ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1993) 4 ΑΑΔ 587
17 Μαρτίου, 1993
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MAHER A.W. ANIS ΚΑΙ ΑΛΛΗ,
Αιτητές,
v.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚAI ΑΛΛΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 476/92)
Διοικητική Πράξη — Βεβαιωτική — Χαρακτηριστικά — Προϋποθέσεις — Ακόμα και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως βεβαιωτικής, αυτή χάνει τον βεβαιωτικό της χαρακτήρα αν εκδίδεται μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης.
Αλλοδαποί — Άδεια προσωρινής παραμονής — Διακριτική ευχέρεια Λειτουργού Μεταναστεύσεως — Πρέπει να ασκείται καλόπιστα και να μην παραβιάζει οποιαδήποτε δικαιώματα πηγάζουν από το Σύνταγμα και τις Διεθνές Συμβάσεις.
Αλλοδαποί — Άδεια προσωρινής παραμονής — Απόρριψη αίτησης — Αιτιολογία απόφασης του Λειτουργού Μετανάστευσης δεν πρέπει να θεμελιώνεται σε εικασίες και υποθέσεις ή αόριστα συμπεράσματα.
Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση της Διοίκησης να απορρίψει αίτημά της για παραχώρηση στο σύζυγό της άδειας εισόδου και παραμονής στην Κύπρο για ένα μήνα.
Οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση, ότι η επίδικη απόφαση ήταν βεβαιωτική προηγούμενης απόφασής τους με την οποία το όνομα του αιτητή είχε καταχωρηθεί στον κατάλογο ΣΤΟΠ ΛΙΣΤ. Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε πως η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και παραβίαζε το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι νομολογημένο πως οι βεβαιωτικές πράξεις ή αποφάσεις της Διοίκησης, στερούνται εκτελεστότητας και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως. Όμως, για να είναι μια πράξη βεβαιωτική μιας προγενέστερης, απαιτείται να συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Ταυτότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη.
(β) Ταυτότητα των προσώπων στα οποία οι δυο πράξεις απευθύνονται.
(γ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και του διατακτικού των δυο πράξεων.
Μια πράξη χάνει το βεβαιωτικό της χαρακτήρα ακόμα και αν έχει ταυτότητα περιεχομένου με προηγούμενη εκτελεστή πράξη, όταν περιορίστηκαν στα τότε γνωστά σ'αυτούς γεγονότα, ενώ η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη στοιχεία.
2. Η άδεια προσωρινής παραμονής αλλοδαπού στην Κύπρο, δίδεται σύμφωνα με τους σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς. Η διακριτική ευχέρεια του Λειτουργού Μεταναστεύσεως, παρόλο που είναι ευρεία, περιορίζεται εντούτοις, μέσα στα πλαίσια των διατάξεων των ρηθέντων Νόμων και Κανονισμών και του Συντάγματος, κατ' εφαρμογή των οποίων η σχετική διοικητική πράξη θα πρέπει να εκδίδεται.
Πέραν τούτου, είναι νομολογημένο πως η διακριτική αυτή ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται καλόπιστα, χωρίς πλάνη περί τα πράγματα και να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η οποιαδήποτε απόφαση της Διοίκησης δεν πρέπει να παραβιάζει δικαιώματα τα οποία απορρέουν από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις.
Είναι επίσης αρχή του Διοικητικού Δικαίου, πως παράβαση κατά την έκδοση της πράξης, κατ'ουσία διατάξεως Νόμου ή διατάξεως του Συντάγματος, αποτελεί λόγο ακύρωσης και η αιτιολογία που ασχολείται με στοιχεία κρίσεως άσχετα με αυτά που ορίζει ο Νόμος, ή κατά παράβαση του Νόμου ή του Συντάγματος, χαρακτηρίζεται ευθέως παράνομη.
3. Δεν αποτελεί αιτιολογία, έκφραση, η οποία αποτελεί ένα αόριστο συμπέρασμα της Διοίκησης ή θεμελιώνεται σε εικασίες και υποθέσεις οι οποίες δεν οδηγούν αναγκαία στο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει.
Στην υπό κρίση υπόθεση, απ' ό,τι φαίνεται από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, η έκθεση του Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης υιοθετήθηκε και πάνω σ' αυτή στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση.
Από το περιεχόμενο όμως της έκθεσης, προκύπτει πως η αιτιολογία της επίδικης πράξης είναι έξω από το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα έπρεπε να κινηθεί η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και θεμελιώνεται σε εικασιες και υποθέσεις, οι οποίες δεν οδηγούν αναγκαία στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι καθ' ων η αίτηση.
Τα κριτήρια και οι σκέψεις του Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, που οδήγησαν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από μέρους του Λειτουργού Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως προσκρούουν στις πρόνοιες των Άρθρων 18 και 22 του Συντάγματος και των Άρθρων 8 και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αφορούν το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκείας και της αλλαγής της και το δικαίωμα σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας. Επίσης "το κακό προηγούμενο το οποίο θα εκμεταλλευθούν και άλλοι Κύπριοι που έχουν δεσμό με μουσουλμάνους αλλοδαπούς", είναι γενικό και αόριστο και δεν εδράζεται σε τίποτε συγκεκριμένο, αλλά απλώς σε πιθανολογιές που δεν αποτελούν καν αιτιολογία.
Σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Συνταγματος, οι νομοθετικές, οι εκτελεστικές και οι δικαστικές αρχές, κάθε μια μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων της, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος, που προσδιορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ένα άτομο να κρίνεται δυσμενώς επειδή άλλαξε τη θρησκεία του και παντρεύτηκε μουσουλμάνο ή πρόσωπο οποιασδήποτε άλλης θρησκείας και παράλληλα δεν πρέπει να κρίνεται με δυσμένεια ούτε ο σύζυγος ή η σύζυγος τέτοιου προσώπου. Επίσης χαρακτηρισμός συμπεριφοράς σαν αποτέλεσμα τέτοιου γάμου, όπως "πρωτοφανής και προκλητική για τα κυπριακά δεδομένα, λαμβάνοντας ένας σοβαρά υπόψη τα αυστηρά ήθη και έθιμα του τόπου μας", είναι ανεπίτρεπτος. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι επιλήψιμη, αλλά αντίθετα, αποτελεί κατά το Σύνταγμά μας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που επικυρώθηκε με τον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμο (Ν. 39/62), θεμελιώδες δικαίωμα και ελευθερία και πρέπει να είναι σεβαστή από το κράτος. Εξάλλου δεν θα έπρεπε να είχε διαφύγει της προσοχής της Διοίκησης, το γεγονός ότι η μητέρα της αιτήτριας είναι Αιγυπτιακής καταγωγής και από το όνομά της φαίνεται να είναι και αυτή μουσουλμάνα. Αν και πάλι θεωρηθεί πως δεν υιοθετήθηκε κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, το περιεχόμενο της προαναφερθείσας έκθεσης, και πάλι η επίδικη απόφαση που διατυπώθηκε στην επιστολή ημερ. 9.4.92 παραμένει μετέωρη, γιατί είναι εντελώς αναιτιολόγητη.
H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Mohamed Fadhill Abdulrahamn Al Bakri v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2023,
Zivlas v. Municipality of Paphos (1975) 3 C.L.R. 349,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2089,
Mayo v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1975,
Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2585.
Προσφυγή.
Προσφυγή κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία απoρρίφθηκε αίτημα της αιτήτριας, όπως επιτραπεί στον αλλοδαπό αιτητή, σύζυγό της, η είσοδος και παραμονή στην Κύπρο για ένα μήνα, για να δει την αιτήτρια σύζυγό του.
Α. Θεοφίλου, για τους Αιτητές.
Μ. Τσαγγαρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, διά του Λειτουργού Μεταναστεύσεως, ημερ. 9.4.92, καθ' ων η αίτηση, διά της οποίας απέρριψαν το αίτημα της αιτήτριας, όπως επιτραπεί στον αλλοδαπό αιτητή, σύζυγό της, η είσοδος και παραμονή στην Κύπρο για ένα μήνα, για να δει την αιτήτρια σύζυγό του.
Ο αιτητής είναι Σύριος υπήκοος και γεννήθηκε την 1.2.73. Είναι κάτοχος Συριακού διαβατηρίου αρ. RAS/650430. Η αιτήτρια είναι Κυπρία υπήκοος, κάτοχος διαβατηρίου αρ. Β283030 και γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 14.4.72, όπου διαμένει. Είναι κόρη του Ελληνοκύπριου Ρίκκου Τριανταφυλλίδη και της Αιγυπτίας υπηκόου Abd El Rehim Fatha Aly, η οποία είναι "ημεδαπή Κυπρία", σύμφωνα με το άρθρο 2(1) του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2/72. Οι γονείς της αιτήτριας είναι και αυτοί μόνιμα εγκατεστημένοι στη Λεμεσό.
Η αιτήτρια γνωρίστηκε με τον αιτητή το Μάρτιο του 1991, όταν αυτός βρισκόταν στην Κύπρο για διακοπές σαν επισκέπτης. Επακολούθησε ερωτικός δεσμός και ακολούθως η αιτήτρια πήγε στη Συρία και αφού ασπάσθηκε τη μουσουλμανική θρησκεία, παντρέυτηκε τον αιτητή την 21.10.91.
Την 28.10.91, οι αιτητές έφθασαν στην Κύπρο από τη Συρία, πλην όμως δεν επετράπη η είσοδος του αιτητή στην Κύπρο και την επομένη επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο λόγος που δεν του επετράπη η είσοδος, είναι γιατί ο γάμος του με την αιτήτρια θεωρήθηκε εικονικός.
Στις 24.12.91, η αιτήτρια υπόβαλε αίτηση για να εξασφαλιστεί θεώρηση εισόδου του αιτητή στην Κύπρο για ένα μήνα για διακοπές και για να δει την αιτήτρια σύζυγό του. Προς το σκοπό αυτό η αιτήτρια κατάθεσε και χρηματική εγγύηση £300.- για πιθανά έξοδα επαναπατρισμού του αιτητή στη χώρα του (Τεκμήριο Γ στην ένσταση).
Στις 27.12.91, το όνομα του αιτητή τοποθετήθηκε στον κατάλογο ΣΤΟΠ ΛΙΣΤ, για το λόγο ότι είχε σκοπό να συνάψει γάμο ευκαιρίας.
Σχετικά με την αίτηση της αιτήτριας ημερ. 24.12.91, ακολούθησε νέα έρευνα από το Επαρχιακό Κλιμάκιο Αλλοδαπών Λεμεσού και στις 11.1.92, ο υπεύθυνος του Κλιμακίου απέστειλε στο Διευθυντή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης την ακόλουθη έκθεση (Τεκμήριο Δ στην ένσταση):
"Η επισηνημμένη αίτηση Μ58 υποβάλλεται από την Ε/Κυπρία Ντίνα ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ από τη Λεμεσό για την έκδοση αδείας εισόδου και παραμονής σαν επισκέπτη στον πιο πάνω αλλοδαπό σύζυγό της.
2. Η αιτήτρια είναι κάτοχος Κυπριακού διαβατηρίου με αρ. Β283030 γεννηθείσα στη Λεμεσό στις 14.4.72. Γνωρίστηκε με τον αλλοδαπό σύζυγό της το Μάρτιο του 1991 όταν αυτός βρισκόταν στην Κύπρο σαν επισκέπτης και συνήψαν ερωτικό δεσμό. Ακολούθως η Ε/Κ μετέβηκε στην Συρία και αφού ασπάστηκε την Μουσουλμανική Θρησκεια, παντρεύτηκε τον αλλοδαπό στις 13.10.91. Τώρα βρίσκεται στον 4ον μήνα της εγκυμοσύνης της.
3. Η αιτήτρια είναι κόρη του Ε/Κ Ρίκκου ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, και της αλλοδαπής ABD EL REHIM Fatha Aly, κάτοχου Αιγυπτιακού διαβατηρίου με αρ. 161511, η οποία είναι ιθαγενής της Κύπρου σύμφωνα με το άρθρο 2(ι)(β) του Κεφ. 105 ημερ. 7.8.85.
4. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γονείς της Ε/Κυπρίας αρχικά ενίσταντο στην τέλεση τέτοιου γάμου με αποτέλεσμα αυτή να εγκαταλείψει το σπίτι της και να ακολουθήσει στη Συρία τον εκλεκτό της καρδιάς της. Εκεί ασπάστηκε τη Μουσουλμανική Θρησκεία και παντρεύτηκε τον αλλοδαπό.
5. Μετά από τα τελευταία γεγονότα και οι γονείς της Ε/Κ βρισκόμενοι προ τετελεσμένων εξελίξεων, φάνηκαν περισσότερο διαλακτικοί και σε συνάντησή τους με τον Αστ. 3653 του γραφείου μας δήλωσαν κατηγορηματικά ότι επικροτούν την ενέργεια της κόρης τους και δε φέρουν ένσταση στην επιστροφή του γαμβρού τους στην Κύπρο.
6. Από τα πιο πάνω, φαίνεται ότι ο γάμος τους είναι κανονικός. Ελέχθηκε το όνομα του αλλοδαπού από το ΣΤΟΠ ΛΙΣΤ και δεν υπάρχει τίποτε εναντίον του.
7. Επισυνάπτονται πιστοποιητικό γάμου, φωτοτυπία του διαβατηρίου του αλλοδαπού, φωτοτυπία του διαβατηρίου της μητέρας της αιτήτριας, ως επίσης και το έντυπο F18 με αρ. Ε430772, για το ποσό των 300.λιρών για πιθανά έξοδα επαναπατρισμού του αλλοδαπού.
8. Η αίτηση συστήνεται, παρ."
Στις 18.2.92, ο Αρχηγός της Αστυνομίας, διά του Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, προέβη στη δική του έκθεση προς το Λειτουργό Μετανάστευσης (Τεκμήριο Ε στην ένσταση), το περιεχόμενο της οποίας είναι το ακόλουθο:
"Η ενέργεια της αλλοδαπής να ασπασθεί τη Μουσουλμανική Θρησκεία και να προχωρήσει σε γάμο με τον κάτοχο του φακέλλου είναι πρωτοφανής και προκλητική για τα Κυπριακά δεδομένα, λαμβάνοντας ένας σοβαρά υπόψη τα αυστηρά ήθη και έθιμα του λαού μας.
2. Παρά το γεγονός ότι οι γονείς της αιτήτριας έχουν συγκατανεύσει για τον γάμο της κόρης τους και παρά το γεγονός ότι το Επαρχιακό μας Κλιμάκιο δεν ενίσταται στην είσοδο του στην Κύπρο, είμαι της γνώμης όπως μη εγκριθεί η αίτησή του, γιατί πιστεύω ότι αυτό θα αποτελέσει κακό προηγούμενο το οποίο θα εκμεταλλευθούν και άλλες Κυπρίες που έχουν δεσμό με Μουσουλμάνους Αλλοδαπούς.
3. Με βάση τα πιο πάνω αναφερθέντα εισηγούμαι όπως το όνομα του Αλλοδαπού τοποθετηθεί στο Στοπ Λιστ για να του απαγορευθεί η είσοδος στην Κύπρο και συμβουλευθεί η αιτήτρια, αν το επιθυμεί βέβαια, όπως μεταβεί στο εξωτερικό για να συναντήσει και ζήσει με τον Μουσουλμάνο σύζυγό της, παρακαλώ."
Ακολούθως, ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως, με την επιστολή του ημερ. 9.4.92 προς την αιτήτρια, απέρριψε την αίτησή της.
Επακολούθησε αλληλογραφία, την οποία όμως δε θα σχολιάσω, γιατί η διεξαγωγή της έγινε μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Σαν αποτέλεσμα της απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά βεβαιωτική πράξη της προγενέστερης απόφασής τους ημερ. 27.12.92, διά της οποίας τοποθετήθηκε το όνομα του αιτητή στον κατάλογο ΣΤΟΠ ΛΙΣΤ και η οποία δεν προσβλήθηκε με προσφυγή.
Ο δικηγόρος των αιτητών αντέκρουσε την ένσταση αυτή και μεταξύ άλλων, εισηγήθηκε πως με την καταχώρηση της αίτησης ημερ. 24.12.91, έγινε νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία.
Είναι νομολογημένο πως οι βεβαιωτικές πράξεις ή αποφάσεις της Διοίκησης, στερούνται εκτελεστότητας και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως. (Βλ. μεταξύ άλλων, Mohamed Fadhill Abdulrahamn Al Bakri ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2023. Όμως, για να είναι μια πράξη βεβαιωτική μιας προγενέστερης, απαιτείται να συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
α) Ταυτότητα του οργάνου που εξέδοσε την πράξη.
β) Ταυτότητα των προσώπων στα οποία οι δυο πράξεις απευθύντονται.
γ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και του διατακτικού των δυο πράξεων.
Μια πράξη χάνει το βεβαιωτικό της χαρακτήρα ακόμα και αν έχει ταυτότητα περιεχομένου με προηγούμενη εκτελεστή πράξη, όταν εκδίδεται μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης, κατά την οποία λαμβάνει χώραν εξέτασης νέων ουσιωδών στοιχείων κρίσεως, τα οποία για πρώτη φορά λαμβάνονται υπόψη (βλ. Zivlas v. Municipality of Paphos (1975) 3 C.L.R. 349).
Στην παρούσα προσφυγή η τοποθέτηση του ονόματος του αιτητή στον κατάλογο ΣΤΟΠ ΛΙΣΤ την 27.12.91, ήταν προφανώς το αποτέλεσμα της άρνησης των καθ' ων η αίτηση να του επιτρέψουν είσοδο στην Κύπρο στις 28.10.91, γιατί δημιουργήθηκε τότε η εντύπωση ότι ο σκοπός της άφιξής του ήταν για να συνάψει γάμο ευκαιρίας με την αιτήτρια, δεδομένου ότι η αιτήτρια είχε δηλώσει κατά την άφιξή τους στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως, ότι επρόκειτο να παντρευτεί τον αιτητή για να εξασφαλίσει παραμονή του στην Κύπρο, παρόλο που ανάφερε επίσης ότι συνήψαν πολιτικό γάμο στη Συρία (βλ. Τεκμήριο Α στην ένσταση). Η απόφαση, όμως των καθ' ων η αίτηση να τοποθετήσουν το όνομα του αιτητή στον κατάλογο ΣΤΟΠ ΛΙΣΤ, αποτέλεσε internum της Διοίκησης και δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, γιατί η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου δεν κοινοποιήθηκε στους αιτητές. Εξάλλου, η τοποθέτηση του ονόματος του αιτητή στον κατάλογο ΣΤΟΠ ΛΙΣΤ έγινε τρεις μέρες μετά την καταχώρηση της αίτησης της αιτήτριας, σαν αποτέλεσμα της οποίας εκδόθηκε η υπό κρίση πράξη. Κατά συνέπεια, η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Αν όμως η προδικαστική ένσταση αφορά την αρχική άρνηση άδειας εισόδου του αιτητή και πάλι η ένσταση δεν ευσταθεί, γιατί οι λόγοι που οδήγησαν τους καθ' ων η αίτηση σ' εκείνη την άρνηση, περιορίστηκαν στα τότε γνωστά σ' αυτούς γεγονότα, ενώ η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη στοιχεία.
Τα στοιχεία αυτά, που φαίνονται στην προαναφερόμενη έκθεση, Τεκμήριο Δ στην ένσταση, αφορούν το ιστορικό των σχέσεων του ζεύγους, το ρόλο και τη θέση των γονιών της αιτήτριας πάνω στο θέμα και κυρίως το γεγονός ότι η αιτήτρια ήταν τότε έγκυος στον τέταρτο μήνα, στοιχεία που οδήγησαν στο ορθό συμπέρασμα ότι ο γάμος δεν ήταν εικονικός. Επίσης έγινε έρευνα όσον αφορά το χαρακτήρα του αιτητή και δε διαπιστώθηκε οτιδήποτε εναντίον του. Ενόψει των νέων αυτών στοιχείων, το Κλιμάκιο Λεμεσού εισηγήθηκε την έγκριση της αίτησης της αιτήτριας.
Προχωρώντας στην ουσία της προσφυγής, θα ασχοληθώ με το θέμα της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, καθώς επίσης και με το θέμα των ισχυριζομένων παραβιάσεων του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από τους καθ' ων η αίτηση, που προβλήθηκαν από το δικηγόρο των αιτητών και αντικρούσθηκαν από το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση.
Η άδεια προσωρινής παραμονής αλλοδαπού στην Κύπρο, δίδεται σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς. Η διακριτική ευχέρεια του Λειτουργού Μεταναστεύσεως, παρόλο που είναι ευρεία, περιορίζεται εντούτοις, μέσα στα πλαίσια των διατάξεων των ρηθέντων νόμων και κανονισμών και του Συντάγματος, κατ' εφαρμογή των οποίων η σχετική διοικητική πράξη θα πρέπει να εκδίδεται.
Πέραν τούτου, είναι νομολογημένο πως η διακριτική αυτή ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται καλόπιστα, χωρίς πλάνη περί τα πράγματα και να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η οποιαδήποτε απόφαση της Διοίκησης δεν πρέπει να παραβιάζει δικαιώματα τα οποία απορρέουν από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις. (Βλ. Γιάννης Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2089, Sidney Alfred Moyo v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1975 και Amanda Marga Ltd v. Δημοκρατίας (1985) 3 C.L.R. 2585).
Είναι επίσης αρχή του Διοικητικού Δικαίου, πως παράβαση κατά την έκδοση της πράξης, κατ' ουσία διατάξεως νόμου ή διατάξεως του Συντάγματος, αποτελεί λόγο ακύρωσης και η αιτιολογία που ασχολείται με στοιχεία κρίσεως άσχετα με αυτά που ορίζει ο νόμος, ή κατά παράβαση του νόμου ή του Συντάγματος, χαρακτηρίζεται ευθέως παράνομη. Επίσης δεν αποτελεί αιτιολογία, έκφραση, η οποία αποτελεί ένα αόριστο συμπέρασμα της Διοίκησης ή θεμελιώνεται σε ικασίες και υποθέσεις οι οποίες δεν οδηγούν αναγκαία στο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-188).
Στην υπό κρίση υπόθεση, απ' ό,τι φαίνεται από το υλικό που τέθηκε ενώπιόν μου, η έκθεση του Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης υιοθετήθηκε και πάνω σ' αυτή στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση.
Από το περιεχόμενο όμως της έκθεσης, που προαναφέρεται, προκύπτει πως η αιτιολογία της επίδικης πράξης είναι έξω από το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα έπρεπε να κινηθεί η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και θεμελιώνεται σε εικασίες και υποθέσεις, οι οποίες δεν οδηγούν αναγκαία στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι καθ' ων η αίτηση.
Τα κριτήρια και οι σκέψεις του Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, που οδήγησαν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από μέρους του Λειτουργού Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως προσκρούουν στις πρόνοιες των άρθρων 18 και 22 του Συντάγματος και των άρθρων 8 και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αφορούν το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκείας και της αλλαγής της και το δικαίωμα σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας. Επίσης "το κακό προηγούμενο το οποίο θα εκμεταλλευθούν και άλλοι Κύπριοι που έχουν δεσμό με μουσουλμάνους αλλοδαπούς", είναι γενικό και αόριστο και δεν εδράζεται σε τίποτε συγκεκριμένο, αλλά απλώς σε πιθανολογιες που δεν αποτελούν καν αιτιολογία.
Σύμφωνα με το άρθρο 35 του Συντάγματος, οι νομοθετικές, οι εκτελεστικές και οι δικαστικές αρχές, κάθε μια μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων της, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος, που προσδιορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ένα άτομο να κρίνεται δυσμενώς επειδή άλλαξε τη θρησκεία του και παντρεύτηκε μουσουλμάνο ή πρόσωπο οποιασδήποτε άλλης θρησκείας και παράλληλα δεν πρέπει να κρίνεται με δυσμένεια ούτε ο σύζυγος ή η σύζυγος τέτοιου προσώπου. Επίσης χαρακτηρισμός συμπεριφοράς σαν αποτέλεσμα τέτοιου γάμου, όπως "πρωτοφανής και προκλητική για τα κυπριακά δεδομένα, λαμβάνοντας ένας σοβαρά υπόψη τα αυστηρά ήθη και έθιμα του τόπου μας", είναι ανεπίτρεπτος. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι επιλήψημη, αλλά αντίθετα, αποτελεί κατά το Σύνταγμα μας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που επικυρώσαμε με το Ν.39/62, θεμελιώδες δικαίωμα και ελευθερία και πρέπει να είναι σεβαστή από το κράτος. Εξάλλου δεν θα έπρεπε να είχε διαφύγει της προσοχής της Διοίκησης, το γεγονός ότι η μητέρα της αιτήτριας είναι Αιγυπτιακής καταγωγής και από το όνομά της φαίνεται να είναι και αυτή μουσουλμάνα.
Αν και πάλι θεωρηθεί πως δεν υιοθετήθηκε κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, το περιεχόμενο της προαναφερθείσας έκθεσης, και πάλι η επίδικη απόφαση που διατυπώθηκε στην επιστολή ημερ. 9.4.92 (Τεκμήριο ΣΤ στην ένσταση), παραμένει μετέωρη, γιατί είναι εντελώς αναιτιολόγητη.
Έχοντας καταλήξει στα πιο πάνω συμπεράσματα, δεν κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στους άλλους λόγους ακυρότητας που υποβλήθηκαν.
Κατά συνέπεια, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται παράνομη. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.