ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1995) 4 ΑΑΔ 2495
14 Νοεμβρίου, 1995
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 12 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 132/95)
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Δυσμενής πράξη — Αιτιολογία — Απαιτήσεις και χαρακτηριστικά — Αναιτιολόγητη η κριθείσα απόφαση τον Αρχηγού Αστυνομίας για κατακράτηση αποδοχών διαθεσιμότητας.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της μη επιστροφής του συνόλου των αποδοχών του που είχαν κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του συνεπεία πειθαρχικού παραπτώματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Είναι καλά νομολογημένη αρχή ότι οι πράξεις της διοίκησης και ιδιαίτερα οι πράξεις διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες. Η νομική αυτή επιταγή πηγάζει από την αρχή της νομιμότητας και επιβάλλεται για να διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή του νόμου και να γίνεται εφικτός ο έλεγχος των πράξεων της διοίκησης από το Δικαστήριο. Η υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της γίνεται περισσότερο αναγκαία όταν πρόκειται για πράξεις που έχουν δυσμενή αποτελέσματα για το διοικούμενο. Περαιτέρω, η αιτιολογία της διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι σαφής και όχι γενική και αόριστη, ώστε να αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδηγήθηκε το διοικητικό όργανο στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την κρίση της πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.· Τέλος, η αιτιολογία μιάς πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Στη γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, στην προσπάθεια του να στηρίξει την απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, δίδει ουσιαστικά ο ίδιος την αιτιολογία για την άσκηση κατά το συγκεκριμένο τρόπο της διακριτικής εξουσίας του Αρχηγού, πράγμα ανεπίτρεπτο και χωρίς καμμιά σημασία.
Αναμφίβολα, η απόφαση του Αρχηγού εν προκειμένω για κατάσχεση - ή ορθότερα μη επιστροφή - του ποσού που κρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του αιτητή και που αποτελείται από τις λέξεις "να κατασχεθεί ολόκληρον το ποσόν", είναι αναιτιολόγητη. Ουδόλως δε δύναται να λεχθεί ότι η αιτιολογία μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Pancyprian Federation of Labour (PEO) v. Board of Cinematograph Films Cencors a.o. (1965) 3 C.L.R. 27,
Cyprus Palestine Plantations Co. Ltd. V. Republic (1965) 3 C.L.R. 271,
Kassapis v. Council of Registration of Architects and Civil Engineers (1967) 3 C.L.R. 270,
Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία κατασχέθηκαν οι απολαβές του αιτητή που κρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του.
Α. Γεωργιάδης, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, που είναι μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, με την προσφυγή του αυτή ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, που περιέχεται σε επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον αιτητή, ημερ. 21.11.94, με την οποία πληροφορείται ότι κατόπιν διαταγής του κατασχέθηκαν οι απολαβές του που κρατήθηκαν στη διάρκεια της διαθεσιμότητας του, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη έννομου αποτελέσματος.
Οι δύο βασικότεροι νομικοί λόγοι, πάνω στους οποίους στηρίζεται η αίτηση για ακύρωση, είναι ότι (α) η κατάσχεση των απολαβών αντιβαίνει προς το Άρθρο 12.3 του Συντάγματος και (β) η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη ή δεόντως αιτιολογημένη.
Θα προχωρήσω πρώτα να εξετάσω το δεύτερο λόγο ακύρωσης.
Ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τις 26.3.94 μέχρι τις 31.5.94, γιατί στις 24.3.94 βρέθηκε στην κατοχή του ασύρματο τηλέφωνο που αγόρασε από κατάστημα Τουρκοκυπρίου στην Πύλα. Το αδίκημα συμβιβάστηκε εξώδικα από το Τελωνείο και του επιβλήθηκε πρόστιμο £40.- και κατασχέθηκε το ασύρματο τηλέφωνο. Στη συνέχεια, ο αιτητής δικάστηκε πειθαρχικά σε συνοπτική διαδικασία για ανάρμοστη συμπεριφορά κατά παράβαση του Πρώτου Πίνακα (Κανονισμός 8) των Περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989, παραγρ. 1, δηλαδή για το λόγο ότι με την αναφερθείσα ενέργεια του ήταν δυνατόν να δυσφημήσει την Αστυνομία. Στις 3.11.94, ο Αστυνομικός Διευθυντής Α' με επιστολή του (Παράρτημα Β στην Ένσταση) ζητούσε οδηγίες σχετικά με τις κατακρατηθείσες απολαβές του αιτητή για την περίοδο της διαθεσιμότητας του, που ανέρχονταν στο ποσό των £767.87, με βάση τον Κανονισμό 31 (ζ) των Περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989. Πάνω στην επιστολή αυτή, ο Αρχηγός της Αστυνομίας, στις 14.11.94, σημείωσε τα ακόλουθα: "Να κατασχεθεί ολόκληρον το ποσόν".
Ο Κανονισμός 31 (ζ) στην επιφύλαξη του αναφέρει τα πιο κάτω:
"Νοείται ότι αν βρέθηκε (μέλος) ένοχο και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει".
Είναι καθαρόν από τα πιο πάνω ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει διακριτική ευχέρεια να διατάξει την επιστροφή ολόκληρου του ποσού, μέρους του ή καθόλου.
Είναι καλά νομολογημένη αρχή ότι οι πράξεις της διοίκησης και ιδιαίτερα οι πράξεις διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες. Η νομική αυτή επιταγή πηγάζει από την αρχή της νομιμότητας και επιβάλλεται για να διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή του νόμου και να γίνεται εφικτός ο έλεγχος των πράξεων της διοίκησης από το Δικαστήριο. (Δέστε Pancyprian Federation of Labour (Peo) v. 1. The Board of Cinematograph Films Censors 2. The Minister of Interior (1965) 3 C.L.R. 27 στη σελ.37, The Cyprus Palestine Plantations Co. Ltd. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 271 στη σελ. 283). Η υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της γίνεται περισσότερο αναγκαία όταν πρόκειται για πράξεις που έχουν δυσμενή αποτελέσματα για το διοικούμενο (Kassapis v. Council of Registration of Architects and Civil Engineers (1967) 3 C.L.R. 270). Περαιτέρω, η αιτιολογία της διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι σαφής και όχι γενική και αόριστη, ώστε να αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδηγήθηκε το διοικητικό όργανο στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. (Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7 στη σελ. 13). Τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την κρίση της πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Τέλος, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Στη γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, στην προσπάθεια του να στηρίξει την απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, δίδει ουσιαστικά ο ίδιος την αιτιολογία για την άσκηση κατά το συγκεκριμένο τρόπο της διακριτικής εξουσίας του Αρχηγού, πράγμα ανεπίτρεπτο και χωρίς καμμιά σημασία.
Αναμφίβολα, η απόφαση του Αρχηγού για κατάσχεση - ή ορθότερα μη επιστροφή - του ποσού που κρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας και που αποτελείται από τις λέξεις "να κατασχεθεί ολόκληρον το ποσόν", είναι αναιτιολόγητη. Ουδόλως δε δύναται να λεχθεί ότι η αιτιολογία μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν, μαζί με όλα τα στοιχεία που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να γνωρίζει πάνω σε ποια στηρίχθηκε και με ποια αιτιολογία ο Αρχηγός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να μη επιστραφεί ολόκληρο το ποσό που κατακρατήθηκε. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να διακριβωθεί γιατί κατακρατήθηκε ολόκληρο το ποσό και όχι μέρος του ή καθόλου. Έτσι, δε μπορεί να ελεγχθεί η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Αρχηγού.
Δεν είχα κανένα ενδοιασμό να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας που συνίσταται στο σημείωμα που αναφέρθηκα πιο πάνω και που κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 21.11.94 στον αιτητή πληροφορώντας τον "ότι οι κατακρατηθείσες απολαβές σου κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, κατασχέθηκαν" είναι παντελώς αναιτιολόγητη.
Εν όψει της κατάληξης μου στο θέμα της αιτιολογίας δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακύρωσης πάνω στους οποίους στηρίζει την προσφυγή του ο αιτητής.
Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.