ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1992) 4 ΑΑΔ 4848
30 Δεκεμβρίου, 1992
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΛΥΣΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 123/92).
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές —Κανονισμός 10 — Προαγωγή σημαίνει την προαγωγή από την κατώτερη θέση στην αμέσως ανώτερη — Ο αιτητής εύλογα αποκλείστηκε από υποψήφιος εφόσον δεν κατείχε την αμέσως κατώτερη της υπό πλήρωση θέση.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του ιδίου.
Το όνομα του αιτητή το οποίο είχε συμπεριληφθεί αρχικά από την υπηρεσία προσωπικού στον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούσαν το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, αφαιρέθηκε από τον εν λόγω κατάλογο από την Συμβουλευτική Επιτροπή μετά την διαπίστωση πως ο αιτητής δεν κατείχε την αμέσως κατώτερη θέση.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως η επίδικη απόφαση ήταν προϊόν πλάνης ενώ οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης εφόσον δεν μπορούσε να είναι υποψήφιος για προαγωγή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η επίδικη θέση έχει μισθολογική κλίμακα Α7. Εφόσον ο αιτητής κατείχε τη θέση ηλεκτρολόγου-εφαρμοστή, 2ης Τάξης στην κλίμακα Α5, δηλαδή δεν ήταν στην αμέσως κατώτερη θέση, αποκλειόταν εκ προοιμίου η υποψηφιότητα και φυσικά η προαγωγή του. Η ταξινόμηση και ιεράρχηση.
Ο "λευκός" κατάλογος που περιείχε και το όνομα του αιτητή δεν ήταν οριστικός ή αμετάβλητος. Καμιά διάταξη των κανονισμών δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Απεναντίας η διατήρηση της υποψηφιότητας του αιτητή θα αντέκειτο στον Καν. 10 και θα καταστρατηγούσε συνάμα μία από τις θεμελιώδεις αρχές του υπαλληλικού δικαίου. Οι δύο συμβουλευτικές επιτροπές ενδιάμεσα και η Αρχή τελικά είχαν υποχρέωση να επισημάνουν το λάθος και να αποκλείσουν τον αιτητή, πράγμα που έκαμαν. Αλλιώτικα η απόφαση θα έπασχε πράγματι από πλάνη και βαριά παρανομία.
Ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά τα τρία κρίσιμα χρονικά σημεία, δηλαδή, την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, την κατάθεση της προσφυγής και την ακρόαση της.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Αντωνίου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1689.
Προσφυγή.
Προσφυγή που προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Ανώτερου Τεχνίτη-Βοηθού Επιστάτη, στο Τμήμα Συντήρησης Υποσταθμών της Αρχής, αντί ο αιτητής.
Α. Ποιητής, Κ. Στιβαρού (δ/νίς) για τον αιτητή.
Γ. Κακογιάννη, για την καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Ο αιτητής προσβάλλει απόφαση της καθής η αίτηση Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Αρχής) ημερ. 16/1/92. Αποτέλεσμα της ήταν να προαχθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κ. Σ. Γιαννάκη στη θέση ανώτερου τεχνίτη - βοηθού επιστάτη, κλίμακα Α7, στο τμήμα συντήρησης υποσταθμών της Αρχής. Είναι θέση προαγωγής και ανήκει στο τεχνικό προσωπικό.
Θα μπορούσε να υπομνησθεί στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 των περί Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου (Ρύθμιση Θεμάτων Προσωπικού) Νόμου του 1970 (Αρ. 61/70), η αρμοδιότητα για διενέργεια προαγωγών, όπως και οι εξουσίες για διορισμό ή μετάθεση μελών του προσωπικού και για άλλα συναφή ζητήματα, καθώς και ο πειθαρχικός έλεγχος, ασκούνται από την Αρχή. Οι εξουσίες με τις οποίες είναι εξοπλισμένη η Αρχή από το νόμο ασκούνται στο πλαίσιο του κανονιστικού καθεστώτος που καθιέρωσαν οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986. Οι κανονισμοί αυτοί δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27/12/86 ως Κ.Δ.Π. 291/86.
Ο αιτητής είναι υπάλληλος της Αρχής από 4/12/79, ενώ ο ενδιαφερόμενος από 1/6/74. Και οι δύο έθεσαν υποψηφιότητα για την επίδικη θέση μετά την προκήρυξη της με σχετική γνωστοποίηση ημερ. 20/11/91, που περιλάμβανε κενές θέσεις και σε άλλους τομείς. Στέκομαι σε ένα γεγονός, εξαιρετικής σπουδαιότητας για την έκβαση της υπόθεσης, στο οποίο βασίστηκε προδικαστική ένσταση της Αρχής. Η προαγωγή του κ. Γιαννάκη στην προηγούμενη θέση του Ηλεκτρολόγου-Εφαρμοστή, 1ης Τάξης με κλίμακα Α6+2, που είναι η αμέσως κατώτερη από την επίδικη, πραγματοποιήθηκε την 1/12/87. Η τοποθέτηση του αιτητή έγινε στις 4/12/79 σε άλλη θέση, δηλαδή, Ηλεκτρολόγου-Εφαρμοστή, 2ης Τάξης στην κατώτερη κλίμακα Α5.
Η υπηρεσία προσωπικού ετοίμασε, προκαταρτατικά, κατάλογο υποψηφίων (χρώματος λευκού) που πληρούσαν το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Στον κατάλογο συμπεριλήφθηκαν και οι δύο αυτοί υπάλληλοι. Όμως η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, στη συνεδρίαση της της 3/1/92, διαπίστωσε πως ο αιτητής δεν κατείχε την αμέσως κατώτερη θέση και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να προκριθεί ως υποψήφιος για προαγωγή. Παρενθετικά, η Συμβουλευτική Επιτροπή, συστάθηκε κάτω από τον καν. 18. Έργο της είναι να βοηθά το Συμβούλιο της Αρχής στην επιλογή των καταλληλότερων υπαλλήλων.
Στη συνέχεια η Επιτροπή αυτή Επιλογής, αφού εξέτασε, όπως είχε υποχρέωση με βάση τις διατάξεις του Δεύτερου Πίνακα του Καν. 12, τις υποψηφιότητες και αφού αξιολόγησε τα στοιχεία και έλαβε υπόψη τις συστάσεις του αρμόδιου αξιωματούχου της Αρχής υπέρ του διορισθέντα, έκρινε πως ήταν ο καταλληλότερος. Την ίδια γνώμη σχημάτισε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, στο επόμενο διαδικαστικό στάδιο που προβλέπει ο Καν. 19, ύστερα από δική της έρευνα και εκτίμηση των στοιχείων και συστάσεων, την οποία και διαβίβασε στο Συμβούλιο. Δεν είναι άσχετο να λεχθεί πως είχε μπροστά της και την εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής. Στο τελικό στάδιο η Αρχή πήρε την επίδικη απόφαση, ύστερα από μελέτη και στάθμιση των δεδομένων, να προάξει τον ενδιαφερόμενο.
Το μοναδικό επιχείρημα του αιτητή για ακύρωση της επίδικης πράξης είναι πως ήταν προϊόν πλάνης περί τα πράγματα. Η εισήγηση βασίζεται στο ότι ο αιτητής περιλήφθηκε στον αρχικό ("λευκό") κατάλογο, τον οποίο είχε συντάξει η υπηρεσία προσωπικού. Με αυτό τον τρόπο η εισήγηση συμπλέκεται με το προδικαστικό ζήτημα που έθιξε η Αρχή: ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στο δικαστήριο, αφού δεν κατείχε την αμέσως κατώτερη θέση για να είναι δυνατή η προαγωγή του. Ο αιτητής όμως επιμένει πως η θέση αυτή της Αρχής είναι πεπλανημένη γιατί, ως προελέχθη, το όνομά του ήταν από την αρχή στον κατάλογο προακτέων.
Βασικό στοιχείο της σταδιοδρομίας υπαλλήλου της Αρχής, που προστατεύουν οι κανονισμοί, είναι η ανέλιξη του με προαγωγή από τη θέση που έχει στην αμέσως ανώτερη στην ιεραρχία θέση. Το νόημα που αποδίδουν στις λέξεις "προαγωγή" και "προάγειν" οι ερμηνευτικές διατάξεις του καν. 10 δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία γιαυτό.
"'προαγωγή' σημαίνει την προαγωγήν υπαλλήλου από κατωτέραν θέσιν εις αμέσως ανωτέραν θέσιν και περιλαμβάνει προαγωγήν εις περίπτωσιν συνδε-δυασμένων θέσεων, ο δε όρος 'προάγειν' ερμηνεύεται αναλόγως."
Η επίδικη θέση έχει μισθολογική κλίμακα Α7. Εφόσον ο αιτητής κατείχε τη θέση Ηλεκτρολόγου-Εφαρμοστή 2ης Τάξης, στην κλίμακα Α5, δηλαδή δεν ήταν στην αμέσως κατώτερη θέση, αποκλειόταν εκ προοιμίου η υποψηφιότητα και φυσικά η προαγωγή του. Η ταξινόμηση και ιεράρχηση των θέσεων της Αρχής διέπεται από τις διατάξεις των Κανονισμών 6 και 8 σε συνδυασμό με τον Πρώτο Πίνακα. Και στην προκείμενη περίπτωση η ιεραρχική τάξη είναι αυτή που προεξέθεσα. Η υπόθεση αρ. 876/88, Α. Αντωνίου & Άλλος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 21/7/89, στην οποία με παρέπεμψαν οι δικηγόροι της Αρχής, υποστηρίζει την κατάληξή μου.
Ο "λευκός" κατάλογος που περιείχε και το όνομα του αιτητή δεν ήταν οριστικός ή αμετάβλητος. Καμιά διάταξη των κανονισμών δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Απεναντίας η διατήρηση της υποψηφιότητας του αιτητή θα αντέκειτο στον Καν. 10 και θα καταστρατηγούσε συνάμα μία από τις θεμελιώδεις αρχές του υπαλληλικού δικαίου. Οι δύο συμβουλευτικές επιτροπές ενδιάμεσα και η Αρχή τελικά είχαν υποχρέωση να επισημάνουν το λάθος και να αποκλείσουν τον αιτητή, πράγμα που έκαμαν. Αλλοιώτικα η απόφαση θα έπασχε πράγματι από πλάνη και βαριά παρανομία.
Ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά τα τρία κρίσιμα χρονικά σημεία, δηλαδή, την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, την κατάθεση της προσφυγής και την ακρόαση της.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.