ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 193
Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1638
Παπαντωνίου Στάλω και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 361
(1994) 4 ΑΑΔ 1487
14 Ιουλίου, 1994
[ΠΙΚΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΟΦΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 362/93)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές Αρχή της καλής πίστης ― Υποχρέωση της διοίκησης να είναι συνεπής με προηγούμενες αποφάσεις της ― Ακύρωση στην κριθείσα περίπτωση διαδικασίας διορισμών λόγω διαδοχικών αντινομικών αποφάσεων της Ε.Δ.Υ. ως προς τα προσόντα υποψηφίου.
Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού Πρώτης Τάξεως (Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας) εξ αιτίας του αποκλεισμού της υποψηφιότητας της ιδίας εκ των υστέρων και αφού είχε προηγηθεί αποδοχή της υποψηφιότητάς της τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η υποψηφιότητα της αιτήτριας έγινε δεκτή βάσει της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας και όχι βάσει της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το εύρημα ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα προσόντα που απαιτούνται από τη Σημείωση, άφησε αμετάβλητη την προγενέστερη απόφαση, την οποία προφανώς παρείδε. Η Ε.Δ.Υ. δεν ανακάλεσε ούτε τροποποίησε ούτε επανεξέτασε σ' οποιοδήποτε στάδιο την προηγούμενη απόφασή της για αποδοχή της υποψηφιότητας της αιτήτριας. Επομένως ό,τι επακολούθησε, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως αντινομικό προς το προηγούμενο εύρημα του σώματος ότι η αιτήτρια ικανοποιούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η αξιολόγηση του διπλώματος της αιτήτριας δεν επαφίεται στο Δικαστήριο. Το εύρημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. στο θέμα, παραμένει απαρασάλευτο. Αν δεν αποκλειόταν η υποψηφιότητα της αιτήτριας για τον εσφαλμένο λόγο που έχει αναφερθεί η πιθανότητα διορισμού της σε μία από τις επίμαχες θέσεις δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηρισθεί εξ αντικειμένου ως μεγάλη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία αποφάσισαν ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα προσόντα που προβλέπονταν από τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας και απέκλεισαν την αιτήτρια από την περαιτέρω διαδικασία.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ'ων η αίτηση.
Ν. Παπαμιλτιάδους, για τα Eνδιαφερόμενα μέρη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Η Σοφούλα Βασιλείου, η αιτήτρια, κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι κατείχε τα προσόντα για διορισμό και περιλήφθηκε στον κατάλογο των οκτώ συστηθέντων για την πλήρωση δυο (και μεταγενέστερα τριών) θέσεων Ιδρυτικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης (Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας). Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμπεριέλαβε την αιτήτρια στον κατάλογο των υποψηφίων που κατείχαν το ακαδημαϊκό προσόν που προβλέπεται από την παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ως προϋπόθεση για διορισμό στις πληρούμενες θέσεις. Η αιτήτρια ήταν κάτοχος διπλώματος της Νοσηλευτικής για Ψυχικά Ασθενείς από σχολή του Ηνωμένου Βασιλείου, προσόν το οποίο κρίθηκε ισότιμο και συναφές προς το προβλεπόμενο Δίπλωμα Ανώτερης Σχολής Κοινωνικής Εργασίας/ευημερίας, στο πλαίσιο ερμηνείας και εφαρμογής του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Με μια εξαίρεση, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) υιοθέτησε τα ευρήματα και περιόρισε τις επιλογές της μεταξύ των υποψηφίων που είχε προκρίνει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η εξαίρεση αφορούσε τα προσόντα μιας των υποψηφίων, θέμα που δε μας αφορά σ' αυτή τη διαδικασία. Η αιτήτρια κλήθηκε μαζί με άλλες πέντε, επίσης συστηθείσες υποψήφιες, σε ομαδική προφορική εξέταση στην παρουσία του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Μετά την αξιολόγηση της απόδοσής τους τόσο από το Διευθυντή όσο και από την Ε.Δ.Υ., η συνεδρία λύθηκε ελλείψει χρόνου και αναβλήθηκε για την επομένη στην οποία κλήθηκε και πάλι να παραστεί ο Διευθυντής για να υποβάλει τις συστάσεις του.
