ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1994) 4 ΑΑΔ 2072
20 Οκτωβρίου, 1994
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ (ΑΡ. 2),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση. Αρ. 156/94)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ― Δεν μπορεί το ακυρωτικό δικαστήριο να τροποποιήσει ή και αντικαταστήσει την προσβαλλόμενη πράξη.
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστότητα ― Ορισμός ― Εκτελεστή η πράξη καθορισμού συντάξεως ― Συντάξεις ― Ο περί Συντάξεων Νόμος, Κεφ. 311, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 2 του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου (Ν. 2/86) ― Άρθρο 2(1) ― Η έννοια του όρου "Ετήσιος βασικός μισθός" ― Δεν περιλαμβάνει τον 13ο μισθό ούτε την αμοιβή για υπερωριακή εργασία.
Ερμηνεία ― Η ερμηνευτική αρχή επί νομοθετημάτων in pari materia ― χρήση της προς εξεύρεση της έννοιας του όρου "βασικός μισθός".
Ο αιτητής ήγειρε με την προσφυγή του κυρίως το ζήτημα κατά πόσον οι συντάξιμες απολαβές περιλαμβάνουν τον 13ο μισθό και την κατ' αποκοπή υπερωριακή αποζημίωση, (την καταβαλλόμενη σε τελώνες και Βοηθούς Τελώνες). Το δεύτερο αίτημα του αιτητή στην προσφυγή καλούσε το Δικαστήριο να διακηρύξει την ορθή μέθοδο υπολογισμού της σύνταξής του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:
1. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας με προδικαστική ένσταση ζήτησε απόρριψη του δεύτερου αιτήματος της προσφυγής γιατί εκφεύγει των ορίων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει τη δικαιοδοσία και κρίση του δικαστηρίου σε επικύρωση, ολική ή μερική, της διοικητικής πράξης ή παράλειψης ή την ακύρωσή της. Δεν μπορεί όμως το ακυρωτικό δικαστήριο να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη ή να την αντικαταστήσει με άλλη.
Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες το αίτημα δεν μπορούσε να επιτύχει. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το τιμαριθμικό επίδομα για το δεύτερο εξάμηνο του 1993 συνυπολογίστηκε για τον καθορισμό των ωφελημάτων. Αναφορικά με τη μισθολογική προσαύξηση διαπιστώνεται ότι πράγματι λήφθηκε υπόψη. Για τον αιτητή ισχύει η κλίμακα Α11 πλέον δύο προσαυξήσεις. Την 1/1/93 ο αιτητής βρισκόταν στη μισθολογική βαθμίδα ΛΚ4.823. Και όπως προκύπτει από το έντυπο Γεν. 60 του παραχωρήθηκε ολόκληρη η προσαύξηση του έτους για να φτάσει την επόμενη βαθμίδα ΛΚ4.975 (4.823+152).
2. Εκτελεστή είναι πράξη της διοίκησης διαμορφωτική δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που επιφέρουν άμεσες επιπτώσεις στο διοικούμενο.
Εδώ η πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί απλή πληροφόρηση ούτε είναι η περίπτωση διεκδίκησης συγκεκριμένου χρηματικού ποσού. Είναι απόφαση αυτοτελής που διαμορφώνει και προσδιορίζει οριστικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα που εκπορεύονται από το νόμο και μπορεί να προσβληθεί από τον υπάλληλο με αίτηση ακυρώσεως.
3. Ο ετήσιος βασικός μισθός διακρίνεται εννοιολογικά από μισθό που είναι πρόσθετος και χαρακτηρίζεται σαν 13ος. Η χρήση ακριβώς του επιθέτου "βασικός" τον αντιδιαστέλλει από τον 13ο. Η φυσική σημασία του λεκτικού της διάταξης του Άρθρου 2(1) του περί Συντάξεων Νόμου Κεφ. 311 εκφράζει την ανομοιότητα των δύο εννοιών. Ο 13ος μισθός περιλαμβάνεται στον "ετήσιο μισθό" του υπαλλήλου αν φυσικά αυτή ήταν η βάση εκτίμησης των ωφελημάτων που πρόβλεπε ο νόμος, όχι όμως στον "ετήσιο βασικό μισθό". Κατά μείζονα λόγο η αμοιβή για υπερωριακή εργασία δεν μπορεί να ταυτισθεί με τον ετήσιο βασικό μισθό. Είναι έννοιες ετερόκλητες. Ο τρόπος υπολογισμού της δεν αλλοιώνει την αληθινή φύση της σαν αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση.
Η ερμηνευτική προσπάθεια θα μπορούσε να επεκταθεί και σε νομοθετήματα in pari materia εκείνα, δηλαδή, που ρυθμίζουν το ίδιο ή ανάλογο θέμα. Κατά τη γενική αυτή αρχή είναι νόμιμο να ερμηνεύεται ομοίως παρόμοιος όρος ή έκφραση σε νόμους in pari materia. Η σημασία του όρου "βασικός μισθός" που δίνει το Άρθρο 2 του περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμου του 1990, (N. 201/90), επιβεβαιώνει την ορθότητα της ερμηνείας με βάση τον κανόνα που εφαρμόσθηκε στο προκείμενο, που είναι γνωστή στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο σαν "the plain meaning rule".
Ο ίδιος περίπου αριθμός απαντάται και σε άλλους νόμους που έκαμαν πρόβλεψη για το μισθολόγιο και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων: βλέπε λ.χ. το Άρθρο 2 του Περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις Μισθών και Συντάξεως) Νόμος του 1987 (N. 155/87).
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Damianos a.o. v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 848,
Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1991) 4 A.A.Δ. 3029,
Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,
Στεφανίδης κ.ά. v. Δήμου 'Εγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία κρίθηκε ότι οι συντάξιμες απολαβές δεν περιλαμβάνουν το 13ο μισθό και την κατ' αποκοπήν υπερωριακή αποζημίωση που καταβάλλεται στους κατέχοντες θέση Τελώνη και Βοηθού Τελώνη.
Ο αιτητής παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος. Με την προσφυγή του εγείρει ένα σύντομο αλλά σημαντικό για το δίκαιο των συντάξεων θέμα. Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι συντάξιμες απολαβές περιλαμβάνουν το 13ο μισθό. Και ακόμη την κατ' αποκοπήν υπερωριακήν αποζημίωση που καταβάλλεται στους κατέχοντες θέση Τελώνη και Βοηθού Τελώνη.
Ο αιτητής εξήλθε της υπηρεσίας την 1/1/94 με βαθμό Τελώνη μετά από υπηρεσία 40 σχεδόν χρόνων στο Τμήμα Τελωνείων. Με επιστολή του ημερ. 3/12/93 ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας (καθού η αίτηση) πληροφόρησε τον αιτητή για τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα συναποστέλλοντας φωτοαντίγραφο του εντύπου Γεν. 60, το οποίο περιέχει τα σχετικά στοιχεία και υπολογισμούς (παράρτημα Α της αίτησης). Δεν αμφισβητήθηκε ότι η εν λόγω επιστολή λήφθηκε από τον αιτητή μετά την 14/12/93. 'Ετσι, έχοντας υπόψη τη χρονολογία καταχώρησης της προσφυγής, δεν υπάρχει θέμα εκπροθέσμου αυτής.
Η ετήσια σύνταξη του αιτητή καθορίστηκε σε £7.631,03 και το εφάπαξ ποσό σε £35.611,47. Κατά τον υπολογισμό των ποσών αυτών λήφθηκε σαν βάση εισόδημα £15.262,06. Ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε εγγράφως διότι δεν περιλήφθηκε στις συντάξιμες απολαβές του και το τιμαριθμικό επίδομα για το δεύτερο εξάμηνο του 1993. Επίσης επιφύλαξε τα δικαιώματά του για άλλα λάθη ή παραλείψεις στους υπολογισμούς του καθού (βλέπε επιστολή παράρτημα Β της αίτησης ημερ. 4/1/94). Είναι εντούτοις παραδεκτόν ότι η διαφορά του τιμαριθμικού επιδόματος για την εν λόγω περίοδο λήφθηκε υπόψη με αποτέλεσμα τον ανακαθορισμό της σύνταξης και του χορηγήματος από 1/1/94 σε £7.790,44 και £36.355,40 αντίστοιχα.
Πρέπει να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι οι συνολικές αποδοχές του αιτητή για το 1993 ανήλθαν σε £17.651,77 (βλέπε κατάσταση παράρτημα Γ της αίτησης). Το ποσό αυτό περιλαμβάνει, εκτός του βασικού μισθού, του τιμαριθμικού επιδόματος και της μισθολογικής αύξησης 20,692% και τον 13ο μισθό καθώς και την κατ' αποκοπήν αποζημίωση (£1.826,40). Ο αιτητής θεωρεί το ποσό των £17.651,77 σαν τη σωστή βάση προσδιορισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του. 'Ετσι με την προσφυγή του επιζητεί ακύρωση της απόφασης ημερ. 3/12/93 που θεώρησε σαν συντάξιμες απολαβές του το μικρότερο αντί το μεγαλύτερο ποσό.
Υπάρχει και δεύτερο αίτημα για δήλωση του δικαστηρίου ότι τα δικαιώματα του αιτητή πρέπει να υπολογισθούν με κριτήριο το σύνολο των αποδοχών του για το έτος 1993 (£17.651). Πλέον την αύξηση αποδοχών που προήλθεν από το τιμαριθμικό επίδομα του δεύτερου εξαμήνου του 1993 και ακόμη την προσαύξηση του βασικού μισθού που αφορά στο ίδιο έτος και που είναι £152. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας με προδικαστική του ένσταση ζήτησε απόρριψη του αιτήματος γιατί εκφεύγει των ορίων του άρθρου 146 του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει τη δικαιοδοσία και κρίση του δικαστηρίου σε επικύρωση, ολική ή μερική, της διοικητικής πράξης ή παράλειψης ή την ακύρωσή της. Δεν μπορεί όμως το ακυρωτικό δικαστήριο να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη ή να την αντικαταστήσει με άλλη: βλέπε Φ. Βεγλερή "Η συμμόρφωσις της Διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας", σελ. 5 και Δαμιανός και Άλλος ν. Ρ.Ι.Κ. (1987) 3 Α.Α.Δ. 848, 851.
Θα πρόσθετα πως κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες το αίτημα δε θα μπορούσε να επιτύχει. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το τιμαριθμικό επίδομα για το δεύτερο εξάμηνο του 1993 συνυπολογίστηκε για τον καθορισμό των ωφελημάτων. Αναφορικά με τη μισθολογική προσαύξηση διαπιστώνεται ότι πράγματι λήφθηκε υπόψη. Για τον αιτητή ισχύει η κλίμακα Α11 πλέον δύο προσαυξήσεις. Την 1/1/93 ο αιτητής βρισκόταν στη μισθολογική βαθμίδα £4.823. Και όπως προκύπτει από το έντυπο Γεν. 60 του παραχωρήθηκε ολόκληρη η προσαύξηση του έτους για να φτάσει την επόμενη βαθμίδα £4.975 (4.823+152).
Υπάρχει και δεύτερη προδικαστική ένσταση. Αφορά τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης. Ο κ. Χριστοφόρου υπέβαλε πως στερείται εκτελεστότητας διότι με αυτή παρέχονται στον αιτητή πληροφορίες σχετικά με τα ωφελήματά του. Και εν πάση περιπτώσει πρόκειται για υλική ενέργεια που αφορά τη διεκδίκηση χρημάτων.
Ο αιτητής χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεσή του χωρίς τις υπηρεσίες δικηγόρου. Μπορεί όμως να λεχθεί ότι τα επιχειρήματά του χαρακτηρίζονται από καθαρότητα σκέψης, συνοχή και γενικά κάποια δικανική ικανότητα. Αντικρούοντας την ένσταση ο αιτητής υπέβαλε ότι δεν προσβάλλει τις μαθηματικές πράξεις που αφορούν στη συνταξιοδότηση αλλά τον τρόπο ερμηνείας των σχετικών νομοθετικών διατάξεων που επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματά του.
Εκτελεστή είναι πράξη της διοίκησης διαμορφωτική δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που επιφέρουν άμεσες επιπτώσεις στο διοικούμενο. Κατά την κλασσική διατύπωση της ελληνικής νομολογίας που παραθέτει ο Στασινόπουλος "Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε" 1929-1959, βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής πράξης είναι:
"..... η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."
Βλέπε επίσης απόφαση Ιωάννα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3029, Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, Φειδίας Στεφανίδης & Άλλοι ν. Δήμου 'Εγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49.
Εδώ η πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί απλή πληροφόρηση ούτε έχουμε την περίπτωση διεκδίκησης συγκεκριμένου χρηματικού ποσού. Είναι απόφαση αυτοτελής που διαμορφώνει και προσδιορίζει οριστικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα που εκπορεύονται από το νόμο και μπορεί να προσβληθεί από τον υπάλληλο με αίτηση ακυρώσεως.
Κατά το άρθρο 2(1) του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 2/86, λαμβάνεται σαν βάση σε κάθε περίπτωση του υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων δημοσίου υπαλλήλου ο ετήσιος βασικός μισθός και το τιμαριθμικό επίδομα που ισχύουν κατά το χρόνο αφυπηρέτησης. Το άρθρο 2(1), που είναι ερμηνευτικό, ορίζει ότι:
"Συντάξιμοι απολαβαί σημαίνει τον ετήσιον βασικόν μισθόν και το τιθαριθμικόν επίδομα τα οποία καταβάλλονται εις τον υπάλληλον κατά την ημερομηνίαν της αφυπηρετήσεώς του και περιλαμβάνει μόνον εις την περίπτωσιν Αστυνομικού το επίδομα καλής διαγωγής και το επίδομα αξίας και εις την περίπτωσιν Δεσμοφύλακος το επίδομα καλής διαγωγής, αλλά δεν περιλαμβάνει οιονδήποτε έτερον επίδομα ή άλλας απολαβάς οιασδήποτε μορφής."
Είναι η θέση του αιτητή ότι εφόσον ο νόμος δεν παρέχει ορισμό της φράσης "ετήσιος βασικός μισθός" πρέπει αυτός να περιλαμβάνει τον 13ο μισθό όπως και τις αποδοχές για υπερωριακή εργασία για την οποία κάμνει πρόβλεψη το άρθρο 194 του Κεφ. 56Α (Τελωνεία) του εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμου. Κατά την αντίληψή του αυτό είναι το αληθινό νόημα της διάταξης, το οποίον προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων ερμηνείας ιδιαίτερα της γραμματικής μεθόδου. Η επίμαχη φράση, όπως αναφέρει, σημαίνει "το σύνολο των βασικών μισθών που παίρνει ο υπάλληλος για ολόκληρο το χρόνο μη εξαιρουμένου του 13ου μισθού" ο οποίος έχει τα ίδια χαρακτηρστικά με το μηνιαίο μισθό αυξανόμενο όποτε ανεβαίνουν οι υπόλοιποι 12 μισθοί. Εισηγείται περαιτέρω ότι η αποζημίωση είναι αναπόσπαστο μέρος του ετήσιου βασικού μισθού διότι το ύψος συσχετίζεται με τη θέση που κατέχει ο υπάλληλος και όχι με τον αριθμό ωρών εργασίας. Ένας πρόσθετος λόγος είναι ότι η αποζημίωση καταβάλλεται για μίσθωση όλου του ελεύθερου χρόνου του υπαλλήλου.
Πολύ φοβούμαι ότι οι ερμηνευτικοί κανόνες που επικαλείται ο αιτητής δεν οδηγούν στο συμπέρασμα που επιθυμεί. Ο ετήσιος βασικός μισθός διακρίνεται εννοιολογικά από μισθό που είναι πρόσθετος και χαρακτηρίζεται σαν 13ος. Η χρήση ακριβώς του επιθέτου "βασικός" τον αντιδιαστέλλει από τον 13ο. Η φυσική σημασία του λεκτικού της διάταξης εκφράζει την ανομοιότητα των δύο εννοιών. Ο 13ος μισθός περιλαμβάνεται στον "ετήσιο μισθό" του υπαλλήλου, αν φυσικά αυτή ήταν η βάση εκτίμησης των ωφελημάτων που πρόβλεπε ο νόμος, όχι όμως στον "ετήσιο βασικό μισθό". Κατά μείζονα λόγο η αμοιβή για υπερωριακή εργασία δεν μπορεί να ταυτισθεί με τον ετήσιο βασικό μισθό. Είναι έννοιες ετερόκλητες. Ο τρόπος υπολογισμού της δεν αλλοιώνει την αληθινή φύση της σαν αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση.
Η ερμηνευτική προσπάθεια θα μπορούσε να επεκταθεί και σε νομοθετήματα in pari materia εκείνα, δηλαδή, που ρυθμίζουν το ίδιο ή ανάλογο θέμα. Κατά τη γενική αυτή αρχή είναι νόμιμο να ερμηνεύεται ομοίως παρόμοιος όρος ή έκφραση σε νόμους in pari materia: Βλέπε 36 Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, σελ. 402 και επ. και Cross "Statutory Interpretation" 2η έκδοση, (1987) σελ. 148 και επ. Η σημασία του όρου "βασικός μισθός" που δίνει το άρθρο 2 του περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμου του 1990, αρ. 201/90, επιβεβαιώνει την ορθότητα της ερμηνείας με βάση τον κανόνα που εφαρμόσαμε στο προκείμενο, που είναι γνωστή στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο σαν "the plain meaning rule":
"'Βασικός μισθός' σημαίνει το μισθό τον οποίο ο κρατικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει με βάση την καθορισμένη για τη θέση του με τον Προϋπολογισμό ή με ειδικό Νόμο μισθοδοτική κλίμακα ή πάγιο μισθό και περιλαμβάνει τις αυξήσεις των μισθών που παραχωρήθηκαν με τους περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις των Μισθών) Νόμους του 1981 έως 1984 και τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις των Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1987."
Ο ίδιος περίπου ορισμός απαντάται και σε άλλους νόμους που έκαμαν πρόβλεψη για το μισθολόγιο και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων: βλέπε λ.χ. το άρθρο 2 του N. 155/87.
Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν επιδικάζω έξοδα.
H�αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Α. Γ. ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.
/ΕΠσ
12 Οκτωβρίου, 1994
[ΠΙΚΗ, Δ.]
ΠΡΟΚΟΠΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτητή
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η Αίτηση
Υποθ. Αρ. 766/94
____________________________________
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Εκδίκαση προσφυγής επί της ουσίας της - Αδύνατη η ακρόαση της ουσίας της προσφυγής από Δικαστή άλλο από εκείνο ενώπιον του οποίου έχει οριστεί για ακρόαση η προσφυγή, τον φυσικό Δικαστή της υπόθεσης.
Οι δικηγόροι των μερών στην παρούσα προσφυγή ζήτησαν από τον Δικαστή κ. Πική που επιλήφθηκε της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, λόγω απουσίας στο εξωτερικό του φυσικού Δικαστή της προσφυγής κ. Αρτέμη, όπως αποφασίσει επί της ουσίας της προσφυγής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δίδοντας οδηγίες όπως η υπόθεση τεθεί ενώπιον του Δικαστή κ. Αρτέμη, αποφάσισε ότι:
Δεν κρίνω απαραίτητο να αποφασίσω κατά πόσο είναι δυνατή η εκδίκαση αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος από Δικαστή άλλο από εκείνο ενώπιον του οποίου είναι ορισμένη η προσφυγή, το φυσικό δικαστή της υπόθεσης. Τούτο όμως είναι οριστικά επιθυμητό.
