ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κολοκασίδου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 ΑΑΔ 4801
Xριστοδουλίδου Έλλη ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 40
Δημητρίου Λένια και Άλλοι ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 1196
Σιαπίτης Xαράλαμπος και Άλλος ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 1333
Ιωαννίδης Ιωάννης Σ. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Αρ. 1) (1994) 4 ΑΑΔ 462
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1994) 4 ΑΑΔ 1068
17 Μαΐου, 1994
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 170/92)
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ―Προαγωγές ― Ο Καν. 56(7)(β) των Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 (ΚΔΠ 220/82) ― Περιεχόμενο και ερμηνεία ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ―Προαγωγές ― Kαν. 10(5) των Κανονισμών της Αρχής ― Η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύει με οποιοδήποτε τρόπο την Αρχή.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Πρέπει να είναι ουσιώδης ― Μη ουσιώδης η πλάνη στην κριθείσα περίπτωση.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ―Προαγωγές ― Κριτήρια ― Καν. 10(7) των Κανονισμών της Αρχής σχετικά με την αρχαιότητα.
Ο αιτητής επεδίωξε με την προσφυγή την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Τομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο Κανονισμός 56(7)(β) των Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 (ΚΔΠ 220/82) αποτελεί καθαρά μεταβατική διάταξη, η οποία θεσπίστηκε με αποκλειστικό σκοπό να διαφυλάξει το δικαίωμα σε όσους υπαλλήλους είχαν προσβληφθεί πριν από την 13.5.72 να προαχθούν, παρά την αλλαγή που επέφερε ο Καν.8 ως προς τα απαιτούμενα ελάχιστα ειδικά προσόντα. Περαιτέρω, ο καν, 56(7)(β) αφορά στη διασφάλιση της δυνατότητας εξέλιξης του προσωπικού, το οποίο ρητά εξειδικεύει και δεν επεκτείνεται σε συσχετισμό της κατηγορίας αυτής του προσωπικού με οποιουσδήποτε άλλους υπαλλήλους, ούτε και θέτει τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν την 13.5.72 σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων.
Επιπλέον, ο ίδιος ο Καν.8 δεν προνοεί για πλεονέκτημα σε οποιοδήποτε βαθμό, αλλά ούτε και τα Σχέδια Υπηρεσίας που ίσχυαν πριν τις 13.5.72.
2. Με βάση τον Καν. 10(5) των Κανονισμών, η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύει με οποιοδήποτε τρόπο την Αρχή, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, διενήργησε δική της έρευνα, προέβη σε κρίσεις αναφορικά με ένα έκαστο των υποψηφίων και συστάθμισε όλα τα νόμιμα κριτήρια προτού καταλήξει.
3. Η αξιολόγηση του αιτητή στο στοιχείο Διαγωγή/Συμπεριφορά με το βαθμό 9, ο οποίος υπολείπεται μόλις κατά μια μονάδα του ιδανικού, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει με οποιοδήποτε τρόπο τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής διέπραξε οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα ή έστω υπέδειξε απρεπή συμπεριφορά, που θα καθιστούσε υπόχρεη την αρμόδια αρχή να του γνωστοποιήσει την πρόθεσή της για "μείωση" της βαθμολογίας του και να του δώσει το δικαίωμα να ακουσθεί.
Ο κάθε υπάλληλος κρίνεται στα επί μέρους στοιχεία των Φύλλων Ποιότητας/Προαγωγής, ανάλογα με τα δεδομένα του έτους για το οποίο γίνεται η αξιολόγηση και δεν έχει οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα ότι η βαθμολογία του προηγούμενου έτους θα μεταφερθεί ως έχει και στο επόμενο.
4. Ο διορισμός υπαλλήλου σε μη κενή θέση θεωρείται παράνομος λόγω πλάνης περί το δίκαιο. Η αρχή όμως αυτή δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση, για το λόγο ότι η καθ' ης η αίτηση Αρχή δεν προχώρησε σε πλήρωση μη κενής θέσης, αλλά πλανήθηκε αναφορικά με το Τμήμα στο οποίο η κενή θέση υφίστατο.
Είναι βασική αρχή στη νομολογία πως, για να επιφέρει ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, η πλάνη περί τα πράγματα πρέπει να είναι ουσιώδης και να έχει ασκήσει ουσιαστική επίδραση στην κρίση του διοικητικού οργάνου.
5. Το γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο χρησιμοποίησε για κάθε ένα υποψήφιο διαφορετική αιτιολογία από τους υπόλοιπους, δεικνύει ότι η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν ουσιαστική και ότι συνεκτιμήθηκαν και συσταθμίστηκαν τα στοιχεία εκείνα που συνέθεταν την ουσιαστική καταλληλότητα του κάθε υποψηφίου ξεχωριστά.
Η αρχαιότητα, όπως και τα προσόντα, δεν αποτελούν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης για τους υπαλλήλους της Α.ΤΗ.Κ. σύμφωνα με τον Καν. 10(7), ούτε και εφαρμόζεται αναλογικά η νομολογία που διαμορφώθηκε για τους δημοσίους υπαλλήλους, όπου η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια. Εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείεται η συνεξέταση της αρχαιότητας και των προσόντων ως στοιχείων προσδιοριστικών της ουσιαστικής καταλληλότητας, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία στα οποία αναφέρεται ο Κανονισμός.
Η Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή είναι ένα από τα στοιχεία τα οποία η Αρχή λαμβάνει υπόψη πριν από τη διενέργεια των προαγωγών, σύμφωνα με τον Καν. 10(5). Στην υπό εξέταση υπόθεση, η Αρχή έλαβε υπόψη την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, προέβη όμως και σε δική της έρευνα και κρίση των δεδομένων για τους υποψήφιους.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιωαννίδης v. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 1) (1994) 4 A.A.Δ. 462,
Δημητρίου κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196,
Χριστοδουλίδου v. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 40,
Κολοκασίδου v. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801,
Σιαπιτής κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1333.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήχθησαν αναδρομικά από 3.10.1991 στη θέση Τομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού) τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί ο αιτητής.
Α. Ταλιαδώρος για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη, για τον Aιτητή.
Κ. Χ" Ιωάννου, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Mε την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή κατά ή περί την 12.12.1991 με την ανάρτησή της στον Πίνακα Ανακοινώσεων των Καθ' ων η αίτηση και σύμφωνα με την οποία στη θέση Τομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού) προήχθησαν αναδρομικά από την 3.10.1991 οι (1) Τάσος Παρτζίλης, (2) Γλαύκος Χούτρης και (3) Χαράλαμπος Κίττος, αντί ο Αιτητής, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος."
Με απόφασή της ημερ. 3.10.91, η καθ' ης η αίτηση Αρχή αποφάσισε την πλήρωση τριών κενών θέσεων Τομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού, που περιλαμβάνονταν στον Προϋπολογισμό του έτους 1991. Οι τρεις θέσεις, όπως εγκρίθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, ανήκαν στις Υπηρεσίες, Υποδιεύθυνσης Συντηρήσεως Ραδιοηλεκτρικών Συστημάτων- Δορυφορικός Σταθμός, Υποδιεύθυνσης Προγραμματισμού - Κέντρα και Περιφερειακής Υπηρεσίας Λευκωσίας - Συντήρηση Δικτύων.
Στις 8.7.91 συνήλθε σε συνεδρίαση το Συμβούλιο Προσωπικού προς το σκοπό εξέτασης του θέματος και παροχής συμβουλής προς την Αρχή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82, όπως τροποποιήθηκαν και με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 3.11.91.
