ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1995) 4 ΑΑΔ 231

3 Φεβρουαρίου, 1995

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 22/95)

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Αίτηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικής απόφασης — Νομοθετική πρόνοια — Προϋποθέσεις — Ύπαρξη προφανής παρανομίας και κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Μεταθέσεις — Μετάθεση υπαλλήλου υπηρετούντος στην Εξωτερική Υπηρεσία για λόγους δημοσίου συμφέροντος — Ενόψει της έναρξης διοικητικής έρευνας το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πειθαρχικό.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση μετάθεσης του από το Τζιοχάνεσμπουρκ στο Κέντρο και παράλληλα με αίτηση του επεδίωξε αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μετάθεσης του μέχρι την αποπεράτωση της δίκης επί της προσφυγής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

1. Αιτήσεις για αναστολή εκτέλεσης διοικητικών αποφάσεων εκδίδονται δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται στο Δικαστήριο από τους Κανονισμούς 13 και 18 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό, Δ.48, θθ.1 και 2 και την πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Τα κριτήρια τα οποία συνεκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης διοικητικών αποφάσεων έχουν συνοψισθεί από τον έντιμο Δικαστή κ. Πική στην απόφαση του επί της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος στην υπόθεση, Λοΐζος Προδρόμου ν. Δημοκρατίας, και είναι τα ακόλουθα:

"(Α) Η έκδηλη παρανομία που μπορεί να τεκμηριωθεί με την προσαγωγή στοιχείων που καθιστούν την απόφαση εξόφθαλμα παράνομη, και

(Β) πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημίας, δηλαδή ζημίας η οποία δεν οποία δε μπορεί να επανορθωθεί με τις παρεχόμενες από το νόμο θεραπείες για αποκατάσταση του επιτυχόντος αιτητή, και, επομένως, καθιστά την προσφυγή ατελέσφορο μέτρο για την αποκατάσταση της νομιμότητας.

Η συνδρομή των πιο πάνω λόγων αναστολής δεν εξασφαλίζει την επιτυχή έκβαση της αίτησης για προσωρινή προστασία. Πάγια τακτική του Δικαστηρίου είναι να απορρίπτει τις αιτήσεις όταν η χορήγηση τους θα δημιουργήσει σοβαρά προσκόμματα στην εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης ή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος κωλύοντες την αναστολή.

Λόγω της δραστικότητας του μέτρου της αναστολής το Δικαστήριο εκδίδει τα σχετικά διατάγματα με φειδώ. Αιτήσεις προσωρινής προστασίας ικανοποιούνται όταν υπάρχει έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης εμφανής εκ πρώτης όψεως.

Εξετάζοντας το ζήτημα της προφανούς παρανομίας της πράξης το Δικαστήριο οφείλει να αποφεύγει την οποιαδήποτε κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης σε ένα τόσο πρώιμο στάδιο.

2. Συσταθμίζοντας τα δύο αντιμαχόμενα στοιχεία, των συνεπειών που θα είχε στον αιτούντα η εκτέλεση της πράξης και του δημοσίου συμφέροντος που θα διαφυλαχθεί από την μη εκτέλεση της, το Δικαστήριο έχει καταλήξει πως υπό τις περιστάσεις, συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος υπαγορεύουν την απόρριψη της αίτησης.

Η εξουσιοδότηση προς τοποθέτηση προσώπων υπηρετούντων εν τη Εξωτερική Υπηρεσία παρέχεται στον Υπουργό Εξωτερικών δυνάμει του Άρθρου 5(4) του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμου (Ν. 10/60), όπως αντικαταστάθηκε από το Ν. 35/66, όπως τροποποιήθηκε.

Από το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων, το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί πως υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις συνέτρεχε ειδικός λόγος προστασίας του δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούσε τη μετάθεση.

Έχει επίσης ικανοποιηθεί πως η πραγματική κατάσταση που θα · δημιουργηθεί από τη μη εκτέλεση της προσβληθείσας πράξης υπερκαλύπτει το θιγόμενο ατομικό συμφέρον το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πληγεί είτε ανεπανόρθωτα είτε δυσεπανόρθωτα.

Εκ πρώτης όψεως καμία παρανομία δεν τεκμηριώνεται στη λήψη της επίδικης απόφασης.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3123,

Monica Rodat v. Republic (1988) 3 C.L.R. 937,

Ιωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390.

Αίτηση.