Διαπιστώνω ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως το δικαστήριο επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής. Κρίνω ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα ακρόασης της ουσίας της προσφυγής από Δικαστή άλλο από εκείνο ενώπιον του οποίου έχει οριστεί για ακρόαση η προσφυγή, το φυσικό δικαστή της υπόθεσης. Και εφόσον δεν παρεμβάλλεται οποιοδήποτε κώλυμα για την εκδίκαση της προσφυγής από τον Αρτέμη, Δ., ο οποίος στο μεταξύ έχει επιστρέψει στα καθήκοντα του, δίδονται οδηγίες όπως η υπόθεση τεθεί ενώπιον του.
Οδηγίες ως ανωτέρω
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νικολάου v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 692/92 ημερ. 22/10/92 (1992) 3 ΑΑΔ.
Ορφανίδη και 'Αλλων v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 416/88 και 445/88 ημερ. 14/2/92.
Σκαρπάρης v. Ε.Δ.Υ Υπ.αρ 263/92 ημερ. 5/3/93 (1993) 3 ΑΑΔ.
Περικλέους v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας Α.Ε. 1528 ημερ. 1/12/93 (1993) 3 ΑΑΔ.
Αίτηση.
Αίτηση σε προσφυγή με την οποία οι αιτητές ζητούν προσωρινό διάταγμα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή
Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Στ. Ιωσήφ -
Χ" Γιάννη (κα)
Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Στ. Ασπρόφτας, ασκούμενος Δικηγόρος, για τους καθ'ων η αίτηση
Cur. adv. vult.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ανέγνωσε την ακόλουθη απόφαση.
Η παρούσα προσφυγή ορίστηκε ενώπιον του Αρτέμη, Δ. στο πλαίσιο της ισχύουσας διαδικασίας για την κατανομή της δικαστικής εξουσίας μεταξύ των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με τον ορισμό της ενώπιον του συγκεκριμένου Δικαστή, ο Αρτέμης Δ., κατέστη ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης.
Παράλληλα υποβλήθηκε αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η αίτηση τέθηκε, όπως ήταν φυσικό, ενώπιον του Αρτέμη, Δ. προς εκδίκαση. Λόγω της πιθανότητας απουσίας του στο εξωτερικό κατά το χρόνο που θα αγόταν η αίτηση για προσωρινό διάταγμα ενώπιον του δικαστηρίου για ακρόαση δόθηκαν οδηγίες όπως η αίτηση για προσωρινό διάταγμα τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή. Η αίτηση τέθηκε ενώπιόν μου και δόθηκαν οδηγίες όπως η αίτηση για προσωρινό διάταγμα τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή. Η αίτηση για προσωρινό διάταγμα τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή. Η αίτηση τέθηκε ενώπιόν μου και δόθηκαν οδηγίες για την επίδοση της. Ο δικηγόρος του αιτητή πληροφόρησε το δικαστήριο ότι παρόμοια ήταν η διαδικασία (επίδοση στην άλλη πλευρά) που ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Νικολάου v. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 692/92, αποφασίστηκε στις
22/10/92) στην οποία προτίθεται να βασιστεί.
Η αίτηση για προσωρινό διάταγμα ορίστηκε στις 14/9/94. Την ημέρα εκείνη εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και οι καθ' ων η αίτηση που πληροφόρησαν το δικαστήριο ότι προτίθενται να καταχωρήσουν ένσταση στην αίτηση και ζήτησαν χρόνο για την υποβολή τόσο της ένστασης στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα όσο και της προσφυγής.
Η αίτηση για προσωρινό διάταγμα ορίστηκε για ακρόαση σήμερα. Κατά την έναρξη της διαδικασίας ο Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να παρακαμφθεί η αίτηση για προσωρινό διάταγμα και το δικαστήριο να επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής. Και ο κ. Αγγελίδης, δικηγόρος του αιτητή, δήλωσε ότι αυτό είναι επιθυμητό δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα εκδίκασης της προσφυγής χωρίς χρονοτριβή.
Υπέδειξα στα δύο μέρη ότι η προσφυγή είναι ορισμένη ενώπιον του Αρτέμη, Δ. σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Ο Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε ότι ο Κ.13 των Θεσμών του Ανωτάτου συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 σωστά προσαρμοζόμενος στα δεδομένα της άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας σύμφωνα
με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964 (Ν 33/64) καθιστά απαραίτητη την εκδίκαση της αίτησης για προσωρινό διάταγμα από το Δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής. Προς υποστήριξη των θέσεων του επικαλέστηκε την απόφαση της ολομέλειας στην Ορφανίδη και Αλλων v. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 416/88 και 445/88, αποφασίστηκε στις 14/2/92). Ανεξάρτητα από την εισήγηση αυτή ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε ότι είναι επιθυμητό όπως το δικαστήριο επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής ανεξάρτητα από το ποιος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα εκδικάσει την υπόθεση.
Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι δεν υφίσταται κώλυμα στην εκδίκαση της αίτησης για προσωρινό διάταγμα από Δικαστή άλλο από εκείνο ο οποίος θα επιληφθεί της προσφυγής. Επεσήμανε όμως, με αναφορά στην Νικολάου (ανωτέρω), ότι παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο και στο στάδιο της έκδοσης προσωρινού διατάγματος να ακυρώσει την διοικητική πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή είναι έκδηλα παράνομη. (Αναφορά έγινε επίσης στην Σκαρπάρης v. Ε.Δ.Υ. (Υπ. αρ. 263/92, αποφασίστηκε 5/3/93) και Περικλέους v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (Α.Ε. 1528, αποφασίστηκε την 1/12/93). Η θέση αυτή, πρέπει να σημειώσω, καθιστά αν όχι επιβεβλημένη, επιθυμητή την έκδοση της αίτησης για προσωρινό διάταγμα από τον ίδιο το Δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής. Απαντώντας σε ερώτηση του δικαστηρίου ο κ. Αγγελίδης συμφώνησε ότι είναι επιθυμητό και ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης εάν το δικαστήριο επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής αντί της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, τόνισε όμως την ανάγκη για την εκδίκαση της προσφυγής το ταχύτερο δυνατό. Εξυπακούεται από τη δήλωση του κ. Αγγελίδη ότι δεν πρέπει να εξουδετερωθεί η δυνατότητα επίλυσης των θεμάτων που εγείρονται με την αίτηση για προσωρινό διάταγμα το ταχύτερο δυνατό.
Και οι δυο πλευρές συμφώνησαν ότι δεν παρεμβάλλεται κώλυμα στην εκδίκαση της προσφυγής ή του προσωρινού διατάγματος από το Δικαστή ενώπιον του οποίου είναι ορισμένη η προσφυγή εφόσον έχει αρθεί το κώλυμα το οποίο τον παρεμπόδισε στο πρώτο στάδιο να επιληφθεί της αίτησης για προσωρινό διάταγμα.
Δεν κρίνω απαραίτητο να αποφασίσω κατά πόσο είναι δυνατή η εκδίκαση αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος από Δικαστή άλλο από εκείνο ενώπιον του οποίου είναι ορισμένη η
προσφυγή, το φυσικό δικαστή της υπόθεσης. Τούτο όμως είναι οριστικά επιθυμητό.
Διαπιστώνω ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως το δικαστήριο επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής. Κρίνω ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα ακρόασης της ουσίας της προσφυγής από Δικαστή άλλο από εκείνο ενώπιον του οποίου έχει οριστεί για ακρόαση η προσφυγή, το φυσικό δικαστή της υπόθεσης. Και εφόσον δεν παρεμβάλλεται οποιοδήποτε κώλυμα για την εκδίκαση της προσφυγής από τον Αρτέμη, Δ., ο οποίος στο μεταξύ έχει επιστρέψει στα καθήκοντα του, δίδονται οδηγίες όπως η υπόθεση τεθεί ενώπιον του.
Οδηγίες ως ανωτέρω.
14 Οκτωβρίου, 1994
[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ.]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτητή
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η Αίτηση
Υποθ. Αρ. 836/93
____________________________________
Στρατός - Οι περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί του 1990 - 'Αρθρο 5(2)(στ) - Συγκρότηση υγειονομικής επιτροπής με απόφαση του Υπουργού μετά από συνεννόηση με τον Υπουργό Υγείας - Από την φύση της συνεννόησης δεν αναμένεται αυτή να βρίσκεται καταχωρημένη σε έγγραφο - Αρχή της νομιμότητας τεκμαίρει την υπάρξή της - Στην προκειμένη περίπτωση πρόταση διοικητικού λειτουργού αναφορικά με την σύσταση της επιτροπής, εγκρίθηκε από τον Υπουργό.
Στρατός - Γνωμάτευση υγειονομικής επιτροπής - Αιτιολογία Διαπίστωση κάποιου είδους πάθησης δεν είναι αρκετή σε ιατρική γνωμάτευση - Απαιτείται η σύνδεση της υπόθεσης αυτής με την ακαταλληλότητα του υποψηφίου για την ιδιότητα που επιδιώκει 'Ελλειψη της σύνδεσης αυτής καθιστά την γνωμάτευση αναιτιολόγητη.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση των καθ'ων η αίτηση να απορρίψουν αίτημά του να φοιτήσει στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων λόγω ακαταλληλότητάς του που αποφασίστηκε από την υγειονομική επιτροπή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1) Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή πως η υγειονομική
επιτροπή δεν συστάθηκε νόμιμος επειδή δεν προηγήθηκε συνεννόηση του Υπουργού με τον Υπουργό Υγείας όπως προνοούν οι Κανονισμοί, δεν συμφωνώ με αυτόν. Νομίζω πως, από τη φύση της συνεννόησης που προνοείται στον κανονισμό δεν αναμένει κανείς να την βρει καταχωρημένη σε οποιαδήποτε έγγραφο. Μπορεί όμως με βεβαιότητα να διαπιστωθεί το γεγονός, όταν το αποτέλεσμα της τεθεί σε
λειτουργία, αν έχουμε μάλιστα υπόψη και την αρχή πως η διοίκηση θεωρείται πως κινείται στα πλαίσια του νόμου. Επιπλέον όμως, στην υπόθεση μας βλέπουμε σχετική πρόταση διοικητικού λειτουργού προς τον Υπουργό, με την οποία εισηγείται όπως η υφιστάμενη ιατρική επιτροπή Εξέτασης Σωματικής Ικανότητας, να λειτουργήσει και ως υγειονομική επιτροπή για τους σκοπούς των πιο πάνω αναφερομένων Κανονισμών. Η εισήγηση εγκρίθηκε από τον Υπουργό, όπως σημειώνει ο ίδιος στο σχετικό έγγραφο της 12.5.93.
2) Είναι βάσιμο όμως το παράπονο του αιτητή για ελλειπή
αιτιολογία της επίδικης απόφασης, Στην έκθεση της η υγειονομική επιτροπή, στο σχετικό δελτίο που αφορά στον αιτητή, αναφέρει, κάτω από τις "παρατηρήσεις". "Ακατάλληλος λόγω ραιβού αγκώνος συνεπεία παλαιού κατάγματος εις κακήν θέσιν πορωθέντος".
Είναι φυσικό σε μια ιατρική γνωμάτευση, που απολήγει στην κρίση πως ένας υποψήφιος είναι ακατάλληλος για κάποια ιδιότητα, να διαπιστώνεται κάποιου είδους πάθηση. Η ιατρική όμως γνωμάτευση από μόνη της μπορεί να είναι ελλειπής ως προς το βασικό ζητούμενο, την καταλληλότητα δηλαδή του υποψηφίου για την ιδιότητα που διεκδικεί, αν δεν προστεθεί σ'αυτή και το στοιχείο που μόνο οι ειδήμονες μπορούν να δώσουν, αυτό δηλαδή που θα συνδέσει την πάθηση με την ακαταλληλότητα του υποψηφίου για την ιδιότητα που επιδιώκει. Είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο που, πολύ ορθά κατά τη γνώμη μου, το Υπουργείο Αμυνας και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, έχουν εκδώσει μια πάγια διαταγή με κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τις παθήσεις, που καθιστούν κάποιο υποψήφιο σωματικά ανίκανο για τις στρατιωτικές σχολές.
Στο πόρισμα της υγειονομικής επιτροπής, δεν αναφέρεται πως η πάθηση του αιτητή έχει τις συνέπειες που αναφέρονται στη διαταγή. Στο σχετικό δελτίο υπάρχει ιδιόγραφη σημείωση, προφανώς κάποιου διοικητή μονάδας, στην οποία μνημονεύονται οι παράγραφοι 53 και 678 της πάγιας διαταγής, και πως μίλησε σχετικά για το ζήτημα με κάποιο διευθυντή. Η σημείωση όμως αυτή δεν έγινε από τα μέλη της υγειονομικής επιτροπής, μήτε και ενσωματώνεται στη γνωμάτευση τους, αναφορικά με τη κατάσταση υγείας του αιτητή. Ναι, η πάγια διαταγή δεν δεσμεύει κατά νόμο την υγειονομική επιτροπή, αλλά, για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρό υπόψη στην αιτιολόγηση των πορισμάτων της.
Στην υπόθεση μας η κρίση της υγειονομικής επιτροπής
είναι ελλειπής και συμπαρασύρει την επίδικη απόφαση του Υπουργού.
Επίδικη απόφαση ακυρώνεται
χωρίς έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή να φοιτήσει στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων γιατί η υγειονομική επιτροπή δεν τον έκρινε κατάλληλο για υπηρεσία στο στρατό της Δημοκρατίας.
Ι. Νικολάου, για τον αιτητή,
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους
καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οπως δείχνουν τα χαρτιά στο διοικητικό φάκελο, διακαής
επιθυμία του αιτητή είναι να φοιτήσει στη Στρατιωτική
Σχολή
Ευελπίδων. Δυστυχώς, η αίτηση του απορρίφθηκε από τον
Υπουργό Αμύνης γιατί η υγειονομική επιτροπή δεν τον έκρινε κατάλληλο για υπηρεσία στο Στρατό της Δημοκρατίας, αφού
στην
εξέταση του διαπιστώθηκε πως έχει ραιβό αγκώνα, αποτέλεσμα παλιού κατάγματος που πορώθηκε σε κακή θέση.
Ο αιτητής προσβάλλει την απόρριψη του να φοιτήσει στη
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων για δυο βασικά λόγους. (α) διατείνεται πως η υγειονομική επιτροπή δε συστάθηκε
νόμιμα,
και (β) πως η αιτιολογία της ιατρικής γνωμάτευσης, που υιοθετήθηκε στην απόφαση του Υπουργού, είναι ανεπαρκής.
Θα ασχοληθώ με τα ζητήματα στην πιο πάνω σειρά τους. Το
εδάφιο (2)(στ) του άρθρου 5 των περί Αξιωματικών του
Στρατού
της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, έχει ως ακολούθως:
"Ο υποψήφιος για εισαγωγή σε ανώτατη στρατιωτική σχολή πρέπει απαραιτήτως:
(α) ..............
..................
(στ) να έχει κριθεί κατάλληλος για υπηρεσία στο Στρατό από υγειονομική επιτροπή που συγκροτείται
για
το σκοπό αυτό από τον Υπουργό σε συνεννόηση με τον
Υπουργό Υγείας".
Ισχυρίζεται ο δικηγόρος του αιτητή πως δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένη η οποιαδήποτε συνεννόηση του Υπουργού Αμυνας με τον Υπουργό Υγείας για συγκρότηση της
υγειονομικής
επιτροπής, όπως προβλέπεται στη πιο πάνω διάταξη των Κανονισμών, και συνεπώς η ομάδα γιατρών που υπέβαλε τον αιτητή στην ιατρική εξέταση, δεν ήταν η αρμόδια κατά νόμο υγειονομική επιτροπή. Δε συμφωνώ με αυτό. Νομίζω πως,
από
τη φύση της συνεννόησης που προνοείται στον κανονισμό δεν
αναμένει κανείς να την βρει καταχωρημένη σε οποιοδήποτε έγγραφο. Μπορεί όμως με βεβαιότητα να διαπιστωθεί το γεγονός, όταν το αποτέλεσμα της τεθεί σε λειτουργία, αν έχουμε μάλιστα υπόψη και την αρχή πως η διοίκηση θεωρείται πως κινείται στα πλαίσια του νόμου. Επιπλέον όμως, στην υπόθεση μας βλέπουμε σχετική πρόταση διοικητικού
λειτουργού
προς τον Υπουργό, με την οποία εισηγείται όπως η υφιστάμενη
ιατρική επιτροπή Εξέτασης Σωματικής Ικανότητας, να
λειτουργήσει και ως υγειονομική επιτροπή για τους σκοπούς
των
πιο πάνω αναφερομένων Κανονισμών. Η εισήγηση εγκρίθηκε
από
τον Υπουργό, όπως σημειώνει ο ίδιος στο σχετικό έγγραφο
της
12.5.93.
(β) Είναι βάσιμο όμως το παράπονο του αιτητή για
ελλειπή
αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Στην έκθεση της η υγειονομική επιτροπή, στο σχετικό δελτίο που αφορά στον αιτητή, αναφέρει, κάτω από τις "παρατηρήσεις",
"Ακατάλληλος
λόγω ραιβού αγκώνος συνεπεία παλαιού κατάγματος εις κακήν
θέσιν πορωθέντος".
Είναι φυσικό σε μια ιατρική γνωμάτευση, που απολήγει στην
κρίση πως ένας υποψήφιος είναι ακατάλληλος για κάποια ιδιότητα, να διαπιστώνεται κάποιου είδους πάθηση. Η
ιατρική
όμως γνωμάτευση από μόνη της μπορεί να είναι ελλειπής ως
προς
το βασικό ζητούμενο, την καταλληλότητα δηλαδή του υποψηφίου
για την ιδιότητα που διεκδικεί, αν δεν προστεθεί σ' αυτή
και
το στοιχείο που μόνο οι ειδήμονες μπορούν να δώσουν, αυτό δηλαδή που θα συνδέσει την πάθηση με την ακαταλληλότητα
του
υποψηφίου για την ιδιότητα που επιδιώκει. Είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο που, πολύ ορθά κατά τη γνώμη μου, το Υπουργείο Αμυνας και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, έχουν εκδώσει μια πάγια διαταγή με κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τις παθήσεις, που καθιστούν κάποιο υποψήφιο σωματικά ανίκανο για τις στρατιωτικές σχολές.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας λέει πως η διαταγή αυτή δεν
είναι δεσμευτική για την υγειονομική επιτροπή, που είναι
η
μόνη αρμόδια κατά νόμο να γνωμοδοτήσει πάνω στο ζήτημα.
Αυτό
είναι ορθό. Στο χώρο όμως του αναθεωρητικού ελέγχου, κατά την εφαρμογή του νόμου, υπεισέρχονται και ζητήματα ορθής διοικητικής λειτουργίας, σύμφωνα με τις γνωστές αρχές του δικαίου.
Ειδικά λοιπόν για την περίπτωση του ραιβού αγκώνος, αναφέρονται τα εξής στην πάγια διαταγή:
παραγρ.53: "Κάταγμα ουδόλως ή ατελώς ή εις κακήν θέσιν
πορωθέν και προκαλούν, ως εκ της θέσεως του,
εκδήλους
και σοβαράς λειτουργικάς διαταραχάς.