Την επομένη, πριν υποβάλει τις συστάσεις του ο Διευθυντής, γνωστοποίησε στην Ε.Δ.Υ. τις επιφυλάξεις του για την εγκυρότητα της υποψηφιότητας της αιτήτριας, πληροφορώντας το σώμα ότι διατηρούσε αμφιβολίες κατά πόσο αυτή πληρούσε τα προσόντα που προβλέπονται στη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας που καθιστούσε παραδεκτή την υποψηφιότητα προσώπων που δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα νοουμένου ότι υπηρετούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο εκτάκτως ή με σύμβαση στη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης. Μετά από διερεύνηση του θέματος η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι οι επιφυλάξεις του Διευθυντή ευσταθούσαν και απέκλεισε την αιτήτρια. Ούτε το Διευθυντή αλλ' ούτε και την Ε.Δ.Υ. απασχόλησε το γεγονός ότι η υποψηφιότητα της αιτήτριας έγινε δεκτή, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή της οποίας προήδρευσε ο Διευθυντής, όσο και από την ίδια την Ε.Δ.Υ., κάτω από την παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η απόφαση προσβάλλεται ως πεπλανημένη, ως το προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και ως ληφθείσα κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης που δεσμεύει, μεταξύ άλλων, τη Διοίκηση να είναι συνεπής με προηγούμενες αποφάσεις της (ως προς τις αρχές της καλής πίστης έγινε αναφορά, μεταξύ άλλων, στην Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60).
Οι καθ' ων η αίτηση υπεστήριξαν την απόφαση ως δικαιολογημένη εφόσον εύλογα η Ε.Δ.Υ. μπορούσε να καταλήξει στην απόφαση ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας και παράλληλα, ότι το Δίπλωμα της Νοσηλευτικής δεν ήταν ισότιμο και συναφές προς το Δίπλωμα Ανώτερης Σχολής Κοινωνικής Εργασίας/Ευημερίας. Η αδυναμία της θέσης αυτής έγκειται στο ότι η Ε.Δ.Υ., υιοθετώντας τις θέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είχε αποδεχθεί την υποψηφιότητα της αιτήτριας βάσει της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας και η δεύτερη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την πρώτη.
Όπως ορθά επεσήμανε ο δικηγόρος της αιτήτριας, η υποψηφιότητά της έγινε δεκτή βάσει της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας και όχι βάσει της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το εύρημα ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα προσόντα που απαιτούνται από τη Σημείωση, άφησε αμετάβλητη την προγενέστερη απόφασή της την οποία προφανώς παρείδε. Η Ε.Δ.Υ. δεν ανακάλεσε ούτε τροποποίησε ούτε επανεξέτασε σ' οποιοδήποτε στάδιο την προηγούμενη απόφασή της για αποδοχή της υποψηφιότητας της αιτήτριας. Επομένως, ό,τι επακολούθησε, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως αντινομικό προς το προηγούμενο εύρημα του σώματος ότι η αιτήτρια ικανοποιούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η αξιολόγηση του διπλώματος της αιτήτριας δεν επαφίεται στο Δικαστήριο. Το εύρημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ στο θέμα, παραμένει απαρασάλευτο. Αν δεν αποκλειόταν η υποψηφιότητα της αιτήτριας για τον εσφαλμένο λόγο που έχουμε αναφέρει, η πιθανότητα διορισμού της σε μια από τις επίμαχες θέσεις δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηρισθεί εξ αντικειμένου ως μεγάλη λόγω της ψηλής βαθμολογίας την οποία επέτυχε στο γραπτό διαγωνισμό και του γεγονότος ότι κατείχε, όπως είχε διαπιστωθεί, το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα της πείρας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εις βάρος των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει των προνοιών του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
H επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.