Ανάμεσα στους υποψηφίους οι οποίοι μέχρι την 3.11.91 είχαν συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στο βαθμό του Υποτομεάρχη και οι οποίοι σύμφωνα με τον Καν. 10(4) εδικαιούντο κρίσης για τον αμέσως ανώτερο βαθμό του Τομεάρχη, περιλαμβάνονταν ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Το Συμβούλιο Προσωπικού προχωρώντας στην εξέταση του θέματος, ανάφερε πως οι υποψήφιοι θα εκρίνοντο με βάση τον Καν. 8(1)(Β)(α) και 8(1)(Α)(α), που καθόριζαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Ανώτερου Τεχνικού Προσωπικού, τον Καν. 54(1), τον Καν. 56(7)(α), τον Καν. 56(7)(β), που προέβλεπε τη δυνατότητα σε όσους υπαλλήλους είχαν προσληφθεί πριν από τις 13.5.72 να προαχθούν με βάση τα ισχύοντα προ της 13.5.72 Σχέδια Υπηρεσίας, δηλαδή εκείνα του Μηχανικού Ι (Engineer I), καθώς και τον Καν. 56(7)(γ).
Στη συνέχεια το Συμβούλιο έκρινε ότι 25 υποψήφιοι κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα για τη θέση, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη, και προχώρησε στη μελέτη των βαθμολογιών, των παρατηρήσεων, των συστάσεων των Προϊσταμένων στα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής και των άλλων στοιχείων των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων αυτών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του Καν. 10(7) στο σύνολό τους, προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση των 25 υποψηφίων μεταξύ τους και κατάρτισε κατάλογο των 16 επικρατέστερων και πιο κατάλληλων, στον οποίο περιλαμβάνονταν ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Το Συμβούλιο Προσωπικού παρατήρησε πως η βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους Χαράλαμπου Κίττου στο Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής του Ιουλίου 1987, παρουσιάζετο κάπως μειωμένη σε σύγκριση με τα άλλα έτη, αλλά το γεγονός αυτό αποδόθηκε στο ότι κατά το έτος αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως Τομεάρχης.
Ακολούθως το Συμβούλιο προχώρησε σε περαιτέρω σύγκριση των 16 επικρατέστερων υποψηφίων μεταξύ τους και αποφάσισε ότι 11 υποψήφιοι, ανάμεσα στους οποίους ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη, υπερτερούσαν των υπολοίπων σε ουσιαστική καταλληλότητα.
Συνεχίζοντας με την ίδια μέθοδο αξιολόγησης και σύγκρισης, το Συμβούλιο αποφάσισε να παραμείνουν στον κατάλογο των επικρατέστερων έξι υποψήφιοι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως ο αιτητής.
Τέλος, το Συμβούλιο ιεράρχησε και τοποθέτησε κατά σειρά προτεραιότητας τους έξι επικρατέστερους υποψηφίους και αποφάσισε να συμβουλεύσει την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των τριών κενών θέσεων με βάση τον κατάλογο αυτό.
Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, αφού μελέτησε τα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου Προσωπικού, καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, διαπίστωσε ότι η κατάταξη του Συμβουλίου ήταν ορθή και δικαιολογημένη και εισηγήθηκε στην Αρχή να προχωρήσει με την προαγωγή των τριών ενδιαφερομένων μερών που, κατά την άποψή του, υπερείχαν των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και διέθεταν τις δυνατότητες για επιτυχή ανταπόκριση στα καθήκοντα της νέας θέσης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στη συνεδρίασή του με ημερ. 12.11.91, μελέτησε όλα τα δεδομένα για τους υποψηφίους, δηλαδή, τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων και προέβη σε σχόλια για τον κάθε ένα από αυτούς.
Αναφορικά με τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα μέρη, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κατέγραψε τα ακόλουθα:
"Ο υποψήφιος Ιωάννης Ιωαννίδης (809) κρίνεται ως πολύ καλός, εργατικός και ευσυνείδητος με ικανοποιητική τεχνική κατάρτιση."
"Ο Υποψήφιος Χαράλαμπος Κίττος (944) κρίνεται ως πολύ καλός και εργατικός υπάλληλος. Σαν Προϊστάμενος Συντηρήσεως της Περιφερειακής Υπηρεσίας Λευκωσίας εκτελεί τα καθήκοντά του πολύ ικανοποιητικά."
"Ο υποψήφιος Γλαύκος Χούτρης (2872) κρίνεται ως εξαιρετικός μηχανικός με άμεμπτο χαρακτήρα, άρτια τεχνική κατάρτιση και πολύ καλές διοικητικές ικανότητες."
"Ο υποψήφιος Τάσος Παρτζίλη (2071) κρίνεται ως εξαίρετος υπάλληλος, εργατικός και αποδοτικός, που διαθέτει πολύ καλά προσόντα, τυπικά και ουσιαστικά."
Με βάση τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, το Συμβούλιο προχώρησε σε περαιτέρω σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων μεταξύ τους και αποφάσισε τα ακόλουθα:
"Οι υποψήφιοι Τάσος Παρτζίλη και Γλαύκος Χούτρης υπερέχουν καταφανώς των υπόλοιπων υποψηφίων σε ακαδημαϊκά προσόντα, σε τεχνική κατάρτιση, γνώσεις, απόδοση και επίδοση. Οι υποψήφιοι αυτοί διαθέτουν τα τυπικά προσόντα και τις ικανότητες για πλήρη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της νέας θέσεως, ιδιαίτερα όσον αφορά την παρακολούθηση και εφαρμογή των εξελίξεων στην τεχνολογία.
Επίσης, οι υποψήφιοι αυτοί χαρακτηρίζονται από ευσυνειδησία και συνέπεια και διαθέτουν πολύ καλές διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.
Ο υποψήφιος Χαράλαμπος Κίττος κρίνεται ως άριστος υπάλληλος, ευσυνείδητος και συνεπής και διαπιστώνεται ότι υπερέχει των υπόλοιπων υποψηφίων σε απόδοση και επίδοση. Ο κ. Κίττος διαθέτει τα ουσιαστικά προσόντα και τις ικανότητες, ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της νέας θέσεως.
Το Συμβούλιο, ύστερα από τα πιο πάνω, έκρινε ότι οι υποψήφιοι Τάσος Παρτζίλη, Γλαύκος Χούτρης και Χαράλαμπος Κίττος είναι από κάθε άποψη καταλληλότεροι υποψήφιοι για πλήρωση των κενών θέσεων, γι' αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Τομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού.
Η προαγωγή τους θα είναι από τις 3 Οκτωβρίου, 1991."
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι οι καθ' ων η αίτηση, χωρίς να δώσουν καμιά ειδική αιτιολογία, παραγνώρισαν το πλεονέκτημα που κατείχε ο αιτητής με βάση τους Κανονισμούς και τα Σχέδια Υπηρεσίας και προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν ήταν κάτοχοι του πλεονεκτήματος.
Ο Καν. 8(1)(Β)(α) της Κ.Δ.Π. 220/82, ορίζει ως ελάχιστο ειδικό προσόν για προαγωγή στη θέση Τομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού την κατοχή πλήρους Πανεπιστημιακού τίτλου στην Ηλεκτρολογία (με ειδικότητα σε θέματα τηλεπικοινωνιών) ή την κατοχή ισοδύναμου τίτλου αναγνωρισμένου από την Αρχή.
Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του Καν. 56(7)(α) των Κανονισμών, τα καθοριζόμενα από τον πιο πάνω Κανονισμό 8 ελάχιστα ειδικά προσόντα για προαγωγή, εφαρμόζονται και ισχύουν μόνο για προσωπικό που προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής από την 13.5.72 και εντεύθεν.
Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του Καν. 56(7)(β), προσωπικό που προσλήφθηκε στην Αρχή πριν την ημερομηνία αυτή, έχει τη δυνατότητα προαγωγής κατά βαθμό με βάση τα Σχέδια Υπηρεσίας που ίσχυαν πριν από τη 13.5.72.
Το αντίστοιχο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης Τομεάρχη, που ίσχυε πριν από τη 13.5.72, ήταν εκείνο του Μηχανικού Ι, το οποίο καθόριζε ως προσόντα τα ακόλουθα:
"Ι. Αναγνωρισμένος Πανεπιστημιακός τίτλος Μηχανικού Τηλεπικοινωνιών ή επαγγελματικός τίτλος Πλήρες Μέλος εγκεκριμένου Επαγγελματικού Ιδρύματος και επιπλέον πενταετής πείρα στη Μηχανική Τηλεπικοινωνιών μετά την εξασφάλιση του ανωτέρω προσόντος.
ΙΙ. Άριστη γνώση μιας από τις επίσημες γλώσσες και της Αγγλικής γλώσσας.
ΙΙΙ. Οσάκις η θέση αυτή καθορίζεται (declared) ως θέση προαγωγής, προτίμηση θα δίδεται σε Λειτουργούς της Αρχής, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον δεκαετή πείρα στη Μηχανική Τηλεπικοινωνιών, της οποίας τα πέντε τουλάχιστον έτη ως Μηχανικοί ή Βοηθοί Μηχανικοί στην υπηρεσία της Αρχής.
Προσόντα παρόμοια με εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο (Ι) ανωτέρω θα αποτελούν πλεονέκτημα."
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως η κατοχή πανεπιστημιακού τίτλου ή ισοδύναμου προσόντος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για προαγωγή στη θέση Τομεάρχη με βάση τον Κανονισμό 8 μόνον για το προσωπικό που προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής μετά την 13.5.72, ενώ για το προσωπικό που προσλήφθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του Καν. 56(7)(β), σύμφωνα με τις οποίες είναι αρκετή προϋπόθεση η κατοχή των προσόντων που απαιτούντο από τα ισχύοντα προ της 13.5.72 Σχέδια Υπηρεσίας.
Σύμφωνα με την ίδια εισήγηση, ο αιτητής ο οποίος προσλήφθηκε στην Αρχή από το 1962, κατείχε το πλεονέκτημα για το λόγο ότι είχε προσληφθεί πριν από τις 13.5.72 και επιπλέον κατείχε πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο προσόν το οποίο με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας Μηχανικού Ι αποτελούσε πλεονέκτημα, σε αντίθεση με τα ενδιαφερόμενα μέρη Παρτζίλη και Χούτρη, οι οποίοι είχαν μεν τον απαιτούμενο τίτλο, προσλήφθηκαν όμως στην Αρχή μετά τις 13.5.72 και κατά συνέπεια το παλαιό Σχέδιο Υπηρεσίας δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή τους.
Διαφωνώ με την εισήγηση αυτή του δικηγόρου του αιτητή για το λόγο ότι, όπως αναφέρεται και στον παράτιτλο, ο σχετικός Κανονισμός 56(7)(β) αποτελεί καθαρά μεταβατική διάταξη, η οποία θεσπίστηκε με αποκλειστικό σκοπό να διαφυλάξει το δικαίωμα σε όσους υπαλλήλους είχαν προσληφθεί πριν από την 13.5.72 να προαχθούν, παρά την αλλαγή που επέφερε ο Καν. 8 ως προς τα απαιτούμενα ελάχιστα ειδικά προσόντα. Περαιτέρω, ο Καν. 56(7)(β) αφορά στη διασφάλιση της δυνατότητας εξέλιξης του προσωπικού, το οποίο ρητά εξειδικεύει και δεν επεκτείνεται σε συσχετισμό της κατηγορίας αυτής του προσωπικού με οποιουσδήποτε άλλους υπαλλήλους, ούτε και θέτει τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν την 13.5.72 σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων.
Επιπλέον, ο ίδιος ο Καν. 8 δεν προνοεί για πλεονέκτημα σε οποιοδήποτε βαθμό, αλλά ούτε και τα Σχέδια Υπηρεσίας που ίσχυαν πριν τις 13.5.72.
Αν εγίνετο δεκτή η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, τότε θα επαρατηρείτο το άτοπο να ισχύουν για την ίδια θέση δυο διαφορετικά Σχέδια Υπηρεσίας, ένα το οποίο να αναγνωρίζει και άλλο το οποίο να μην αναγνωρίζει πλεονέκτημα. Επίσης θα επαρατηρείτο το άτοπο, υποψήφιοι που ήταν λειτουργοί στην Αρχή για όσα χρόνια απαιτούσε το παλαιό Σχέδιο Υπηρεσίας Μηχανικού Ι και ταυτόχρονα κατείχαν πανεπιστημιακό ή ισοδύναμο τίτλο, αλλά προσλήφθηκαν έστω και μια μέρα μετά τις 13.5.72, να μη θεωρούνται ότι κατέχουν πλεονέκτημα έναντι αυτών που προσλήφθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, έστω και αν το ακαδημαϊκό τους προσόν ήταν ανώτερο από εκείνο που ήταν αρκετό με βάση το παλαιό Σχέδιο Υπηρεσίας (Βλ. σχετικά, Ιωάννης Ιωαννίδης ν. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 1) (1994) 4 Α.Α.Δ. 462).
Η επόμενη εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ήταν ότι το Συμβούλιο Προσωπικού παραγνώρισε και δεν έλαβε υπόψη τη μειωμένη βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους Χαράλαμπου Κίττου στο Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής του Iουλίου 1987, δίνοντας την παράνομη αιτιολογία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αξιολογηθεί κατά το έτος αυτό ως Τομεάρχης.
Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή του δικηγόρου του αιτητή. Tο Συμβούλιο Προσωπικού προέβη σε μια απλή επισήμανση παρατήρηση αναφορικά με το ζήτημα αυτό, αλλά πουθενά στα πρακτικά δεν αναφέρθηκε ότι το Συμβούλιο είτε αγνόησε είτε διαφοροποίησε είτε προσέγγισε με ιδιαίτερη προσοχή τη βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους κατά το έτος αυτό. Αντίθετα, σημείωσε πως έλαβε υπόψη τα κριτήρια του Καν.10(7) στο σύνολό τους, δηλαδή τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων των υποψηφίων στα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής της περιόδου από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι και τον Ιούλιο του 1990, καθώς και το μέχρι της 3.10.91 περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων.
Επιπλέον, με βάση τον Καν. 10(5) των Κανονισμών, η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύει με οποιοδήποτε τρόπο την Αρχή, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, διενήργησε δική της έρευνα, προέβη σε κρίσεις αναφορικά με ένα έκαστο των υποψηφίων και συστάθμισε όλα τα νόμιμα κριτήρια προτού καταλήξει, όπως γίνεται φανερό από τα πρακτικά της συνεδρίασης της 12.11.91 (Βλ. σχετικά, Λένια Δημητρίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196.
Εξίσου αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή που συνοψίστηκε στη θέση ότι, στο Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής του αιτητή για το έτος 1990, τόσο ο Κρίνων όσο και ο Γνωματεύων Λειτουργός, μείωσαν αδικαιολόγητα τη βαθμολογία του στο στοιχείο 6, Διαγωγή/Συμπεριφορά, από 10 σε 9, γεγονός που υποδηλοί ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο αιτητής είχε διαπράξει κάποιο σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο όμως ουδέποτε ενημερώθηκε και για το οποίο ουδέποτε του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί.
Η αξιολόγηση του αιτητή στο επίδικο στοιχείο με το βαθμό 9, ο οποίος υπολείπεται μόλις κατά μια μονάδα του ιδανικού, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει με οποιοδήποτε τρόπο τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής διέπραξε οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα ή έστω υπέδειξε απρεπή συμπεριφορά, που θα καθιστούσε υπόχρεη την αρμόδια αρχή να του γνωστοποιήσει την πρόθεσή της για "μείωση" της βαθμολογίας του και να του δώσει το δικαίωμα να ακουσθεί.
Ο κάθε υπάλληλος κρίνεται στα επί μέρους στοιχεία των Φύλλων Ποιότητας/Προαγωγής, ανάλογα με τα δεδομένα του έτους για το οποίο γίνεται η αξιολόγηση και δεν έχει οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα ότι η βαθμολογία του προηγούμενου έτους θα μεταφερθεί ως έχει και στο επόμενο.
Εξάλλου ο αιτητής, ενώ στο Φύλλο Ποιότητας/Προαγωγής του 1989 είχε βαθμολογηθεί με 9 στο στοιχείο 9, Αίσθημα Ευθύνης, στο Φύλλο Ποιότητας/Προαγωγής του έτους 1990 είχε βαθμολογηθεί με 10.
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως κατά τον ουσιώδη χρόνο διενέργειας των προαγωγών δεν υπήρχε κενή θέση Τομεάρχη στον Δορυφορικό Σταθμό, αλλά στην Υποδιεύθυνση Κατασκευών, το γεγονός δε αυτό θα πρέπει να οδηγήσει την επίδικη απόφαση σε ακύρωση λόγω πλάνης περί τα πράγματα, εφόσον πληρώθηκε θέση η οποία δεν ήταν κενή και παραλείφθηκε η πλήρωση πράγματι κενής θέσης.
Συμφωνώ με τη νομολογιακή αρχή που επικαλέστηκε ο δικηγόρος του αιτητή, ότι ο διορισμός υπαλλήλου σε μη κενή θέση θεωρείται παράνομος λόγω πλάνης περί το δίκαιο. Η αρχή όμως αυτή δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση, για το λόγο ότι η καθ' ης η αίτηση Αρχή δεν προχώρησε σε πλήρωση μη κενής θέσης, αλλά πλανήθηκε αναφορικά με το Τμήμα στο οποίο η κενή θέση υφίστατο.
Είναι βασική αρχή στη νομολογία πως, για να επιφέρει ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, η πλάνη περί τα πράγματα πρέπει να είναι ουσιώδης και να έχει ασκήσει ουσιαστική επίδραση στην κρίση του διοικητικού οργάνου (βλ. Σπηλιωτόπουλος, "Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου", 1978, σελ.416 και 417).
Συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, πως η πλάνη της Αρχής αναφορικά με το Τμήμα στο οποίο υφίστατο η κενή θέση, δεν επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο την κρίση της όσον αφορά την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων προς πλήρωση των θέσεων.
Αντίθετα με ότι υποστήριξε ο δικηγόρος του αιτητή, μεμπτή θα ήταν η απόφαση της Αρχής αν η επιλογή θα γινόταν με βάση τα κριτήρια που καθιέρωσε ο Καν. 10(7), αλλά ανάλογα με τα Τμήματα στα οποία υφίσταντο οι κενές θέσεις (Βλ. σχετικά, Έλλη Χριστοδουλίδου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 40).
Δεν με βρίσκει επίσης σύμφωνο η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η Αρχή δεν εφάρμοσε ενιαίο μέτρο κρίσεως, για το λόγο ότι δεν έκαμε ρητή αναφορά στα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή.
Τα κριτήρια για προαγωγή των υπαλλήλων της Αρχής καθορίζονται από τον Καν. 10(7) και είναι η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοσή τους και η εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου τους, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
Τα πιο πάνω κριτήρια είναι αυτά που λήφθηκαν υπόψη καθόλα τα στάδια της διαδικασίας, τόσο από το Συμβούλιο Προσωπικού, όσο και από τον Διευθυντή και το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής.
Το γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο χρησιμοποίησε για κάθε ένα υποψήφιο διαφορετική αιτιολογία από τους υπόλοιπους, δεικνύει ότι η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν ουσιαστική και ότι συνεκτιμήθηκαν και συσταθμίστηκαν τα στοιχεία εκείνα που συνέθεταν την ουσιαστική καταλληλότητα του κάθε υποψηφίου ξεχωριστά.
Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών ήταν έκδηλη με βάση το σύνολο των νομοθετημένων κριτηρίων.
Το μέρος της εισήγησης που επικεντρώθηκε στην υπεροχή του αιτητή σε προσόντα λόγω κατοχής του πλεονεκτήματος έχει ήδη καλυφθεί και απορριφθεί σε προηγούμενο στάδιο της απόφασης.
Η κατά 6 μήνες αρχαιότητα του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών Παρτζίλη και Χούτρη στην προηγούμενη θέση, ειναι πολύ μικρή και ασήμαντου βάρους. Εξάλλου η αρχαιότητα, όπως και τα προσόντα, δεν αποτελούν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης για τους υπαλλήλους της Α.ΤΗ.Κ. σύμφωνα με τον Καν. 10(7), ούτε και εφαρμόζεται αναλογικά η νομολογία που διαμορφώθηκε για τους δημοσίους υπαλλήλους, όπου η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια. Εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείεται η συνεξέταση της αρχαιότητας και των προσόντων ως στοιχείων προσδιοριστικών της ουσιαστικής καταλληλότητας, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία στα οποία αναφέρεται ο Κανονισμός (βλ. Μερόπη Κολοκασίδου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801, Λένια Δημητρίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196 και Χαράλαμπος Σιαπιτής κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1333).
Ο δικηγόρος του αιτητή ορθά δεν υποστήριξε ότι ο αιτητής υπερείχε σε αξία έναντι των ενδιαφερομένων μερών 1 και 2 και ορθά παραδέκτηκε ότι υστερούσε σε αρχαιότητα κατά 8 χρόνια περίπου έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 3, Χαράλαμπου Κίττου.
Η ισχυριζόμενη υπεροχή του αιτητή σε αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 3, δεν υποστηρίζεται από τη βαθμολογία των δύο υποψηφίων στα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής. Το άθροισμα του συνόλου της βαθμολογίας που συγκέντρωσε ο αιτητής από το 1985 και μετέπειτα από τον Κρίνοντα και Γνωματεύοντα Λειτουργό, 862 βαθμοί, υπολείπετο του αντίστοιχου αθροίσματος της βαθμολογίας του ενδιαφερόμενου μέρους 3, που είχε συγκεντρώσει 920-921 βαθμούς.
Αντίθετα με τα όσα υπέβαλε ο δικηγόρος του αιτητή, η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή υπέρ της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, ήταν σαφώς διατυπωμένη, επαρκώς αιτιολογημένη και σε πλήρη συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων. Το ίδιο και η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, το οποίο διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα, προέβη σε συγκρίσεις και αξιολογήσεις και εφάρμοσε ορθά τους Κανονισμούς.
Η Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή είναι ένα από τα στοιχεία τα οποία η Αρχή λαμβάνει υπόψη πριν από τη διενέργεια των προαγωγών, σύμφωνα με τον Καν. 10(5). Στην υπό εξέταση υπόθεση, η Αρχή έλαβε υπόψη την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, προέβη όμως και σε δική της έρευνα και κρίση των δεδομένων για τους υποψήφιους.
Από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων προκύπτει ότι, τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήταν αξιόλογοι και ικανοί υπάλληλοι, όμως ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, έχω καταλήξει πως η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή για την Αρχή και κανένας λόγος ακύρωσής της δεν έχει θεμελιωθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Δεν επιδικάζονται έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.