παραγρ.678: Η παρέκκλισις του άξονος του
αντιβραχίου
προς τα έξω ή έσω, εφ' όσον προκαλεί ανικανότητα περί
την κανονικήν και ακριβή εκτέλεσιν των χειρισμών του όπλου".
Επαναλαμβάνω πως, πολύ ορθά έχει εκδοθεί η πιο πάνω διαταγή, γιατί προέρχεται από το πιο αρμόδιο σώμα να
γνωρίζει
ποιά είδη παθήσεων καθιστούν ένα άτομο σωματικά ανίκανο
για
στρατιωτική υπηρεσία. Είναι δε φανερό από το περιεχόμενο
της
πως η διαταγή έχει εκδοθεί σε συνεργασία των στρατιωτικών
και
ιατρικών υπηρεσιών.
Στο πόρισμα της υγειονομικής επιτροπής, που παραθέτω πιο
πάνω, δεν αναφέρεται πως η πάθηση του αιτητή έχει τις
συνέπειες που αναφέρονται στη διαταγή. Στο σχετικό δελτίο υπάρχει ιδιόγραφη σημείωση, προφανώς κάποιου διοικητή μονάδας, στην οποία μνημονεύονται οι παράγραφοι 53 και 678 της πάγιας διαταγής, και πως μίλησε σχετικά για το ζήτημα
με
κάποιο διευθυντή. Η σημείωση όμως αυτή δεν έγινε από τα
μέλη
της υγειονομικής επιτροπής, μήτε και ενσωματώνεται στη γνωμάτευση τους, αναφορικά με τη κατάσταση υγείας του
αιτητή.
Ναι, η πάγια διαταγή δεν δεσμεύει κατά νόμο την υγειονομική
επιτροπή, αλλά, για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω,
πρέπει
να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη στην αιτιολόγηση των
πορισμάτων της.
Στην υπόθεση μας η κρίση της υγειονομικής επιτροπής είναι ελλειπής και συμπαρασύρει την επίδικη απόφαση του Υπουργού, η οποία και ακυρώνεται.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ
17 Οκτωβρίου, 1994
[ΧΡ. ΠΙΚΗ, Δ.]
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΚΕΝΝΕ
Αιτήτριας
v.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ κ.ά
Καθ' ων η Αίτηση
Υποθ. Αρ. 490/93
____________________________________
Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου - Διορισμοί και Προαγωγές - Οι περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ('Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί - Κ.Δ.Π. 189/93 - Κανονισμός 8 Περιεχόμενο και ερμηνεία - Προτεραιότητα του υφιστάμενου προσωπικού έναντι εξωτερικών υποψηφίων - Λόγοι υπερκερασμού της - Λήψη υπόψη εξωγενών παραγόντων και πλάνη περί την ερμηνεία και εφαρμογή του Καν. 8 στην κριθείσα υπόθεση. Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - Ακυρωτική απόφαση - Επανεξέταση - Λήψη υπόψη κατά την επανεξέταση των αποτελεσμάτων συνεντεύξεων που είχαν καταγραφεί σε σημειώσεις από την αρχική διαδικασία οι οποίες δεν επισυνάρθηκαν στην
κατ' επανεξέταση απόφαση - Αδύνατος ο δικαστικής έλεγχος.
Η αιτήτρια προσέβαλε το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Β' ο οποίος ήταν ο δεύτερος κατά σειρά (κατ' επανεξέταση) αφού ο αρχικός διορισμός τους ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ανήκαν στο προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας όπως η αιτήτρια έναντί τους για κατάληψη της επίδικης θέσης εξ' αυτού του λόγου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Στην επίδικη απόφαση δεν καθορίζονται επακριβώς οι λόγοι
πoυ εξουδετέρωσαν την προτεραιότητα την οποία εξασφαλίζουν οι Κανονισμοί υπέρ της αιτήτριας.
Αλλά πάντως κανένας από τους αναφερόμενους λόγους δεν
θεμελιώνει βάσιμο λόγο για τον υπερκερασμό της
προτεραιότητα της οποίας ειδικαιούτο η αιτήτρια βάσει των Κανονισμών. Ο Κ.8 καταχυρώνει υπέρ των μελών του προσωπικού της Τράπεζας δικαίωμα για προαγωγή έναντι εξωτερικών υποψηφίων, εφόσον κατέχουν -
(ι) τα καθοριζόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και,
(ιι) την απαιτούμενη πείρα.
Είναι παραδεκτό ότι η αιτήτρια κατείχε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και πείρα. Τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα των ενδιαφερόμενων μερών και το γεγονός ότι ανήκαν σε διαφορετικό σώμα Λογιστικών από την αιτήτρια, συνιστούσαν εξωγενείς παράγοντες στην αποτίμηση της προτεραιότητας που εξασφαλίζεται υπέρ της. Πρόθεση για εμπλουτισμό της υπηρεσίας της Κεντρικής Τράπεζας με προσοντούχους Λογιστές που είχαν, όπως αναφέρεται, πείρα σε Ελεγκτικά Γραφεία, συνιστούσε επίσης εξωγενή παράγοντα σε σχέση με την εφαρμογή του Κ.8. Εφόσον μέλη του προσωπικού κατέχουν την απαιτούμενη πείρα, η υπέρτερη πείρα εξωτερικών υποψηφίων δεν καθηλώνει ούτε εξουδετερώνει την προτεραιότητα στην οποία δικαιούνται. Η παράκαμψη της προτεραιότητας της αιτήτριας δεν έγινε με αναφορά στις ιδιαίτερες ανάγκες πoυ επέβαλλε η διάρθωση της Τράπεζας ούτε οι διαθρωτικές αυτές ανάγκες εξειδικεύονται. Ανεξάρτητα από τη
διαπίστωση αυτή, είναι πρόδηλο ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη επελέγησαν μετά από αποτίμηση της συγκριτικής τους αξίας που επιμαρτυρεί πλάνη περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του Κ.8. Η προτεραιότητα των μελών του προσωπικού της Τράπεζας δεν αυναρτάται με τη συγκριτική τους αξία έναντι εξωτερικών υποψηφίων εξασφαλίζεται εφόσον κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και πείρα.
2. Εσφαλμένα επίσης λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα της
προφορικής συνέντευξης. Αυτά καταγράφηκαν 13 μήνες μετά τη διενέργειά τους βάσει σημειώσεων οι οποίες δεν συνάπτονται στην απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων ήταν παράγοντας οριακής σημασίας των προφορικών συνεντεύξεων ήταν παράγοντας οριακής σημασίας δεδομένου ότι η προτεραιότητα που κατοχυρώνεται υπέρ των μελών του προσωπικού δεν συναρτάται με τις συγκριτικές διεκδικήσεις, όπως έχει λεχθεί, έναντι εξωτερικών υποψηφίων. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, επισημαίνεται ότι ενδεχομένως οι διεκδικήσεις για προτεραιότητα μπορεί
να υποχωρήσουν εφόσον κρίνεται ότι ο εσωτερικός υποψήφιος δεν είναι κατάλληλος για την εκπλήρωση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια κρίθηκε ότι ήταν κατάλληλη αλλά δεν επιλέγηκε λόγω πλάνης της Επιτροπής Προσωπικού ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του Κ.8 η οποία απέληξε στην αποστέρηση της προτεραιότητας που εξασφαλίζεται υπέρ της.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται
με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Republic v. Maratheftis and Another (1986) 3 C.L.R. 1407
Public Service Commission v. Potoudes and Others (1987) 3 C.L.R 1591.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία διόρισαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Λειτουργού Β' στην Κεντρική Τράπεζα.
Α. Παπαχαραλάμπους, για την αιτήτρια
Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του διορισμού των τεσσάρων ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Λειτουργού Β' στην Κεντρική Τράπεζα που αντιστοιχεί στη θέση του Λογιστή που ήταν ο τίτλος κάτω από τον οποίο προκηρύχθηκαν οι θέσεις. Η απόφαση λήφθηκε από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας υπό το πρίσμα των συστάσεων της Επιτροπής Προσωπικού της οποίας προήδρευσε. Οι πληρούμενες, όπως και όλες οι θέσεις στην ιεραρχία της Τράπεζας, είναι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η αμφισβητούμενη είναι η δεύτερη σε χρονολογική σειρά απόφαση που λαμβάνεται για την πλήρωση των τεσσάρων θέσεων. Η πρώτη απόφαση που επίσης απέληξε στην επιλογή των τεσσάρων ενδιαφερόμενων μερών, ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου της 30ης Απριλίου, 1993, για δυο λόγους:
Πρώτο, γιατί παραγνωρίστηκε χωρίς αποχρώντα λόγο η προτεραιότητα που κατοχυρώνεται υπέρ του προσωπικού της Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο ανήκει η αιτήτρια, για προαγωγή έναντι εξωτερικών υποψηφίων από τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ('Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς -
ΚΔΠ 189/83 (οι Κανονισμοί). Και τα τέσσερα ενδιαφερόμενα
μέρη ήταν εξωτερικοί υποψήφιοι.
Ο Κ. 8 των Κανονισμών προβλέπει:
"Κατά την πλήρωση κενών θέσεων προτεραιότητα πρέπει να δίνεται σε μέλος του υφιστάμενου προσωπικού, εφ' όσον αυτό έχει τα καθοριζόμενα για τη θέση προσόντα και πείρα, εκτός εάν η διάρθρωση της Υπηρεσίας απαιτεί διαφορετικά για το συμφέρον της Τράπεζας."
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, γεγονός παραδεκτό, ότι η αιτήτρια κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και πείρα για διορισμό στη θέση Λειτουργού Β'. Δεν επιλέγηκε όμως γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν υπέρτερα της αιτήτριας.
Δεύτερο, γιατί ένας από τους λόγους που επενέργησε υπέρ της
επιλογής των ενδιαφερόμενων μερών, τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης, δεν μπορούσε να ελεγχθεί στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, λόγω της παρέλειψης της Επιτροπής Προσωπικού να τα καταγράψει στο πρακτικό των εισηγήσεών της.
Συμμορφούμενος με την ακυρωτική απόφαση ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ανακάλεσε τους διορισμούς των ενδιαφερόμενων μερών. Η Επιτροπή Προσωπικού σε πρώτο στάδιο και, ο διοικητής σε δεύτερο, επανεξέτασαν το θέμα της πλήρωσης των τεσσάρων κενών θέσεων με γνώμονα, όπως αναφέρεται στο πρακτικό της Επιτροπής Προσωπικού, την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ".... σύμφωνα με το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε στις 8.4.1992, ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. .....".
Εκτός των άλλων στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση (προσόντα, πείρα και αποτελέσματα της γραπτής συνέντευξης στην οποίαν υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι), η Επιτροπή Προσωπικού έλαβε υπόψη της και τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων, καθοδηγούμενη από τις γραπτές σημειώσεις που τήρησαν τα μέλη της κατά το χρόνο των συνεντεύξεων. Με βάση αυτή την πηγή πληροφόρησης, καταγράφηκε ότι η απόδοση των ενδιαφερόμενων μερών υπήρξε εξαίρετη κι εκείνη της αιτήτριας καλή. Οι σημειώσεις δε συνάπτονται στο πρακτικό. Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι το κενό στα πρακτικά ως προς τα αποτελέσματα της συνέντευξης, γεφυρώθηκε με την καταγραφή των αποτελεσμάτων της συνέντευξης.
Οι ουσιαστικοί λόγοι για τους οποίους είχαν επιλεγεί τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά προτίμηση προς την αιτήτρια, καταγράφονται στην παράγραφο 6 του πρακτικού της 17.5.93, η οποία έχει ως εξής:
"6. Λαμβάνοντας υπόψη τον πιο πάνω Κανονισμό και με γνώμονα το γεγονός ότι η διάρθρωση της Υπηρεσίας απαιτούσε τον εμπλουτισμό της υπηρεσίας με προσοντούχους Λογιστές που είχαν πείρα σε Ελεγκτικά Γραφεία και αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των κριτηρίων, δηλαδή την επίδοση των υποψηφίων στις γραπτές εξετάσεις, την προσωπική συνέντευξη και τα προσόντα τους, η Επιτροπή ομόφωνα αποφάσισε να συστήσει για πρόσληψη τους πιο κάτω υποψηφίους οι οποίοι είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού πτυχίου και ανήκουν στο σώμα Εγκεκριμένων Λογιστών (Chartered Accountants) και έχουν αξιόλογη πείρα σε Ελεγκτικά Γραφεία και επιπρόσθετα η επίδοση τους στην προφορική συνέντευξη υπερτερεί κατά πολύ από τους υπόλοιπους υποψήφιους και η βαθμολογία τους στη γραπτή εξέταση είναι πέραν από ικανοποιητική:
1. Γιωργάκης Στέλιος
2. Ιωάννου Γεώργιος
3. Κουσελίνης Δημήτριος
4. Παγδατή Μαρίνα."
Στην απόφαση δεν καθορίζονται επακριβώς οι λόγοι που εξουδετέρωσαν την προτεραιότητα την οποίαν εξασφαλίζουν οι Κανονισμοί υπέρ της αιτήτριας. Ομως αυτοί μπορεί να εξαχθούν από την παράγραφο 6 και να εξειδικευθούν, ως εξής:
(α) Η ανάγκη για εμπλουτισμό των υπηρεσιών της Κεντρικής Τράπεζας με προσοντούχους Λογιστές που είχαν πείρα σε Ελεγκτικά Γραφεία.
(β) Η κατοχή από τα ενδιαφερόμενα μέρη ακαδημαϊκών προσόντων υπέρτερων από την αιτήτρια, συνισταμένων στην κατοχή πανεπιστημιακού τίτλου.
(γ) Το γεγονός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ανήκουν στο σώμα των Εγκεκριμένων Λογιστών (Chartered Accountants), αφήνεται να νοηθεί ότι το προσόν αυτό είναι υπέρτερο του επαγγελματικού προσόντος που κατείχε η αιτήτρια (Certified Accountant). Και,
(δ) η καλύτερη απόδοση των ενδιαφερόμενων μερών στην προφορική εξέταση.
Κανένας από τους προαναφερθέντες δε θεμελιώνει βάσιμο λόγο για τον υπερκερασμό της προτεραιότητας της οποίας εδικαιούτο η αιτήτρια βάσει των Κανονισμών. Ο Κ.8 κατοχυρώνει υπέρ των μελών του προσωπικού της Τράπεζας δικαίωμα για προαγωγή έναντι εξωτερικών υποψηφίων, εφόσον κατέχουν -
(ι) τα καθοριζόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα
και,
(ιι) την απαιτούμενη πείρα.
Είναι παραδεκτό ότι η αιτήτρια κατείχε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και πείρα. Η κατοχή από εξωτερικούς υποψηφίους πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων και ιδιαίτερης μορφής πείρα, δεν εξασθενίζουν την κατοχύρωση που παρέχεται στα μέλη του προσωπικού. Επομένως, τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα των ενδιαφερόμενων μερών και το γεγονός ότι ανήκαν σε διαφορετικό σώμα Λογιστών από την αιτήτρια, συνιστούσαν εξωγενείς παράγοντες στην αποτίμηση της προτεραιότητας που εξασφαλίζεται υπέρ της. Πρόθεση για εμπλουτισμό της υπηρεσίας της Κεντρικής Τράπεζας με προσοντούχους Λογιστές που είχαν, όπως αναφέρεται, πείρα σε Ελεγκτικά Γραφεία, συνιστούσε επίσης εξωγενή παράγοντα σε σχέση με την εφαρμογή του Κ.8. Εφόσον μέλη του προσωπικού κατέχουν την απαιτούμενη πείρα, η υπέρτερη πείρα εξωτερικών υποψηφίων δεν καθηλώνει ούτε εξουδετερώνει την προτεραιότητα στην οποία δικαιούνται. Η παράκαμψη της προτεραιότητας της αιτήτριας δεν έγινε με αναφορά στις ιδιαίτερες ανάγκες που επέβαλλε η διάρθρωση της Τράπεζας ούτε οι διαρθρωτικές αυτές ανάγκες εξειδικεύονται. Ανεξάρτητα από τη διαπίστωση αυτή, είναι πρόδηλο ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη επελέγησαν μετά από αποτίμηση της συγκριτικής τους αξίας που επιμαρτυρεί πλάνη περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του Κ.8. Η προτεραιότητα των μελών του προσωπικού της Τράπεζας δε συναρτάται με τη συγκριτική τους αξία έναντι εξωτερικών υποψηφίων, εξασφαλίζεται εφόσον κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και πείρα.
Τέλος, εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης. Αυτά καταγράφηκαν 13 μήνες μετά τη διενέργειά τους βάσει σημειώσεων οι οποίες δε συνάπτονται στην απόφαση. Η μνήμη των μελών της Επιτροπής Προσωπικού για τις εντυπώσεις που απεκόμισαν από τους υποψηφίους, δεν ήταν ο οδηγός για την καταγραφή των αποτελεσμάτων της συνέντευξης που ίσως θα ήταν ακροσφαλής μετά την παρέλευση τόσο μακρού χρόνου [βλ. Republic v. Maratheftis and Another (1986) 3 C.L.R. 1407 και Public Service Commission v. Potoudes and Others (1987) 3 C.L.R. 1591]. Η πηγή των πληροφοριών τους ήταν οι σημειώσεις τους, το κείμενο των οποίων δε συνάπτεται ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των στοιχείων που επενέργησαν στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Εν πάση περιπτώσει, τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων ήταν παράγοντας οριακής σημασίας δεδομένου ότι η προτεραιότητα που κατοχυρώνεται υπέρ των μελών του προσωπικού δε συναρτάται με τις συγκριτικές διεκδικήσεις, όπως έχει λεχθεί, έναντι εξωτερικών υποψηφίων. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, επισημαίνεται ότι ενδεχομένως οι διεκδικήσεις για προτεραιότητα μπορεί να υποχωρήσουν εφόσον κρίνεται ότι ο εσωτερικός υποψήφιος δεν είναι κατάλληλος για
την εκπλήρωση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια κρίθηκε ότι ήταν κατάλληλη αλλά δεν επιλέγηκε λόγω πλάνης της Επιτροπής Προσωπικού ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του Κ.8 η οποία απέληξε στην αποστέρηση της προτεραιότητας που εξασφαλίζεται υπέρ της.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της, βάσει των προνοιών του 'Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει
με έξοδα.
18 Οκτωβρίου, 1994
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, Δ.]
ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ - ΧΕΙΜΩΝΙΔΟΥ
Αιτήτριας
v.
ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ και ΑΛΛΩΝ
Καθ' ων η Αίτηση
Υποθ. Αρ. 586/92 ____________________________________
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - Προθεσμία καταχώρησης - Ενεργοποίηση της προθεσμίας - Πλήρης γνώση Τεκμήρια πλήρης γνώσης - Παράλειψη της αιτήτριας να προβεί σε ενέργεια για απόκτηση πλήρους γνώσεως της διοικητικής απόφασης για περίοδο έξη ετών ισοδυναμεί με εκπρόθεσμη άσκηση δικαιώματος καταχώρησης προσφυγής.
Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση επιβολής σ' αυτήν πειθαρχικής ποινής το 1985. Ισχυρίστηκε δε πως έλαβε πλήρη γνώση της επίδικης απόφασης στις 24/6/1992.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Από τα στοιχεία ενώπιόν μου, συμπεριλαμβανομένης και της προφορικής μαρτυρίας της αιτήτριας, είναι φανερό ότι η αιτήτρια γνώριζε ότι δεν της παραχωρήθηκε, τον Αύγουστο του 1985, η ετήσια προσαύξησή της, πολύ πριν την καταχώριση της παρούσας προσφυγής. Η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία η αιτήτρια έλαβε γνώση της μη παραχώρησης σ' αυτήν της εν λόγω προσαύξησης δεν είναι γνωστή. Είναι όμως πρόδηλο ότι γνώριζε τούτο το αργότερο στις 22/10/1986, όταν απέστειλε τη σχετική επιστολή, το κείμενο της οποίας παρατέθηκε πιο πάνω, στην ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. 'Οπως φαίνεται όμως, η αιτήτρια δεν γνώριζε τότε τους ακριβείς λόγους της μη παραχώρησης της ετήσιας προσαύξησής της, αλλά έλαβε πλήρη γνώση της επίδικης απόφασης με την επιστολή των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 24/6/1992.
Για να κινηθεί η προθεσμία για άσκηση προσφυγής πρέπει η γνώσης της επιβλαβούς πράξης εκ μέρους του ενδιαφερόμενου να είναι πλήρης.
Στην παρούσα περίπτωση, έστω και αν η αιτήτρια δεν είχε πλήρη γνώση της επίδικης απόφασης, το 1985 ή το 1986, δεν εκωλύετο από του να προβεί έγκαιρα στις κατάλληλες ενέργειες για διαπίστωση των λόγων της μη παραχώρησης σ' αυτήν της εν λόγω
προσαύξησής της. Θα μπορούσε έγκαιρα να προέβαινε στις ενέργειες στις οποίες προέβη σήμερα για απόκτηση πλήρους γνώσης. Η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της για περίοδο περίπου έξι ετών αφ' ότου έλαβε γνώση της μη παραχώρησης σ' αυτήν της σχετικής προσαύξησης δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις συγχωρητέα, αλλά αποτελεί παράλειψη, η οποία ισοδυναμεί με μη εμπρόθεσμη άσκηση του δικαιώματος της για καταχώριση προσφυγής.
Προσφυγή απορρίπτεται
με ΛΚ150 έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kritiotis v. Municipality of Paphos & Others (1986) 3 C.L.R. 322. Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία επέβαλαν στην αιτήτρια πειθαρχική ποινή το 1985.
Π. Αγγελίδης, για την αιτήτρια,
Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά δήλωση του
Δικαστηρίου ότι η πειθαρχική ποινή που επεβλήθη σ' αυτήν το
1985 είναι παράνομη και/ή άκυρη και/ή εστερημένη
οιασδήποτε
νομικής ισχύος.
Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 3/8/1992.
Ο δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση ήγειρε την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμος
και/ή
ασκήθηκε μετά την εκπνοή του χρόνου των 75 ημερών που προβλέπει το 'Αρθρο 146.3 του Συντάγματος. Οι
δικηγόροι
ακούστηκαν στο παρόν στάδιο επί της προδικαστικής
ένστασης
μόνο, γιατί αν αυτή ευσταθεί, το Δικαστήριο δεν μπορεί να
προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Τα γεγονότα
της υπόθεσης, που έχουν σχέση με την προδικαστική
ένσταση,
είναι τα ακόλουθα.
Η αιτήτρια προσλήφθηκε στις 24/7/1981 επί εκτάκτου
βάσεως, ως Βοηθός Οδοντιατρείου και τοποθετήθηκε στο νοσοκομείο Κυπερούντας.
Με επιστολή της προς το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και
Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (ο Διευθυντής), ημερομηνίας 8/2/1985, η Υπεύθυνη Αδελφή Νοσοκόμα του Νοσοκομείου Κυπερούντας, κατάγγειλε την αιτήτρια για απρεπή
συμπεριφορά
απέναντί της (Ερυθρό 48 στο φάκελο Τεκμήριο 2).
Με επιστολή του ημερομηνίας 19/2/1985, προς το Γενικό
Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ο Διευθυντής
Οδοντιατρικών
Υπηρεσιών ζήτησε να κινηθεί η διαδικασία για
διερεύνηση του
θέματος.
Η αιτήτρια, με επιστολή της προς το Διευθυντή Ιατρικών
Υπηρεσιών ημερομηνίας 6/7/1985, κατάγγειλε την
Υπεύθυνη
Αδελφή Νοσοκόμα για εχθρική στάση και άσκηση
ψυχολογικής
καταπίεσης εναντίον της (Ερυθρό 57 στο φάκελο).
Ο Διευθυντής Οδοντιατρικών Υπηρεσιών δεν σύστησε τη
χορήγηση ετήσιας προσαύξησης στην αιτήτρια την οποία η
αιτήτρια θα έπαιρνε από 1/8/1985, για το λογο ότι
"εκκρεμούσε
πειθαρχική έρευνα/εισήγηση" (Ερυθρό 55(α)), ενημέρωσε δε
σχετικά το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας (ο Γενικός
Διευθυντής), με επιστολή του ημερομηνίας 7/8/1985, ζητώντας
και πάλι το διορισμό ερευνώντος λειτουργού για τη
διερεύνηση
του θέματος (Ερυθρό 55).
Η αιτήτρια μετατέθηκε στο νοσοκομείο Πεδουλά από 14/10/1985. 'Οσον αφορά τις καταγγελίες της Υπεύθυνης Αδελφής Νοσοκόμου, το θέμα δεν κατέληξε σε πειθαρχική
δίωξη
της αιτήτριας. Από το Ερυθρό 64 (επιστολή του Γενικού Διευθυντή προς το Διευθυντή Οδοντιατρικών Υπηρεσιών ημερομηνίας 6/5/1986), φαίνεται ότι το θέμα
διευθετήθηκε με
ικανοποιητικό τρόπο, με πρωτοβουλία της ίδιας της
αιτήτριας,
αποφασίστηκε δε η χορήγηση της ετήσιας προσαύξησης της αιτήτριας "... από 1.5.86 αν αυτή δεν διευθετηθεί με
τη
μονιμοποίησή της.". Σχετικό είναι και το Ερυθρό 71 του
φακέλου.
Στην αιτήτρια προσφέρθηκε, με επιστολή
ημερομηνίας
26/4/1986, διορισμός επί μονίμου βάσεως, στη θέση
Βοηθού
Οδοντιατρείου, αναδρομικά από τις 8/11/1985, τον οποίο αποδέχτηκε με επιστολή της ημερομηνίας 14/5/1986
(Ερυθρά
65-68). Στην προσφορά διορισμού αναφέρεται μόνο η κλίμακα
της θέσης, σε σημείωμα όμως, στο Ερυθρό 70 του φακέλου αναφέρεται ότι η μισθοδοσία της παραμένει η ίδια. Ο
μισθός
της καθορίστηκε με άλλο σημείωμα, ημερομηνίας
30/7/1986
(Ερυθρό 71), όπου αναφέρεται ότι η νέα ημερομηνία
προσαύξησής
της είναι η 1η Αυγούστου.
Στις 22/10/1986, η αιτήτρια έστειλε την ακόλουθη επιστολή στη συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία ανήκει (ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.) (Κυανούν 86 στο φάκελο).
"Επιθυμώ να σας πληροφορήσω και να καταγγείλω τα κάτωθι:-
α) Υπηρετώ εις το Οδοντιατρείο Πεδουλά ως Βοηθός Οδοντίατρου και έχω 6 χρόνια υπηρεσία. Από
8
Νοεμβρίου, 1985 υπηρετώ εις την μόνιμο θέση Βοηθού Οδοντίατρου, (Τακτ. Προϋπολογισμός) δυνάμει του νόμου 160/85.
β) Κατά το χρονικό διάστημα 24.8.85 έως 24.8.86 μου απεκόπη και παρεκρατήθη εκ του μηνιαίου μισθού μου η ετήσια προσαύξησις μου
ανερχόμενη
περίπου εις το ποσόν των Δ.54. Η αποκοπή αύτη της προσαυξήσεως μου, εγένετο αιφνιδίως και άνευ ουδεμίας γραπτής ή προφορικής
προειδοποιήσεως και χωρίς ουδέποτε να μου εξηγηθεί γραπτώς ή προφορικώς ο λόγος της εις βάρος μου αυτής ενεργείας.
Διά τα ανωτέρω αισθάνομαι ότι αδικούμαι κατάφωρα και σας παρακαλώ όπως παρέμβητε ώστε να αρθή η αδικία αυτή η οποία έγινε εις βάρος μου και να
μου
επιστραφεί η αποκοπείσα προσαύξησις του μισθού μου
ως και να μεριμνήσετε για να μου εξηγηθούν οι λόγοι
της ενεργείας αυτής."
Με άλλη επιστολή της προς την ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ., ημερομηνίας
επίσης 22/10/1986, η αιτήτρια διαμαρτυρήθηκε για τη μετάθεσή
της από την Κυπερούντα στον Πεδουλά και ζητούσε
μετάθεσή της
στη Λευκωσία, επικαλούμενη λόγους υγείας (Κυανούν 87). Ας
σημειωθεί ότι προηγήθηκε επιστολή της, ημερομηνίας 25/8/1986,
προς το Διευθυντή Οδοντιατρικών Υπηρεσιών, με την
οποία
ζητούσε μετάθεσή της στη Λευκωσία.
'Οπως φαίνεται από επιστολή της ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. προς το
Διευθυντή Οδοντιατρικών Υπηρεσιών ημερομηνίας
6/2/1987, η
ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. ασχολήθηκε με το αίτημα της αιτήτριας για μετάθεση, δεν γίνεται όμως πουθενά καμιά αναφορά για
το θέμα
της προσαύξησής της.
Στις 30/3/1988 η αιτήτρια έθεσε και πάλι το θέμα της
μετάθεσής της με επιστολή της προς το Διευθυντή
Οδοντιατρικών
Υπηρεσιών και κοινοποίησή της στην ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ..
Ακολούθησε
μεταγενέστερη επιστολή της προς την ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.,
ημερομηνίας
11/7/1988, με την οποία εκτός του θέματος της
μετάθεσής της,
θίγεται και το θέμα της αποκοπείσας προσαύξησής της, όπως και
άλλο θέμα αναφορικά με την εμπιστευτική της έκθεση για το
1986, στα πλαίσια γενικού ισχυρισμού της για δυσμενή μεταχείριση (Κυανά 82-83). Τα ίδια επανέλαβε η
αιτήτρια και
σε επιστολή της προς τον Υπουργό Υγείας, ημερομηνίας 21/8/1988.
Ακολούθησε μακρά αλληλογραφία σχετικά με το θέμα που
αφορούσε την εμπιστευτική έκθεση της αιτήτριας για το 1986.
Η αιτήτρια μετατέθηκε τελικά, από 9/10/1989 στη
Λευκωσία, και
στις 30/4/1992, απηύθυνε προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας
την πιο κάτω επιστολή, μέσω των δικηγόρων της.
"'Εχωμεν εντολήν από την πιο πάνω πελάτιδα μας να σας αναφέρουμε ότι αυτή έχει διαπιστώσει ότι δυνατόν να μην της έχουν παραχωρηθεί οι προσαυξήσεις που επρονοούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας όπως επίσης και η έγκαιρη μετάταξη της εις την κλίμακα Α5.
'Οθεν και σας παρακαλούμεν όπως μας πληροφορήσετε την μισθολογικήν της εξέλιξη όπως επίσης και το σημερινό μισθολογικό της καθεστώς."
Η πιο πάνω επιστολή διαβιβάστηκε στο Διευθυντή Οδοντιατρικών Υπηρεσιών ο οποίος διερεύνησε το θέμα
και
πληροφόρησε σχετικά τους δικηγόρους της αιτήτριας, με επιστολή του ημερομηνίας 24/6/1992. Στην επιστολή
αυτή
επισυνάφθηκε κατάσταση του λογιστηρίου του Τμήματος, από την
οποία φαίνεται ότι η ετήσια προσαύξηση, η οποία έπρεπε να
παραχωρηθεί στην αιτήτρια από 1/8/1985, καθυστέρησε μέχρι τις
1/5/1986. Ο λόγος, όπως αναγράφεται στις "Παρατηρήσεις",
είναι ο ακόλουθος: "Της επεβλήθη από το Δ/ντή
Οδοντιατρικών
Υπηρεσιών πειθαρχική ποινή για διακοπή της ετήσιας της προσαύξησης για 9 μήνες (Φακ. 6606).".
Ως συνέπεια της πιο πάνω επιστολής η αιτήτρια καταχώρησε
την παρούσα προσφυγή.
Ο δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι η
αιτήτρια, παρ' όλο ότι κατά το χρόνο αποδοχής της
προσφοράς
διορισμού της στη μόνιμη θέση Βοηθού Οδοντιατρείου γνώριζε
ήδη την επίδικη απόφαση αποδέχτηκε την προσφορά
διορισμού της
χωρίς καμιά επιφύλαξη. Γι' αυτό, είναι η εισήγησή του,
στερείται εννόμου συμφέροντος.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι το θέμα αφορά χρηματική διαφορά,
που είναι θέμα ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου. Αλλά,
είπε, η προσφυγή της αιτήτριας είναι εκπρόθεσμη, αφού η
αιτήτρια γνώριζε για την επίδικη απόφαση από τις
30/8/1985,
όταν εισέπραξε το μισθό της, αλλά εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον από τις 22/10/1986, οπότε απέστειλε
επιστολή επί
του θέματος στην ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.. Το ότι γνώριζε πλήρως την
επίδικη απόφαση φαίνεται επίσης από τις επιστολές της προς
τον Υπουργό Υγείας και την ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ., ημερομηνίας 21/8/1988
και 11/7/1988 αντίστοιχα. Είναι η θέση του ότι η
αιτήτρια
είχε επαρκή γνώση της επίδικης απόφασης από τον
Αύγουστο του
1985, επαρκής δε γνώση δεν περιλαμβάνει και το
αιτιολογικό
της απόφασης, το οποίο η αιτήτρια επιζητούσε να μάθει με τις
πιο πάνω επιστολές της.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι η επίδικη
απόφαση ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, η οποία έλαβε
γνώση με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 24/6/1992. Υποστήριξε δε ότι η προθεσμία των 75
ημερών,
άρχεται από την ημερομηνία που η αιτήτρια απέκτησε πλήρη
γνώση της επίδικης απόφασης, περιλαμβανομένης και της αιτιολογίας της. Η αιτήτρια δεν είχε γνώση της φύσης
της
πράξης που της προκάλεσε τη ζημιά, πριν τις 24/6/1992.
Από τα στοιχεία ενώπιόν μου, συμπεριλαμβανομένης και της
προφορικής μαρτυρίας της αιτήτριας, είναι φανερό ότι η
αιτήτρια γνώριζε ότι δεν της παραχωρήθηκε, τον
Αύγουστο του
1985, η ετήσια προσαύξησή της, πολύ πριν την
καταχώριση της
παρούσας προσφυγής. Η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία η
αιτήτρια έλαβε γνώση της μη παραχώρησης σ' αυτήν της εν λόγω
προσαύξησης δεν είναι γνωστή. Είναι όμως πρόδηλο ότι γνώριζε
τούτο το αργότερο στις 22/10/1986, όταν απέστειλε τη σχετική
επιστολή, το κείμενο της οποίας παρατέθηκε πιο πάνω,
στην
ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. 'Οπως φαίνεται όμως, η αιτήτρια δεν
γνώριζε τότε
τους ακριβείς λόγους της μη παραχώρησης της ετήσιας προσαύξησής της, αλλά έλαβε πλήρη γνώση της επίδικης
απόφασης
με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας
24/6/1992.
Για να κινηθεί η προθεσμία για άσκηση προσφυγής πρέπει η
γνώση της επιβλαβούς πράξης εκ μέρους του ενδιαφερομένου να
είναι πλήρης (Kritiotis v. Municipality of Paphos & Others
(1986) 3 C.L.R. 322, 345-346). Στα Πορίσματα
Νομολογίας του
Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, αναφέρονται, στη
σελίδα 253, τα ακόλουθα:-
"Γ ν ώ σ ι ς
Μη κοινοποιηθείσης ή μη δημοσιευθείσης, συμφώνως προς τας ανωτέρω αρχάς, διοικητικής
τινός
πράξεως, έστω και αν η κοινοποίησις ή η
δημοσίευσις
επιβάλλεται υπό του νόμου, η προθεσμία προς άσκησιν
αιτήσεως ακυρώσεως άρχεται διά της πλήρους γνώσεως
της πράξεως υπό του αιτούντος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. .
Ως γνώσις νοείται η αναφερομένη εις το περιεχόμενον της πράξεως, μη απαιτουμένης και πλήρους γνώσεως των λόγων ακυρότητος αυτής: 2312 (53).
Η γνώσις κινεί την προθεσμίαν της αιτήσεως ακυρώσεως οσάκις είναι πλήρης και συνάγεται
ασφαλώς
εκ των στοιχείων του φακέλλου ή εκ της φύσεως και των συνθηκών εκάστης υποθέσεως. Νομολογιακώς
έχουν
καθιερωθή τεκμήριά τινα γνώσεως, και δη πλήρους, της προσβαλλομένης πράξεως. Τοιαύτα είναι η υποβολή αιτήσεως θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής κατά της προσβαλλομένης πράξεως, η αίτησις ανακλήσεως, ή η αίτησις αναθεωρήσεως αυτής: 1716 (53). Επίσης εκρίθη ότι τεκμηριούται η πλήρης γνώσις εξ υποβολής αιτήσεως προς την Διοίκησιν,
εν
η αναφέρεται το περιεχόμενον της προσβαλλομένης πράξεως, ως επίσης και εκ της παρόδου μακρού
χρόνου
από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται
προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως."
(Οι υπογραμμίσεις δικές μου.)
Επίσης, στο σύγγραμμα του Θεμιστοκλή Τσάτσου "Αίτησις
Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", έκδοση 3η,
αναφέρονται τα ακόλουθα, στις σελίδες 80 και 81:-
"Εφ' όσον η πράξις είναι προσιτή ευκόλως εις τον ενδιαφερόμενον, η μη εντός ευλόγου χρόνου
ενέργεια
των απαιτουμένων προς λήψιν πλήρους γνώσεως αυτής,
αποτελεί παράλειψιν και πταίσμα, ούτινος αι συνέπειαι δέον να εξομοιωθώσι προς την μη εμπρόθεσμον άσκησιν της αιτήσεως ακυρώσεως, της οποίας η προθεσμία δεν είναι δυνατόν, εν τοιαύτη περιπτώσει, ν' αδρανήση επ' άπειρον, εκτός εάν προκύπτη ότι, παρά την πάροδον μακρού χρόνου από της εκτελέσεως, η πλήρης γνώσις ήτο αδύνατος ή
συγγνωστή η σχετική έλλειψις εδνιαφέροντος του διοικουμένου, όσον αφορά εις την έκδοσιν ή το περιεχόμενον της πράξεως."
Στην παρούσα περίπτωση, έστω και αν η αιτήτρια δεν είχε
πλήρη γνώση της επίδικης απόφασης, το 1985 ή το 1986, δεν
εκωλύετο από του να προβεί έγκαιρα στις κατάλληλες ενέργειες
για διαπίστωση των λόγων της μη παραχώρησης σ' αυτήν της εν
λόγω προσαύξησής της. Θα μπορούσε έγκαιρα να
προέβαινε στις
ενέργειες στις οποίες προέβη σήμερα για απόκτηση
πλήρους
γνώσης. Η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της για περίοδο
περίπου έξι ετών αφ' ότου έλαβε γνώση της μη
παραχώρησης σ'
αυτήν της σχετικής προσαύξησης δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό τις
περιστάσεις συγχωρητέα, αλλά αποτελεί παράλειψη, η οποία
ισοδυναμεί με μη εμπρόθεσμη άσκηση του δικαιώματός της για
καταχώριση προσφυγής.
Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η
παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και κατά συνέπεια απορρίπτεται.
Η αιτήτρια να πληρώσει Δ.150,00 έναντι των εξόδων των
καθ' ων η αίτηση.
Δ. Γρ. Δημητριάδης,
Δ.
/MN
18 Οκτωβρίου, 1994
[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ.]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ και άλλου Αιτητή
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η Αίτηση
Υποθ. Αρ. 484/93 ____________________________________
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί - Προαγωγές - Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας - Απαραίτητο συστατικό στοιχείο για συντέλεση της απόφασης προαγωγής - 'Αρθρο 35(4) των περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1962 - 1992.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - Προθεσμία 'Εναρξη - Για διοικητικές αποφάσεις των οποίων συστατικό στοιχείο είναι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση για τους τρίτους μόνο και όχι για εκείνους που η πράξη αφορά άμεσα.
Οι αιτητές προσέβαλαν με τις δύο προσφυγές που συνεκδικάστηκαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης.
Οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι οι προσφυγές ήταν πρόωρες εφόσον καταχωρήθηκαν πριν την δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως προνοεί το άρθρο 35(4) των περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1962-1992.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1) Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι, κατά
πόσο η δημοσίευση της απόφασης που επιβάλλει ο Νόμος αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο της που, εφόσον ελλείπει, η διοικητική πράξη δεν συντελείται.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως η πρόνοια του άρθρου 35(4) του Νόμου, για δημοσίευση των προαγωγών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο στη συντέλεση της διοικητικής πράξεως των προαγωγών. Αυτό καταδεικνύεται από τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, στο οποίο απαριθμούνται με λεπτομέρεια όλες οι προϋποθέσεις προαγωγής εκπαιδευτικού λειτουργού. Μια από αυτές τις προϋποθέσεις είναι κι η δημοσίευση των προαγωγών, σύμφωνα με την παράγρ. 4 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
2) Η επίδικη διοικητική απόφαση των προαγωγών δεν αφορά
άμεσα τους αιτητές και σύμφωνα με τη νομολογία, όπου ο νόμος θέλει τη δημοσίευση της διοικητικής απόφασης, η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση για τους τρίτους μόνο, και όχι γι' αυτούς τους οποίους η πράξη αφορά άμεσα. (Ιδές σελ. 365 του βιβλίου του καθηγητή Σπηλιωτόπουλου, που αναφέρεται πιο πάνω). Οι αιτητές θεωρούνται τρίτοι, γιατί δεν τους αφορά άμεσα η διοικητική απόφαση, και επομένως δεν μπορούν να την προσβάλουν προτού συντελεστεί με δημοσίευση της στην επίσημη εφημερίδα, όπως προβλέπει ο Νόμος.
Προσφυγές απορρίπτονται
χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Αντώνη Σιακαλλή v. Κυπριακής Δημοκρατίας Υπ. αρ. 861/91 ημερ. 12/6/92 (1992) 3 ΑΑΔ.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης.
Αντ. Κεφάλας, για τον αιτητή στη 484/93.
Α. Ποιητής, για τον αιτητή, στη 498/93.
Ρ. Παπαέτη (δ/νίς), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί με αυτές προσβάλλεται η ίδια διοικητική πράξη, ενώ η Δημοκρατία εγείρει ταυτόσημη προδικαστική ένσταση. Οι αιτήσεις ακυρώσεως στρέφονται εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, που ελήφθη και κοινοποιήθηκε σε αυτούς στις 8.5.93, προτού δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της
Δημοκρατίας στις 2.7.93. Η προσφυγή 498/93 καταχωρίστηκε
στις 22.6.93, ενώ η 484/93 στις 9.6.93.
Στην προδικαστική ένσταση η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως οι προσφυγές καταχωρίστηκαν πρόωρα γιατί
το
άρθρο 35(4), των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Νόμων
1962-92, (δες τροποποιητικό Νόμο του 1987), προβλέπει πως
οι
προαγωγές που κάμνει η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Το ζήτημα είναι ενδιαφέρον. Ευτυχώς όμως ασχολείται με
αυτό η Ελληνική Νομολογία, στην οποία θα αναφερθώ σε
συντομία
αμέσως πάρα κάτω. Παρόμοια εισήγηση έγινε και ενώπιον
άλλου
αδελφού δικαστή, του νυν Προέδρου κ.Στυλιανίδη, στην
υπόθεση
Αντώνη Σιακαλλή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 861/91. Στην
απόφαση, που εκδόθηκε στις 12.6.92, ο συνάδελφος εκφράστηκε
υπέρ της άποψης που διατυπώνει η δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Δεν ασχολήθηκε όμως σε βάθος πάνω στο ζήτημα, γιατί
αποφάνθηκε πάνω στην ουσία της υπόθεσης.
Εχω τη γνώμη πως το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι, κατά πόσο η δημοσίευση της απόφασης που επιβάλλει ο Νόμος αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο
της
που, εφόσον ελλείπει, η διοικητική πράξη δεν συντελείται. Η
δικηγόρος της Δημοκρατίας παραπέμπει στο σύγγραμα του καθηγητή Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου"
(2η
έκδοση σελ.162) όπου διαβάζομε τα εξής, πολύ σχετικά.
"164. Η δημοσίευσις της διοικητικής πράξεως, όταν κατά τα ανωτέρω επιβάλλεται, συνιστά αναγκαίον τύπον της δηλώσεως της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου και αποτελεί συστατικόν στοιχείον της πράξεως. Εις την περίπτωσιν αυτήν, άνευ δημοσιεύσεως δεν υπάρχει διοικητική πράξις, αλλ' έχομεν ανύπαρκτον ή ανυπόστατον πράξιν (ΣΕ 3848/1973, 3185/1978)."
Ο Μιχ.Δ.Στασινόπουλος στο βιβλίο του "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", ανατύπωσις 1982, είναι πιο
αναλυτικός
στην παρακάτω περικοπή, σελίδες 218, 219.
"2. H δημοσίευσις της πράξεως. Εις τους επομένους της εκδόσεως εξωτερικούς τύπους υπάγεται κυρίως η δημοσίευσις, οσάκις αύτη, επιβάλλεται υπό του νόμου ως συστατικόν της πράξεως στοιχείον. Η ανεύρεσις των περιπτώσεων, καθ' ας η δημοσίευσις φέρει συστατικόν χαρακτήρα και ο αποχωρισμός
αυτών από των λοιπών, καθ' ας η δημοσίευσις είναι στοιχείον δηλωτικόν της ήδη υφισταμένης πράξεως, αποτελεί ζήτημα ερμηνείας, εν τη οποία δέον να λαμβάνηται υπ' όψιν, ως κανών, ότι η διοικητική πράξις είναι απηρτισμένη από της παρά του αρμοδίου οργάνου εκδόσεως, και συνεπώς εις την περαιτέρω αξίωσιν του νόμου όπως η πράξις τύχη δημοσιεύσεως, δέον, εν αμφιβολία, ν' αποδίδηται η έννοια ότι η δημοσίευσις αποτελεί πρόσθετον στοιχείον, όπερ ο νόμος εισάγει δια τον έγκυρον απαρτισμόν της δηλώσεως βουλήσεως, ότι δε, ελλειπούσης της δημοσιεύσεως, η πράξις δεν έχει κύρος. Οθεν, εν αμφιβολία, η δημοσίευσις φέρει συστατικόν χαρακτήρα. Τούτο ισχύει κατ' αρχήν δια τας πράξεις, των οποίων ο νόμος απαιτεί την δημοσίευσιν εν τη εφημερίδι της κυβερνήσεως. Ούτω διαταγμα μη δημοσιευθέν εις την εφημερίδα της κυβερνήσεως δεν έχει νόμιμον υπόστασιν. Ομοίως η δημοσίευσις της περί μεταθέσεως δημοσίου υπαλλήλου πράξεως εις την εφημερίδα της κυβερνήσεως αποτελεί συστατικόν αυτής στοιχείον, η έλλειψις του οποίου καθιστά την πράξιν ανύπαρκτον."
Υπογραμμίζω τις τελευταίες γραμμές γιατί τα γεγονότα της υπόθεσης μας είναι παρόμοια με την περίπτωση που αναφέρεται.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως η πρόνοια του άρθρου 35(4) του Νόμου, για δημοσίευση των προαγωγών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο στη συντέλεση της διοικητικής πράξεως των
προαγωγών.
Αυτό καταδεικνύεται από τις διατάξεις του ίδιου του
άρθρου,
στο οποίο απαριθμούνται με λεπτομέρεια όλες οι προϋποθέσεις
προαγωγής εκπαιδευτικού λειτουργού. Μια από αυτές τις προϋποθέσεις είναι και η δημοσίευση των προαγωγών, σύμφωνα
με
την παραγρ.4, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
H επίδικη διοικητική απόφαση των προαγωγών δεν αφορά άμεσα τους αιτητές και, σύμφωνα με τη νομολογία, όπου ο
νόμος
θέλει τη δημοσίευση της διοικητικής απόφασης, η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση για τους τρίτους μόνο, και όχι
γι'
αυτούς τους οποίους η πράξη αφορά άμεσα. (Iδές σελ.365
του
βιβλίου του καθηγητή Σπηλιωτόπουλου, που αναφέρεται πιο πάνω). Οι αιτητές θεωρούνται τρίτοι, γιατί δεν τους αφορά άμεσα η διοικητική απόφαση, και επομένως δεν μπορούν να
την
προσβάλουν προτού συντελεστεί με δημοσίευση της στην
επίσημη
εφημερίδα, όπως προβλέπει ο Νόμος.
Οι προσφυγές απορρίπτονται. Επειδή όμως το ζήτημα που
συζητήσαμε είναι πρωτότυπο δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Χρ. Αρτεμίδης,
Δ.
/ΜΑΑ
18 Οκτωβρίου, 1994
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.]
ΘΕΟΠΙΣΤΗΣ Σ. ΚΙΣΣΟΠΟΔΑ και άλλων
Αιτητών
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η Αίτηση
Υποθ. Αρ. 143/93
____________________________________
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - 'Εννομο συμφέρον - εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως - Ερμηνεία με βάση την παράγραφο 2 του άρθρου 146 - Οι κληρονόμοι περιουσίας που τελεί υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν την απαλλοτρίωση.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Απαλλοτρίωση από τον Οργανισμό Αναπτύξεως Γης που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο - Η τελική έκκριση της απόφασης δεν μεταβάλλει το εκδόν όργανο - η συνένωση της Δημοκρατίας στο δικόγραφο της προσφυγής δεν ήταν δυνατή - Η Δημοκρατία διεγράφη από διάδικος.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση - Σκοποί από το Σύνταγμα και το Νόμο - Απαλλοτρίωση από τον Οργανισμό Αναπτύξεως Γης ως απαλλοτριούσα αρχή - Απαραίτητη η έρευνα ως προς την ικανοποίηση των σκοπών του Οργανισμού με την απαλλοτρίωση -φ Οι μέτρια και χαμηλά αμοιβόμενοι - 'Εννοια ως τεχνικός όρος -
Δεν διερευνήθηκε η ύπαρξή τους προκειμένου να ωφεληθούν από την απαλλοτρίωση - Η απαλλοτρίωση ακυρώθηκε.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - Λόγοι ακυρώσεως 'Ελλειψη δέουσας έρευνας Αναγκαστική απαλλοτρίωση Συνιστά λόγο ακυρώσεως του διατάγματος απαλλοτριώσεως που εξέδωσε ο Οργανισμός Αναπτύξεως Γης προκειμένου να στεγασθούν μέτρια και χαμηλά αμοιβόμενα πρόσωπα χωρίς πρώτα να εξακριβωθεί αν υπάρχουν τέτοια πρόσωπα για να ωφεληθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Οι κληρονόμοι ακινήτων ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος προσέβαλαν με την προσφυγή το διάταγμα απαλλοτρίωσης των ακινήτων που εξέδωσε ο Οργανισμός Αναπτύξεως Γης με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Εξετάσθηκε το έννομο συμφέρον των αιτητών ως κληρονόμων, η νομιμότητα της συνένωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως καθ' ου η αίτηση στο δικόγραφο καθώς και τα ζητήματα τα συναρτώμενα με τους σκοπούς της επίδικης απαλλοτρίωσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το θέμα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος μπορεί να
εγερθεί και να εξεταστεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η αναφερθείσα προσφορά αποζημίωσης απ' ευθείας προς τους κληρονόμους δεν θα ήταν δυνατό να χαλαρώσει τις συνταγματικές προϋποθέσεις. Συμφωνώ όμως πως το θέμα πρέπει να προσεγγισθεί με γνώμονα τις διατάξεις του 'Αρθρου 146.2 του Συντάγματος ως προς τη δυνατότητα προσφυγής "υπό παντός προσώπου του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της απόφασης... ίδιον ενεστώς έννομον συμφέρον..."
Οι αιτητές δεν επιδιώκουν αντιπροσώπευση της περιουσίας
του αποβιάσαντος. Τα αδιαμφισβήτητα κληρονομικά τους δικαιώματα αναμφίβολα επηρεάζονται με την έκδοση του Διατάγματος και δέχομαι ότι ο κάθε ένας από τους κληρονόμους έχει δικό του άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον για προσβολή του κύρους.
2. Το επόμενο θέμα αφορά στη συνένωση της Κυπριακής
Δημοκρατίας ως καθ'ων η αίτηση. Απαλλοτριούσα αρχή είναι ο Κυπριακός Οργανισμός Αναπτύξεως Γης. [Βλ. άρθρο 30(1) του περί Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης Νόμου του 1980 (Ν. 42/80 όπως τροποποιήθηκε]. Το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε αρμοδιότητες σε δύο στάδια. Πρώτα ενέκρινε την μέλλουσα να απαλλοτριωθεί ακίνητη ιδιοκτησία [βλ. άρθρο 31(2)(γ) του Ν. 42/80] και μετά ενέκρινε την ίδια την αναγκαστική απαλλοτρίωση [βλ. την επιφύλαξη στο άρθρο 6(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) όπως τροποποιήθηκε και το άρθρο 30(3) του Νόμου 42/80]. Η ενδιάμεση εκγριτική απόφαση δεν αποτελεί αυτοτελές αντικείμενο της προσφυγής εν πάση περιπτώσει η δε τελική έγκριση δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η απόφαση της έκδοσης του διατάγματος προέρχεται από τον Οργανισμό ως τη μόνη απαλλοτριούσα αρχή.
Οφείλω να σημειώσω ότι στην υπόθεση Νορβάν Χανιάν v. Δημοκρατία Προσφυγή 36/93 ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 1994, η κατάληξη ήταν διαφορετική. Η ένσταση των καθ'ων η αίτηση 1 είναι βάσιμη και πρέπει να διαγραφούν ως διάδικοι στην προσφυγή.
3. Ο Οργανισμός με το έγγραφο του της 7 Ιανουαρίου 1992 που
αποτέλεσε τη βάση για την μετέπειτα πορεία, πληροφόρησε
πως "η επηρεαζόμενη γη θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά
για τη στέγαση μέτρια και χαμηλά αμοιβομένων". Οι
αιτητές υποστήριξαν πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη γιατί δεν διεξάχθηκε έρευνα προς διαπίστωση του κατά πόσο πράγματι υπήρχαν μέτρια ή χαμηλά αμειβόμενοι. Ο Οργανισμός δεν υποστήριξε πως δεν χρειαζόταν έρευνα. Ισχυρίστηκε πως, "έκαμε έρευνα και διεπίστωσε ότι υπήρχε ζωηρό ενδιαφέρον για αγορά οικοπέδων ιδιαίτερα από νεαρά ζευγάρια μετρίων και χαμηλών εισοδημάτων. Παρέπεμψε συναφώς στο έγγραφο της 7 Ιανουαρίου 1992.
Διαπιστώνεται ότι αυτός ο ισχυρισμός στη γραπτή αγόρευση των καθ'ων η αίτηση δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Ουδέποτε ο Οργανισμός αναφέρθηκε σε τέτοια διαπίστωση και η μελέτη του φακέλου αποκαλύπτει πως ουδέποτε διεξάχθηκε τέτοια έρευνα. Γίνεται αναφορά σε ζήτηση οικοπέδων από νεαρά ζευγάρια αλλά δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο που να δείχνει αν κάποια από αυτά πληρούσαν τα κριτήρια για εξασφάλιση παροχής από τον Οργανισμό.
Περιέχεται στη γραπτή αγόρευση του Οργανισμού ο
ισχυρισμός πως "η πλειοψηφία της Κύπρου ανήκει στην τάξη του μετρίου ή χαμηλού εισοδήματος". Δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε σημασία σ' αυτή την πρόταση. Οι μέτρια και χαμηλά αμοιβόμενοι είναι τεχνικός όρος. Ορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 42/80. Οι Κ.Δ.Π. 203/82 και 266/87 καθορίζουν ως μέγιστο ετήσιο εισόδημά τους το ποσό των ΛΚ10.000 και θέτουν επιπρόσθετα κριτήρια, άσχετα προς το ετήσιο εισόδημα.
Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα είναι αν συνιστά λόγο
ακυρότητας το γεγονός ότι εκδόθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης γης προς στέγαση μέτρια και χαμηλά αμοιβόμενων προσώπων χωρίς πρώτα να εξακριβωθεί αν τα πρόσωπα υπέρ των οποίων διενεργήθηκαν πράγματι υπήρχαν. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική και συμφωνώ με την απόφαση του Δικαστή Α. Κούρρη πάνω σε παρόμοιο θέμα στην υπόθεση Α.Ι. Δικηγορόπουλος και άλλοι v. Κυπριακή Δημοκρατία 421/92 και άλλες ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 1994].
Η δημόσια ωφέλεια που απέβλεπε να εξυπηρετήσει η
συγκεκριμένη απαλλοτρίωση είναι συναρτημένη όχι προς τις ανάγκες της κοινότητας αλλά προς τις ανάγκες κατοίκων ή μελών της κοινότητας που εμπίπτουν στην κατηγορία των μέτρια και χαμηλά αμοιβομένων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο λόγος της απαλλοτρίωσης συνίστατο στη εξασφάλιση στέγης σε κατοίκους ή σε μέλη της κοινότητας της Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου εφόσον βέβαια αυτοί πληρούσαν τα κριτήρια του Νόμου. Τίποτε δεν θα ήταν δυνατό να αποκλείσει το ενδεχόμενο, εφόσον θα επικυρωνόταν η απαλλοτρίωση, να αποκαλυφθεί εκ των υστέρων ότι τα νερά ζευγάρια της κοινότητας υπέρ των οποίων λήφθηκε το μέτρο δεν ικανοποιούσαν τα κριτήρια ή ότι η έκταση που απαλλοτριώθηκε ήταν τελικά μεγαλύτερη από εκείνη που θα αρκούσε για όσους θα διαπιστωνόταν ότι τα ικανοποιούσαν.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται
χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Emin v. Turkish Bank of Nicosia (1963) 2 C.L.R. 74.
Heirs of the Late Theodora Panayi v. The Administrators of the
Estate of the late Stylianos Georghi Mandrioti (1963) 2 C.L.R. 167.
Crysostomides v. The Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397.
Kontoyiannis v. The Greek Communal Chamber and Another (1966) 3 C.L.R. 313.
Georghiou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1571.
HjiVassiliou v. Cyprus Athletic Organisation (1987) 3 C.L.R. 2142.
Tryfonos and Others v. The Unicipality of Nicosia and the Council of Ministers (1988) 3 C.L.R. 901.
Κτηνοτροφική Εταιρεία Τίμιος Σταυρός Λυμπιών Λτδ και άλλοι v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας, Υπ. Αρ. 466/88 της 10/3/90.
Χ" Βασιλείου v. Κ.Ο.Α. κ.ά., Υπ. Αρ. 648/91 της 30/4/93.
Χανιάν v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 36/93 της 14/9/94.
Α.Ι. Δικηγορόπουλος κ.ά v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 421/92 κ.ά της 14/9/94.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται το κύρος του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης των κτημάτων υπ' αρ. 312 και 321 Φ/Σχ. ΧΧΙΧ/51 στο χωριό Αγ. Μαρίνα Ξυλιάτου που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2750, ημερομηνίας 20.11.1992.
Χρ. Λειβαδιώτου (δ/νις) και τους αιτητές
Γ. Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ'ων η αίτηση αρ. 1.
Ρ. Μιχαηλίδης, για τους καθ'ων η αίτηση αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΑΠΟΦΑΣΗ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Προσβάλλεται το κύρος του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης των κτημάτων υπ' αρ. 312 και 321 Φ/Σχ. ΧΧΙΧ/51 στο χωριό Αγ. Μαρίνα Ξυλιάτου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2750 ημερομηνίας 20 Νοεμβρίου 1992.
Τα απαλλοτριωθέντα είναι εγγεγραμμένα στο όνομα του αποβιώσαντος Παπανικόλα Κωνσταντή. Οι αιτητές είναι κληρονόμοι του. Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως δεν έχουν έννομο συμφέρον και πρέπει, πρίν από οτιδήποτε άλλο, να εξεταστεί αυτό το ζήτημα.
Η εισήγηση στηρίζεται στις διατάξεις του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου Κεφ. 189. Προτείνεται πως οι αιτητές δεν δικαιούνται να εκπροσωπούν την περιουσία του αποβιώσαντος. Παραπέμπουν στις υποθέσεις Emin v. Turkish Bank of Nicosia (1963) 2 C.L.R. 74 και Heirs of the Late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Georghi Mandrioti (1963) 2 C.L.R. 167. Υποστηρίζουν πως, αντίθετα προς ότι συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα, με το θάνατο η περιουσία περιέχεται όχι στους κληρονόμους αλλά στο διαχειριστή ή ενδεχομένως στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου.
Εκτός αν συντρέχουν προϋποθέσεις, ανύπαρκτες στην παρούσα υπόθεση.
Οι αιτητές υποστηρίζουν πως δεν δικαιούνται οι καθ' ων η αίτηση να εγείρουν τέτοια ένσταση με την αγόρευσή τους και πως, εν πάση περιπτώσει, κωλύονται να προβάλουν τέτοιο ισχυρισμό αφού οι ίδιοι τους κατέστησαν "δικαιούχους και επηρεαζόμενα πρόσωπα στην παρούσα υπόθεση με το να προτείνουν εις αυτούς τους ίδιους τας προτεινομένας αποζημιώσεις". Ως προς την ουσία του θέματος είναι η θέση τους πως δεν αναζητούμε εδώ δικαίωμα των αιτητών αλλά έννομο συμφέρον που είναι έννοια ευρύτερη. Υποστηρίζουν ότι το Κεφ. 189 και η νομολογία που αναφέρθηκε είναι άσχετα γιατί αφορούν σε ρυθμίσεις στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου που υπερκαλύπτονται από το Αρθρο 146 του Συντάγματος. Οι αιτητές, ως αδιαμφισβήτητοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος, έχουν κατά τον περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμο, Κεφ.195, δικαίωμα στην περιουσία η απαλλοτρίωση της οποίας, επομένως, πλήττει ίδιον, ενεστώς και άμεσο έννομο συμφέρον τους, ανεξάρτητα από το αν διορίστηκε ή δεν διορίστηκε διαχειριστής. Παρέπεμψαν στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) σελ. 257 κ. επ. στις Παραδόσεις Διοικητικού Δικαίου Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, 2α έκδοση σελ. 75, 289 κ. επ. και στις υποθέσεις Crysostomides v. The Greek Communal Chamber (1964) CLR 397, Michael Kontoyiannis v. The Greek Communal Chamber and Another (1966) 3 CLR 313, Georghiou v. Republic (1984) 3 CLR 1571.
Το θέμα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος μπορεί να εγερθεί και να εξεταστεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η αναφερθείσα προσφορά αποζημίωσης απ' ευθείας προς τους κληρονόμους δεν θα ήταν δυνατό να χαλαρώσει τις συνταγματικές προϋποθέσεις. Συμφωνώ όμως πως το θέμα πρέπει να προσεγγισθεί με γνώμονα τις διατάξεις του 'Αρθρου 146.2 του Συντάγματος ως προς τη δυνατότητα προσφυγης "υπό παντός προσώπου του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως ... ίδιον ενεστώς έννομον συμφέρον...". Οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψαν οι καθ' ων η αίτηση 2 αφορούσαν, ιδιαίτερα η πρώτη, (η δεύτερη είναι διαδικαστικής περισσότερο σημασίας) σε προσπάθεια άσκησης των καθηκόντων του διαχειριστή αντίθετα προς το άρθρο 34(7) σύμφωνα με το οποίο κανένα πρόσωπο άλλο από τον "προσωπικό αντιπρόσωπο" δεν αντιπροσωπεύει την περιουσία του αποβιώσαντος. Είναι αξιοσημείωτη εδώ η λεπτομέρεια πως το άρθρο 34 αναφέρεται σε αιτίες αγωγής και πως το άρθρο 34(7) σε νομικές διαδικασίες δυνάμει του άρθρου αυτού.
Οι αιτητές δεν επιδιώκουν αντιπροσώπευση της περιουσίας του αποβιώσαντος. Τα αδιαμφισβήτητα κληρονομικά τους δικαιώματα αναμφίβολα επηρεάζονται με την έκδοση του Διατάγματος και δέχομαι ότι ο κάθε ένας από τους κληρονόμους έχει δικό του
άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον για προσβολή του κύρους του. Το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου 436 στη σελ. 437, είναι σχετικό:
"Η έννοια του εννόμου συμφέροντος, στην περίπτωση της
άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως, είναι ευρύτερη από την
έννοια του δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζεται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου και παρέχει αξίωση για μια παροχή ή παράλειψη από ένα δημόσιο νομικό πρόσωπο. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική εξουσία που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία
ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί οφέλεια η
οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ'
αυτόν".
Επίσης, οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκαν οι αιτητές, αν και δεν είναι όπως δέχθηκαν και οι ίδιοι άμεσα σχετικές, φανερώνουν προσανατολισμό προς την πιο πάνω κατεύθυνση. Αναφέρονται η κάθε μια στο τομέα που καλύπτει σε έννομο συμφέρον των κληρονόμων.
Το επόμενο θέμα αφορά στη συνένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως καθ' ων η αίτηση. Απαλλοτριούσα αρχή είναι ο Κυπριακός Οργανισμός Αναπτύξεως Γης. [Βλ. άρθρο 30(1) του περί Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης Νόμου του 1980 (Ν 42/80 όπως τροποποιήθηκε]. Το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε αρμοδιότητες σε δυο στάδια. Πρώτα ενέκρινε την μέλλουσα να απαλλοτριωθεί ακίνητη ιδιοκτησία [βλ. άρθρο 31(2)(γ) του Ν. 42/80] και μετά ενέκρινε την ίδια την αναγκαστική απαλλοτρίωση [βλ. την επιφύλαξη στο άρθρο 6(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/62) όπως τροποποιήθηκε και το άρθρο 30(3) του Νόμου 42/80]. Η ενδιάμεση εγκριτική απόφαση δεν αποτελεί αυτοτελές αντικείμενο της προσφυγης εν πάση περιπτώσει η δε τελική έγκριση δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η απόφαση της έκδοσης του διατάγματος προέρχεται από τον Οργανισμό ως τη μόνη απαλλοτριούσα αρχή. [βλ. HjiVassiliou v. Cyprus Athletic Organisation (1987) 3 CLR 2142, Toulla Tryfonos and Others v. The Municipality of Nicosia and the Council of Ministers (1988) 3 CLR 901 Κτηνοτροφική Εταιρεία Τίμιος Σταυρός Λυμπιών Λτδ και άλλοι v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας Προσφυγή 466/88 ημερομηνίας 10 Μαρτίου 1990, Ανδρέα Χ"Βασιλείου v. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού και άλλος, Προσφυγή 648/91 ημερομηνίας 30 Απριλίου 1993]. Οφείλω να σημειώσω ότι στην υπόθεση Νορβάν Χανιάν v. Δημοκρατία Προσφυγή 36/93 ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 1994, η κατάληξη ήταν διαφορετική. Η ένσταση των καθ' ων η αίτηση 1 είναι βάσιμη και πρέπει να διαγραφούν ως διάδικοι στην προσφυγή.
Το εναρκτήριο σημείο είναι η επιστολή του Προέδρου και των Μελών της κοινότητας Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου προς τον 'Επαρχο Λευκωσίας, ημερομηνίας 29 Ιουλίου 1991. Αναφέρεται στα σοβαρά και επείγοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινότητα εξ αιτίας της υποχρεωτικής εγκατάλειψής της από τον πληθυσμό της λόγω της έλλειψης οικιών. Αποδίδει την έλλειψη στην απροθυμία των ιδιοκτητών της οικοπεδοποιήσιμης γης που υπάρχει στα όρια ανάπτυξης της κοινότητας να τη διαθέσουν για τέτοιο σκοπό και εισηγείται την διενέργεια απαλλοτριώσεων προς ικανοποίηση της ζήτησης και ανακοπή της αστυφιλίας. Ο 'Επαρχος πρόσθεσε και τις δικές του διαπιστώσεις προς την ίδια κατεύθυνση και με την επιστολή του ημερομηνίας 5 Αυγούστου 1991 προς τον Κυπριακό Οργανισμό Αναπτύξεως Γης, σύστησε ικανοποίηση του αιτήματος. Ο Οργανισμός ενστερνίστηκε την ιδέα. Βρίσκουμε το σκεπτικό του στο έγγραφο ημερομηνίας 7 Ιανουαρίου 1992 που απέστειλε προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με το οποίο ζήτησε προώθηση της εξασφάλισης της αναγκαίας έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 30(2)(γ) του Νόμου. Θα αναφερθώ στο ουσιώδες μέρος του εγγράφου στη συνέχεια. Δόθηκε η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσιεύθηκε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, εξετάστηκαν οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν και απορρίφθηκαν. Λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και εγκρίθηκε η έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 30(3) του Νόμου. Αφορούσε σε έκταση 7 δεκαρίων και 320 τ.μ. στην οποία περιλαμβάνονταν τα τεμάχια 312 και 321.
Προβλήθηκαν ισχυρισμοί για συνύπαρξη σειράς λόγων ακυρότητας. Θα σταθούμε σε εκείνους που αγγίζουν τη ρίζα. Αναφέρονται στους σκοπούς της απαλλοτρίωσης όπως τους εξειδικεύει η Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, στην πράγματι ένταξη τους στην
αρμοδιότητα του Οργανισμού όπως την καθορίζει ο Νόμος, στο αν επιδιώχθηκε σκοπός ενταγμένος σ' αυτή την αρμοδιότητα και, ακόμα, στο αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την προώθηση των σκοπών του Οργανισμού στην προκείμενη περίπτωση.
Το άρθρο 17 του Νόμου 42/78 με τον οποίο συστήθηκε ο Οργανισμός, καθορίζει τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες του. Είναι ευρείες αλλά όλες περιστρέφονται γύρω από το βασικό σκοπό της στέγασης προσώπων μέτριου ή χαμηλού εισοδήματος. Περιλαμβάνεται στις εξουσίες του Οργανισμού η απόκτηση κι ο διαχωρισμός γης προς το σκοπό προσφοράς οικοπέδων προς τέτοια πρόσωπα ή προς εξασφάλιση προϋποθέσεων αναγκαίων για την εξυπηρέτησή τους στη συγκεκριμένη περιοχή. Ο Οργανισμός είναι "απαλλοτριούσα αρχή" σύμφωνα με το άρθρο 2(1)(δ) του Νόμου 15/62. Το άρθρο 30 του Νόμου 42/80 περιλαμβάνει τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις ως προς αναγκαστικές απαλλοτριώσεις διενεργούμενες από τον Οργανισμό.
Το άρθρο 3(2) του Νόμου 15/62 απαριθμεί σκοπούς που περιλαμβάνονται στους "σκοπούς δημοσίας ωφελείας" για τους οποίους ιδιοκτησία "δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικώς" όπως ορίζει το άρθρο 23.4 του Συντάγματος και επαναλαμβάνει το άρθρο 3(1) του Νόμου 15/62. Μεταξύ άλλων αναφέρεται η πολεοδομία χωρονομία ή οικιστική (θ), η καλύτερη για τη δημόσια ωφέλεια χρησιμοποίηση και ανάπτυξη ιδιοκτησίας (λ), και η επίτευξη ή προαγωγή των σκοπών, μεταξύ άλλων, "νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κοινής ωφελείας οργανισμών ειδικώς προβλεπομένων υπό τινός νόμου"(π). Η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αναφέρεται σ' αυτούς τους τρεις σκοπούς. Το άρθρο 30(1) του Νόμου 42/80 παρέχει κατ' ευθείαν εξουσιοδότηση για απαλλοτρίωση για τέτοιους σκοπούς. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ως προς την εξουσία του Οργανισμού για απαλλοτρίωση προς επίτευξη των σκοπών που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 30(2)(α) "ουδεμία αναγκαστική απαλλοτρίωσις ακινήτου ιδιοκτησίας θα ενεργείται υπό του Οργανισμού εκτός εάν η τοιαύτη αναγκαστική απαλλοτρίωσις ενεργείται αποκλειστικώς προς το σκοπόν στεγάσεως προσώπων μετρίου ή χαμηλού εισοδήματος". Η Χωριτική Αρχή, βλέποντας το θέμα από τη σκοπιά των ιδιαίτερων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η κοινότητα, συγκεκριμένα εκείνο της αστυφιλίας, εισηγήθηκε απαλλοτριώσεις για να κρατηθεί ο πληθυσμός της υπαίθρου και για να βοηθηθεί η ανάπτυξη της κοινότητας. Αυτός ο σκοπός βρίσκεται καθαρά έξω από τις αρμοδιότητες του Οργανισμού και ορθά δεν δηλώθηκε ως στόχος της απαλλοτρίωσης. Αναφέρθηκε βέβαια ο Οργανισμός στο έγγραφό του της 7 Ιανουαρίου 1992 και στο πρόβλημα της εγκατάλειψης της κοινότητας από νεαρά ζευγάρια αλλά το έκαμε, όπως προκύπτει, για να επισημανθεί η ένταξη του σκοπού της παροχής οικοπέδων στο πλαίσιο της "δεδηλωμένης πολιτικής της κυβέρνησης για διατήρηση πληθυσμού στην ύπαιθρο". Η συνύπαρξη των ιδιαίτερων σκοπών του Οργανισμού με ευρύτερους κοινωνικούς στόχους δεν ενέχει οτιδήποτε το αντιφατικό ή το ασυμβίβαστο. Αντίθετα θα ήταν ίσως σφάλμα η προώθηση των στόχων του Οργανισμού ανεξάρτητα από γενικότερους σχεδιασμούς και σίγουρα δεν είναι χωρίς σημασία και από αυτή την άποψη η νομοθετική απαίτηση για έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο και της περιοχής αλλά τελικά και της ίδιας της απόφασης για απαλλοτρίωση.
Ο Οργανισμός με το έγγραφό του της 7 Ιανουαρίου 1992 που αποτέλεσε τη βάση για την μετέπειτα πορεία, πληροφόρησε πως "η επηρεαζόμενη γη θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη στέγαση μέτρια και χαμηλά αμειβομένων". Οι αιτητές υποστήριξαν πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη γιατί δεν διεξάχθηκε έρευνα προς διαπίστωση του κατά πόσο πράγματι υπήρχαν μέτρια ή χαμηλά αμειβόμενοι. Ο Οργανισμός δεν
υποστήριξε πως δεν χρειαζόταν τέτοια έρευνα. Ισχυρίστηκε πως, "έκαμε έρευνα και διεπίστωσε ότι υπήρχε ζωηρό ενδιαφέρον για αγορά οικοπέδων ιδιαίτερα από νεαρά ζευγάρια μετρίων και χαμηλών εισοδημάτων. Παρέπεμψε συναφώς στο έγγραφο της 7 Ιανουαρίου 1992.
Διαπιστώνεται ότι αυτός ο ισχυρισμός στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Ουδέποτε ο Οργανισμός αναφέρθηκε σε τέτοια διαπίστωση και η μελέτη του φακέλλου αποκαλύπτει πως ουδέποτε διεξάχθηκε τέτοια έρευνα. Γίνεται αναφορά σε ζήτηση οικοπέδων από νεαρά ζευγάρια αλλά δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελλο που να δείχνει αν κάποια από αυτά πληρούσαν τα κριτήρια για εξασφάλιση παροχής από τον Οργανισμό.
Περιέχεται στη γραπτή αγόρευση του Οργανισμού ο ισχυρισμός πως "η πλειοψηφία της Κύπρου ανήκει στην τάξη του μετρίου ή χαμηλού εισοδήματος". Δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε σημασία σ' αυτή την πρόταση. Οι μέτρια και χαμηλά αμοιβόμενοι είναι τεχνικός όρος. Ορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 42/80. Οι Κ.Δ.Π. 203/82 και 266/87 καθορίζουν ως μέγιστο ετήσιο εισόδημά τους το ποσό των ΛΚ10.000 και θέτουν επιπρόσθετα κριτήρια, άσχετα προς το ετήσιο εισόδημα.
Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα είναι αν συνιστά λόγο ακυρότητας το γεγονός ότι εκδόθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης γης προς στέγαση μέτρια και χαμηλά αμειβόμενων προσώπων χωρίς πρώτα να εξακριβωθεί αν τα πρόσωπα υπέρ των οποίων διενεργήθηκε πράγματι υπήρχαν. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική και συμφωνώ με την απόφαση του Δικαστή Α. Κούρη πάνω σε παρόμοιο θέμα στην υπόθεση Α.Ι. Δικηγορόπουλος και άλλοι v. Κυπριακή Δημοκρατία 421/92 και άλλες ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 1994].
Η δημόσια ωφέλεια που απέβλεπε να εξυπηρετήσει η συγκεκριμένη απαλλοτρίωση είναι συναρτημένη όχι προς τις ανάγκες της κοινότητας αλλά προς τις ανάγκες κατοίκων ή μελών της κοινότητας που εμπίπτουν στην κατηγορία των μέτρια και χαμηλά αμοιβομένων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο λόγος της απαλλοτρίωσης συνίστατο την εξασφάλιση στέγης σε κατοίκους ή σε μέλη της κοινότητας της Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου εφόσον βέβαια αυτοί πληρούσαν τα κριτήρια του Νόμου. Τίποτε δεν θα ήταν δυνατό να αποκλείσει το ενδεχόμενο, εφόσον θα επικυρωνόταν η απαλλοτρίωση, να αποκαλυφθεί εκ των υστέρων ότι τα νεαρά ζευγάρια της κοινότητας υπέρ των οποίων λήφθηκε το μέτρο δεν ικανοποιούσαν τα κριτήρια ή ότι η έκταση που απαλλοτριώθηκε ήταν τελικά μεγαλύτερη από εκείνη που θα αρκούσε για όσους θα διαπιστωνόταν ότι τα ικανοποιούσαν.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης δεν θα επεκταθώ στην εξέταση των υπόλοιπων ισχυρισμών των αιτητών. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Ενδιάμεση αίτηση των αιτητών απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα. Γι' αυτό, και υπό το φως του συνόλου των στοιχείων θα αποφύγω την έκδοση τέτοιας διαταγής τώρα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει.
19 Οκτωβρίου, 1994
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Δ.]
ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΣΑΚΚΑ
Αιτήτριας
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η Αίτηση
Συν. Υποθ. Αρ. 228/91, 231/91, 232/91 ____________________________________
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - Συνάφεια Προϋποθέσεις - Ερευνώνται από το Δικαστήριο το οποίο δεν δεσμεύεται από τις δηλώσεις των δικηγόρων - Δύο διαδικασίες προαγωγών κρίθηκαν ως μη συναφείς στην υπό εξέταση περίπτωση.
Δημόσιο Υπάλληλοι - Προαγωγές - Συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος - Αιτιολογία υπό το άρθρο 35(4) του Ν. 1/90 - Η προσέγγιση της πρόσφατης νομολογίας - Αναιτιολόγησης οι συστάσεις στη κριθείσα περίπτωση - Οι προαγωγές ακυρώθηκαν.
Οι αιτήτριες επεδίωξαν με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στην θέση Επόπτη/τριας Θαλάμων, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας. Τέθηκε από το Δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, θέμα προσβολής με το ίδιο δικόγραφο πέραν της μίας διοικητικών πράξεων και συνακόλουθα θέμα συνάφειας των περισσοτέρων προσβαλλομένων πράξεων μεταξύ τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:
1. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις δηλώσεις των
δικηγόρων αλλά προβαίνει στις δικές του διαπιστώσεις.
Είναι καλά εμπεδωμένο ότι δεν χωρεί προσφυγή με το ίδιο δικόγραφο εναντίον περισσοτέρων της μιας διοικητικής πράξης, οι οποίες δεν είναι συναφείς. Το θέμα της συνάφειας έχει αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σε πληθώρα πρόσφατων αποφάσεων και δεν προτίθεται να επεκταθώ επί του θέματος.
Από τα γεγονότα εν προκειμένω και έχοντας υπόψη μου τις
νομολογιακές αρχές επί του θέματος, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι αιτήτριες στο κάθε δικόγραφο προσβάλλουν πέραν της μίας αυτοτελείς διοικητικές πράξεις. Οι πράξεις αυτές κατά την άποψή μου δεν είναι συναφείς. Οπως λέχθηκε από το Δικαστή Στυλιανίδη, Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυριάκος Ζήνωνος v. Δημοκρατίας:
"Πράξεις ή αποφάσεις θεωρούνται συναφείς, εάν η μια πράξη ή απόφαση αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή αφορούν τον ίδιο αιτητή, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το
ίδιο όργανο".
Οι δύο πράξεις που προσβάλλονται στην κάθε μια από τις παρούσες προσφυγές δεν είναι συναφείς. Αφορούν μεν την ίδια αιτήτρια, στηρίζονται στην ίδια νομοθετική διάταξη και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, αλλά δεν έχουν ληφθεί κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων άρχισε με ξεχωριστές προτάσεις, η πλήρωση της κάθε θέσης εξετάστηκε σε ξεχωριστές διαδικασίες, ο Διευθυντής έκαμε ξεχωριστές συστάσεις και λήφθηκαν ξεχωριστές αποφάσεις με ξεχωριστή αιτιολογία.
Κατά συνέπεια οι προσφυγές είναι παραδεκτές και ισχυρές μόνο για την προτασσόμενη στο κάθε δικόγραφο προσβαλλόμενη πράξη.
2. 'Εχω άποψη ότι η σύσταση του Διευθυντή στην προκειμένη
απέχει κατά πολύ από την έννοια της αιτιολογημένης σύστασης που προνοεί το σχετικό άρθρο του Νόμου, και δεν προσθέτει οτιδήποτε περισσότερο απ' ότι μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο των φακέλων.
Η προσέγγιση που υιοθέτησε πρόσφατη νομολογία πάνω στο θέμα των συστάσεων του Διευθυντή του προνοούνται από το άρθρο 35(4) του Νόμου αντικατοπτρίζεται στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Νικήτα στην υπόθεση Ευάνθη Σταυρή Χ" Γιάννη v. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 314/93 ημερ. 12.9.94.
Οι εκτεθείσες στην πιο πάνω απόφαση απόψεις με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. 'Εχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο των συστάσεων του Διευθυντή στις παρούσες προσφυγές, βρίσκω ότι αυτές στερούνται αιτιολογίας.
Οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται
χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ζήνωνος v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 213/92 της 23/12/92 Πολυκάρπου κ.ά v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 374/91 και 386/91 της 15/1/93.
Αβρααμίδης v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 980/91 της 30/4/93.
Συμεωνίδου κ.ά v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 853/91 κ.ά της 29/6/93 (Ολομέλεια).
Σταυρή Χ" Γιάννη v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 314/93 της 12/2/94.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν στη θέση Επόπτη-τριας Θαλάμων, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί οι αιτήτριες.
Π. Παπαγεωργίου, για την αιτήτρια στη 228/91
Α. Σ. Αγγελίδης, για τις αιτήτριες στην 231/91 & 232/91
Α. Βασιλειάδης Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ'ων η αίτηση
Ε. Ευσταθίου, για το Ε/Μ Ε. Χριστοφή
Ε. Βραχίμη (κα), για το Ε/Μ Στ. Γαβριηλίδη
Cur. adv. vult.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτήτριες με τις προσφυγές τους αυτές που συνεκδικάστηκαν επειδή παρουσιάζουν κοινά νομικά σημεία και γεγονότα, επιδιώκουν την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με τις οποίες προάχθηκαν στη θέση Επόπτη/τριας Θαλάμων Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, τα ενδιαφερόμενα μέρη Ελένη Χριστοφή και Στέλιος Γαβριηλίδης.
Τα γεγονότα στις παρούσες προσφυγές έχουν ως εξής:
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας με επιστολή του ημερ. 6.6.90 ζήτησε από την ΕΔΥ να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις για την πλήρωση μιας κενής θέσης Επόπτη/τριας που κενώθηκε λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της από 1.6.90.
Στις 22.6.90 η ΕΔΥ αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της πιο πάνω θέσης σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα και στη συνεδρίαση να κληθεί να παραστεί ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (ο Διευθυντής).
Στις 6.7.90 ο ίδιος Γενικός Διευθυντής υπέβαλε πρόταση για την πλήρωση ακόμας μιας θέσης Επόπτη/τριας Θαλάμου που κενώθηκε από 15.6.90 ένεκα προαγωγής της κατόχου της.
Στις 31.7.90 η ΕΔΥ αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της πιο πάνω θέσης σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα και στη συνεδρίαση να κληθεί να παραστεί και ο Διευθυντής.
Στις 9.10.90 η ΕΔΥ ανέβαλε την πλήρωση των δύο αυτών θέσεων, (θέμα 3 και 4 των πρακτικών) για να διερευνηθούν οι παραστάσεις μιας εκ των υποψηφίων αναφορικά με εμπιστευτική της έκθεση.
Στις 13.11.90 η ΕΔΥ εξέτασε χωριστά (θέμα 5 των πρακτικών της) την πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης (πρόταση αρμόδιας αρχής που λήφθηκε στις 7.6.90) και πήρε διάφορες αποφάσεις αναφορικά με παραστάσεις υποψηφίων που υποβλήθηκαν για τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις, άκουσε τις συστάσεις του Διευθυντή, ο οποίος στη συνέχεια απεχώρησε, και αφού επιλήφθηκε όλων των σχετικών θεμάτων αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Γαβριηλίδη.
Στις 13.11.90, σαν ξεχωριστό θέμα, (θέμα 6 των
πρακτικών) η ΕΔΥ επιλήφθηκε της πρότασης της αρμόδιας αρχής που λήφθηκε στις 10.7.90. Η ΕΔΥ ανέφερε ότι από τους υποψηφίους που κρίθηκαν προάξιμοι, ο Στέλιος Γαβριηλίδης δε λαμβάνεται υπόψη δεδομένου ότι έχει επιλεγεί για προαγωγή στο πλαίσιο της διαδικασίας για την πλήρωση άλλης ίδιας θέσης (θέμα 5 των πρακτικών).
Για τους σκοπούς της δεύτερης διαδικασίας η ΕΔΥ ανέφερε επίσης ότι ισχύουν οι αποφάσεις της που λήφθηκαν κατά την εξέταση του θέματος 5 σχετικά με ορισμένες από τις εμπιστευτικές εκθέσεις.
Ακολούθως προσήλθε στη συνεδρίαση ο Διευθυντής ο οποίος αφού ενημερώθηκε σχετικά σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοφή. Η ΕΔΥ αφού επιλήφθηκε όλων των σχετικών θεμάτων αποφάσισε να προάξει ως την πιο κατάλληλη στην άλλη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοφή.
Στη συνεδρία ημερ. 22.11.90 (θέματα 5 και 6 των
πρακτικών ) η ΕΔΥ αφού έλαβε υπόψη ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη αποδέχθηκαν την προσφορά προαγωγής που τους έγινε, καθόρισε ως ημερομηνία ισχύος της προαγωγής τους την 1.12.90.
Ο δικηγόρος των αιτητριών στις προσφυγές αρ. 231/91 και 232/91 αναφέρθηκε στη γραπτή του αγόρευση στην ύπαρξη δύο διαδικασιών οι οποίες σε μεταγενέστερο στάδιο όπως είπε, "συμπλέκονται". Με αφορμή το σχόλιο αυτό και επειδή εκ πρώτης όψεως έκρινα ότι εγείρετο θέμα προσβολής με το ίδιο
δικόγραφο πέραν της μιας διοικητικής πράξης επανάνοιξα την υπόθεση για να δώσω την ευκαιρία στους δικηγόρους να εκθέσουν τις απόψεις τους.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι εδώ έχουμε μόνο μια διοικητική πράξη και τρεις αιτητές που προσβάλλουν αυτή την πράξη. Οι συνήγοροι συμφώνησαν με την πιο πάνω θέση και επιπρόσθετα ισχυρίστηκαν ότι έστω και αν οι πράξεις που προσβάλλονται είναι δύο, υπάρχει συνάφεια. Tο Δικαστήριο δε δεσμεύεται από τις δηλώσεις των δικηγόρων αλλά προβαίνει στις δικές του διαπιστώσεις.
Είναι καλά εμπεδωμένο ότι δεν χωρεί προσφυγή με το ίδιο δικόγραφο εναντίον περισσοτέρων της μιας διοικητικής πράξης, οι οποίες δεν είναι συναφείς. Το θέμα της συνάφειας έχει αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σε πληθώρα πρόσφατων αποφάσεων και δεν προτίθεμαι να επεκταθώ επί του θέματος. Παραπέμπω σε μερικές από αυτές: (Κυριάκος Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 213/92 ημερ. 23.12.92, Νίκη Πολυκάρπου κ.α. ν. Δημοκρατία Υπ. Αρ. 374/91 και 386/91 ημερ. 15.1.93, Θωμά Αβρααμίδη ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 980/91 ημερ. 30.4.93 και απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 853/91, κ.α. ημερ. 29.6.93).
Από τα γεγονότα όπως τα έχω εκθέσει πιο πάνω και έχοντας υπόψη μου τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι αιτήτριες στο κάθε δικόγραφο προσβάλλουν πέραν της μιας αυτοτελούς διοικητικής πράξης. Οι πράξεις αυτές κατά την άποψή μου δεν είναι συναφείς. Οπως λέχθηκε από το Δικαστή Στυλιανίδη, Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυριάκος Ζήνωνος (πιο πάνω),
"Πράξεις ή αποφάσεις θεωρούνται συναφείς, εάν
η μια πράξη ή απόφαση αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή αφορούν τον ίδιο αιτητή, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το ίδιο όργανο - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 273, 274£ Θ. Τσάτσου - "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", Εκδοση Τρίτη, σελ. 68£ Επ. Σπηλιωτόπουλου - "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" - Πέμπτη Εκδοση, σελ. 518. Βλ., επίσης, Υπόθεση Αρ. 865/1933, Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, 1933 Β' ΙΙΙ, σελ. 556£, Υπόθεση Αρ. 1965/56, Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, 1956 Γ', σελ. 770£ Υπόθεση Αρ. 1570/1970, Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, 1970 Γ', σελ. 2418)."
Οι δύο πράξεις που προσβάλλονται στην κάθε μια από τις παρούσες προσφυγές δεν είναι συναφείς. Αφορούν μεν την ίδια αιτήτρια, στηρίζονται στην ίδια νομοθετική διάταξη και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, αλλά δεν έχουν ληφθεί κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων άρχισε με ξεχωριστές προτάσεις, η πλήρωσης της κάθε θέσης εξετάστηκε σε ξεχωριστές διαδικασίες, ο Διευθυντής έκαμε ξεχωριστές συστάσεις και λήφθηκαν ξεχωριστές αποφάσεις με ξεχωριστή αιτιολογία.
Κατά συνέπεια οι προσφυγές είναι παραδεκτές και ισχυρές μόνο για την προτασσόμενη στο κάθε δικόγραφο προσβαλλόμενη πράξη.
Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω την ουσία των προσφυγών.
Οι λόγοι για ακύρωση που προβλήθηκαν από τους
δικηγόρους των αιτητριών επικεντρώνονται στους ακόλουθους:
(1) Η σύσταση του Διευθυντή πάσχει γιατί είναι
αναιτιολόγητη κατά παράβαση του άρθρου 35(4) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος).
(2) Οι αιτήτριες υπερέχουν ουσιαστικά έναντι των
ενδιαφερομένων μερών. Συνηφασμένος με τον ισχυρισμό αυτό είναι και ο ισχυρισμός ότι η βαθμολογία σε μερικές από τις εμπιστευτικές εκθέσεις είχε μειωθεί σε σημεία που δεν επιδέχονται μείωση (ικανότητα προφορικής έκφρασης κλπ).
(3) Ελλειψη αιτιολογίας των τελικών αποφάσεων της ΕΔΥ και
έλλειψη δέουσας έρευνας.
Για σκοπούς εξέτασης του πρώτου λόγου για ακύρωση παραθέτω πιο κάτω το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Γαβριηλίδη και το οποίο είναι το ίδιο με εκείνο της σύστασης που δόθηκε για το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοφή.
"Οι υποψήφιοι με α/α 1-73 κατέχουν τα
προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, περιλαμβανομένου του προσόντος της
καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους αξία, προσόντα, αρχαιότητα - συστήνει για προαγωγή στη θέση το Στέλιο Γαβριηλίδη."
Με βάση τα πιο πάνω έχω την άποψη ότι η σύσταση του Διευθυντή στην προκειμένη περίπτωση απέχει κατά πολύ από την έννοια της αιτιολογημένης σύστασης που προνοεί το σχετικό άρθρο του Νόμου, και δεν προσθέτει οτιδήποτε περισσότερο απ' ότι μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο των φακέλων.
Η προσέγγιση που υιοθέτησε πρόσφατη νομολογία πάνω στο θέμα των συστάσεων του Διευθυντή που προνοούνται από το άρθρο 35(4) του Νόμου αντικατοπτρίζεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Νικήτα στην υπόθεση Ευάνθη Σταυρή Χ"Γιάννη ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 314/93 ημερ. 12.9.94:
"Σε πολλές πρωτόδικες αποφάσεις του το
Ανώτατο Δικαστήριο εκφράζει την άποψη ότι απλή παραπομπή στα θεσμοθετημένα κριτήρια (αξία,
προσόντα και αρχαιότητα) δεν ικανοποιούν την
ειδική απαίτηση του άρθρ. 35(4) για αιτιολογημένες συστάσεις: προσφ. αρ. 1094/90 & 107/91 Γεώργιος Λοϊζίδης & Αλλος ν. ΕΔΥ ημερ. 21/12/92, 374/91, 386/91 Νίκη Πολυκάρπου & Αλλοι ν. Δημοκρατίας ημερ. 15/1/93, 691/91 & 831/91 Αίγλη Παντελάκη & Αλλος ν. Δημοκρατίας ημερ. 16/7/93 και 831/92 Δημήτριος Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/10/93.
Δεν παραγνωρίζω ότι διατυπώθηκε και η άποψη ότι η γενική επίκληση των κριτηρίων συνιστά συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρ. 35(4). Διατηρώ όμως τη θέση που ανέπτυξα στην υπόθεση Λοϊζίδη, ανωτέρω.
"Ο νέος νόμος απέβλεψε στη δημιουργία πιο άξιας και αποτελεσματικής διοίκησης. Το άρθρ. 35(4) ήλθε να ενισχύσει την αξιοκρατική επιλογή των δημοσίων υπαλλήλων με το να προνοήσει ρητά πως η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Το άρθρο μνημονεύει τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων και των προσωπικών φακέλων ανάμεσα στους παράγοντες που επενεργούν στην απόφαση για προαγωγή. Αρα πρόθεση του νομοθέτη ήταν να απεγκλωβιστούν οι συστάσεις του διευθυντή, που συνιστούν πρόσθετο κριτήριο ανέλιξης, από τα προαναφερθέντα στοιχεία."
Παραπέμπω περαιτέρω στην παρατήρηση του Κωνσταντινίδη, Δ. στη Θεοκλήτου, ανωτέρω:
"Μόνη η σύνδεση της σύστασης προς τα τρία κριτήρια δεν προσθέτει οτιδήποτε. Δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν στην διαμόρφωση της άποψης και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο."
Οι πιο πάνω εκτεθείσες απόψεις με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Εχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο των συστάσεων του Διευθυντή στις παρούσες προσφυγές, βρίσκω ότι αυτές στερούνται αιτιολογίας.
Το συμπέρασμα μου αυτό οδηγεί τις επίδικες αποφάσεις σε ακύρωση και καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων για ακύρωση που προβλήθηκαν.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι επίδικες αποφάσεις
ακυρώνονται.
Δεν γίνεται διαταγή για έξοδα.
Χρ. Χατζητσαγγάρης,
Δ.
ΑΦ.
20 Οκτωβρίου, 1994
[Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.]
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτητή
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η Αίτηση
Υποθ. Αρ. 156/94
____________________________________
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος - Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου - Δεν μπορεί το ακυρωτικό δικαστήριο να τροποποιήσει ή και αντικαταστήσει την προσβαλλόμενη πράξη.
