσα ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής κατά τη συνεδρίαση της ΕΔΥ ημερ. 12.8.92. Προβλήθηκε επίσης ισχυρισμός, ο οποίος μεταβλήθηκε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, ότι η ΕΔΥ δεν μπορούσε να επικαλεσθεί το άρθρο 29(3) του Νόμου και να προχωρήσει από μόνη στην πλήρωση της θέσης, εφόσον ήδη υπήρχε πρόταση της αρμόδιας αρχής, η οποία περιέχετο στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 15.3.93.

Ο δεύτερος βασικός ισχυρισμός του κ. Αγγελίδη είναι ότι η ΕΔΥ απέκλεισε από τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης την αιτήτρια, η οποία ήταν προσοντούχα και έκρινε προάξιμους τους υποψήφιους του καταλόγου με αρ. 1-7. Είναι η θέση του πως η αιτήτρια πληρεί όλα τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Ο αποκλεισμός της αιτήτριας ήταν, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, που οφείλεται σε έλλειψη δέουσας έρευνας. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε, η αιτήτρια έχει μόρφωση σε θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που είναι απόλυτα σχετική με τις ανάγκες που η θέση προοριζόταν να καλύψει σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τα προσόντα του οποίου είναι στη Φυσική.

Σ' απάντηση, η δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε πως το τι σκόπευε να κάμει η αρμόδια αρχή αναφορικά με τις προοπτικές δημιουργίας μιας θέσης ή όχι, καθώς και πρόθεση για τροποποίηση σχεδίων υπηρεσίας, δεν είναι θέματα που μπορούν να εξετασθούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ούτε και συνιστούν λόγο ακυρότητας. Η ΕΔΥ, συνέχισε, είχε νομική υποχρέωση να προχωρήσει στην πλήρωση της συγκεκριμένης θέσης εν όψει της μη συμμόρφωσης της αρμόδιας αρχής με τις διατάξεις του άρθρου 29 (2). Η ΕΔΥ ορθά ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 29 (3) για την πλήρωση της θέσης χωρίς πρόταση της αρμόδιας αρχής. Παράλειψη της ΕΔΥ να προβεί στην πλήρωση της επίδικης θέσης, θα ήταν παράλειψη οφειλομένης ενέργειας. Είπε επίσης ότι η ΕΔΥ όφειλε να προβεί στην πλήρωση της θέσης με βάση το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ παραγνώρισε την αιτήτρια, η δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση απάντησε ότι η αιτήτρια δεν είχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και περαιτέρω επικαλέστηκε έλλειψη έννομου συμφέροντος της αιτήτριας εφόσον αυτή δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα.

Διαφωνώ με την εισήγηση της Δικηγόρου για τους καθ' ων η αίτηση αναφορικά με την έλλειψη έννομου συμφέροντος της αιτήτριας. Όταν η κατοχή ή μη προσόντων καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής διατηρεί το έννομο συμφέρον του να ζητήσει αναθεώρηση της επίδικης πράξης (βλ. σχετικά Δαυίδ Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Ηρακλή Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1075.)

Όπως έχει τελικά εξελιχθεί η όλη υπόθεση με την προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με την ετοιμασία του καταλόγου των υποψηφίων, και την εξέταση και αντεξέταση μάρτυρα επί του θέματος, έχω την άποψη πως το βασικό ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο είναι ο καθορισμός του ουσιώδους χρόνου κατοχής των προσόντων.

Η θέση της κας Κουρσουμπά, όπως αυτή έχει συγκεκριμενοποιηθεί κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, είναι ότι ουσιώδης ημερομηνία κατοχής προσόντων ήταν η 1.5.91, δηλαδή 4 μήνες μετά τη δημιουργία της θέσης από τον Προϋπολογισμό του 1991. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί, σύμφωνα με την κα Κουρσουμπά, η διατύπωση του άρθρου 29(2) (βλέπε ανωτέρω). Το χρονικό περιθώριο που αναφέρεται στο άρθρο 29(2) είπε, πρέπει να εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης της αρμόδιας αρχής με τις διατάξεις του άρθρου 29(3), όπου η ΕΔΥ προβαίνει στην πλήρωση της θέσης χωρίς την πρόταση της αρμόδιας αρχής.

Αντίθετα, ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι η πρώτη ουσιώδης ημερομηνία σε αυτή την υπόθεση είναι η 26.3.93, ημερομηνία κατά την οποία η ΕΔΥ, έχοντας πλέον δεδομένη την ειδικότητα της θέσης, αποφάσισε να προχωρήσει η ίδια στην πλήρωση της. Η ΕΔΥ συνέχισε, δεν μπορούσε από μόνη της να πληρώσει τη θέση 4 μήνες μετά τη δημιουργία της, διότι κατά το χρόνο εκείνο δεν γνώριζε ποια ειδικότητα θα απαιτείτο για τη θέση. Η ειδικότητα της θέσης καθορίστηκε για πρώτη φορά με την επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 15.3.93 και η ΕΔΥ επελήφθη του θέματος στις 26.3.93.

Έχοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία καταλήγω στο συμπέρασμα πως η θέση του κ. Αγγελίδη είναι ορθή. Ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων είναι κατά την άποψη μου ο χρόνος κατά τον οποίο η ΕΔΥ αποφάσισε να προχωρήσει στην πλήρωσης της θέσης με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29(3) δηλαδή η 26.3.93, και δεν μπορεί να γίνει σύνδεση του χρόνου αυτού με το χρονικό περιθώριο που θέτει το άρθρο 29(2). Αν και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου κατά πόσο η επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 15.3.93 περιείχε ή όχι πρόταση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση της θέσης, δεν χρειάζεται να αποφασίσω το θέμα, εφόσον δεν έχει οποιαδήποτε πρακτική σημασία κατά πόσο θα θεωρηθεί ως ουσιώδης χρόνος κατοχής προσόντων η 15.3.93 ή η 26.3.93.

Το σχετικό απόσπασμα του σχεδίου υπηρεσίας που αναφέρεται στα προσόντα έχει ως εξής:

"1. Οκταετής πείρα ή/και άσκηση συναφής με την ειδικότητα του που αποκτήθηκε μετά την επιτυχή συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστο εκαπιδευτικού προγράμματος για την απόκτηση τίτλου σπουδών από ίδρυμα τριτοβάθμιου επιπέδου, από την οποία 3ετής τουλάχιστο υπηρεσία στη θέση Λέκτορα ή/και Λέκτορα 1ης και 2ης Τάξης στην οικεία ειδικότητα, όπως αναφέρεται πιο κάτω, ή 7ετής τουλάχιστο υπηρεσία στις θέσεις Λέκτορα και επιθεωρητή Εργαστηρίων. (Στην περίπτωση του Ανώτερου Λέκτορα Γενικών Σπουδών οι οικείες ειδικότητες είναι τα Μαθηματικά, τα Μαθηματικά και Ηλεκτρονική Επεξεργασία Πληροφοριών, η Επιστήμη Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, η Φυσική, τα Αγγλικά, τα Παιδαγωγικά και η Βιομηχανική Διοίκηση".

Από τα στοιχεία που περιέχονται στον προσωπικό φάκελο της αιτήτριας προκύπτει ότι η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση Λέκτορα Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών από 1.2.89, είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος στη Λογιστκή και στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (major in accounting and minor in computer science), και ασχολείτο με θέματα συναφή με ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε διάφορες θέσεις που κατείχε τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα τουλάχιστον από το 1981, αν όχι ενωρίτερα.

Με βάση τα πιο πάνω και ενόψει του ευρήματος μου ότι ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων ήταν ο Μάρτης του 1993, κρίνω πως η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω πιθανότητας ύπαρξης πλάνης που οδήγησε σε αποκλεισμό της αιτήτριας από τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης.

Η επίδικη απόφαση οδηγείται σε ακύρωση και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στα πρακτικά που να επιμαρτυρεί το λόγο για τον οποίο η αιτήτρια δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε ποιο χρονικό σημείο θεώρησε η ΕΔΥ ως ουσιώδη χρόνο κατοχής των προσόντων. Ο ισχυρισμός ότι ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων είναι ο Μάϊος του 1991, είναι ισχυρισμός που προβλήθηκε εκ των υστέρων από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας, και διαφωνώ με την εισήγηση ότι είναι καθαρό ότι η ΕΔΥ θεώρησε ως ουσιώδη χρόνο την 1.5.91 χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση. Κάτι τέτοιο δεν συμπεραίνεται από τα πρακτικά και το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εικασίες. Εν πάση όμως περιπτώσει ακόμα κι αν δεχθώ ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη ως ουσιώδη χρόνο την 1.5.91 ο χρόνος αυτός είναι με βάση όσα ανάφερα πιο πάνω λανθασμένος.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο