ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1994) 4 ΑΑΔ 101

20 Ιανουαρίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

VANDOME FASHIONS LTD.,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠOYPΓOY OIKONOMIKΩN KAI/ Ή ΑΛΛΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 577/92)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Επιβολή επιπρόσθετου εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης ― Απόφαση βασισμένη σε υποψίες υποτιμολόγησης εισαχθέντων εμπορευμάτων ― Υποψίες δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση διοικητικής απόφασης ― Ελλειψη δέουσας έρευνας.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε με την προσφυγή της, την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με την οποία της επιβλήθηκε επιπρόσθετος εισαγωγικός δασμός και έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση, ύψους £3.835,12 και £261,49 αντίστοιχα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

(1)   Η έρευνα που διεξήχθη, πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις. Οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε καμιά έρευνα για τη διακρίβωση της ορθότητας των ισχυρισμών του κ. Μεγάλεμου, ούτε ως προς το ποιά από τα διαφορετικά τιμολόγια που είχαν στα χέρια τους ήταν τα ορθά. Ούτε διερεύνησαν καθόλου τις προηγούμενες εισαγωγές της αιτήτριας προτού καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ήταν όλες υποτιμολογημένες κατά 80%.  Μέχρι και τις 23/3/92 η υπόθεση διερευνάτο.  Χωρίς να υπεισέλθει οποιοδήποτε νέο στοιχείο από την ημερομηνία αυτή μέχρι και τη λήψη της επίδικης απόφασης, εκτός του γεγονότος ότι εξακολουθούσαν να μην έχουν τα λογιστικά βιβλία της αιτήτριας, προέβηκαν στη λήψη της επίδικης απόφασης.  Ούτε υπήρχαν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση στοιχεία αναφορικά με το ύψος της υποτιθέμενης υποτιμολόγησης των εμπορευμάτων, ιδιαίτερα αναφορικά με τις προηγούμενες εισαγωγές της αιτήτριας.

(2)   Δεν υποδείχθηκε από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση καμιά νομοθετική πρόνοια με βάση την οποία θα μπορούσαν οι καθ' ων η αίτηση να αυξήσουν τη δασμολογητέα αξία των ήδη εισαχθέντων και εκτελωνισθέντων εμπορευμάτων χωρίς στοιχεία, απλά μόνο με υποψίες.  Επομένως, η επίδικη απόφαση ήταν αυθαίρετη. Η αυθαίρετη επαύξηση αντικείμενου φόρου δεν είναι επιτρεπτή. Οι υποψίες και μόνο των καθ' ων η αίτηση όσο βάσιμες και να ήταν, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση διοικητικής πράξης.

(3)   Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων, στις οποίες αναφέρθηκε η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, θεωρείται ότι δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή, αφού δεν υπήρξαν οποιαδήποτε στοιχεία από τα οποία να διαπιστώνεται ότι οι διοικητικές πράξεις με τις οποίες επιβλήθηκε εισαγωγικός δασμός σε προηγούμενες εισαγωγές της αιτήτριας είχαν ληφθεί με βάση λανθασμένα στοιχεία.

     Σύμφωνα με τα πιο πάνω το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για έλλειψη δέουσας έρευνας.

H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Παναγιώτου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 703.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 22/5/92, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια εταιρεία, επιπρόσθετος εισαγωγικός δασμός και έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση, ανερχόμενα σε £3.835,12 και £261,49 αντίστοιχα.

Ν. Πελίδης με Γ. Πίττα, για την Aιτήτρια.

Λ. Καουτζάνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KOYPPHΣ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή ζητείται η ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση, ημερομηνίας 22/5/92, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια Εταιρεία, επιπρόσθετος εισαγωγικός δασμός και έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση, ανερχόμενα σε ΛΚ 3.835,12 και ΛΚ 261,49 αντίστοιχα.

Η αιτήτρια είναι Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή και πώληση ετοίμων ενδυμάτων.

Η αιτήτρια εισήγαγε έτοιμα ενδύματα κατά χρονικά διαστήματα και κατέβαλλε τους αναλογούντες δασμούς και Έκτακτη Προσφυγική Επιβάρυνση (Ε.Π.Ε.), σύμφωνα με τα τιμολόγια που παρουσίαζε στο Τελωνείο.

Η αιτήτρια, το Σεπτέμβριο του 1990 κατάθεσε στο Τελωνείο Λευκωσίας έγγραφα για τον τελωνισμό 8 κιβωτίων με ενδύματα, τα οποία αγόρασε από 8 οίκους του Παρισιού, μαζί με το συνοπτικό τιμολόγιο αρ. 90/803, ημερομηνίας 10/9/90, που εξέδωσε ο γαλλικός εξαγωγικός οίκος Daher Export προς την αιτήτρια.

Στις 26/9/90 η αιτήτρια τελώνισε τα 5 κιβώτια με ενδύματα και στις 23/10/90 ακόμα ένα κιβώτιο.  Τα άλλα δύο κιβώτια, όπως δήλωσε η μεταφορική Εταιρεία (Κυπριακές Αερογραμμές), δεν αφίχθηκαν στην Κύπρο και δηλώθηκαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας ως έλλειμμα.

Επειδή οι Κυπριακές Αερογραμμές δεν μπόρεσαν να δώσουν επαρκείς εξηγήσεις για τα δύο κιβώτια που χάθηκαν, ο Ανώτερος Τελώνης Λάρνακας απέστειλε σ' αυτούς, στις 23/1/91 σημείωμα απαιτήσεως με το οποίο ζητούσε την καταβολή των αναλογούντων δασμών για τα δύο κιβώτια που δηλώθηκαν ως έλλειμμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν. 82/67).

Οι Κυπριακές Αερογραμμές, προτού προβούν στην πληρωμή του απαιτηθέντος δασμού, και προφανώς για να βεβαιωθούν για το οφειλόμενο ποσό, ζήτησαν από την αιτήτρια να τους αποστείλει τα τιμολόγια των δύο απωλεσθέντων κιβωτίων.

Η αιτήτρια έστειλε στις Κυπριακές Αερογραμμές δύο τιμολόγια, των Γαλλικών Οίκων KORINEX και MICHAEL WELΤ αντίστοιχα.  Η αξία των απωλεσθέντων εμπορευμάτων, όπως εφαίνετο στα δύο αυτά νέα τιμολόγια ήταν κατά 80% περίπου μεγαλύτερη από την αξία των ιδίων εμπορευμάτων, όπως εμφανιζόταν στο συνοπτικό τιμολόγιο του γαλλικού εξαγωγικού οίκου Daher Export, το οποίο η αιτήτρια είχε ήδη καταθέσει στο Τελωνείο.

Προφανώς λόγω λανθασμένου τρόπου υπολογισμού, από τις Κυπριακές Αερογραμμές, του πληρωτέου από αυτούς δασμού αναφορικά με τα απωλεσθέντα εμπορεύματα, οι Κυπριακές Αερογραμμές απέστειλαν με επιστολή ημερομηνίας 20/5/91, στο Τελωνείο τα δύο αυτά τιμολόγια, ζητώντας επανεξέταση του θέματος και τροποποίηση του σημειώματος απαιτήσεως.

Λόγω της διαφοράς που διαφάνηκε μεταξύ του τιμολογίου που κατατέθηκε από την αιτήτρια και αυτών που τους απέστειλαν οι Κυπριακές Αερογραμμές, δημιουργήθηκαν εύλογες υποψίες στους καθ'ων η αίτηση για υποτιμολόγηση των εισαγωμένων εμπορευμάτων από την αιτήτρια και αποφάσισαν τη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με τις εισαγωγές της αιτήτριας από τη Γαλλία.

Στα πλαίσια της έρευνας, λήφθηκε κατάθεση από το Διευθυντή της αιτήτριας Αντρέα Μεγάλεμο, στις 12/7/91.  Ο κ. Μεγάλεμος είπε ότι έκανε ο ίδιος προσωπικά τις αγορές στο Παρίσι, τη δε αποστολή των εμπορευμάτων στην Κύπρο αναλάμβανε ο εξαγωγικός οίκος Daher Export, ο οποίος έκανε και τις πληρωμές προς τους κατασκευαστές και εξέδιδε συνοπτικό τιμολόγιο, για όλα τα κιβώτια, τα οποία έστελλε στην αιτήτρια.  Η αιτήτρια πλήρωνε μόνο την Daher Export, βάσει του τιμολογίου, με εμπορικό συνάλλαγμα που η αιτήτρια εξασφάλιζε από την Κεντρική Τράπεζα.  Αναφορικά με τη διαφορά των τιμολογίων, ο κ. Μεγάλεμος είπε ότι το πρώτο τιμολόγιο του Daher Export, το οποίο κατέθεσε ο ίδιος στο Τελωνείο, ήταν τιμολόγιο αγοράς των εμπορευμάτων, ενώ αυτά που στάληκαν αργότερα από την Daher Export και προέρχονταν από τους κατασκευαστές, ήταν τιμολόγια τιμής πώλησης των εμπορευμάτων.  Είπε επίσης, ότι το γεγονός αυτό εφαίνετο κι' από επιστολή του προς τις Κυπριακές Αερογραμμές, ημερομηνίας 15/6/91 (αντίγραφό της βρίσκεται στο φάκελο, Τεκμήριο 1, με αριθμό 5), κι' ότι ο ίδιος είχε ζητήσει προφορικά από τους Daher Export (και αργότερα και με κάποιο τηλεμήνυμα το οποίο δεν μπόρεσε να παρουσιάσει) να του αποστείλουν εξογκωμένα τιμολόγια για σκοπούς αποζημίωσης, για να καλύψει το διαφυγόν κέρδος του (Η κατάθεσή του βρίσκεται στο Τεκμήριο 1, κυανό 6).

Στη συνέχεια οι καθ'ων η αίτηση, ζήτησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 2/8/91, τη βοήθεια των Γαλλικών Τελωνειακών αρχών για τη διαλεύκανση του θέματος των τιμολογίων.  Οι Γαλλικές Τελωνειακές Αρχές απάντησαν, με επιστολή ημερομηνίας 11/10/91, ότι ο οίκος Daher Export ήταν υπό εκκαθάριση και έπαυσε να διεξαγάγει εργασίες από τις 5/2/91 (κυανό 17).

Κατόπιν τούτου, οι καθ'ων η αίτηση ζήτησαν από την αιτήτρια, με επιστολή ημερομηνίας 28/10/91, να παρουσιάσει, στις 13/11/91, στο Αρχιτελωνείο, όλα τα λογιστικά της βιβλία, στα οποία φαίνονταν οι δαπάνες για τις εισαγωγές της των ετών 1989 και 1990.  Επίσης, σε κατάθεση που λήφθηκε στις 19/11/91 από λειτουργό των Κυπριακών Αερογραμμών, λέχθηκε ότι δεν υποβλήθηκε επίσημα καμιά χρηματική απαίτηση προς τις Κυπριακές Αερογραμμές, αναφορικά με τα απωλεσθέντα κιβώτια.

Με επιστολή ημερομηνίας 25/11/91, ο Διευθυντής της αιτήτριας κ. Μεγάλεμος, κλήθηκε να παρουσιαστεί στο Αρχιτελωνείο, στις 26/11/91, για λήψη καταθέσεως και παρουσίαση των λογιστικών βιβλίων της αιτήτριας.  Στη νέα κατάθεσή του, που έδωσε κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ο κ. Μεγάλεμος επανέλαβε βασικά τα όσα είχε πει στην προηγούμενη κατάθεσή του, αναφορικά με την προέλευση των 2 τελευταίων τιμολογίων (κυανά 22-23).

Ο αρμόδιος λειτουργός του Τμήματος Τελωνείων, ετοίμασε στη συνέχεια έκθεση, ημερομηνίας 23/3/92, με την οποία εισηγείτο, μέχρι την αποπεράτωση της διερεύνησης του θέματος, την παρακολούθηση των μελλοντικών εισαγωγών της αιτήτριας από τη Γαλλία και τη λήψη ορισμένων μέτρων για διασφάλιση των δημοσίων προσόδων (κυανά 26-29).

Σε συμπληρωματική έκθεσή του, ο ίδιος λειτουργός αναφέρει ότ μέχρι την ημέρα σύνταξής της, ο κ. Μεγάλεμος δεν προσκόμισε τα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας, και συνεχίζει ως εξής:

"Με βάση τα δύο τιμολόγια που έχουμε στα χέρια μας φαίνεται ότι ο πιο πάνω εισαγωγέας προέβαινε συστηματικά σε υποτιμολογήσεις των ενδυμάτων που εισήγαγε από τον Γαλλικό Οίκο DAHER EXPORT και η υποτιμολόγηση κυμαινόταν από 80% μέχρι και 120%.

Παίρνοντας σαν βάση τον χαμηλότερο συντελεστή υποτιμολόγησης δηλαδή το 80% υπολόγισα ότι ο πιο πάνω εισαγωγέας σε έξι εισαγωγές που έκανε μεταξύ Φεβρουαρίου 1989 και Μαρτίου 1991 απέφυγε εισαγωγικούς δασμούς £3.835,12 και ΕΠΕ £261,49.

Γίνεται εισήγηση όπως ενόψει των δυσκολιών της υπόθεσης για ποινική δίωξη να ζητηθούν τα πιο πάνω ποσά με αστικές διαδικασίες.".

Η έκθεση αυτή, η οποία φέρει στο κάτω μέρος της την ημερομηνία 26/5/92, συνοδευόταν με διάφορους χειρόγραφους υπολογισμούς.  Στο κάτω μέρος της, μετά την υπογραφή του αρμόδιου λειτουργού που τη σύνταξε, υπάρχει η ακόλουθη, και πάλι χειρόγραφη σημείωση, με ημερομηνία 28/5/92:

"Διευθυντή,

Επειδή το Τμήμα αδυνατεί να παρουσιάσει "δυνατή" μαρτυρία για ποινική δίωξη, η υπάρχουσα είναι η εξ' ακοής μαρτυρία, γι' αυτό εισηγούμαι να κινηθεί πολιτική αγωγή για είσπραξη των δασμών και ΕΠΕ.".

Η σημείωση είναι προφανώς του Προϊστάμενου Κλάδου Διερευνήσεως.

Στις 1/6/92, ταχυδρομήθηκε η ακόλουθη επιστολή, η οποία φέρει ημερομηνία 22/5/92, στην αιτήτρια:

"

Yποτιμολόγηση γαλλικών ετοίμων ενδυμάτων

Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι μετά από εξέταση των εισαγωγών σας από τον Γαλλικό οίκο DAHER EXPORT, διαπιστώθηκε ότι η Τελωνειακή αξία που εδηλώνετε για τα ενδύματα δεν ήταν η πραγματική, γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τελωνειακούς σκοπούς.

Με την παρούσα επιστολή η τελωνειακή αξία των ενδυμάτων που τελωνίσετε με τις πιο κάτω διασαφήσεις καθορίζεται στο ποσό που φαίνεται στη δεξιά στήλη:-

Διασάφηση          Hμερομηνία    A/A/A    Δασμολογητέα

Εισαγωγής                                                          Αξία

1. Τελ. 2. αρ.2030 25.  2.89        544/ 8   £3.807,70

2.     "     αρ.2152   27.  2.90      421/90      2.810,20

3.     "     αρ.2664   29.  3.90    1019/90      2.415,20

4.     "     αρ.2068   26.  9.90    3653/90      1.416,40

5.     "     αρ.1875   23.10.90    4175/90         669,30

6.     "     αρ.   44    12.  3.91      579/91      3.411,70

Ενόψει των πιο πάνω καλείσθε να καταβάλετε στο γραφείο μου μέσα σε 21 μέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής τη διαφορά εισαγωγικού δασμού και Έκτακτης Προσφυγικής Επιβάρυνσης, που ανέρχεται σε £3.835,12 και £261,49, αντίστοιχα.

Αν δεν συμμορφωθείτε με το περιεχόμενο της επιστολής αυτής λυπούμαι να παρατηρήσω ότι δεν μου αφήνετε άλλη εκλογή παρά να προχωρήσω στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον σας.".

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω επιστολής, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Στη γραπτή αγόρευσή του ο δικηγόρος της αιτήτριας επισύναψε δύο επιστολές οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς του αποδεικνύουν την ορθότητα του περιεχομένου των καταθέσεων του κ. Μεγάλεμου, ότι δηλαδή τα εξογκωμένα τιμολόγια στάληκαν κατά δική του παράκληση, για άλλο άσχετο σκοπό.  Η πρώτη επιστολή, που κατά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας στάληκε στον οίκο Daher Export, είναι χειρόγραφη, υπογράφεται από τον κ. Μεγάλεμο και φέρει ημερομηνία 14/1/91, αλλά δε φαίνεται σε ποιον απευθύνεται.  Με την επιστολή αυτή, σύμφωνα με το περιεχόμενό της, ζητείται η αποστολή ψεύτικων τιμολογίων με τιμές περίπου τις διπλάσιες από τις κανονικές για σκοπούς διεκδικήσεως αποζημίωσης.  Η δεύτερη επιστολή, που είναι τυπωμένη σε επιστολόχαρτο του Daher Export και είναι χωρίς ημερομηνία, αναφέρει ότι αποστέλλονται τα ζητηθέντα τιμολόγια, αλλά σε περίπτωση δικαστικής αντιδικίας, θα είναι υποχρεωμένη (η Εταιρεία), να παρουσιάσει τα πραγματικά τιμολόγια με αριθμό 90/803.  Οι επιστολές αυτές δε βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο και δε φαίνεται να δόθηκαν στους καθ'ων η αίτηση κατά τη διερεύνηση του θέματος.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας, καθότι δεν αναφέρονται πουθενά οι λόγοι στους οποίους βασίστηκε, αλλά η μόνη ένδειξη είναι η χειρόγραφη αναφορά ημερομηνίας 26/5/92, η οποία είναι μεταγενέστερη της επίδικης απόφασης (που φέρει ημερομηνία 22/5/92) και δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της αιτιολογίας της.  Για το θέμα της ημερομηνίας έκδοσης της επίδικης απόφασης, προσήχθηκε μαρτυρία.

Υπέβαλε επίσης, ότι η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα, γιατί βασίστηκε εξ ολοκλήρου σε εξ' ακοής μαρτυρία, ότι τα συμπεράσματα των καθ'ων η αίτηση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά με βάση την ενώπιόν τους μαρτυρία, και ότι η επιβολή, αναδρομικά για τα έτη 1989-1991, πρόσθετου δασμού και Ε.Π.Ε. είναι τελείως αυθαίρετη.

Τέλος, ισχυρίστηκε ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα, εφόσον οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε κανένα διάβημα για να εξακριβώσουν τους ισχυρισμούς και εξηγήσεις που έδωσε η αιτήτρια μέσω του Διευθυντή της και ότι θα μπορούσαν, π.χ. να ζητήσουν πληροφορίες, από τους ενδιαφερόμενους οίκους του εξωτερικού, πράγμα που δεν έπραξαν.

Αφού μελέτησα το περιεχόμενο του φακέλου, Τεκμήριο 1, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η έρευνα που διεξήχθη, πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις. Οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε καμιά έρευνα για τη διακρίβωση της ορθότητας των ισχυρισμών του κ. Μεγάλεμου, ούτε ως προς το ποια από τα διαφορετικά τιμολόγια που είχαν στα χέρια τους ήταν τα ορθά.  Ούτε διερεύνησαν καθόλου τις προηγούμενες εισαγωγές της αιτήτριας προτού καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ήταν όλες υποτιμολογημένες κατά 80%.  Μέχρι και τις 23/3/92 η υπόθεση διερευνάτο.  Χωρίς να υπεισέλθει οποιοδήποτε νέο στοιχείο από την ημερομηνία αυτή μέχρι και τη λήψη της επίδικης απόφασης, εκτός του γεγονότος ότι εξακολουθούσαν να μην έχουν τα λογιστικά βιβλία της αιτήτριας, προέβηκαν στη λήψη της επίδικης απόφασης.  Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι υπήρχαν ενώπιον των καθ'ων η αίτηση στοιχεία αναφορικά με το ύψος της υποτιθέμενης υποτιμολόγησης των εμπορευμάτων, ιδιαίτερα αναφορικά με τις προηγούμενες εισαγωγές της αιτήτριας.

Δεν υποδείχθηκε από τη δικηγόρο των καθ'ων η αίτηση καμιά νομοθετική πρόνοια με βάση την οποία θα μπορούσαν οι καθ'ων η αίτηση να αυξήσουν τη δασμολογητέα αξία των ήδη εισαχθέντων και εκτελωνισθέντων εμπορευμάτων χωρίς στοιχεία, απλά μόνο με υποψίες.  Επομένως, η επίδικη απόφαση ήταν αυθαίρετη.  Η αυθαίρετη επαύξηση αντικείμενου φόρου δεν είναι επιτρεπτή (Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 703).  Οι υποψίες και μόνο των καθ'ων η αίτηση όσο βάσιμες και να ήταν, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση διοικητικής πράξης.

Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων, στις οποίες αναφέρθηκε η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, θεωρώ ότι δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή, αφού δεν υπήρξαν οποιαδήποτε στοιχεία από τα οποία να διαπιστώνεται ότι οι διοικητικές πράξεις με τις οποίες επιβλήθηκε εισαγωγικός δασμός σε προηγούμενες εισαγωγές της αιτήτριας είχαν ληφθεί με βάση λανθασμένα στοιχεία.

Σύμφωνα με τα πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για έλλειψη δέουσας έρευνας.  Ενόψει της καταλήξεώς μου αυτής, θεωρώ περιττό ν' ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους που εγείρονται.

Ως αποτέλεσμα η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

Δε γίνεται διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο