ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1994) 4 ΑΑΔ 1387
24 Ιουνίου, 1994
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΑΝΘΟΥΛΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠOYPΓIKOY ΣYMBOYΛIOY KAI/Ή ΑΛΛΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 300/91, 488/91, 491/91)
Διοικητικό Δίκαιο ― Έκδοση διοικητικής πράξης ― Αρμοδιότητα ― Έκδοση της πράξης από αναρμόδιο όργανο αποτελεί λόγο ακυρότητάς της ― Η αρμοδιότητα οργάνου ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ― Έκδοση απόφασης επίταξης ακίνητης ιδιοκτησίας συλλογικά από αναρμόδιο όργανο αντί το Υπουργικό Συμβούλιο.
Επίταξη Ακίνητης Ιδιοκτησίας ― Προσβολή του Διατάγματος με προσφυγή ― Έννομο Συμφέρον ― Μόνο οι ιδιοκτήτες της γης το κατέχουν.
Οι αιτητές προσέβαλαν με τις προσφυγές τους την απόφαση επίταξης της ιδιοκτησίας τους για χρονική περίοδο τριών χρόνων δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης.
Για πολλούς από τους αιτητές προβλήθηκε προδικαστική ένσταση ότι αυτοί δεν είχαν έννομο συμφέρον στην καταχώρηση της προσφυγής τους εφόσον δεν ήσαν ιδιοκτήτες των επίδικων τεμαχίων. Ο κυριότερος λόγος που τέθηκε προς ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης ήταν ότι αυτή λήφθηκε συλλογικά από αναρμόδιο όργανο και όχι τον Υπουργό Αμυνας προς τον οποίο είχε δοθεί η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή αρ. 300/91 για όσους από τους αιτητές δεν απέδειξαν ιδιοκτησία των ακινήτων και ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση για τους υπόλοιπους αιτητές σ' αυτήν καθώς και στις προσφυγές 488/91 και 491/91, αποφάσισε ότι:
Παρόλο που στην παρούσα προσφυγή εγείρεται, μεταξύ άλλων, το πολύ σημαντικό ερώτημα εάν και κατά πόσο ο Υπουργός Αμυνας μπορούσε, δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης, να εκδόσει το επίδικο διάταγμα, εντούτοις δεν κρίνεται σκόπιμο να απαντηθεί, αφού οι υπό κρίση προσφυγές μπορούν να αποφασισθούν με βάση το λόγο ακυρότητας περί συλλογικής απόφασης από αναρμόδιο όργανο.
Εξετάζοντας το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του και ιδιαίτερα τα πρακτικά της 14.1.91, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η επίδικη απόφαση που λήφθηκε, δεν ήταν απόφαση του ίδιου του Υπουργού Αμυνας, αλλά απόφαση των όσων παρακάθισαν στη συνεδρίαση εκείνη, οι οποίοι όμως ήσαν αναρμόδιοι.
Εκτός από τα πρακτικά της 14.1.91, δεν υπάρχει κανένα άλλο κείμενο ή πράξη που να καταδεικνύει ότι ο Υπουργός Αμυνας έλαβε από μόνος του την επίδικη απόφαση. Τουναντίον, από τα πρακτικά της 14.1.91 φαίνεται ότι, ο Υπουργός Αμυνας δεν άσκησε κυριαρχική αρμοδιότητα, οι δε παρευρισκόμενοι που συλλογικά έλαβαν την επίδικη απόφαση, απλώς έκριναν τη γνωμάτευση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος και ανάλαβε να συντάξει τη σχετική γνωστοποίηση. Το αυτό ισχύει έστω και αν υποτεθεί ότι την απόφαση την έλαβε ο ίδιος ο Υπουργός. Στη γνωστοποίηση διατυπώνονται οι σκοποί που κατέστησαν αναγκαία τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά δεν υπάρχει πουθενά πρωτογενής διερεύνηση των ουσιωδών γεγονότων και η αιτιολογία που οδήγησε στη λήψη της απόφασης από το αρμόδιο όργανο, για να καθίσταται δυνατή η αναθεώρησή της. Το τι έγινε είναι ότι απλά εγκρίθηκε η γνωμάτευση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα.
Για τους πιο πάνω λόγους, το προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει από ακυρότητα, γιατί ενώ με βάση το Άρθρο 4(2)(α) του Περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου (Ν. 21/62) αρμόδιο να αποφασίσει ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο, τούτο αποφασίστηκε συλλογικά στη συνεδρία της 14.1.91, από αναρμόδιο όργανο. Η αρμοδιότητα του οργάνου και η παρανομία ερευνούνται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Η αναρμοδιότητα του οργάνου να λάβει την επίδικη απόφαση αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία, λόγο ακυρότητας.
Κατά συνέπεια η προσφυγή Αρ. 300/91 όσον αφορά τους αιτητές 2, 12, 13, 14, 21, 26, 27, 31, 32, 33 και 37 απορρίπτεται, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, ενώ η προσφυγή αυτή όσον αφορά τους υπόλοιπους αιτητές, καθώς επίσης και οι προσφυγές αρ. 488/91 και 491/91, επιτυγχάνουν.
Η επίδικη απόφαση όσον αφορά τις προσφυγές που επιτυγχάνουν ακυρώνεται λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την έλαβε, καθώς επίσης και λόγω έλλειψης υπόβαθρου, κατά τρόπο που να μην γίνεται δυνατή η αναθεώρησή της στο πλαίσιο του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
H προσφυγή 300/91 επιτυγχάνει μερικώς. Oι προσφυγές 488/91 και 491/91 επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252,
Αναστάση v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3085.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της εγκυρότητας του διατάγματος επίταξης με αρ. 302 ημερ. 8.3.91 και με το οποίο διατάχθηκε δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης η επίταξη ιδιοκτησίας ορισμένων από τους αιτητές για χρονική περίοδο τριών χρόνων από την ημερομηνία δημοσίευσής του.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Aιτητές στην Προσφυγή Αρ. 300/91.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Aιτητές στην Προσφυγή Αρ. 488/91.
Α. Χριστοδούλου , για τον Aιτητή στην Προσφυγή Αρ. 491/91.
Τ. Πολυχρονίδου , Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Oι αιτητές με τις παρούσες προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, προσβάλλουν την εγκυρότητα του διατάγματος επίταξης με αρ. 302, που δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα ΙΙΙ, Μέρος ΙΙ της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας ημερ. 8.3.91, και με το οποίο διατάχθηκε δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης, η επίταξη της ιδιοκτησίας ορισμένων από τους αιτητές, για χρονική περίοδο τριών χρόνων από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν ένσταση μετά από έρευνα που έχουν κάμει στα επίσημα μητρώα του Κτηματολογίου, ότι οι αιτητές στην προσφυγή Αρ. 300/91, 2. Γεώργιος Καμηλάρης, 12. Άννα Σταύρου, 13. Αγλαΐα Μ. Πιερίδου, 14. Στέλλα Ηρακλέους, 21. Κώστας Βασιλείου, 26. Νίκη Μορφάκη-Λαπίθη, 27. Ανδρέας (Μάριος) Οδυσσέως, 31. Φρόσω Κ. Δημητρίου, 32. Κωνσταντίνος Δημητρίου, 33. Χαράλαμπος Δημητρίου και 37. Κίκα Κυριακίδου, δεν έχουν έννομο συμφέρο να προσβάλουν το επίδικο διάταγμα επίταξης, δεδομένου ότι δεν φαίνονται να είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες κτημάτων στην Λακατάμια, που επιτάχθηκαν με το επίδικο διάταγμα. Οι πιο πάνω αιτητές παράλειψαν να αποδείξουν ότι είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες τέτοιων κτημάτων και ως εκ τούτου η προσφυγή τους θα πρέπει να απορριφθεί. Οι υπόλοιποι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες επιταχθέντων κτημάτων.
Τα γεγονότα είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Το Υπουργείο Άμυνας προέβη σε επίταξη ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένης αυτής των αιτητών που είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες, για τις ανάγκες του στρατιωτικού αεροδρομίου Λακατάμιας, και εξέδοσε τα σχετικά διατάγματα επίταξης, που δημοσιεύτηκαν με τις ακόλουθες διοικητικές πράξεις και καλύπτουν τη χρονική περίοδο από 21.9.79-5.9.89:
Αρ.Δ.Π. 1026/79, 991/80, 909/81, 962/82, 1006/83, 1389/84, 1270/85, 1227/86, 1048/87 και 1384/88 (βλ. Παράρτημα Α στην ένσταση).
Το τελευταίο διάταγμα έληξε το Σεπτέμβριο του 1989 και σύμφωνα με νομική συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας, δεν ανανεώθηκε πριν από τις 8.3.91, γιατί η συνολική χρονική περίοδος της επίταξης της αναφερόμενης ιδιοκτησίας ξεπέρασε την τριετία που προνοεί η σχετική νομοθεσία και γιατί εκκρεμούσε στο Δικαστήριο σχετική αγωγή.
Το προσβαλλόμενο νέο διάταγμα επίταξης ημερ. 8.3.91, εκδόθηκε κατόπιν νομικής συμβουλής του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα, ότι ο Υπουργός Άμυνας είχε δικαίωμα να το πράξει δυνάμει του "Δικαίου της Ανάγκης", λόγω της συνέχισης της έκρυθμης κατάστασης στην Κύπρο, και είχε ισχύ μέχρι τις 8.3.94 (βλ. Παράρτημα Β στην ένσταση). Του προσβαλλόμενου διατάγματος προηγήθηκε σύσκεψη που έγινε στις 14.1.91, στο γραφείο του Υπουργού Άμυνας, με θέμα τη χρήση του στρατιωτικού αεροδρομίου Λακατάμιας από ιδιώτες. Στη σύσκεψη αυτή εκτός από τον Υπουργό Άμυνας έλαβαν μέρος, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας, ο Διευθυντής και εκπρόσωπος του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, Εκπρόσωποι του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, της Διοίκησης Αεροπορίας και του Υπουργείου Άμυνας. Εκφράστηκαν διάφορες απόψεις και στη συνέχεια ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας παρατήρησε τα ακόλουθα στη σελ. 3 των πρακτικών αυτών που είναι Τεκμήριο 2 στην ένσταση:
"α. To Υπουργείο Άμυνας δύναται να προβεί σε έκδοση νέου διατάγματος επίταξης της έκτασης που απαιτείται για σκοπούς άμυνας δεδομένου ότι αυτό θα βασιστεί στο "Δίκαιο της Ανάγκης" λόγω της συνέχισης της έκρυθμης κατάστασης στην Κύπρο, και
β. ως εκ τούτου το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων δεν δύναται να εκδόσει διάταγμα επίταξης της ίδιας ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς προώθησης/εξυπηρέτησης της "ελαφράς αεροπορίας"."
Ακολούθως, η παράγραφος 5 των πρακτικών αυτών αναφέρει:
" 5. Μετά από διεξοδική συζήτηση των πιο πάνω λήφθηκαν οι εξής αποφάσεις:
α. Να εκδοθεί νέο διάταγμα επίταξης της γης που είναι απαραίτητη για τις ανάγκες λειτουργίας του στρατιωτικού Αεροδρομίου στη Λακατάμια, τη διατύπωση του οποίου θα αναλάβει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας βασιζόμενος στο "Δίκαιο της Ανάγκης" λόγω της έκρυθμης κατάστασης στην Κύπρο.
β. Το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας σε συνεννόηση με την Αερολέσχη Κύπρου και τις άλλες ιδιωτικές Εταιρείες που χρησιμοποιούν το Α/Δ Λακατάμιας να επισημάνει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, νέο χώρο στην περιοχή Λευκωσίας για τη δημιουργία νέου διαδρόμου, ο οποίος θα χρησιμοποιείται για την ελαφρά αεροπορία. Το Αεροδρόμιο Λευκωσίας αναφέρτηκε σαν πιθανός χώρος για να εξεταστεί κατά πόσο είναι δυνατό να μετακινηθούν σ' αυτόν τα ιδιωτικά αεροσκάφη και γενικά η ελαφρά αεροπορία.
γ. Κανένα ιδιωτικό αεροσκάφος/ελικόπτερο δεν θα χρησιμοποιεί το Α/Δ Λακατάμιας αμέσως μετά τη δημιουργία του νέου διαδρόμου εκτός από τα αεροσκάφη του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, για λόγους ευνόητους.
δ. Το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε οι αερομοντελιστές να σταματήσουν να χρησιμοποιούν το Α/Δ Λακατάμιας μετά τις 21.1.1991, σύμφωνα με απόφαση που λήφθηκε σε πρόσφατη σχετική συνεδρία που έγινε στο Δημαρχείο Λακατάμιας.
ε. Σχετικά με το πιο πάνω θέμα και τις αποφάσεις που λήφθηκαν να ενημερωθεί το Δημαρχείο Λακατάμιας για ανάλογη πληροφόρηση των δημοτών του."
Είναι εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών, πως το κείμενο της συνεδρίασης της 14.1.91 φανερώνει ότι η απόφαση που λήφθηκε, ήταν συλλογική πράξη των όσων παρακάθησαν και συζήτησαν το θέμα. Δεν ήταν πράξη του ίδιου του Υπουργού Εσωτερικών προς τον οποίο εκχώρησε την εξουσία του το Υπουργικό Συμβούλιο. Ακόμα εισηγούνται ότι η επίταξη ιδιωτικής γης για οποιοδήποτε σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δεν μπορεί να παρατείνεται πέραν από τη συνταγματική και νομοθετική χρονική διάρκεια, ούτε μπορεί η υπό επίταξη ιδιοκτησία να χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς και μάλιστα ιδιωτικούς. Επίσης υποστήριξαν ότι, εφόσον δεν υπήρξε ποτέ απαλλοτρίωση, το προσωρινό μέτρο της επίταξης μετατράπηκε σε μόνιμη στέρηση της ιδιοκτησίας και γι' αυτό το λόγο, η επίταξη είναι άκυρη.
Όσον αφορά την επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης, οι δικηγόροι των αιτητών εισηγούνται ότι αυτή δεν είναι δυνατή για να δικαιολογήσει την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και ισχυρίζονται ότι η πράξη αυτή είναι αντίθετη στο Ν. 21/62 και στο Σύνταγμα, άρθρο 23.8.
Σύμφωνα με το άρθρο 23.8(γ) του Συντάγματος και το άρθρο 4(3) του Περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962 (Ν. 21/62), όπως τροποποιήθηκε από τους Ν. 50/66 και 43/86, η περίοδος επίταξης είναι τριετής.
Είναι η θέση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα, όπως διατυπώνεται στη γραπτή του αγόρευση, πως ο Υπουργός Άμυνας, έχοντας υπόψη τον συνταγματικό και νομοθετικό χρονικό περιορισμό, άσκησε τις εξουσίες που χορηγούνται στο Υπουργικό Συμβούλιο από το άρθρο 4 του Περί Επιτάξεως Νόμου και που η άσκησή τους ανατέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο σ' αυτόν, επειδή η ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητών είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση άμεσων και ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Δημοκρατίας αναγκών, ενόψει της συνεχιζόμενης εισβολής και κατοχής τμήματος της επικράτειας της Δημοκρατίας από τα Τουρκικά στρατεύματα και εξέδοσε το διάταγμα δυνάμει του "Δικαίου της Ανάγκης" και διάταξε την επίταξή της, παρά το ότι η ιδιοκτησία έχει ήδη επιταχθεί για χρονική περίοδο, η οποία μαζί με τη χρονική περίοδο της επίταξης θα υπερβαίνει συνολικά τα τρία χρόνια.
Είναι ακόμα η εισήγηση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα, ότι λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που επικρατούν στην Κύπρο σαν αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης εισβολής και κατοχής, δικαιολογείται δυνάμει του "Δικαίου της Ανάγκης" όχι μόνο η ψήφιση νόμων, όπως ο Ν. 33/64 ή ο Ν. 12/65, αλλά και η έκδοση διοικητικών πράξεων όπως το επίδικο διάταγμα επίταξης.
Παρόλο που στην παρούσα προσφυγή εγείρεται, μεταξύ άλλων, το πολύ σημαντικό ερώτημα εάν και κατά πόσο ο Υπουργός Άμυνας μπορούσε, δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης, να εκδόσει το επίδικο διάταγμα, εντούτοις δεν κρίνω σκόπιμο να το απαντήσω, αφού οι υπό κρίση προσφυγές μπορούν να αποφασισθούν με βάση το λόγο ακυρότητας περί συλλογικής απόφασης από αναρμόδιο όργανο.
Σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να αναφερθεί πως η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, που εμφανίστηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων, είπε πως δεν υπάρχουν διοικητικοί φάκελοι για να παρουσιασθούν στο Δικαστήριο και πως όλα τα έγγραφα που αφορούν τις υπό κρίση προσφυγές, είναι επισυνημμένα στις ενστάσεις που καταχωρήθηκαν σε αυτές.
Εξετάζοντας το υλικό που τέθηκε ενώπιόν μου και ιδιαίτερα τα πρακτικά της 14.1.91, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η επίδικη απόφαση που λήφθηκε, δεν ήταν απόφαση του ίδιου του Υπουργού Άμυνας, αλλά απόφαση των όσων παρακάθισαν στη συνεδρίαση εκείνη, οι οποίοι όμως ήσαν αναρμόδιοι.
Εκτός από τα πρακτικά της 14.1.91, δεν υπάρχει κανένα άλλο κείμενο ή πράξη που να καταδεικνύει ότι ο Υπουργός Άμυνας έλαβε από μόνος του την επίδικη απόφαση. Τουναντίον, από τα πρακτικά της 14.1.91 φαίνεται ότι, ο Υπουργός Άμυνας δεν άσκησε κυριαρχική αρμοδιότητα, οι δε παρευρισκόμενοι που συλλογικά έλαβαν την επίδικη απόφαση, απλώς έγκριναν τη γνωμάτευση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος και ανάλαβε να συντάξει τη σχετική γνωστοποίηση. Το αυτό ισχύει έστω και αν υποθέσουμε ότι την απόφαση την έλαβε ο ίδιος ο Υπουργός. Στη γνωστοποίηση διατυπώνονται οι σκοποί που κατέστησαν αναγκαία τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά δεν υπάρχει πουθενά πρωτογενής διερεύνηση των ουσιωδών γεγονότων και η αιτιολογία που οδήγησε στη λήψη της απόφασης από το αρμόδιο όργανο, για να καθίσταται δυνατή η αναθεώρηση της. Το τι έγινε είναι ότι απλά εγκρίθηκε η γνωμάτευση του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα.
Για τους πιο πάνω λόγους, το προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει από ακυρότητα, γιατί ενώ με βάση το άρθρο 4(2)(α) του Ν. 21/62 αρμόδιο να αποφασίσει ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο, τούτο αποφασίστηκε συλλογικά στη συνεδρία της 14.1.91, από αναρμόδιο όργανο. Η αρμοδιότητα του οργάνου και η παρανομία ερευνούνται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. [Βλ., μεταξύ άλλων, Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (1977), σελ. 141-142, παρ. 142-143, Στασινόπουλος Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων, σελ. 190-192, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 A.A.Δ. 252]. Η αναρμοδιότητα του οργάνου να λάβει την επίδικη απόφαση αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία, λόγο ακυρότητας. (Βλ., μεταξύ άλλων Αναστάση ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3085).
Κατά συνέπεια και για τους λόγους που εξέθεσα πιο πάνω, η προσφυγή Αρ. 300/91 όσον αφορά τους αιτητές 2, 12, 13, 14, 21, 26, 27, 31, 32, 33 και 37 απορρίπτεται, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, ενώ η προσφυγή αυτή όσον αφορά τους υπόλοιπους αιτητές, καθώς επίσης και οι προσφυγές αρ. 488/91 και 491/91, επιτυγχάνουν.
Η επίδικη απόφαση όσον αφορά τις προσφυγές που επιτυγχάνουν ακυρώνεται λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την έλαβε, καθώς επίσης και λόγω έλλειψης υπόβαθρου, κατά τρόπο που να μην γίνεται δυνατή η αναθεώρησή της στο πλαίσιο του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Δεν επιδικάζονται έξοδα.
H προσφυγή 300/91 επιτυγχάνει μερικώς. Oι προσφυγές 488/91 και 491/91 επιτυγχάνουν. Kαμία διαταγή για έξοδα.