ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1994) 4 ΑΑΔ 1451
7 Ιουλίου, 1994
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΝΑ ΑΓΓΕΛΗ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ
EΠITPOΠHΣ ΔHMOΣIAΣ YΠHPEΣIAΣ,
Καθ' ων η αίτηση
(Υπόθεση Αρ. 950/92)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Γνώση ξένης γλώσσας ― Διακρίβωσή της από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Η Ε.Δ.Υ. μπορεί να βοηθηθεί στο έργο της από την έρευνα της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς να παρίσταται ανάγκη για νέα έρευνα ― Διαπίστωση επάρκειας στο γραπτό λόγο μόνο με βάση τους τίτλους σπουδών επιτρεπτή ― Η έρευνα της Ε.Δ.Υ. στην εξετασθείσα περίπτωση πλήρωσης θέσης Εκπαιδευτή του Α.Τ.Ι. κρίθηκε επαρκής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Αξία ― Η πείρα που αποκτά εργαζόμενος υπό συγκεκριμένη ιδιότητα να επαυξάνει την αξία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Δίπλωμα που δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας ― Αν είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης συνεκτιμάται με τα άλλα στοιχεία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Ουσιώδης χρόνος κατοχής τους ― Προσόντα μεταγενέστερα με κανένα τρόπο δεν μπορούν να προσμετρήσουν.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος ― Αιτιολογία ― Οι συστάσεις έγκυρες και όταν ακόμη στερούνται αιτιολογίας στο βαθμό όμως που συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων ― Αναιτιολόγητη και ασήμαντη η σύσταση στην κριθείσα περίπτωση λόγω διάστασής της με τα δεδομένα των υποψηφίων.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ― Άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ― Ανεπίτρεπτο το βάρος που προσδόθηκε στη συνέντευξη στην κριθείσα περίπτωση πλήρωσης θέσης Εκπαιδευτή του Α.Τ.Ι.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Αιτιολογία ― Απαραίτητα στοιχεία της επί πράξης διορισμού δημοσίου υπαλλήλου ― Αναιτιολόγητη η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στην κριθείσα περίπτωση ― Ακυρώθηκε.
Με την προσφυγή ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Εκπαιδευτή (Μηχανολογίας - Ναυτομηχανικής) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο προβάλλοντας κυρίως την καταφανή υπεροχή του έναντι του διορισθέντος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Από το υλικό φανερώνεται ότι την αποφασιστική αρμοδιότητα στο προκείμενο για τη διαπίστωση της γνώσης της αγγλικής γλώσσας στην προφορική έκφραση άσκησε η Ε.Δ.Υ. που μπορούσε να είχε προηγουμένως υποβοηθηθεί στο έργο της από την έρευνα στην οποία προέβη το συμβουλευτικό της όργανο στο θέμα της γλώσσας. Χωρίς να παρίσταται ανάγκη για νέα έρευνα από το ίδιο το διορίζον όργανο.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του ζητήματος. Ο γραπτός λόγος. Εδώ υπήρχε άφθονο υλικό στη διάθεση της Ε.Δ.Υ. (δίπλωμα σπουδών Α.Τ.Ι., πιστοποιητικό εξετάσεων General Certificate of Education και άλλοι τίτλοι σπουδών) από το οποίο μπορούσε να συναχθεί η απαιτούμενη επάρκεια. Εκεί που πραγματικά χρειαζόταν η εξέταση ήταν στην ικανότητα της έκφρασης, δεδομένου του εκπαιδευτικού χαρακτήρα της θέσης.
2. Η πείρα που αποκτά εργαζόμενος υπό συγκεκριμένη ιδιότητα αποτελεί συστατικό της αξίας του την οποία και επαυξάνει.
3. Η κατευθυντήρια γραμμή της νομολογίας είναι πως παρόλο που δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας δίπλωμα που είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης δεν παραγνωρίζεται. Συνεκτιμάται με τα άλλα στοιχεία για την επιλογή του καταλληλότερου.
4. Στο ενδιαφερόμενο απονεμήθηκε δίπλωμα Master of Philosophy του Polytechnic of Wales. Παρατηρείται εντούτοις ότι τον τίτλο ο ενδιαφερόμενος απέκτησε το Νοέμβριο του 1991, ενώ ο ουσιώδης χρόνος για την υποβολή/κατοχή του ήταν η 13/10/90. Επομένως δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να προσμετρήσει σαν προσόν κατά τη λήψη της απόφασης.
5. Με τα δεδομένα των υποψηφίων εδώ η σύσταση του Διευθυντή, στην οποία δεν διακρίνεται κανένα ίχνος αιτιολογίας, χάνει την αξία της. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι ανέφερε στην Σάββας Κυπριανίδης v. Δημοκρατίας:
"Είναι εμπεδωμένη η αρχή στη νομολογία ότι οι συστάσεις του διευθυντή τμήματος και όταν ακόμη στερούνται αιτιολόγησης είναι έγκυρες εφόσον συνάδουν με τις εκθέσεις και τα άλλα συναφή στοιχεία των φακέλων: Ρούσος v. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 723. Η σημασία των συστάσεων εξασθενίζει ανάλογα με το βαθμό διάστασής τους προς τα δεδομένα που καθορίζουν αντικειμενικά την ικανότητα ενός υπαλλήλου. Δημοκρατία v. Κουφέτα (1985) 3 Α.Α.Δ. 1950, 1962".
Τα δεδομένα λοιπόν παρέχουν βάση στις επικρίσεις του δικηγόρου του αιτητή οτι προσδόθηκε ανεπίτρεπτα ειδικό βάρος στα αποτελέσματα της συνέντευξης, ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 34 (9) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90) η Ε.Δ.Υ. απλά λαμβάνει υπόψη "και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε ......". Ακόμη η επίδικη απόφαση δεν προβαίνει σε κανένα σχολιασμό η συσχετισμό των στοιχείων. Δεν έχει αιτιολογία, ούτε αυτή αναπληρώνεται από τα στοιχεία. Αντίθετα η μελέτη τους δείχνει καταφανή υπεροχή του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου v. Ε.Δ.Υ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127,
Κεφάλας v. E.E.Y. (1991) 4 Α.Α.Δ. 1693,
Piperi a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306,
Ηλιάδης κ.ά. v. Χριστοφή (1991) 3 A.Α.Δ. 25,
Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405,
Παπαδόπουλος κ.ά v. Δημοκρατίας (1989) 3 A.A.Δ. 902,
Χρυσοστόμου v. E.E.Y. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,
Σιαμπουρτής v. A.H.K. (Αρ. 1), (1993) 4 Α.Α.Δ. 816,
Κυπριανίδης v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3101.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με τη οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προάχθηκε στη θέση Εκπαιδευτή (Μηχανολογίας - Ναυτομηχανικής) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο αντί του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Aιτητή.
Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ'ων η αίτηση.
Α. Τιμόθη, για το Eνδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) ημερ. 29/7/92. Προάχθηκε, με ισχύ από 15/9/92, ο Σωτήρης Καλογήρου (ενδιαφερόμενο μέρος) στη θέση Εκπαιδευτή (Μηχανολογίας-Ναυτομηχανικής) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (Α.Τ.Ι.). Συγκαταλέγεται στην κατηγορία θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 6/11/92 στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η εγκυρότης της τίθεται τώρα υπό αμφισβήτηση.
Η θέση ήταν ήδη κενή στις 11/8/92 όταν ζητήθηκε η στελέχωσή της. Στη συνέχεια κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός πλήρωσης, ο οποίος εξειδικεύεται στο άρθρ. 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (αρ. 1/90), για θέσεις αυτής της κατηγορίας. Οι 30 τόσες αιτήσεις που συγκεντρώθηκαν διαβιβάστηκαν στο Διευθυντή του Α.Τ.Ι. υπό την ιδιότητά του σαν Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.). Την 1/2/91 άδειασε ακόμα μια θέση Εκπαιδευτή λόγω παραίτησης του κατόχου της. Και στις 4/4/91 δόθηκαν οδηγίες για πλήρωση και της θέσης αυτής.
Τελικά μόνο η μία θέση προωθήθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας που είχε αρχίσει. Η προαγωγή άλλου στελέχους του Ινστιτούτου σε Επιθεωρητή Εργασίας ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Με αποτέλεσμα να επανέλθει στη θέση Εκπαιδευτή δηλαδή στη θέση που αποφασίστηκε αρχικά η πλήρωσή της. Έχω καταγράψει την εξέλιξη αυτή γιατί αποτελεί απάντηση στον ισχυρισμό πως η Ε.Δ.Υ. αυθαίρετα δεν προχώρησε να γεμίσει και τις δύο θέσεις. Δεν ήταν νομικά εφικτό.
Η Σ.Ε., στην έκθεσή της, εισηγήθηκε τα διάδικα μέρη και δύο άλλους υποψηφίους για διορισμό. Προηγουμένως οι τέσσερείς τους εξετάστηκαν προφορικά μεταξύ άλλων και για να εξακριβωθεί το επίπεδο γνώσης τους της αγγλικής γλώσσας. Το οικείο σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πολύ καλή γνώση. Η Σ.Ε. διαπίστωσε τη συνδρομή στο πρόσωπο του αιτητή - και του ενδιαφερόμενου -εκτός της απαιτούμενης γνώσης της ξένης γλώσσας και του πλεονεκτήματος, όπως προσδιορίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας, δηλαδή, πείρας στη δημόσια υπηρεσία σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης. Η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε τα ευρήματα αυτά.
Περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. υπέβαλε τον κάθε υποψήφιο σε προφορική εξέταση. Ο Διευθυντής του Α.Τ.Ι., που πήρε μέρος στη διεξαγωγή της εξέτασης, βρήκε "πολύ καλό" τον αιτητή ενώ για τον ενδιαφερόμενο επιφύλαξε το χαρακτηρισμό "εξαίρετος". Και τον σύστησε για διορισμό σαν τον καλύτερο. Επίσης η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. τον εμφανίζει να υπερέχει του άλλου. Βαθμολογήθηκε "παρα πολύ καλός" έναντι του "πολύ καλός" του αιτητή.
Καταλήγοντας στην επίδικη απόφαση η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη:
"την έκθεση της Σ.Ε., το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και τη σύσταση του Διευθυντή του Α.Τ.Ι......."
(από το πρακτικό της επίδικης απόφασης).
Επίσης συνεξέτασε
"...............τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι για σκοπούς της μεταξύ τους σύγκρισης."
Ο αιτητής ψέγει πρώτα τη μέθοδο για διακρίβωση της στάθμης γνώσης της γλώσσας. Και την προβάλλει σαν λόγο ακύρωσης. Η έρευνα από την Ε.Δ.Υ. χαρακτηρίζεται ανύπαρκτη ή στην καλύτερη περίπτωση ελλιπής. Αναλυτικότερα λέχθηκε ότι η Ε.Δ.Υ. στηρίχθηκε στην έκθεση χωρίς ανεξάρτητη έρευνα από αυτή και χωρίς να διαγνωσθεί η ευχέρεια των υποψηφίων στο γραπτό λόγο.
Από το διαθέσιμο υλικό προκύπτει ότι η Σ.Ε. διεξήγαγε ολόκληρο το τεχνικό μέρος της εξέτασης/συνέντευξης στα αγγλικά. Και σωστά δεν αμφισβητήθηκε η επάρκεια του μέσου για εξακρίβωση της ικανότητας των υποψηφίων στην προφορική έκφραση. Η Ε.Δ.Υ. έκαμε ιδιαίτερη μνεία του θέματος της γλώσσας στην απόφασή της. Με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, όπως ρητά αναφέρει, υιοθέτησε την κρίση της Σ.Ε. σύμφωνα με την οποίαν όλοι οι προκριθέντες έχουν την απαιτούμενη γνώση.
Όμως από το υλικό φανερώνεται ότι την αποφασιστική αρμοδιότητα στο προκείμενο άσκησε η Ε.Δ.Υ. που μπορούσε να είχε προηγουμένως υποβοηθηθεί στο έργο της από την έρευνα στην οποία προέβη το συμβουλευτικό της όργανο στο θέμα της γλώσσας. Χωρίς να παρίσταται ανάγκη για νέα έρευνα από το ίδιο το διορίζον όργανο. Βλέπε Δαυίδ Γεωργίου ν. Ε.Δ.Υ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Σωτήρης Κεφάλας ν. Ε.Ε.Υ. (1991) 4 Α.Α.Δ. 1693.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του ζητήματος. Ο γραπτός λόγος. Εδώ υπήρχε άφθονο υλικό στη διάθεση της Ε.Δ.Υ. (δίπλωμα σπουδών Α.Τ.Ι., πιστοποιητικό εξετάσεων General Certificate of Education και άλλοι τίτλοι σπουδών) από το οποίο μπορούσε να συναχθεί η απαιτούμενη επάρκεια. Εκεί που πραγματικά χρειαζόταν η εξέταση ήταν στην ικανότητα της έκφρασης δεδομένου του εκπαιδευτικού χαρακτήρα της θέσης. Το επιχείρημα για έλλειψη έρευνας ή για ανεπάρκειά της κρίνεται αβάσιμο.
Ακολουθούν τρείς άλλοι λόγοι: (1) ότι η συνέντευξη άσκησε - παράνομα - αποφασιστική επίδραση στο διορισμό ενόψει της υπεροχής του αιτητή στα 3 καθιερωμένα κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα). (2) Η σύσταση του Διευθυντή είναι αόριστη, αναιτιολόγητη και γενικά έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων και (3) η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Επιβάλλεται η συνεξέταση των τριών αυτών εισηγήσεων γιατί όπως έχει φανεί έχουν σαν βάση τον ίδιο ισχυρισμό: την καταφανή υπεροχή του αιτητή απέναντι στον επιτυχόντα.
Ας κοιτάξουμε λοιπόν τα στοιχεία. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις, στο βαθμό που είναι μέτρο της αξίας, δε δείχνουν υπεροχή του αιτητή. Η έρευνα σε αυτές αποκαλύπτει πως είναι πάνω κάτω ισόβαθμος με τον ενδιαφερόμενο. Από τη διερεύνηση όμως των άλλων στοιχείων προκύπτει ότι είναι ο πιο πολύπειρος. Η πείρα του εκτείνεται σε αδιάλειπτη περίοδο 13 ετών και 10 μηνών. Του ενδιαφερομένου είναι 8 χρόνια και 11 μήνες. Η διαφορά φτάνει τα 5 χρόνια. Πρέπει να υπομνησθεί στο σημείο αυτό πως η πείρα που αποκτά εργαζόμενος υπό συγκεκριμένη ιδιότητα αποτελεί συστατικό της αξίας του την οποία και επαυξάνει: Άννα Πιπέρη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1306, 1310 και Σπύρος Ηλιάδης και Άλλη ν. Χρυσόστομου Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25. Ενδεικτική της αξίας του αιτητή ήταν και η επανειλημμένη βράβευση εργασιών του.
Και στα προσόντα η εικόνα είναι πιο ευνοϊκή για τον αιτητή. Ας σημειωθεί ότι και οι δύο έχουν δίπλωμα Μηχανολογίας του Α.Τ.Ι. Δηλαδή το βασικό προσόν που ορίζει η παράγραφος 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Πέραν αυτού ο αιτητής έχει πανεπιστημιακό δίπλωμα Μηχανολογίας Β.Sc., ειδικότητα που σχετίζεται με την επίδικη θέση. Η κατευθυντήρια γραμμή της νομολογίας είναι πως παρόλο που δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας δίπλωμα που είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης δεν παραγνωρίζεται. Συνεκτιμάται με τα άλλα στοιχεία για την επιλογή του καταλληλότερου: Ανδρεστίνος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 405, 411, Ανδρέας Παπαδόπουλος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 902, Αλέκος Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186, Νικόλας Σιαμπουρτής ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 1) (1993) 4 Α.Α.Δ. 816.
Πρέπει να λεχθεί - και έχει δοθεί στο θέμα ιδιαίτερη σημασία από τη δικηγόρο του ενδιαφερόμενου - ότι στον ενδιαφερόμενο απονεμήθηκε δίπλωμα Master of Philosophy του Polytechnic of Wales. Παρατηρώ εντούτοις ότι τον τίτλο ο ενδιαφερόμενος απέκτησε το Νοέμβριο του 1991, ενώ ο ουσιώδης χρόνος για την υποβολή/κατοχή του ήταν η 13/10/90. Επομένως δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να προσμετρήσει σαν προσόν κατά τη λήψη της απόφασης.
Τέλος, είναι παραδεκτόν ότι ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα (3 1/2 χρόνια). Με τα δεδομένα αυτά η σύσταση του Διευθυντή, στην οποία δε διακρίνεται κανένα ίχνος αιτιολογίας, χάνει την αξία της. Επαναλαμβάνω ότι ανέφερα στην Σάββας Κυπριανίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3101:
"Είναι εμπεδωμένη η αρχή στη νομολογία ότι οι συστάσεις του διευθυντή τμήματος και όταν ακόμη στερούνται αιτιολόγησης είναι έγκυρες εφόσον συνάδουν με τις εκθέσεις και τα άλλα συναφή στοιχεία των φακέλων: Ρούσος ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 723. Η σημασία των συστάσεων εξασθενίζει ανάλογα με το βαθμό διάστασής τους προς τα δεδομένα που καθορίζουν αντικειμενικά την ικανότητα ενός υπαλλήλου. Δημοκρατία ν. Κουφέτα (1985) 3 Α.Α.Δ. 1950, 1962."
Τα δεδομένα λοιπόν παρέχουν βάση στις επικρίσεις του δικηγόρου του αιτητή ότι προσδόθηκε ανεπίτρεπτα ειδικό βάρος στα αποτελέσματα της συνέντευξης, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του νόμου η Ε.Δ.Υ. απλά λαμβάνει υπόψη "και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε......". Ακόμη η επίδικη απόφαση δεν προβαίνει σε κανένα σχολιασμό ή συσχετισμό των στοιχείων. Αρκείται στη γενική διατύπωση που παρέθεσα. Δεν έχει αιτιολογία, ούτε αυτή αναπληρώνεται από τα στοιχεία. Αντίθετα η μελέτη τους, σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε, δείχνει καταφανή υπεροχή του αιτητή.
Γιαυτούς τους λόγους η απόφαση ακυρώνεται. Χωρίς έξοδα.
H επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς έξοδα.