Αίτηση σε προσφυγή με την οποία ο αιτητής ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μετάθεσης του.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ρ. Πετρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατέχει τη θέση Γραμματέα Α' ή Προξένου στις Εξωτερικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας από 1.12.93.

Ο Υπουργός Εξωτερικών, δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθ. 5 εδάφιο 4 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμων του 1960-1980, τοποθέτησε τον αιτητή στο νεοϊδρυθέν Γενικό Προξενείο της Δημοκρατίας στο Τζιοχάνε-σμπουρκ Νοτίου Αφρικής από 1.4.94.

Στις 20.12.94, ο Υπουργός Εξωτερικών, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το πιο πάνω άρθρο, αποφάσισε την από 1.12.95 μετάθεση του αιτητή από το Τζιοχάνεσμπουρκ στο Κέντρο.

Με την παρούσα αίτηση που υποβλήθηκε παράλληλα με την καταχώριση προσφυγής ο αιτητής εξαιτείται την έκδοση προσωρινού διατάγματος για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μετάθεσης του μέχρι την αποπεράτωση της δίκης επί της προσφυγής ή/και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της παρούσας αίτησης.

Αιτήσεις για αναστολή εκτέλεσης διοικητικών αποφάσεων εκδίδονται δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται στο Δικαστήριο από τους Κανονισμούς 13 και 18 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό, Δ.48, θθ.1 και 2 και την πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η αναγκαιότητα έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος υποστηρίχθηκε στα γεγονότα της ένορκης δήλωσης του αιτητή σύμφωνα με τα οποία η απόφαση μετάθεσης του υπήρξε το αποτέλεσμα του σκανδάλου που δημιούργησε μια ανυπόστατη, αστήρικτη και κακοήθης καταγγελία σε βάρος του περί δήθεν σεξουαλικής παρενόχλησης υπαλλήλου του Προξενείου.

Οι καθ' ων η αίτηση έφεραν ένσταση στην έκδοση του διατάγματος υποστηρίζοντας πως δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε σοβαρός λόγος για αναστολή της απόφασης.

Με βάση τα όσα ανέφερε στην ένορκη δήλωση του Ανώτερος Λειτουργός Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τοποθετημένος στο Υπουργείο Εξωτερικών, η μετάθεση του αιτητή έγινε για λόγους καθαρά υπηρεσιακούς και με βάση το δημόσιο συμφέρον αφού λήφθηκε σοβαρά υπόψη το ρήγμα που δημιούργησε η καταγγελία στις σχέσεις μεταξύ Προξενείου και παραγόντων της παροικίας και η ανάγκη για προστασία, φυσική και ηθική, του αιτητή και των μελών της οικογενείας του. Ο ίδιος Λειτουργός ανέφερε πως ο αιτητής ουδεμία ανεπανόρθωτη ζημιά θα υποστεί από την μη έκδοση του διατάγματος και η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο ουδόλως θα έχει επηρεασθεί.

Σαν λόγοι υποστηρίζοντες την έκδοση του προσωρινού διατάγματος αναφέρθηκαν,

(α)η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης λόγω της κοινωνικής ανυποληψίας στην οποία θα περιπέσει ο αιτητής και η οικογένεια του από την μετάθεση για τους προεκτεθέντες λόγους,

(β) η μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας της αιτήσεως ακυρώσεως,

(γ) η ανάγκη διατήρησης αναλλοίωτου του υφιστάμενου status quo ώστε να καταστεί δυνατή η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο,

(δ) η έκδηλη παρανομία της πράξης.

Τα κριτήρια τα οποία συνεκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης διοικητικών αποφάσεων έχουν συνοψισθεί από τον έντιμο Δικαστή κ. Πική στην απόφαση του επί της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος στην υπόθεση, Λοΐζος Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3123, και είναι τα ακόλουθα:

"(Α) Η έκδηλη παρανομία που μπορεί να τεκμηριωθεί με την προσαγωγή στοιχείων που καθιστούν την απόφαση εξόφθαλμα παράνομη, και

(Β) πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημίας, δηλαδή ζημίας η οποία δε μπορεί να επανορθωθεί με τις παρεχόμενες από το νόμο θεραπείες για αποκατάσταση του επιτυχόντος αιτητή, και, επομένως, καθιστά την προσφυγή ατελέσφορο μέτρο για την αποκατάσταση της νομιμότητας. [Βλ. Georghiades (No. 1) v. Republic (1965) 3 C.L.R. 392. Sofokleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345, C.T.C. Consultants Ltd. v. Cyprus Tourism Organisation (1976) 3 C.L.R. 385. Κροκίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857. Κοινότητα Πυργών κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3498. Παντελίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 58. Kadivari ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924.]"

Η συνδρομή των πιο πάνω λόγων αναστολής δεν εξασφαλίζει την επιτυχή έκβαση της αίτησης για προσωρινή προστασία. Πάγια τακτική του Δικαστηρίου είναι να απορρίπτει τις αιτήσεις όταν η χορήγηση τους θα δημιουργήσει σοβαρά προσκόμματα στην εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης ή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος κωλύοντες την αναστολή. (Βλ. Σκουρή, "Η Προσωρινή Προστασία στις Ακυρωτικές Διαφορές", 1979, σελ. 62-66).

Λόγω της δραστικότητας του μέτρου της αναστολής το Δικαστήριο εκδίδει τα σχετικά διατάγματα με φειδώ. Αιτήσεις προσωρινής προστασίας ικανοποιούνται όταν υπάρχει έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης εμφανής εκ πρώτης όψεως. Εξετάζοντας το ζήτημα της προφανούς παρανομίας της πράξης το Δικαστήριο οφείλει να αποφεύγει την οποιαδήποτε κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης σε ένα τόσο πρώιμο στάδιο. (Βλ. σχετικά, Monica Rodat v. Republic (1988) 3 C.L.R. 937, 942).

Συσταθμίζοντας τα δύο αντιμαχόμενα στοιχεία, των συνεπειών που θα είχε στον αιτούντα η εκτέλεση της πράξης και του δημοσίου συμφέροντος που θα διαφυλαχθεί από την μη εκτέλεση της, έχω καταλήξει πως υπό τις περιστάσεις, συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος υπαγορεύουν την απόρριψη της αίτησης.

Η Εξωτερική Υπηρεσία της Δημοκρατίας αποτελεί μια ιδιόμορφη υπηρεσία για το λόγο ότι εκπροσωπεί την πολιτεία στο εξωτερικό και αναβαθμίζει τους δεσμούς μεταξύ της παροικίας και του κέντρου.

Η αιτιολογία για τη μετάθεση του αιτητή που δόθηκε με την επιστολή του Υπ. Εξωτερικών ημερ. 22.12.94 ήταν το υπηρεσιακό συμφέρον. Στην ίδια επιστολή ρητά αναφέρθηκε πως η μετάθεση ουδόλως επιβάλλετο ως τιμωρητικό μέτρο και πώς για τη διερεύνηση των σχετικών καταγγελιών ακολουθείτο η προβλεπόμενη από το Νόμο διαδικασία.

Η εξουσιοδότηση προς τοποθέτηση προσώπων υπηρετούντων εν τη Εξωτερική Υπηρεσία παρέχεται στον Υπουργό Εξωτερικών δυνάμει του άρθρου 5(4) του Ν. 10/60, όπως αντικαταστάθηκε από τον Ν. 35/66, όπως τροποποιήθηκε. (Βλ. επίσης απόφαση Ολομέλειας στην υπόθεση Χρίστος Ιωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390).

Όπως προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν από τις δύο πλευρές αλλά και από το περιεχόμενο του φακέλου που τέθηκε ενώπιον μου οι καταγγελίες που διατυπώθηκαν εναντίον του αιτητή είχαν δημιουργήσει μια ανεπιθύμητη κατάσταση στο Προξενείο με δυσμενείς επιπτώσεις στην έδρα του αιτητή.

Ενόψει του διορισμού ερευνώντος λειτουργού προς διερεύνηση των καταγγελιών, η υπό κρίση μετάθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πειθαρχικό μέτρο αλλά ως μέτρο προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.

Από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων έχω ικανοποιηθεί πως υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις συνέτρεχε ειδικός λόγος προστασίας του δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούσε τη μετάθεση.

Έχω επίσης ικανοποιηθεί πως η πραγματική κατάσταση που θα δημιουργηθεί από τη μη εκτέλεση της προσβληθείσας πράξης υπερκαλύπτει το θιγόμενο ατομικό συμφέρον το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πληγεί είτε ανεπανόρθωτα είτε δυσεπανόρθωτα.

Εκ πρώτης όψεως καμία παρανομία δεν τεκμηριώνεται στη λήψη της επίδικης απόφασης.

Το αίτημα για αναστολή κρίνεται αβάσιμο και απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο