ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1993) 4 ΑΑΔ 1364
14 Ιουνίου, 1993
[Α. Ν. ΛΟΪΖΟΥ, Π.]
ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΣΚΟΡΔΗ,
Αιτήτρια,
v.
EΠITPOΠHΣ EKΠAIΔEYTIKHΣ YΠHPEΣIAΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1072/91)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Συνεντεύξεις — Φύση και σημασία της συνέντευξης.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Άρθρο 35Β(10)(β) των περί Δημοσίας ΕκπαιδευτικήςΥπηρεσίας Νόμων 1969 έως 1991 — Ζήτημα της αύξησης των μονάδων των υποψηφίων — Πορίσματα από τη νομολογία.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστικός έλεγχος — Υπαλληλική Προσφυγή — Τρόπος ενέργειας του Δικαστηρίου — Αρχές.
Με την προσφυγή προσβλήθηκε η προαγωγή 45 Βοηθών Διευθυντών Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η συνέντευξη είναι διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο και είναι ένα από τα στοιχεία που κατά το Άρθρο 35(Β)(10) των Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως 1991, διαμορφώνει την εξουσία της Επιτροπής να αυξάνει κατά πέντε μονάδες τις μονάδες που κάθε υποψήφιος συγκεντρώνει από την επιλογή της Συμβουλευτικής. Αξίζει να γίνει αναφορά εδώ στην υπόθεση Π. Λοϊζίδου v. Ε.Ε.Υ.
2. Σύμφωνα με το Άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου, η Επιτροπή έχει εξουσία να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται "στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων".
Το θέμα της αύξησης των μονάδων αποσχόλησε το Δικαστήριο σε αρκετές υποθέσεις.
Στην απόφαση Νίκος Κουσελίνης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ειπώθηκαν τα ακόλουθα, αναφορικά με την εξουσία της Επιτροπής να αυξάνει τις μονάδες κατά τις συνεντεύξεις:
"Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όχι μόνο έχει τον τελευταίο λόγο για το ποιούς θα προάξει, αλλά μπορεί με τις μονάδες που έχει εξουσία να δώσει στους υποψηφίους κατά τις συνεντεύξεις λαμβάνοντας υπόψη και το περιεχόμενο των φακέλων τους, ν' αλλάξει τη σειρά προτεραιότητας των υποψηφίων (Άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου 65/87)."
3. Ο ισχυρισμός των αιτητών για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας δεν ευσταθεί. Αιτιολογία υπάρχει στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής και συμπληρώνεται από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων των Μερών.
4. Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Όπως επίσης το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμόδιου οργάνου.
Επιπλέον το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή εναντίον του υποψηφίου που διορίστηκε ή προάχθηκε.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λοϊζίδου v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4089,
Κουσελίνης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4485,
Ιορδάνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4515,
Κοτσώνη v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 648,
Πουλχερίου v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 43,
Λιμνάτου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057,
Damianou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1488,
Κaragiorghis v. C.B.C. (1985) 3 C.L.R. 378,
Georghiou a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2165,
Λύωνας v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,
Μιλτιάδους v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν τα 45 ενδιαφερόμενα μέρη, στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Γ. Δανού για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.
Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ξ. Κουσταή, για Μ. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 7.
Μ. Σάββα, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 13.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 34.
Cur. adv. vult.
A. Ν. ΛOΪZOY, Π.: Με την προσφυγή της αυτή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της προαγωγής 45 ενδιαφερομένων μερών που κατονομάζονται στον πίνακα που επισυνάφθη σε αυτή, από τους 48 προαχθέντες, στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης σαν παράνομης, άκυρης και στερημένης οποιασδήποτε ισχύος.
Κατά το στάδιο της ακρόασης η παρούσα προσφυγή αποσύρθηκε εναντίον του ενδιαφερομένου μέρους Ε. Παπαθωμά και απορρίφθηκε.
Ύστερα από έγκριση της πλήρωσης 48 τέτοιων θέσεων, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, η Επιτροπή, προκύρηξε τις θέσεις αυτές με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Υποβλήθηκαν συνολικά διακόσιες ενενήντα έξη (296) αιτήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως 1991, στη συνέχεια ο Νόμος, κατάλογος όλων των αιτητών μαζί με τις αιτήσεις τους, αντίγραφο της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και οι φάκελοι υπηρεσιακών εκθέσεων των αιτητών διαβιβάστηκαν στο Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης που σύμφωνα με το Νόμο είναι Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής την έκθεση της οποίας διαβίβασε στην Επιτροπή μαζί με κατάλογο των υποψηφίων οι οποίοι εσυστήνοντο.
Η Επιτροπή με βάση το εδάφιο (8) του άρθρου 35Β του Νόμου, εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (7) του ίδιου άρθρου, από μέρους επηρεαζομένων για αναθεώρηση του καταλόγου. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε ένσταση εναντίον του καταλόγου.
Μετά την εξέταση των ενστάσεων η Επιτροπή, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και αφού διαπίστωσε ότι οι υποψήφιοι έχουν τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα κατάρτισε, σύμφωνα με το εδάφιο (8) του άρθρου 35Β, τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή αποφάσισε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Β(9) να καλέσει τους πιο πάνω υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο σε προσωπική συνέντευξη σε διάφορες ημερομηνίες.
Για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις η Επιτροπή αποφάσισε να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) γλωσσική επάρκεια, άνεση και ετοιμότητα στη διατύπωση απόψεων,
(β) σύλληψη προβλημάτων σε πλαίσιο σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων και προσέγγιση οργανωτικών και διοικητικών θεμάτων που ανάγονται στις αρμοδιότητες και στα καθήκοντα του Βοηθού Διευθυντή,
(γ) τεκμηρίωση απόψεων, και
(δ) γενική απόδοση, εμφάνιση και προσωπικότητα.
Η Επιτροπή δέχθηκε σε προσωπική συνέντευξη τους υποψηφίους. Μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων ο κ. Νίκος Λεοντίου, Αναπληρωτής Γενικός Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) εξέφρασε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές και τους χαρακτήρισε ανάλογα. Οι χαρακτηρισμοί φαίνονται στο πρακτικό της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 9 Ιουλίου 1991, παράρτημα "Ι" της ένστασης.
Στη συνέχεια η Επιτροπή προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις με βάση τα πιο πάνω κριτήρια. Η αξιολόγηση αυτή φαίνεται στο πρακτικό της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 12 Ιουλίου 1991 Παράρτημα "ΙΑ" της ένστασης. Η αιτήτρια χαρακτηρίστηκε ως πολύ καλή.
Η Επιτροπή αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων αυτών, καθώς και την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, όπως φαίνεται στο σχετικό πρακτικό, αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ως αποτέλεσμα της εκτίμησης των στοιχείων αυτών.
Η αύξηση των μονάδων φαίνεται στο πρακτικό της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 12/7/91 Παράρτημα "ΙΑ".
Η συνέντευξη είναι διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο και είναι ένα από τα στοιχεία που κατά το άρθρο 35(Β)(10) διαμορφώνει την εξουσία της Επιτροπής να αυξάνει κατά πέντε μονάδες τις μονάδες που κάθε υποψήφιος συγκεντρώνει από την επιλογή της Συμβουλευτικής. Αξίζει να γίνει αναφορά εδώ στην υπόθεση Π. Λοϊζίδου v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4089, που η απόφαση δόθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1991, όπου αναφέρονται τα πιο κάτω:
"Η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 35Β(10)(β), αφού η θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης ανήκει στο διδακτικό προσωπικό. Βάσει της πιο πάνω πρόνοιας, η Ε.Ε.Υ. είχε δικαίωμα να προβεί στη δική της εκτίμηση των υποψηφίων και ν' αυξήσει τις μονάδες τους από 1-5 κατά τη διακριτική της ευχέρεια, λαμβάνοντας υπόψη και το περιεχόμενο των φακέλων που ήταν ενώπιόν της. Για την αξιολόγηση των υποψηφίων η Ε.Ε.Υ. είχε ήδη προκαθορίσει τα κριτήρια τα οποία λάβαινε υπόψη σε προηγούμενη της συνεδρία. Βρίσκω ότι δεν υπήρχε τίποτε το μεμπτό στην ενέργεια αυτή της Ε.Ε.Υ. και οποιαδήποτε ελλείπουσα αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Ήταν φυσικό για την Ε.Ε.Υ. να δώσει λιγότερες μονάδες στην αιτήτρια εφόσο την αξιολόγησε ως πολύ καλή κατά τη συνέντευξη, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι. Η αναφορά στο νόμο ότι οι συνεντεύξεις αποτελούν μόνο συμπληρωματικό στοιχείο κρίσεως της αξίας των υποψηφίων, δεν αφορά την παρούσα περίπτωση, που διέπεται από το άρθρο 35Β(10)(β), αλλά τις περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο διδακτικό προσωπικό, και διέπονται από το άρθρο 35Β(10)(α). Εν πάση περιπτώσει όμως στην παρούσα περίπτωση η Ε.Ε.Υ. ενήργησε σύμφωνα με το νόμο και έλαβε υπόψη όχι μόνο τις συνεντεύξεις, αλλά και όλα τα άλλα στοιχεία που ορίζει ο νόμος. Επομένως οι συνεντεύξεις δεν αποτέλεσαν το αποφασιστικό στοιχείο κρίσης των υποψηφίων."
Κατά την ίδια ημερομηνία έλαβε την επίδικη απόφαση, προσφέροντας προαγωγή από 1 Σεπτεμβρίου 1991 στους 48 υποψηφίους που συγκέντρωσαν τις περισσότερες μονάδες, ανάμεσα στους οποίους και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Εναντίον της απόφασης αυτής η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή την οποία βάσισε στα ακόλουθα νομικά σημεία:
"(α) Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να προβούν σε αύξηση των μονάδων των υποψηφίων, (βλέπε Παράρτημα ΙΑ επί της Ενστάσεως), φαίνεται να είναι παντελώς αυθαίρετη και αδικαιολόγητη. Η εν λόγω απόφαση αποστέρησε από την αιτήτρια τον διορισμό της. Η αυθαιρεσία αυτή των καθ' ων η αίτηση θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
(β) Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ελλείπουν από αυτήν τα στοιχεία εκείνα που θα παρείχαν στο Δικαστήριο την ευχέρεια να διακριβώσει την νομιμότητα της εν λόγω απόφασης."
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου η Επιτροπή έχει εξουσία να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται "στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων".
Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι από τα γεγονότα και το περιεχόμενο των πρακτικών της Επιτροπής, τα οποία είναι επισυνημμένα στην ένσταση, η αύξηση των μονάδων των υποψηφίων ήταν σύμφωνη με την πιο πάνω νομοθετική διάταξη.
Το θέμα της αύξησης των μονάδων απασχόλησε το Δικαστήριο σε αρκετές υποθέσεις.
Στην απόφαση Νίκος Κουσελίνης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4485, ειπώθηκαν τα ακόλουθα, αναφορικά με την εξουσία της Επιτροπής να αυξάνει τις μονάδες κατά τις συνεντεύξεις:
"Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όχι μόνο έχει τον τελευταίο λόγο για το ποιούς θα προάξει, αλλά μπορεί με τις μονάδες που έχει εξουσία να δώσει στους υποψηφίους κατά τις συνεντεύξεις λαμβάνοντας υπόψη και το περιεχόμενο των φακέλων τους, ν' αλλάξει τη σειρά προτεραιότητας των υποψηφίων (άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου 65/87)."
Παρόμοια προσέγγιση υπάρχει και στην απόφαση Ανθή Ιορδάνου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4515, που απόφαση δόθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1990.
Επίσης στην απόφαση Θέλμα Κοτσώνη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 648, ειπώθηκαν:
"Το θέμα της αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας είναι θέμα που καθορίζεται από το νόμο και εφόσο η γενόμενη πράξη ή απόφαση λαμβάνεται μέσα στα πλαίσια του νόμου δεν εγείρεται θέμα αυθαίρετης ενέργειας ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης ή προγενέστερης νομολογίας. Όπου ο νόμος εφαρμόζεται υπερισχύει των αρχών της χρηστής διοίκησης. Η σχετική πρόνοια που καθορίζει την αποτίμηση των κριτηρίων σε μονάδες βρίσκεται στο άρθρο 35Β(4) του Περι Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, όπως εκτίθεται στο άρθρο 7 του τροποποιητικού Νόμου του 1987 (Νόμος 65/1987 όπως τροποποιήθηκε περαιτέρω από το άρθρο 2 του Νόμου 157 του 1987."
Επίσης σχετική είναι και η απόφαση στην Κίκα Πουλχερίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 43.
Στην Αλίκη Λιμνάτου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057, ειπώθηκαν τα ακόλουθα:
"Η διενέργεια συνεντεύξεων και η σχετική διαδικασία προβλέπονται από το άρθρο 35 εδάφια 9 και 10 του Νόμου αρ. 65 του 1987. Σύμφωνα με το εδάφιο 9 η Επιτροπή καλεί τους υποψήφιους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπικές συνεντεύξεις κατά τις οποίες μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές.
Κατά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καταλληλοτέρων υποψηφίων και λαμβάνει μεταξύ άλλων υπόψη την εντύπωση που απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσεως της αξίας τους. Στις περιπτώσεις δε υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο 4 του άρθρου αυτού, τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο, η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι πέντε, με αιτιολογία απόφαση της η οποία θα στηρίζεται στις εντυπώσεις που απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων. Ασφαλώς η εκτίμηση της απόδοσης των υποψηφίων είναι θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της επιτροπής, δεν είναι δε υπόχρεη να ακολουθήσει τις κρίσεις του αρμοδίου λειτουργού ο οποίο εκφράζει τις δικές του εκτιμήσεις, και τον οποίο ακούει χωρίς να είναι υπόχρεη να ακολουθήσει την κρίση του ή να δώσει αιτιολογία για διαφορετική εκτίμηση."
Ο ισχυρισμός των αιτητών για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας δεν ευσταθεί. Αιτιολογία υπάρχει στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής και συμπληρώνεται από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων των Μερών. (Βλέπε, μεταξύ άλλων Δαμιανός v. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1488, Καραγιώργης v. Ρ.Ι.Κ. (1985) 3 Α.Α.Δ. 378, 393, Γεωργίου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 2165 και Γεώργιος Λύωνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038.
Στην απόφαση Κίκας Πουλχερίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 43, σελίδα 50, αναφέρονται μεταξύ άλλων:
"Η αιτιολογία των πράξεών της αυτών μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο των φακέλων και ιδιαίτερα των εντυπώσεών της μετά τις συνεντεύξεις που καταγράφονται στα σχετικά παραρτήματα."
Είναι φανερό ότι η Επιτροπή στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας επέλεξε τους πραγματικά καλύτερους, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των δεδομένων. Και όπως παρατήρησε η Ολομέλεια στην υπόθεση Κλέαρχος Μιλτιάδους v. της Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Όπως επίσης το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμόδιου οργάνου.
Επιπλέον το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή εναντίον του υποψηφίου που διορίστηκε ή προάχθηκε.
Με βάση τα πιο πάνω, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίσημη απόφαση λήφθηκε νόμιμα και ότι η αιτήτρια δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή και η Επιτροπή άσκησε σύμφωνα με το Νόμο τη διακριτική της ευχέρεια οι δε προσβαλλόμενες προαγωγές ήταν εύλογα επιτρεπτές σε αυτή.
Για όλους τους πιο κάτω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει. Επικυρώνεται η επίδικη απόφαση. Δε γίνεται διαταγή για έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.