Διοικητική Πράξη - Εκτελεστότητα - Ορισμός - Εκτελεστότητα Ορισμός - Εκτελεστή η πράξη καθορισμού συντάξεως. Συντάξεις Ο περί Συντάξεων Νόμος, Κεφ. 311, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου 2/86 'Αρθρο 2(1) - Η έννοια του όρου "Ετήσιος βασικός μισθός" - Δεν περιλαμβάνει τον 13ο μισθό ούτε την αμοιβή για υπερωριακή εργασία.
Ερμηνεία - Η ερμηνευτική αρχή επί νομοθετημάτων in pari materia - χρήση της προς εξεύρεση της έννοιας του όρου "βασικός μισθός".
Ο αιτητής ήγειρε με την προσφυγή του κυρίως το ζήτημα κατά πόσον οι συντάξιμες απολαβές περιλαμβάνουν τον 13ο μισθό και την κατ' αποκοπή υπερωριακή αποζημίωση, (την καταβαλλόμενη σε τελώνες και Βοηθούς Τελώνες). Το δεύτερο αίτημα του αιτητή στην προσφυγή καλούσε το Δικαστήριο να διακηρύξει την ορθή μέθοδο υπολογισμού της σύνταξή του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:
1. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας με προδικαστική ένσταση
ζήτησε απόρριψη του δεύτερου αιτήματος της προσφυγής γιατί εκφεύγει των ορίων του άρθρου 146 του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει τη δικαιοδοσία και κρίση του δικαστηρίου σε επικύρωση, ολική ή μερική, της διοικητικής πράξης ή παράλειψης ή την ακύρωση της. Δεν μπορεί όμως το ακυρωτικό δικαστήριο να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη ή να την αντικαταστήσει με άλλη.
Θα πρόσθετα πως κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες το αίτημα δεν μπορούσε να επιτύχει. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το τιμαριθμικό επίδομα για το δεύτερο εξάμηνο του 1993 συνυπολογίστηκε για τον καθορισμό των ωφελημάτων. Αναφορικά με τη μισθολογική προσαύξηση διαπιστώνεται ότι πράγματι λήφθηκε υπόψη. Για τον αιτητή ισχύει η κλίμακα Α11 πλέον δύο προσαυξήσεις. Την 1/1/93 ο αιτητής βρισκόταν στη μισθολογική βαθμίδα ΛΚ4.823. Και όπως προκύπτει από το έντιμο Γεν. 60 του παραχωρήθηκε ολόκληρη η προσαύξηση του έτους για να φτάσει την επόμενη βαθμίδα ΛΚ4.975 (4.823+152).
2. Εκτελεστή είναι πράξη της διοίκησης διαμορφωτική
δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που επιφέρουν άμεσες επιπτώσεις στο διοικούμενο.
Εδώ η πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί απλή
πληροφόρηση ούτε έχουμε την περίπτωση διεκδίκησης συγκεκριμένου χρηματικού ποσού. Είναι απόφαση αυτοτελής που διαμορφώνει και προσδιορίζει οριστικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα που εκπορεύονται από το νόμο και μπορεί να προσβληθεί από τον υπάλληλο με αίτηση ακυρώσεως.
3. Ο ετήσιος βασικός μισθός διακρίνεται εννοιολογικά από
μισθό που είναι πρόσθετος και χαρακτηρίζεται σαν 13ος. Η χρήση ακριβώς του επιθέτου "βασικός" τον αντιδιαστέλλει από τον 13ο. Η φυσική σημασία του
λεκτικού της διάταξης του άρθρου 2(1) του περί Συντάξεων Νόμου Κεφ. 311 εκφράζει την ανομοιότητα των δύο εννοιών. Ο 13ος μισθός περιλαμβάνεται στον "ετήσιο μισθό" του υπαλλήλου αν φυσικά αυτή ήταν η βάση εκτίμησης των ωφελημάτων που πρόβλεπε ο νόμος, όχι όμως στον "ετήσιο βασικό μισθό". Κατά μείζονα λόγο η αμοιβή για υπερωριακή εργασία δεν μπορεί να ταυτισθεί με τον ετήσιο βασικό μισθό. Είναι έννοιες ετερόκλητες. Ο τρόπος υπολογισμού
της δεν αλλοιώνει την αληθινή φύση της σαν αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση.
Η ερμηνευτική προσπάθεια θα μπορούσε να επεκταθεί και σε νομοθετήματα in pari materia εκείνα, δηλαδή, που ρυθμίζουν το ίδιο ή ανάλογο θέμα. Κατά τη γενική αυτή αρχή είναι νόμιμο να ερμηνεύεται ομοίως παρόμοιος όρος ή έκφραση σε νόμους in pari materia. Η σημασία του όρου "βασικός μισθός" που δίνει το άρθρ. 2 του περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμου του 1990, αρ. 201/90, επιβεβαιώνει την ορθότητα της ερμηνείας με βάση τον κανόνα που εφαρμόσαμε στο προκείμενο, που είναι γνωστή στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο σαν "the plain meaning rule".
Ο ίδιος περίπου αριθμός απαντάται και σε άλλους νόμους που έκαμαν πρόβλεψη για το μισθολόγιο και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων: βλέπε λ.χ. το άρθρ. 2 του v. 155/87.
Η προσφυγή απορρίπτεται
χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δαμιανός και άλλος v. Ρ.Ι.Κ. (1987) 3 Α.Α.Δ. 848.
Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 406/89 της 12/9/91. Δημοκρατία v. Sunoil Bankering Ltd., AE1064 της 21/1/94. Στεφανίδης και άλλοι v. Δήμου 'Εγκωμης, ΑΕ 1134 της 1/2/94. Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία έκριναν ότι οι συντάξιμες απολαβές δεν περιλαμβάνουν το 13ο μισθό και την κατ' αποκοπήν υπερωριακή αποζημίωση που καταβάλλεται στους κατέχοντες θέση Τελώνη και Βοηθού Τελώνη.
Ο αιτητής παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος. Με την
προσφυγή του εγείρει ένα σύντομο αλλά σημαντικό για το
δίκαιο των
συντάξεων θέμα. Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι συντάξιμες
απολαβές περιλαμβάνουν το 13ο μισθό. Και ακόμη την κατ' αποκοπήν
υπερωριακήν αποζημίωση που καταβάλλεται στους κατέχοντες θέση
Τελώνη και Βοηθού Τελώνη.
Ο αιτητής εξήλθε της υπηρεσίας την 1/1/94 με βαθμό
Τελώνη μετά από υπηρεσία 40 σχεδόν χρόνων στο Τμήμα
Τελωνείων.
Με επιστολή του ημερ. 3/12/93 ο Γενικός Λογιστής της
Δημοκρατίας
(καθού η αίτηση) πληροφόρησε τον αιτητή για τα συνταξιοδοτικά του
δικαιώματα συναποστέλλοντας φωτοαντίγραφο του εντύπου
Γεν. 60, το
οποίο περιέχει τα σχετικά στοιχεία και υπολογισμούς
(παράρτημα Α
της αίτησης). Δεν αμφισβητήθηκε ότι η εν λόγω επιστολή
λήφθηκε
από τον αιτητή μετά την 14/12/93. 'Ετσι, έχοντας υπόψη
τη
χρονολογία καταχώρησης της προσφυγής, δεν υπάρχει θέμα
εκπροθέσμου αυτής.
Η ετήσια σύνταξη του αιτητή καθορίστηκε σε Δ.7.631,03 και
το εφάπαξ ποσό σε Δ.35.611,47. Κατά τον υπολογισμό των
ποσών
αυτών λήφθηκε σαν βάση εισόδημα Δ.15.262,06. Ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε εγγράφως διότι δεν περιλήφθηκε στις
συντάξιμες
απολαβές του και το τιμαριθμικό επίδομα για το δεύτερο
εξάμηνο
του 1993. Επίσης επιφύλαξε τα δικαιώματα του για άλλα
λάθη ή
παραλείψεις στους υπολογισμούς του καθού (βλέπε επιστολή παράρτημα Β της αίτησης ημερ. 4/1/94). Είναι εντούτοις παραδεκτόν ότι η διαφορά του τιμαριθμικού επιδόματος για
την εν
λόγω περίοδο λήφθηκε υπόψη με αποτέλεσμα τον ανακαθορισμό της
σύνταξης και του χορηγήματος από 1/1/94 σε Δ.7.790,44 και Δ.36.355,40 αντίστοιχα.
Πρέπει να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι οι συνολικές
αποδοχές του αιτητή για το 1993 ανήλθαν σε Δ.17.651,77
(βλέπε
κατάσταση παράρτημα Γ της αίτησης). Το ποσό αυτό
περιλαμβάνει,
εκτός του βασικού μισθού, του τιμαριθμικού επιδόματος και της
μισθολογικής αύξησης 20,692% και τον 13ο μισθό καθώς και την κατ'
αποκοπήν αποζημίωση (Δ.1.826,40). Ο αιτητής θεωρεί το
ποσό των
Δ.17.651,77 σαν τη σωστή βάση προσδιορισμού των συνταξιοδοτικών
ωφελημάτων του. 'Ετσι με την προσφυγή του επιζητεί
ακύρωση της
απόφασης ημερ. 3/12/93 που θεώρησε σαν συντάξιμες
απολαβές του το
μικρότερο αντί το μεγαλύτερο ποσό.
Υπάρχει και δεύτερο αίτημα για δήλωση του δκαστηρίου ότι
τα δικαιώματα του αιτητή πρέπει να υπολογισθούν με
κριτήριο το
σύνολο των αποδοχών του για το έτος 1993 (Δ.17.651).
Πλέον την
αύξηση αποδοχών που προήλθεν από το τιμαριθμικό επίδομα
του
δεύτερου εξαμήνου του 1993 και ακόμη την προσαύξηση του
βασικού
μισθού που αφορά στο ίδιο έτος και που είναι Δ.152. Ο
δικηγόρος
της Δημοκρατίας με προδικαστική του ένσταση ζήτησε
απόρριψη του
αιτήματος γιατί εκφεύγει των ορίων του άρθρου 146 του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει τη δικαιοδοσία και κρίση
του
δικαστηρίου σε επικύρωση, ολική ή μερική, της διοικητικής πράξης
ή παράλειψης ή την ακύρωση της. Δεν μπορεί όμως το
ακυρωτικό
δικαστήριο να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη ή να
την
αντικαταστήσει με άλλη: βλέπε Φ. Βεγλερή "Η συμμόρφωσις της
Διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας",
σελ. 5 και Δαμιανός & 'Αλλος ν. Ρ.Ι.Κ. (1987) 3 Α.Α.Δ. 848,
851.
Θα πρόσθετα πως κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες το αίτημα
δε θα μπορούσε να επιτύχει. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι
το
τιμαριθμικό επίδομα για το δεύτερο εξάμηνο του 1993 συνυπολογίστηκε για τον καθορισμό των ωφελημάτων.
Αναφορικά με
τη μισθολογική προσαύξηση διαπιστώνεται ότι πράγματι
λήφθηκε
υπόψη. Για τον αιτητή ισχύει η κλίμακα Α11 πλέον δύο
προσαυξήσεις. Την 1/1/93 ο αιτητής βρισκόταν στη
μισθολογική
βαθμίδα Δ.4.823. Και όπως προκύπτει από το έντυπο Γεν.
60 του
παραχωρήθηκε ολόκληρη η προσαύξηση του έτους για να
φτάσει την
επόμενη βαθμίδα Δ.4.975 (4.823+152).
Υπάρχει και δεύτερη προδικαστική ένσταση. Αφορά τη φύση
της προσβαλλόμενης πράξης. Ο κ. Χριστοφόρου υπέβαλε πως στερείται εκτελεστότητας διότι με αυτή παρέχονται στον
αιτητή
πληροφορίες σχετικά με τα ωφελήματα του. Και εν πάση
περιπτώσει
πρόκειται για υλική ενέργεια που αφορά τη διεκδίκηση
χρημάτων.
Ο αιτητής χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεση του χωρίς τις
υπηρεσίες δικηγόρου. Μπορεί όμως να λεχθεί ότι τα
επιχειρήματα
του χαρακτηρίζονται από καθαρότητα σκέψης, συνοχή και
γενικά
κάποια δικανική ικανότητα. Αντικρούοντας την ένσταση ο
αιτητής
υπέβαλε ότι δεν προσβάλλει τις μαθηματικές πράξεις που
αφορούν
στη συνταξιοδότηση αλλά τον τρόπο ερμηνείας των σχετικών νομοθετικών διατάξεων που επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα
του.
Εκτελεστή είναι πράξη της διοίκησης διαμορφωτική δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που επιφέρουν άμεσες επιπτώσεις
στο
διοικούμενο. Κατά την κλασσική διατύπωση της ελληνικής νομολογίας που παραθέτει ο Στασινόπουλος "Πορίσματα
Νομολογίας
του Σ.τ.Ε" 1929-1959, βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής πράξης είναι:
"..... η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις
διοικουμένοις."
Βλέπε επίσης απόφαση 406/89 Ιωάννα Δημητρίου ν.
Δημοκρατίας ημερ.
12/9/91, Α.Ε. 1064 Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. ημερ.
21/1/94 και Α.Ε. 1134 Φειδίας Στεφανίδης & 'Αλλοι ν.
Δήμου
'Εγκωμης ημερ. 1/2/94.
Εδώ η πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί απλή
πληροφόρηση ούτε έχουμε την περίπτωση διεκδίκησης
συγκεκριμένου
χρηματικού ποσού. Είναι απόφαση αυτοτελής που
διαμορφώνει και
προσδιορίζει οριστικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα που
εκπορεύονται
από το νόμο και μπορεί να προσβληθεί από τον υπάλληλο με αίτηση
ακυρώσεως.
Κατά το άρθρο 2(1) του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311,
όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 2/86, λαμβάνεται σαν βάση σε
κάθε
περίπτωση του υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων δημοσίου
υπαλλήλου ο ετήσιος βασικός μισθός και το τιμαριθμικό
επίδομα που
ισχύουν κατά το χρόνο αφυπηρέτησης. Το άρθρ. 2(1), που είναι
ερμηνευτικό, ορίζει ότι:
"Συντάξιμοι απολαβαί σημαίνει τον ετήσιον βασικόν μισθόν και το τιθαριθμικόν επίδομα τα οποία καταβάλλονται εις τον υπάλληλον κατά την ημερομηνίαν της αφυπηρετήσεως
του και περιλαμβάνει μόνον εις την περίπτωσιν Αστυνομικού το επίδομα καλής διαγωγής και το επίδομα αξίας και εις την περίπτωσιν Δεσμοφύλακος το επίδομα καλής διαγωγής, αλλά δεν περιλαμβάνει οιονδήποτε έτερον επίδομα ή άλλας απολαβάς οιασδήποτε μορφής."
Είναι η θέση του αιτητή ότι εφόσον ο νόμος δεν παρέχει
ορισμό της φράσης "ετήσιος βασικός μισθός" πρέπει αυτός να
περιλαμβάνει τον 13ο μισθό όπως και τις αποδοχές για
υπερωριακή
εργασία για την οποία κάμνει πρόβλεψη το άρθρο 194 του Κεφ. 56Α
(Τελωνεία) του εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμου. Κατά την
αντίληψη του αυτό είναι το αληθινό νόημα της διάταξης,
το οποίον
προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων ερμηνείας
ιδιαίτερα της
γραμματικής μεθόδου. Η επίμαχη φράση, όπως αναφέρει,
σημαίνει
"το σύνολο των βασικών μισθών που παίρνει ο υπάλληλος για ολόκληρο το χρόνο μη εξαιρουμένου του 13ου μισθού" ο
οποίος έχει
τα ίδια χαρακτηρστικά με το μηνιαίο μισθό αυξανόμενο
όποτε
ανεβαίνουν οι υπόλοιποι 12 μισθοί. Εισηγείται περαιτέρω ότι η
αποζημίωση είναι αναπόσπαστο μέρος του ετήσιου βασικού
μισθού
διότι το ύψος συσχετίζεται με τη θέση που κατέχει ο
υπάλληλος και
όχι με τον αριθμό ωρών εργασίας. 'Ενας πρόσθετος λόγος
είναι ότι
η αποζημίωση καταβάλλεται για μίσθωση όλου του ελεύθερου χρόνου
του υπαλλήλου.
Πολύ φοβούμαι ότι οι ερμηνευτικοί κανόνες που επικαλείται ο αιτητής δεν οδηγούν στο συμπέρασμα που
επιθυμεί. Ο
ετήσιος βασικός μισθός διακρίνεται εννοιολογικά από μισθό που
είναι πρόσθετος και χαρακτηρίζεται σαν 13ος. Η χρήση
ακριβώς του
επιθέτου "βασικός" τον αντιδιαστέλλει από τον 13ο. Η
φυσική
σημασία του λεκτικού της διάταξης εκφράζει την ανομοιότητα των
δύο εννοιών. Ο 13ος μισθός περιλαμβάνεται στον "ετήσιο
μισθό"
του υπαλλήλου, αν φυσικά αυτή ήταν η βάση εκτίμησης των ωφελημάτων που πρόβλεπε ο νόμος, όχι όμως στον "ετήσιο
βασικό
μισθό". Κατά μείζονα λόγο η αμοιβή για υπερωριακή
εργασία δεν
μπορεί να ταυτισθεί με τον ετήσιο βασικό μισθό. Είναι
έννοιες
ετερόκλητες. Ο τρόπος υπολογισμού της δεν αλλοιώνει την αληθινή
φύση της σαν αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση.
Η ερμηνευτική προσπάθεια θα μπορούσε να επεκταθεί και σε
νομοθετήματα in pari materia εκείνα, δηλαδή, που
ρυθμίζουν το
ίδιο ή ανάλογο θέμα. Κατά τη γενική αυτή αρχή είναι
νόμιμο να
ερμηνεύεται ομοίως παρόμοιος όρος ή έκφραση σε νόμους in pari
materia: Βλέπε 36 Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, σελ.
402 και επ. και Cross "Statutory Interpretation" 2η
έκδοση,
(1987) σελ. 148 και επ. Η σημασία του όρου "βασικός
μισθός" που
δίνει το άρθρ. 2 του περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση
Μισθών και
Συντάξεων) Νόμου του 1990, αρ. 201/90, επιβεβαιώνει την
ορθότητα
της ερμηνείας με βάση τον κανόνα που εφαρμόσαμε στο
προκείμενο,
που είναι γνωστή στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο σαν "the plain meaning
rule":
""Βασικός μισθός" σημαίνει το μισθό τον οποίο ο κρατικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει με βάση την καθορισμένη για τη θέση του με
τον Προϋπολογισμό ή με ειδικό Νόμο μισθοδοτική κλίμακα ή πάγιο μισθό και περιλαμβάνει τις αυξήσεις των μισθών που παραχωρήθηκαν
με τους περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις των Μισθών) Νόμους του 1981 έως 1984 και τον
περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις των Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1987."
Ο ίδιος περίπου ορισμός απαντάται και σε άλλους νόμους
που έκαμαν
πρόβλεψη για το μισθολόγιο και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων: βλέπε λ.χ. το άρθρ. 2 του ν. 155/87.
Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν επιδικάζω έξοδα.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/ΚΑσ