ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1994) 4 ΑΑΔ 812
14 Απριλίου, 1994
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ Χ" ΜΗΝΑΣ KAI AΛΛOΣ,
Αιτητές,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, MEΣΩ YΠOYPΓEIOY ΣYΓKOINΩNIΩN KAI EPΓΩN, TMHMA OΔIKΩN METAΦOPΩN,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 413/93)
Μηχανοκίνητα Οχήματα ― Ακύρωση εγγραφής οχήματος ― Κανονισμός 9 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84) ― Ultra vires του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν. 86/72) ― Το Άρθρο 5(1) του Νόμου παρέχει εξουσιοδότηση για ακύρωση άδειας και όχι εγγραφής μηχανοκίνητου οχήματος.
Οι αιτητές, προσβάλλοντας με την προσφυγή τους την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να ακυρώσουν την εγγραφή του οχήματος ΥΒ 170 βάσει του Κανονισμού 9(1)(β)(i) και 9(1)(β)(iii) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84), ισχυρίστηκαν ότι οι εν λόγω Κανονισμοί εκδόθηκαν ultra vires του Νόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Οι εν λόγω Κανονισμοί εκδόθηκαν με βάση το Άρθρο 5(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72. Το σχετικό εδάφιο είναι το εδάφιο (α) του Άρθρου 5(1) του Νόμου.
Υιοθετείται πλήρως ολόκληρη η απόφαση στην Ανδρέας Χ"Μηνάς ν. Δημοκρατίας. Η εξουσιοδότηση πρόνοια του Άρθρου 5(1)(α) καθορίζει ρητά τις περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται η έκδοση κανονισμών και οι περιπτώσεις αυτές είναι περιοριστικές και εξαντλητικές. Είναι ξεκάθαρο πως ο νόμος περιορίζει την εξουσία ακύρωσης αποκλειστικά και μόνο στις άδειες και όχι στην εγγραφή. Ο Έφορος δεν είχε δικαίωμα να ακυρώσει την εγγραφήν, γιατί ο Καν. 9(1)(β)(Ι) και (ΙΙΙ) είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου.
H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
ΧατζηΜηνάς v. Δημοκρατίας (1993) 4 A.A.Δ. 2798.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 26.3.1993, με την οποία ακύρωσαν την εγγραφή του οχήματος YB 170, θεωρώντας ότι αυτό έχει καταστραφεί και κατέστη ακατάλληλο για οδική χρήση.
Α. Παναγιώτου, για τους Aιτητές.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν δήλωση ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 26.3.1993, με την οποία ακύρωσαν την εγγραφή του οχήματος YB170, θεωρώντας ότι αυτό έχει καταστραφεί και κατέστη ακατάλληλο για οδική χρήση, είναι άκυρη και στερημένη νομικού αποτελέσματος.
Οι αιτητές κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ιδιοκτήτες ή/και δικαιούχοι να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες ή/και συνιδιοκτήτες δυνάμει ενοικιαγοράς του προαναφερθέντος οχήματος.
Συνεπεία οδικού δυστυχήματος το αυτοκίνητο των αιτητών υπέστη εκτεταμένες ζημιές.
Στις 19.3.93 τεχνικοί του Τμήματος Οδικών Μεταφορών επιθεώρησαν το αυτοκίνητο και διαπίστωσαν ότι τούτο ήταν τελείως καταστραμμένο και εισηγήθηκαν τη διαγραφή του από το Μητρώο Οχημάτων. Επίσης οι εκτιμητές Υ & Α Χατζηγεωργίου διαπιστώνοντας τις ζημιές και την έκτασή τους, κατέληξαν και αυτοί στο συμπέρασμα ότι το αυτοκίνητο ήταν ολοσχερής απώλεια (total loss) και η επιδιόθρωση του οικονομικά ασύμφορη.
Σαν αποτέλεσμα, ο Έφορος προέβη στην ακύρωση της εγγραφής του οχήματος, βασιζόμενος στις πρόνοιες του Καν. 9(1)(β)(ι) και 9(1)(β)(ιιι) των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84).
Ο Καν. 9 προβλέπει πως η εγγραφή μηχανοκίνητου οχήματος ακυρούται, μεταξύ άλλων, εφόσον ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων ήθελε πεισθεί ότι (α) το όχημα κατεστράφη ή (β) κατέστη μονίμως ακατάλληλο προς οδική χρήση.
Οι εν λόγω Κανονισμοί εκδόθηκαν με βάση το άρθρο 5(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72. Το σχετικό εδάφιο (α) του άρθρου 5(1) του Νόμου αναφέρει τα ακόλουθα:-
"5.-(1) To Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς δι' άπαντας ή τινας των ακολούθων σκοπών:
(α) Ίνα ρυθμίση τη καταβολή των τελών των εκτιθεμένων εν Μέρει Ι του συνημμένου τω παρόντι Νόμω Παραρτήματος, την εις κατηγορίας κατάταξιν, την εγγραφήν και παροχήν αδειών εις μηχανοκίνητα οχήματα και ρυμουλκούμενα τοιαύτα, την έκθεσιν, προσκόμισιν, αναστολήν, ακύρωσιν και επιστροφήν τοιούτων αδειών, προς τούτοις δε εξαιρή της προς καταβολήν τελών υποχρεώσεως, αναφορικώς προς την εγγραφήν ή την λήψιν αδείας, οιανδήποτε κατηγορίαν μηχανοκινήτων οχημάτων."
Το θέμα που εγείρεται στην παρούσα προσφυγή είναι κατά πόσο υπάρχει νομοθετική εξουσιοδότηση προς θέσπιση των πιο πάνω κανονισμών. O δικηγόρος των αιτητών εισηγείται πως δεν υπάρχει τέτοια εξουσιοδότηση.
Το ίδιο θέμα εγέρθηκε σε όμοια υπόθεση, στην Ανδρέας Χ"Μηνά ν. Δημοκρατίας (1993) 4 A.Α.Δ. 2798 όπου ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης, αποφασίζοντας το θέμα αυτό ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στις σελ. 2802-2803 της απόφασης:
"Η άποψη του αιτητή ως προς τη διαφαινόμενη πρόθεση του Νομοθέτη να είναι η εγγραφή του οχήματος πράξη που εφόσο συντελεστεί δεν υπόκειται σε ακύρωση, (η δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης για εγγραφή δε συζητείται εδώ), είναι ορθή. Το επιχείρημα ως προς το υποχρεωτικό της εξαγωγής τέτοιου συμπεράσματος εξαιτίας του ρητού περιορισμού της αναφοράς σε ακύρωση μόνο στην περίπτωση των αδειών είναι ισχυρό. Ο Νομοθέτης, στην ίδια παράγραφο, προσδιορίζει ως δυνάμενη να ρυθμιστεί με κανονισμούς την "εις κατηγορίας κατάταξιν, την εγγραφήν και παροχήν αδειών". Η παροχή εξουσίας για ρύθμιση της ακύρωσης είναι ζωντανή στη σκέψη του. Παρέχει ρητή εξουσία προς ρύθμιση της ακύρωσης χωρίς όμως να αναφέρεται πλέον στην εγγραφή. Αναφέρεται μόνο στην "έκθεσιν, προσκόμισιν, αναστολήν, ακύρωσιν και επιστροφήν τοιούτων αδειών". Το νόημα είναι φανερό. Το ερμηνευτικό αξίωμα expressio unius est exclusioalterius καθοδηγεί ως προς το ποια μπορεί να είναι η απάντηση στο ερώτημα. Έχει λεχθεί πως το αξίωμα αυτό εδώ είναι συχνά πολύτιμος υπηρέτης, μπορεί να μετατραπεί σε επικίνδυνο αφέντη. Η ορισμένη διατύπωση του Νόμου είναι δυνατό να οφείλεται σε παραδρομή ή λάθος και πρέπει να αποφεύγεται η εφαρμογή του αξιώματος όταν το αποτέλεσμά της οδηγεί σε αντίφαση, αδικία ή είναι γενικά παράλογο. (Βλ. Maxwell on Interpretation of Statutes 12η έκδοση, σελ. 295). Εδώ, η εφαρμογή του δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστη προς τη φύση της "εγγραφής" που όπως ορθά σημείωσε ο αιτητής μεταξύ των άλλων, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2(1) του Νόμου, συνιστά στοιχείο πρσδιοριστικό του "ιδιοκτήτη" του. Επίσης με δεδομένη την εξουσία ρύθμισης της ακύρωσης άδειας κυκλοφορίας, διανοίγεται η δυνατότητα θέσπισης προνοιών προς προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή γενικά προς προώθηση των σκοπών του Νόμου.
Υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο. Η πρώτη ενότητα της παραγράφου (α) του άρθρου 5 αναφέρεται στη ρύθμιση, μεταξύ άλλων, της εγγραφής "τη καταβολή των τελών των εκτιθεμένων εν Μέρει Ι του συνημμένου τω παρόντι Νόμω Παραρτήματος". Το παράρτημα καθορίζει "τον φόρο επί τη εγγραφή" ανάλογα με το είδος του οχήματος, το απόβαρό του ή τον κυβισμό της μηχανής του. Θα ήταν αδιανόητο να εννοούσε ο Νομοθέτης ότι η εξουσία για ρύθμιση της εγγραφής περιλαμβάνει και την ακύρωσή της και να προβλέπει την καταβολή τελών που υποχρεωτικά θα αναφέρονταν πλέον και στην ακύρωση ως μέρους της ίδιας έννοιας.
Η παράγραφος (ιθ) του άρθρου 5 δεν προωθεί την υπόθεση των καθ' ων η αίτηση. Προϋποθέτει εντοπισμό πρόνοιας στο Νόμο που χρήζει ή είναι δεκτική καθορισμού και πάντως, δεν εννοεί ότι είναι δυνατό με Κανονισμό να αλλοιωθεί η έννοια που ο ίδιος ο Νόμος προσδίδει σε ορισμένο όρο."
Υιοθετώ πλήρως όχι μόνο τα πιο πάνω λεχθέντα, αλλά και ολόκληρη την πιο πάνω απόφαση. Η εξουσιοδοτική πρόνοια του άρθρου 5(1)(α) καθορίζει ρητά τις περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται η έκδοση κανονισμών και οι περιπτώσεις αυτές είναι περιοριστικές και εξαντλητικές. Είναι ξεκάθαρο πως ο νόμος περιορίζει την ακύρωση αποκλειστικά και μόνο στις άδειες και όχι στην εγγραφή. Ο Έφορος δεν είχε δικαίωμα να ακυρώσει την εγγραφή γιατί ο Καν. 9(1)(β)(Ι) και (ΙΙΙ) είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου.
Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.