ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1991) 4 ΑΑΔ 2840
2 Αυγούστου, 1991
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ Π. ΛΕΩΝΙΔΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
( Υπόθεση Αρ. 550/90).
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Πλήρωση κενωθείσας θέσης εντός έξη μηνών βάσει των Κανονισμών της Αρχής — Οι τασσόμενες από διοικητικούς νόμους ή κανονισμούς προθεσμίες είναι κατά κανόνα ενδεικτικές εκτός αν ρητά ορίζεται ότι είναι ανατρεπτικές — Παράλειψη τήρησης τέτοιας ενδεικτικής προθεσμίας δεν είναι εκτελεστή.
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Συλλογικές Συμβάσεις — Δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου μέσα στα πλαίσια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος εκτός αν ενσωματωθούν σε κανονισμούς.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος — Προσβαλλόμενες πράξεις — Δεν μπορεί, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής, διοικητική πράξη ευεργετική για τον προσφεύγοντα — Η περίπτωση της αδυναμίας προβολής τυχόν ακυρότητας συνεπεία της αντισυνταγματικότητας του Νόμου 149/88 λόγω ευεργεσίας του αιτητή από την προσβαλλόμενη πράξη.
Με την προσφυγή του αυτή ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση, κατά κύριο λόγο, της παράλειψης της καθ' ης η αίτηση Αρχής να πληρώσει τις κενές θέσεις Υποτομεάρχη που οφειλόταν, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, στην ύπαρξη νομικά ανίσχυρης στο χώρο του δημοσίου δικαίου συμφωνίας μεταξύ Αρχής και Συντεχνίας.
Η ουσία του παραπόνου του αιτητή συνίστατο στη μη προαγωγή του στη θέση Υποτομεάρχη σε συνδυασμό με την κατά τον ισχυρισμό του υποχρέωση που υπείχε η καθ' ης η αίτηση να πληρώσει εγκαίρως τη θέση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(6) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Γενικών Κανονισμών του 1982, οι προαγωγές διενεργούνται εντός εξαμήνου από την κένωση ή τη δημιουργία της θέσης.
Οι προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους ή κανονισμούς θεωρούνται κατά κανόνα ενδεικτικές, χαρακτήρα τον οποίο διατηρούν εφόσον δεν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές (Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 606 ημερ. 19.5.89, αδημοσίευτη).
Η χρονική προθεσμία των έξι μηνών στον καν. 10(6) είναι μόνο ενδεικτική και δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε θετική υποχρέωση στην Αρχή να πληρώσει την κενή θέση μέσα στην τακτή αυτή προθεσμία, συνεπώς η παράλειψη αυτή δεν είναι εκτελεστή και δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως.
2. Οι συλλογικές συμβάσεις δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου μέσα στα πλαίσια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, εκτός αν έχουν ενσωματωθεί σε κανονισμούς.
Η προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής συνδέεται με συμφωνία η οποία απέκτησε νομική ισχύ εφόσον ενσωματώθηκε σε κανονισμό (βλ. ΚΔΠ 375/90, Καν. 9).
3. Δεν εφαρμόζεται η απόφαση της Ολομέλειας ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλου, σύμφωνα με την οποία ορισμένες πρόνοιες του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου του 1988 (Ν. 149/88) κρίθηκαν αντισυνταγματικές, επειδή ο αιτητής, ο οποίος προάχθηκε στη θέση Προϊσταμένου Α', ωφελήθηκε από την απόφαση της Αρχής και επομένως δεν μπορεί να επικαλεστεί τυχόν ακυρότητα απόφασης από την οποία ευεργετήθηκε.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας, (Α.Ε. 606 ημερ. 19.5.89)
Kontemeniotis v. CBC(1982) 3 CLR 1027
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλου (1991) 3 ΑΑΔ 159.
Προσφυγή.
Προσφυγή για δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη και/ή σιωπηρή άρνηση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου να πληρώσει τις κενές θέσεις που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό του 1988 είναι άκυρη.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για την καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult
ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:
"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη και/ή σιωπηρή άρνηση του καθ' ου η αίτηση να πληρώσει τις κενές και προβλεπόμενες από τον Προϋπολογισμό του 1988 θέσεις και/ή θέση Υποτομεάρχη (που οφείλεται στην ύπαρξη νομικά ανίσχυρης στο χώρο του δημοσίου δικαίου συμφωνίας), είναι άκυρη.
2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η κατ' εφαρμογή συμφωνίας νομικά ανίσχυρης, αναδρομική προαγωγή στην κλίμακα Α11-Α12 είναι άκυρη γιατί παραλήφθηκε η προαγωγή από το 1988 κατά την πάγια τακτική που η Αρχή εφάρμοζε.
3. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να μη επικυρώνεται η απόφαση ή παράλειψη που στηρίζεται στην μη έγκυρη νομικά συμφωνία Αρχής και Συντεχνίας.
4. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι αντισυνταγματικά δεν δόθηκε απάντηση στην ένσταση - παράσταση που ο αιτητής υπέβαλε γραπτώς."
Ο αιτητής κατείχε τη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' από 1.7.1982.
Στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 9.10.89 η καθ' ης η αίτηση Αρχή μελέτησε το θέμα της εξέλιξης των Προϊσταμένων Υπηρεσίας Β' και αποφάσισε όπως οι θέσεις αυτές και οι θέσεις των Προϊσταμένων Υπηρεσίας Α' οριστούν ως ενιαίες.
Συγκεκριμένα αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:
"Οι Προϊστάμενοι Υπηρεσίας Β' (Τεχνικό, Διοικητικό και Οικονομικό Προσωπικό, Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως και Λογιστές) που βρίσκονται στην υπηρεσία της Αρχής στις 9 Οκτωβρίου, 1989, να τοποθετηθούν, κατ' εξαίρεση, με βάση την επίδοση και απόδοση τους, στην ενιαία θέση Προϊστάμενου Υπηρεσίας Α' από την ημερομηνία που συμπλήρωσαν ή θα συμπληρώσουν τρία έτη υπηρεσίας στο βαθμό του Προϊστάμενου Υπηρεσίας Β' της αντίστοιχης κατηγορίας προσωπικού. Θα ληφθεί πρόνοια για τοποθέτησή τους σε "ψηλότερη βαθμίδα από αυτή στην οποία βρίσκονται σήμερα, χωρίς η διευθέτηση αυτή να συνεπάγεται οποιαδήποτε αναδρομική οικονομική αποζημίωση του επηρεαζόμενου προσωπικού πριν από την 1.1.1989."
Σε συνεδριάσεις ημερομηνίας 22.1.90 και 23.1.90 το Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής εξέτασε τις υποθέσεις 35 Προϊσταμένων Υπηρεσίας Β' Τεχνικού Προσωπικού (Επιστημονικό Προσωπικό) μεταξύ των οποίων και του αιτητή και αποφάσισε να εισηγηθεί στην Αρχή την προαγωγή τους στο βαθμό του Προϊστάμενου Υπηρεσίας Α' εφόσον έχουν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Προϊστάμενου Υπηρεσίας Β'.
Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, αφού μελέτησε τις θέσεις του Συμβουλίου Προσωπικού επί του θέματος, με υπόμνημά του ημερομηνίας 30.3.90 εισηγήθηκε προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής την υιοθέτηση των απόψεων του Συμβουλίου Προσωπικού.
Στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση ημερομηνίας 30.3.90 αποφάσισε να υιοθετήσει την πιο πάνω εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού.
Ο αιτητής, με επιστολή ημερομηνίας 28.6.90, διαμαρτυρήθηκε για την πιο πάνω απόφαση τονίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο αποκλείστηκε από πιθανή προαγωγή στη θέση Υποτομεάρχη που εγκρίθηκε από τον Προϋπολογισμό του 1988. Με απαντητική επιστολή ημερομηνίας 16.7.90, ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής απέρριψε τους ισχυρισμούς του αιτητή.
Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής προβάλλει σειρά νομικών λόγων και ειδικότερα ότι υπάρχει υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση κεκτημένων δικαιωμάτων, παραβίαση των άρθρων 28 και 29 του Συντάγματος και ελλειπής έρευνα.
Είναι θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι ο πελάτης του, ο οποίος βρισκόταν στη θέση Προϊστάμενου Β' δικαιούται, σύμφωνα με πάγια τακτική της Αρχής, προαγωγή στη θέση Υποτομεάρχη. Η θέση Προϊστάμενου Β' που είναι ενιαία με τη θέση Προϊστάμενου Α' έχει ανώτερο βαθμό τη θέση Υποτομεάρχη. Η προαγωγή του στη θέση Προϊστάμενου Α', κατά τους ισχυρισμούς, συνιστά δυσμενή διάκριση και άνιση μεταχείρηση του αιτητή με άλλους συναδέλφους του, οι οποίοι προήχθησαν στη θέση Υποτομεάρχη απευθείας. Η Αρχή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διαφοροποίησε παράνομα την τακτική της. Επιπλέον, η απόφαση της Αρχής στηρίζεται σε μη έγκυρη νομικά απόφαση μεταξύ της Συντεχνίας και της Αρχής. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του δικηγόρου του αιτητή, η θέση Υποτομεάρχη, ήτο κενή και προβλέπετο στον Προϋπολογισμό της Αρχής του 1988 επομένως υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εφόσον δεν πληρώθηκε μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία που κενώθηκε θέση, σύμφωνα με τον Καν. 10(6) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Γενικών Κανονισμών του 1982 (Βλ. Κ.Δ.Π. 91/89 Καν. 2). Είναι τέλος θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η απάντηση του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 12.6.90 είναι αναρμόδια επειδή ο Γενικός Διευθυντής δεν έχει οποιαδήποτε εξουσία να εκδίδει αποφάσεις, αλλά αντίθετα η επιστολή έπρεπε να τεθεί ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου.
Το κυρίαρχο επιχείρημα είναι ότι υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, δηλαδή ότι η Αρχή όφειλε, σύμφωνα με τον Καν. 10(6) όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 91/89 Καν. 2, να πληρώσει τη θέση Υποτομεάρχη από το 1988 και κατά προέκταση να προαχθεί ο αιτητής.
Επομένως το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η Αρχή όφειλε να πληρώσει την κενή θέση Υποτομεάρχη που εγκρίθηκε από τον Προϋπολογισμό του έτους 1988.
Ο κανονισμός 10(6) προνοεί τα ακόλουθα:
"Αι βάσει του παρόντος Κανονισμού προαγωγαί διενεργούνται εντός εξ μηνών αφ' ης κενωθή ή δημιουργηθή η πληρωθησομένη διά της προαγωγής θέση."
Η ουσία του παραπόνου του αιτητή έγκειται στη μη προαγωγή του στη θέση Υποτομεάρχη και συνεπώς το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο επιβάλλεται πλήρωση της θέσης.
Στην Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας, (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 606, η απόφαση δόθηκε 19.5.89, η Ολομέλεια στην απόφασή της που εξέδωσε ο Δικαστής κ. Πικής τόνισε τα ακόλουθα:
"Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της εισήγησης ότι δεν τηρήθηκαν οι σχετικές χρονικές προθεσμίες, πρέπει να τονιστεί ότι οι προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους ή κανονισμούς θεωρούνται κατά κανόνα ενδεικτικές, χαρακτήρα τον οποίο διατηρούν εφόσο δεν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές."
Καταλήγω ότι η χρονική προθεσμία των έξι μηνών είναι μόνο ενδεικτική και δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε θετική υποχρέωση στην Αρχή να πληρώσει την κενή θέση μέσα στην τακτή αυτή προθεσμία, συνεπώς η παράλειψη αυτή δεν είναι εκτελεστή και δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς και για καλύτερη κατανόηση των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση θα ήθελα να αναφέρω ότι επήλθε κατ' αρχή συμφωνία μεταξύ της Συντεχνίας των υπαλλήλων και της Αρχής ημερομηνίας 12.7.89, η οποία επικυρώθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 9.10.89 αναφορικά με το θέμα των Προϊσταμένων Β'. Η συμφωνία αυτή υιοθετήθηκε στους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Τροποποιητικοί) (Αρ. 3) Γενικοί Κανονισμοί του 1990, Κ.Δ.Π. 375/90, Καν. 9, ο οποίος τροποποίησε τον Κανονισμό 56 της Κ.Δ.Π. 220/82.
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι συλλογικές συμβάσεις δε δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου μέσα στα πλαίσια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, εκτός αν έχουν ενσωματωθεί σε κανονισμούς (Βλ. σχετικά Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027).
Δε συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η απόφαση της Αρχής δεν έχει καμιά νομική ισχύ εφόσον στηρίχθηκε σε άκυρη συμφωνία. Αυτή, όπως ανάφερα και πιο πάνω, απέκτησε νομική ισχύ εφόσον ενσωματώθηκε σε κανονισμό. (Βλ. Κ.Δ.Π. 375/90, Καν. 9).
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δικαιούτο να προαχθεί στη θέση Υποτομεάρχη από την 1.7.88 όταν συμπλήρωσε έξι χρόνια τα οποία απαιτούνται στο βαθμό Προϊσταμένου Β'.
Ο αιτητής σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής και την μετέπειτα ενσωμάτωση της σε Κανονισμό, προάχθηκε στη θέση Προϊσταμένου Α' αναδρομικά από 1.7.85. Επιπλέον παρατηρώ ότι, σύμφωνα με τον Καν. 56(8)(ζ), δικαιούται κρίσης στο βαθμό Υποτομεάρχη από 1.7.88, δηλαδή την ημερομηνία που και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι κατέστη προσοντούχος για τη θέση. Συγκεκριμένα, η Κ.Δ.Π. 375/90 Καν. 9 (η οποία προσέθεσε την παράγραφο (8) στον Καν. 56 των βασικών Κανονισμών του 1982) προβλέπει τα ακόλουθα:
"(ζ) Προσωπικό όλων των ειδικοτήτων που στις 9 Οκτωβρίου 1989 βρισκόταν στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' και του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Α' θα δικαιούται να κριθεί για προαγωγή στο βαθμό του Υποτομεάρχη μετά τη συμπλήρωση εξαετούς υπηρεσίας στις ενιαίες θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' και Προϊσταμένου Υπηρεσίας Α' ή εξαετούς υπηρεσίας στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας B'."
Είμαι της γνώμης ότι βάσει του Καν. 56(8)(ζ), όπως τροποποιήθηκε, ο αιτητής έχει την απαιτούμενη εξαετή υπηρεσία για να θεωρηθεί υποψήφιος για τη θέση Υποτομεάρχη, όταν πληρωθεί, εάν φυσικά πληρεί και όλες τις άλλες απαιτούμενες προϋποθέσεις και όχι μόνο στη θέση Προϊσταμένου Α'. Ο αιτητής κατέστη προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση από 1.7.88. Επομένως δε θίγεται οποιοδήποτε έννομο του συμφέρον ώστε να νομιμοποιείται να προσβάλει την απόφαση της Αρχής.
Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ότι δεν εφαρμόζεται η απόφαση της Ολομέλειας Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη και Άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, σύμφωνα με την οποία ορισμένες πρόνοιες του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμος του 1988 (Ν. 149/88) κρίθηκαν αντισυνταγματικές, επειδή ο αιτητής, ο οποίος προάχθηκε στη θέση Προϊσταμένου Α', ωφελήθηκε από την απόφαση της Αρχής και επομένως δεν μπορεί να επικαλεστεί τυχόν ακυρότητα απόφασης από την οποία ευεργετήθηκε.
Σαν αποτέλεσμα των όσων ανάφερα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.