ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1994) 4 ΑΑΔ 174
26 Ιανουαρίου, 1994
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠAΓKYΠPIA ΣYNTEXNIA NOΣOKOMΩN ("ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ."),
ΔIA TOY ΓPAMMATEΩΣ AYTHΣ,
Aιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠOYPΓOY YΓEIAΣ (ΑΡ. 1)
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 800/92)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 21.2 ― Συνδικαλιστική Ελευθερία ― Έννοια και ανάπτυξη ― Το ζήτημα της εκπροσώπησης κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων από συνδικαλιστική οργάνωση, άλλη από την ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ..
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Κατάργηση δίκης ― Κατάργηση λόγω ανακλήσεως της προσβαλλόμενης πράξης ― Εξαίρεση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος σε περίπτωση απόδειξης επελεύσεως ζημίας.
Προσβλήθηκε με την προσφυγή η άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος των αιτητών, για διεξαγωγή διαπραγμάτευσης σχετικά με την εφαρμογή της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας στον κλάδο τους, με προβολή του επιχειρήματος εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, ότι δεν επιτρέπεται στην Κυβέρνηση να διαπραγματεύεται με άλλον από την ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ. στο χώρο της δημόσιας υπηρεσίας. Πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε να ισχύει, με την εκδοση νέας επί του θέματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, διαπιστώνοντας την κατάργηση της δίκης, αποφάσισε ότι:
1. Η συνδικαλιστική ελευθερία είναι θετική και αρνητική. Η ίδρυση ενιαίου και υποχρεωτικού σωματείο (syndicate unique obligatoire) είναι αντίθετη με τη θετική ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Το δικαίωμα συνεταιρισμού και ιδρύσεως συντεχνίας περιέχει την πολλαπλότητα σωματείων και οργανώσεων (pluralism syndical).
Η αναγνώριση της ιδρύσεως συντεχνίας, χωρίς τη διασφάλιση, σε κάποια έκταση, των γενικά αναγνωρισμένων δραστηριοτήτων των συντεχνιών, δεν είναι σύμφωνη με τη φρασεολογία και τους σκοπούς του Άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης διά την Προάσπισην των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισην των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο (Ν.39/62) και του Άρθρου 22.1 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 7 της Συμβάσεως περί των Εργατικών Σχέσεων (Δημοσία Υπηρεσία), 1978, που κυρώθηκε με τον περί Εργατικών Σχέσεων (Δημόσια Υπηρεσία) (Κυρωτικό) Νόμο (Ν.65/80), επιβάλλει στα κράτη μέλη της Σύμβασης τη λήψη μέτρων για την ενθάρρυνση και προώθηση της ευρύτερης ανάπτυξης και τη χρησιμοποίηση διαδικασιών που να επιτρέπουν τη διαπραγμάτευση των όρων και συνθηκών απασχολήσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων δημοσίων αρχών και των οργανώσεων δημοσίων υπαλλήλων. Η Σύμβαση δεν αναφέρεται σε οργάνωση δημοσίων υπαλλήλων, αλλά σε οργανώσεις.
Οι πρόνοιες για τα ανθρώπινα δικαιώματα που περιέχονται στο Σύνταγμα και στις Διεθνείς Συμβάσεις αποτελούν ασπίδα και όπλο, τόσο έναντι του κράτους, όσο και των ιδιωτών εργοδοτών και επενεργούν erga omnes (έναντι όλων).
Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Αρνείται στους αιτητές το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης και το δικαίωμα να ακουστούν. Υποβάλλει, με τρόπο που αγγίζει τα όρια του εξαναγκασμού, στα μέλη των αιτητών να εγκαταλείψουν τη δική τους οργάνωση και να προσχωρήσουν σε άλλη, παραβιάζοντας έτσι τη θετική συνδικαλιστική ελευθερία.
2. Η προσφυγή, ενόψει της ανάκλησης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης - παρέμεινε χωρίς αντικείμενο. Δεν μπορεί να προχωρήσει, εκτός εάν αποδειχθεί, εκ πρώτης όψεως, ότι, κατά τη διάρκεια της ισχύος της, οι αιτητές υπέστησαν ζημία, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δήλωση της δικηγόρου των αιτητών ότι δεν μπορούν να αποδείξουν την επέλευση ζημίας, λύει το θέμα τούτο.
Η δίκη, ως εκ τούτου, καταργείται. Κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο διατάσσει όπως £100,00 πληρωθούν από τους καθ' ων η αίτηση έναντι των εξόδων των αιτητών.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
National Union of Belgian Police, Publ. Court B. Vol 17, Court A, Vol. 19,
Swedish Engine Drivers' Union, Publ. Court B, Vol. 18, Court A. Vol. 20.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της αρνητικής απόφασης των καθ' ων η αίτηση για διαπραγμάτευση με τους αιτητές, για την εφαρμογή πενθήμερης εβδομάδας εργασίας στο Νοσηλευτικό Προσωπικό λόγω του ότι η Κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται με άλλη οργάνωση εκτός από την ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. αναφορικά με όρους απασχόλησης των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Ρ. Χαραλάμπους, για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές.
Γ. Π. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΣTYΛIANIΔHΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή προσβλήθηκε η νομιμότητα της απόφασης, που κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο των αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 11 Αυγούστου, 1992.
Οι αιτητές είναι συντεχνία εγγεγραμμένη με βάση τους περί Συντεχνιών Νόμους του 1965 μέχρι 1991, (Αρ. 71/65, 22/70 και 48/91).
Μέλη της συντεχνίας αυτής είναι το Νοσηλευτικό Προσωπικό των Ιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας.
Στις 21 Οκτωβρίου, 1991, το διοικητικό συμβούλιο της συντεχίας, με επιστολή, ζήτησε από τον Υπουργό Υγείας όπως ορίσει συνάντηση μαζί τους, για συζήτηση του αιτήματος για πενθήμερη εβδομάδα εργασίας του Νοσηλευτικού Προσωπικού.
Στις 14 Ιανουαρίου, 1992, ο δικηγόρος των αιτητών, με επιστολή, ζήτησε από τον Υπουργό Οικονομικών, στον οποίο υπάγεται η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, να συζητήσει με τους αιτητές το θέμα της εφαρμογής της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, αναφορικά με τα μέλη τους.
Στις 11 Αυγούστου, 1992, ο Διευθυντής Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού έστειλε την πιο κάτω αρνητική απαντητική επιστολή:-
"Έχω οδηγίες ν' αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 14.1.1992 προς τον Υπουργό Οικονομικών, σε σχέση με το αίτημα της ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ. να διαπραγματευθεί με την Κυβέρνηση το θέμα της εφαρμογής της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας σε σχέση με τα μέλη της και να παρατηρήσω ότι το Καταστατικό της Μικτής Επιτροπής Προσωπικού, το οποίο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν επιτρέπει στην Κυβέρνηση να διαπραγματεύεται τους όρους απασχόλησης στον τομέα της δημόσιας υπηρεσίας με άλλη οργάνωση εκτός από την ΠΑΣΥΔΥ."
Η νομιμότητα της απόφασης που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Οι αιτητές πρόβαλαν ότι η πιο πάνω απόφαση είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, τις Διεθνείς Συμβάσεις, που κυρώθηκαν από τη Δημοκρατία της Κύπρου, και την εσωτερική νομοθεσία.
Το Άρθρο 21.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 11(1) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών - (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμο του 1962, (Αρ. 39/62), και έχει αυξημένη ισχύ, διακυρήττουν και κατοχυρώνουν το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
Το Άρθρο 11(1) της Ε.Σ.Δ.Α. αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης, τόσο από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης - (βλ., μεταξύ άλλων, National Union of Belgian Police, Publ. Court B, Vol. 17, Court A, Vol. 19· Swedish Engine Drivers' Union, Publ. Court B, Vol. 18, Court A, Vol. 20).
Σχετική είναι και η περί Συντεχνιών Νομοθεσία της Κύπρου.
Η Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, που συνήλθε στις 7 Ιουνίου, 1978, στη Γενεύη, αφού έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, τη σημαντική ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της δημόσιας υπηρεσίας σε πολλές χώρες, την ανάγκη ύπαρξης υγειών υπηρεσιακών σχέσεων μεταξύ των δημοσίων αρχών και των οργανώσεων των δημοσίων υπαλλήλων και τις παρατηρήσεις των εποπτικών οργάνων της, τα οποία επανειλημμένα σημείωσαν ότι ορισμένες κυβερνήσεις είχαν εφαρμόσει τις διατάξεις της Συμβάσεως περί του Δικαιώματος της Οργανώσεως και Συλλογικής Διαπραγματεύσεως, 1949 (κυρώθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 17/66) - με τρόπο που απέκλειε μεγαλύτερες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, υιοθέτησε τη Σύμβαση περί των Εργατικών Σχέσεων (Δημόσια Υπηρεσία), 1978. Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε με τον περί των Εργατικών Σχέσεων (Δημοσία Υπηρεσία) (Κυρωτικός) Νόμο του 1980, (Αρ. 65/80).
Το Άρθρο 7 προνοεί για τη διαδικασία καθορισμού των όρων και συνθηκών απασχολήσεως και το Άρθρο 8 για το διακανονισμό των διαφορών. Σε ελληνική μετάφραση, όπως δημοσιεύτηκαν στο Δεύτερο Μέρος του Πίνακα του Κυρωτικού Νόμου, έχουν:-
"Άρθρον 7
Δέον όπως λαμβάνωνται, εάν είναι αναγκαίον, μέτρα προσηρμοσμένα προς τας εθνικάς συνθήκας ίνα ενθαρρύνουν και προωθήσουν την ευρυτέραν ανάπτυξιν και χρησιμοποίησιν διαδικασιών επιτρεπουσών την διαπραγμάτευσιν όρων και συνθηκών απασχολήσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων δημοσίων αρχών και των οργανώσεων δημοσίων υπαλλήλων ή πάσης ετέρας μεθόδου επιτρεπούσης εις τους αντιπροσώπους των δημοσίων υπαλλήλων όπως συμμετέχουν εις τον καθορισμόν των εν λόγω θεμάτων."
"Άρθρον 8
Ο διακανονισμός των διαφορών αι οποίαι αναφύονται κατά τον καθορισμόν των όρων απασχολήσεως θα αναζητήται, κατά τρόπον προσηρμοσμένον προς τας εθνικάς συνθήκας, διά διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών ή διά διαδικασίας παρεχούσης εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, ως είναι η μεσολάβησις, η συνδιαλλαγή και η διαιτησία, πραγματοποιουμένης κατά τρόπον εμπνέοντα εμπιστοσύνην εις τα ενδιαφερόμενα μέρη."
Η συνδικαλιστική ελευθερία είναι θετική και αρνητική. Η θετική είναι το δικαίωμα ίδρυσης επαγγελματικού σωματείου και η συμμετοχή σε σωματείο της εκλογής του καθενός. Η αρνητική είναι το δικαίωμα του εργαζομένου να μη συμμετέχει σε οποιοδήποτε σωματείο.
Δεν επιτρέπεται ο εξαναγκασμός του μισθωτού σε προσχώρηση σε ορισμένο σωματείο, ή εγκατάλειψη του σωματείου της εκλογής του.
Η ίδρυση ενιαίου και υποχρεωτικού σωματείου (syndicat unique obligatoire) είναι αντίθετη με τη θετική ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Το δικαίωμα συνεταιρισμού και ιδρύσεως συντεχνίας περιέχει την πολλαπλότητα σωματείων και οργανώσεων (pluralisme syndical).
Η φράση "προς προστασίαν των ιδίων αυτού συμφερόντων" στο Άρθρο 21.2 του Συντάγματος και στο Άρθρο 11(1) της Ε.Σ.Δ.Α. δεικνύει ότι το Σύνταγμα και η Σύμβαση διασφαλίζουν την ελευθερία προστασίας των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών των συντεχνιών με συνδικαλιστική πράξη.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είπε ότι η δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι σπουδαίο μέρος της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Η συλλογική διαπραγμάτευση είναι, στην πραγματικότητα, το πιο κοινό μέσο με το οποίο οι συντεχνίες προστατεύουν και προωθούν τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα των μελών τους. Θεωρείται ως ένα στοιχείο του δικαιώματος ιδρύσεως συντεχνιών για την προστασία των συμφερόντων τους.
Η αναγνώριση της ιδρύσεως συντεχνίας, χωρίς τη διασφάλιση, σε κάποια έκταση, των γενικά αναγνωρισμένων δραστηριοτήτων των συντεχνιών, δεν είναι σύμφωνη με τη φρασεολογία και τους σκοπούς του Άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. και του Άρθρου 21.2 του Συντάγματος.
Η διαπραγμάτευση και η συνομολόγηση συλλογικής συμβάσεως είναι μέσα για την επίτευξη του σκοπού των συντεχνιών. Η συντεχνία, για προστασία των συμφερόντων των μελών της, έχει δικαίωμα ακροάσεως.
Το Άρθρο 7 της Συμβάσεως περί των Εργατικών Σχέσεων (Δημοσία Υπηρεσία), 1978, επιβάλλει στα κράτη μέλη της Σύμβασης τη λήψη μέτρων για την ενθάρρυνση και προώθηση της ευρύτερης ανάπτυξης και τη χρησιμοποίηση διαδικασιών που να επιτρέπουν τη διαπραγμάτευση των όρων και συνθηκών απασχολήσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων δημοσίων αρχών και των οργανώσεων δημοσίων υπαλλήλων. Η Σύμβαση δεν αναφέρεται σε οργάνωση δημοσίων υπαλλήλων, αλλά σε οργανώσεις.
Οι πρόνοιες για τα ανθρώπινα δικαιώματα που περιέχονται στο Σύνταγμα και στις Διεθνείς Συμβάσεις αποτελούν ασπίδα και όπλο, τόσο έναντι του κράτους, όσο και των ιδιωτών εργοδοτών και επενεργούν erga omnes (έναντι όλων).
Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, όπως έχει αναπτυχθεί πιο πάνω. Αρνείται στους αιτητές το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης και το δικαίωμα να ακουστούν. Υποβάλλει, με τρόπο που αγγίζει τα όρια του εξαναγκασμού, στα μέλη των αιτητών να εγκαταλείψουν τη δική τους οργάνωση και να προσχωρήσουν σε άλλη, παραβιάζοντας έτσι τη θετική συνδικαλιστική ελευθερία.
Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος βοηθά το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην άσκηση της λειτουργίας του ως νομικού συμβούλου της Δημοκρατίας, στο παρελθόν έδωσε δύο Γνωματεύσεις για το θέμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας και δραστηριότητας.
Στις 4 Μαρτίου, 1993, μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, στάληκε από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας στο Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού επιστολή, στην οποία έγινε αναφορά των Γνωματεύσεων του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, σχετικά με τις υποχρεώσεις του εργοδότη και τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου. Έγινε εισήγηση όπως αυτές έπρεπε να εφαρμοστούν, με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση, και για την παρούσα περίπτωση, για την προστασία των δικαιωμάτων, τόσο των μελών του Νοσηλευτικού Προσωπικού που ανήκουν στην ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ., όσο και της ίδιας της συντεχνίας.
Στις 24 Ιουνίου, 1993, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας που χειριζόταν την υπόθεση αναφέρθηκε πάλιν στις Γνωματεύσεις του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Καμιά ενέργεια δε λήφθηκε από τη Διοίκηση.
Στις 22 Δεκεμβρίου, 1993, το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα έστειλε και τρίτη επιστολή πάνω στο θέμα.
Στις 29 Δεκεμβρίου, 1993, ο Διευθυντής Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού πληροφόρησε τα αρμόδια στελέχη της ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ. ότι μπορούσαν να προσέλθουν στο γραφείο του, σε καθορισμένη ημερομηνία, για να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με το θέμα "Εφαρμογή της Πενθήμερης Εβδομάδας Εργασίας".
Τούτο κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο των αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 14 Ιανουαρίου, 1994.
Προβλήθηκε σήμερα ότι, ουσιαστικά και για όλους τους σκοπούς, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε και/ή ανακλήθηκε από τις 29 Δεκεμβρίου, 1993, και, ως εκ τούτου, η προσφυγή παρέμεινε χωρίς αντικείμενο.
Η δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν έκνομη, γιατί συνιστούσε παραβίαση συνταγματικού και συμβατικού δικαιώματος των αιτητών. Με την επιστολή ημερομηνίας 29 Δεκεμβρίου, 1993, η πράξη αυτή ακυρώθηκε. Δήλωσε, περαιτέρω, ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι, εκ πρώτης όψεως, υπέστησαν ζημία στην περίοδο που η προσβαλλόμενη απόφαση ίσχυε.
Η προσφυγή, εν όψει της τελευταίας εξέλιξης - της ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης - παρέμεινε χωρίς αντικείμενο. Δεν μπορεί να προχωρήσει, εκτός εάν αποδειχθεί, εκ πρώτης όψεως, ότι, κατά τη διάρκεια της ισχύος της, οι αιτητές υπέστησαν ζημία, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δήλωση της δικηγόρου των αιτητών λύει το θέμα τούτο.
Η δίκη, ως εκ τούτου, καταργείται.
Κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο διατάσσει όπως £100,00 πληρωθούν από τους καθ' ων η αίτηση έναντι των εξόδων των αιτητών.
H δίκη καταργείται με £100,- σε βάρος των καθ'ών η αίτηση.